Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 13

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Ραμίρ άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε μια γκρίζα επιφάνεια που συνειδητοποίησε σχεδόν αμέσως πως ήταν η οροφή του χώρου όπου βρισκόταν. Ήταν γκρι στο χρώμα του τσιμέντου από το οποίο ήταν φτιαγμένη και αρκετά βρώμικη μαρτυρώντας χρόνια εγκατάλειψης. Ο Ιππότης έκανε να ανασηκωθεί αλλά ο έντονος πόνος που τον διέτρεξε τον απέτρεψε από το να συνεχίσει την προσπάθεια. Ξάπλωσε και πάλι με τον πόνο να επικεντρώνεται ψηλά στην πλάτη του. Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή ως που να νιώσει τον πόνο να μαλακώνει κάπως. Ανοίγοντάς τα κοίταξε τριγύρω, οι τοίχοι που μπορούσε να δει είχαν το ίδιο χάλι με την οροφή ενώ μια σειρά από μικρά τζάμια που βρίσκονταν στην κορυφή ενός τοίχου, ακριβώς κάτω από την οροφή, ήταν καλυμμένα από σκόνη δεκαετιών και ιστούς αράχνης ώστε ελάχιστο φως να μπαίνει.
   Έκανε μια προσπάθεια ακόμα να σηκωθεί και αυτήν την φορά τα κατάφερε. Βρέθηκε καθιστός και μπόρεσε να παρατηρήσει καλύτερα το χώρο γύρω του. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα πρόχειρο στρώμα από άδεια σακιά που είχε φτιαχτεί στο βάθος μιας μικρής πλατφόρμας. Στηρίκτηκε στον πιο κοντινό τοίχο.
   -Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να σηκωθείς.
   Ο Ραμίρ γύρισε και είδε την Γιαρμίλα που ήταν καθισμένη στο πάτωμα, δίπλα της σε ένα στρώμμα σαν το δικό του κοιμόταν η Κάτκα.
   -Ήμουν πολλές ώρες αναίσθητος; ρώτησε ο Ιππότης.
   -Ναι, φοβήθηκα πως....
   -Γλίτωσα φαίνεται, είπε ο Ραμίρ και ψηλάφησε το τραύμα του που όσο ήταν αναίσθητος είχε περιποιηθεί η Γιαρμίλα και το είχε επιδέσει. Την ευχαρίστησε.
   -Νομίζω ότι η σφαίρα δεν έμεινε μέσα, είπε η Γιαρμίλα αμήχανη.
   Δεν είχε συνηθίσει να την ευχαριστούν όπως έκανε αυτός ο άνδρας. Ήταν σίγουρα πολύ διαφορετικός από κάθε άνδρα που είχε συναντήσει στην ως τώρα ζωή της. Τις ώρες που εκείνος ήταν αναίσθητος είχε πολλές φορές αναρωτηθεί ποιος ήταν και από που να ερχόταν.
   -Έχασες πολύ αίμα, πρέπει να σε δει γιατρός αλλά κάποιος που δεν θα κάνει ερωτήσεις για το πως τραυματίστηκες.
   Την κοίταξε και εκείνη ανταπέδωσε το βλέμμα. Ήταν και αυτή μια μεγάλη διαφορά, η πιο μεγάλη ίσως, ο τρόπος που την κοίταζε. Το βλέμμα του ήταν ευγενικό, φιλικό. Δεν την κοιτούσε απαξιωτικά γι' αυτό που ήταν ούτε με το απωθητικά λάγνο βλέμμα εκείνων που έσβηναν στο σώμα της τους πόθους και τα πάθη τους. Και όταν κοιτούσε την Κάτκα υπήρχε στοργή στα μάτια του.
   -Μου χρειάζεται ένα απόσταγμα Λάφοντιλ, είπε ο Ραμίρ και σταμάτησε.
   -Τι είναι αυτό; ρώτησε η Γιαρμίλα ξαφνιασμένη, δεν είχε ακούσει ποτέ αυτό το φάρμακο, μήπως ο άνδρας αυτός ήταν γιατρός;

   Η Λίζα ένιωσε να παγώνει, κοίταξε και πάλι πίσω. Δεν χωρούσε αμφιβολία, ο άνδρας την ακολουθούσε και την κοίταζε έντονα. Έτρεξε στις κυλιόμενες σκάλες που όμως ήταν γεμάτες κόσμο. Κοίταξε πίσω, ο άνδρας πλησίαζε. Οι κυλιόμενες της φάνηκαν ξαφνικά πολύ αργές και άρχισε να ανεβαίνει τις κλασικές σκάλες που λίγοι τις προτιμούσαν και μπορούσε να κινηθεί γρήγορα. Το παγωμένο χέρι του φόβου έσφιξε την καρδιά της καθώς διαπίστωνε ότι ο άνδρας ήταν το ίδιο, αν όχι περισσότερο, γρήγορος και κέρδιζε έδαφος.
   Η Λίζα με τον πανικό να την κυριεύει επιτάχυνε και έφτασε στην επιφάνεια του εδάφους. Δεν είχε ποτέ νιώσει τέτοιο φόβο. Πετάκτηκε στο δρόμο χωρίς να σκεφτεί καθόλου τα αυτοκίνητα. Κορναρίσματα και θυμωμένες φωνές ακολούθησαν αλλά η Λίζα δεν άκουσε τίποτα από όλα αυτά καθώς έτρεχε προς το σπίτι της με την ελπίδα πως εκεί θα ήταν ασφαλής.

   Ο Ροβέρτος στάθηκε στο σημείο όπου την προηγούμενη νύχτα είχαν αποδράσει από την αστυνομίκή φύλαξη οι άστεγοι με τη βοήθεια του Ραμίρ. Τα ίχνη ήταν τόσα πολλά και μπερδεμένα που δεν μπορούσε πλέον να ακολουθήσει αυτά που ανήκαν στο φίλο του. Κοίταξε προβληματισμένος γύρω αλλά δεν υπήρχαν παρά λίγοι περαστικοί και μάλλον βιαστικοί διαβάτες. Σε μια κόγχη ανάμεσα σε δυο πολυκατοικίες σκεπασμένη με ένα ανοιγμένο χαρτοκιβώτιο καθόταν μια γριά ζητιάνα.
   -Νεαρέ! τον φώναξε.
   Ο Ροβέρτος την κοίταξε. Σε εκείνον αναφερόταν σίγουρα αλλά δεν έβλεπε το γιατί. Πήγε προς το μέρος της αναρωτώμενος αν θα μπορούσε να μάθει κάτι από εκείνη. Η ζητιάνα θα ήταν ενδεχομένως σ' αυτήν την θέση συνέχεια, ίσως είχε δει κάτι. Στάθηκε μπροστά της και τη ρώτησε:
   -Εμένα φώναξες;
   -Εσένα, είπε η γριά, υπήρχε κάτι πάνω της που δεν ταίριαζε αλλά ο Ιππότης δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι ήταν αυτό.
   -Γιατί; την ρώτησε.
   -Γιατί θες να μάθεις.
   -Τι να μάθω;
   -Χθες που μαζέψανε τους κακομοίρηδες από' δω και τους κλείσανε στην κλούβα ήρθε ένας άγγελος και τους ελευθέρωσε!
   Ήταν προφανώς τρελή η δύστυχη. Ο Ροβέρτος την κοίταξε με οίκτο που δεν πρόλαβε να εκφράσει καθώς η γριά συνέχισε.
   -Φορούσε λευκό μανδύα και κρατούσε ένα μεγάλο σπαθί. Έκοψε την πόρτα και τους ελευθέρωσε και μετά αφόπλισε τον κακούργο που χτυπούσε την κακόμοιρη την κοπέλα.
   Λευκός μανδύας και σπαθί; Ήταν υπερβολικά μεγάλη σύμπτωση για να είναι σύμπτωση, πρέπει να είχε δει τον Ραμίρ.
   -Που πήγε μετά ο άγγελος;
   -Έφυγε με την κοπέλα. Ταιριάζουν ξερεις.
   -Προς τα που;
   Η γριά έδειξε μια κατεύθυνση. Ο Ροβέρτος έβαλε στο χέρι της ένα χρυσό νόμισμα και προχώρησε προς τη διεύθυνση που του έδειξε αφού πρώτα της είπε:
   -Ο Θεός να σε ευλογεί καλοκυρά.
   Θα είχε ανησυχήσει αν είχε κοιτάξει πίσω του καθώς απομακρυνόταν γιατί η γριά δεν ήταν πια εκεί.

   Η Λίζα έτρεξε όπως δεν είχε ξανατρέξει ποτέ στη ζωή της ως που δεν είχε πια άλλη δύναμη, στάθηκε τότε βαριανασαίνοντας και ακούμπησε σε έναν τοίχο. Έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να μη χάσει τις αισθήσεις της, κοίταξε πίσω, είχε καταφέρει να ξεφύγει από τον εφιαλτικό διώκτη της. Στάθηκε και πάλι όρθια και προχώρησε προς το σπίτι της. Έστριψε στο δρόμο που οδηγούσε εκεί και έμεινε ακίνητη σαν να ήταν παγωμένο άγαλμα και όχι άνθρωπος. Ο διώκτης της στεκόταν μπροστά της με ένα κακό χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπό του. Άπλωσε το χέρι του προς το λαιμό της αλλά το τράβηξε σαν να κάηκε καθώς ένα μπλε φως τύλιξε την κοπέλα.
   -Προστατεύεσαι, γρύλισε και πρόφερε μια κατάρα, τυφλή να ζήσεις και τυφλή να υποφέρεις.
   Η Λίζα δεν κατάλαβε σε ποιον αναφερόταν η κατάρα μιας και στην ίδια δεν έκανε τίποτα. Το φως χάθηκε όμως και ο διώκτης της είπε με μίσος:
   -Τώρα θα πεθάνεις.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου