Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 11

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η Νάντια ένιωσε τα μάτια της να βαραίνουν και την επιθυμία να βυθιστεί στην γλυκιά ανυπαρξία του ύπνου. Τινάχθηκε και έσφιξε τα χείλη. Δεν ήταν τώρα η ώρα να αφήσει την κούραση να την κυριεύσει. ήξερε τι χρειαζόταν και κοίταξε το δρόμο μπροστά. Το μικρό εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής φάνηκε σε λίγο στην άκρη του δρόμου και σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά του.
Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και πήγε στην πηγή δίπλα στην είσοδο της εκκλησούλας  και έριξε νερό στο πρόσωπό της, ένιωσε καλύτερα. Έμεινε για λίγο σκυμμένη πάνω από την τετραγωνισμένη δεξαμενή που έπεφτε το νερό και παρακολούθησε στην απέναντι άκρη μια μικρή χελώνα να γλιστράει μέσα με έναν απαλό παφλασμό. Έριξε και πάλι λίγο νερό στο πρόσωπό της και επέστρεψε πίσω από το τιμόνι.
Ξεκίνησε και πάλι για τη Θεσσαλονίκη. Έριξε μια βιαστική ματιά στον άνδρα στο πίσω κάθισμα που έδειχνε ακόμα παραδομένος σε βαθύ ύπνο. Η Αλεξία κατάλαβε την κίνησή της.
-Νομίζεις ότι μπορούμε να τον εμπιστευθούμε; ρώτησε.
-Αναμφίβολα μας έσωσε πριν και νομίζω ότι εκείνος δημιούργησε το χάος που μας επέτρεψε να ξεφύγουμε στην τράπεζα.
-Μιλάει τα Ελληνικά πολύ άνετα, λες να είναι όντως ξένος;
-Το όνομα είναι Σκωτσέζικο και δεν βλέπω το λόγο να λέει ψέματα, μπορεί να ζει χρόνια εδώ και να τα έμαθε μιας και είπε ότι είναι φίλος του παππού από πριν γεννηθούμε.
 -Το τελευταίο πράγμα που είπε ο παππούς ήταν για κάποιο φίλο του, είπε σκεφτική η Αλεξία, είπε ότι έμεινε μόνος.
 -Και αυτός είπε ότι είναι ο τελευταίος Φύλακας, συνέχισε η Νάντια το συλλογισμό. Φύλακας ποιου πράγματος όμως;
 -Ίσως του κλειδιού που ρώταγε εκείνος ο άνδρας με το μαχαίρι, είπε η Αλεξία με ένα ρίγος να τη διατρέχει στην ανάμνηση αυτή.
 -Τότε το βιβλίο του παππού οδηγεί σε αυτό, είπε η Νάντια. Ας ελπίσουμε ότι όταν ξυπνήσει θα μας εξηγήσει τι συμβαίνει.

 Ο Άγγελος μπήκε στο λόμπι του Εγνατία και κοντοστάθηκε αβέβαιος ακόμα για την κίνησή του. Το ξενοδοχείο ήταν από τα πιο πολυτελή και ακριβά της νύμφης του Θερμαϊκού και όσοι έμεναν εδώ ήταν άτομα μιας σημαντικής οικονομικής επιφάνειας. Δεν ήταν συνετό να ανακατεύεται στα σχέδιά τους αλλά πάλι δεν είχε πολλές επιλογές αν ήθελε να βοηθήσει την Νάντια. Προχώρησε προς τον επιβλητικό, σοβαρό υπάλληλο που βρισκόταν πίσω από το καλογυαλισμένο πάγκο της υποδοχής. Συνειδητοποίησε ότι δεν ήξερε το όνομα της γυναίκας και σάστισε για μια στιγμή.
  -Παρακαλώ; είπε ο υπάλληλος.
 -Την κυρία στο 411, ξεκίνησε ο Άγγελος ελπίζοντας να παρασύρει τον άνδρα απέναντί του σε μια συνομιλία από την οποία ίσως μάθαινε κάτι αλλά εκείνος είπε απλά:
 -Η κυρία Χάινε σας περιμένει.
 Ο Άγγελος έκπληκτος προχώρησε στον ανελκυστήρα με τις χρυσές πόρτες στην απέναντι πλευρά του φουαγιέ με το μαρμάρινο καλογυαλισμένο δάπεδο. Μπήκε στο θαλαμίσκο και στη σύντομη διαδρομή ως τον τέταρτο όροφο αναρωτιόταν τι είχε να του πει η Γερμανίδα.
 Ησυχία επικρατούσε στον όροφο και καθώς διέσχιζε το διάδρομο με το γκρενά χαλί του φάνηκε απειλητική. Σταμάτησε στην πόρτα με τα χρυσά ψηφία και πήρε βαθιά ανάσα, ύστερα τη χτύπησε δυο φορές κοφτά.
 Η γυναίκα άνοιξε την πόρτα και τον κοίταξε χωρίς να δείχνει έκπληξη. Του χαμογέλασε και τον κάλεσε να περάσει μέσα με μια ήσυχη, απαλή φωνή. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και τον οδήγησε στο μικρό σαλονάκι που βρισκόταν στο χώρο.
 -Κάθισε, είπε, με λένε Χέλγκα Χάινε. Λέγε με Χέλγκα.
Ο Άγγελος κάθισε και έριξε μια γρήγορη ματιά στον περιβάλλοντα χώρο. Το σαλονάκι με τα κλασσικά έπιπλα καταλάμβανε όλο το δωμάτιο σχεδόν ως την μπαλκονόπορτα που ήταν κλειστή και καλυμμένη από τη χοντρή κουρτίνα. Στην αντίθετη πλευρά βρισκόταν ένα μπαράκι πλουσιότατα εξοπλισμένο από όσο μπορούσε να δει. Η γυναίκα κάθισε κοντά του σταυρώνοντας προκλητικά τα πόδια της.
Χαμογέλασε στον Άγγελο με ένα πολλά υποσχόμενο χαμόγελο πριν ρωτήσει απαλά:
 -Να σου βάλω ένα ποτό;
 -Όχι ευχαριστώ, είπε ο Άγγελος κοφτά. Γιατί ήθελες να μου μιλήσεις;
-Το αντικείμενο που αναζητάει ο Χέλμουτ για λογαριασμό του Γκράιτς είναι πολύτιμο. Δεν αξίζει μόνο εκατό χιλιάρικα. Αξίζει και τέσσερις και πέντε φορές περισσότερα.
-Γιατί μου τα λες αυτά;
-Γιατί μου αρέσεις. Κλέψε το αντικείμενο από την Αλεξία Βάιου και εγώ θα σε βοηθήσω να το πουλήσεις. Θα ζήσουμε σαν βασιλιάδες με τα χρήματα.
-Και γιατί να μην το κάνω μόνος μου αν θέλω κάτι τέτοιο;
-Γιατί εγώ μόνο μπορώ να σε φέρω σε επαφή με εκείνους που θα πληρώσουν για το αντικείμενο αυτό, είπε η Χέλγκα και έγειρε προς το  μέρος του. Θα ζήσουμε πλουσιοπάροχα. Και δεν θα το μετανιώσεις να με έχεις μαζί σου.
Άπλωσε το χέρι της στο γόνατο του Άγγελου και το έσφιξε.
-Μπορείς να το απολαύσεις, είπε με τη φωνή της να βαθαίνει προκλητικά, παράτα τη φιλεναδούλα σου.
Ο Άγγελος τινάχτηκε όρθιος και την έσπρωξε μακριά.
-Δεν θα προδώσω τη Νάντια και δεν θα την εκμεταλλευτώ.
Γύρισε και έφυγε από το δωμάτιο. Στο διάδρομο πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε χάσει το χρόνο του, δεν είχε μάθει τίποτα καινούριο. Προχώρησε στη σκάλα και κατέβηκε από εκεί στο ισόγειο μη θέλοντας να περιμένει για τον ανελκυστήρα.
Βγήκε στο δρόμο και προχώρησε στο σημείο που είχε αφήσει το αυτοκίνητό του. Δεν αντιλήφθηκε εκείνους που τον ακολουθούσαν.

Η Νάντια πάρκαρε το τζιπ σε ένα ανοιχτό χώρο σταθμεύσεως και κοίταξε το ρολόι της. Μετά στράφηκε στην Αλεξία.
-Συνάντησα πρώτη φορά τον Άγγελο σε κανονικό ραντεβού σαν ζευγάρι στην παραλία, όχι μακριά από' δω. Θα πάμε να τον βρούμε.
-Και ο.....
Η κοπέλα κοίταξε πίσω όπου ο  Γουίλλιαμ ακόμα παρέμενε κοιμισμένος. Η Νάντια τον κοίταξε και αυτή, δεν ήταν πολύ καλή ιδέα να τον αφήσουν εδώ. Δεν ήταν σε θέση να προστατέψει τον εαυτό του. Δεν της άρεσε, αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή. Βγήκε από το αυτοκίνητο και η Αλεξία έκανε το ίδιο.
-Έλα πάμε, είπε, και ας ελπίσουμε ότι δεν θα συμβεί κάτι.
Περπάτησαν στην παραλία. Υπήρχαν λίγοι άνθρωποι γύρω μιας και παρά τον ήλιο το κρύο ήταν δριμύ και ο αέρας το έκανε πολύ πιο αισθητό. Οι δυο κοπέλες με τα μαλλιά τους να ανεμίζουν από τον αέρα διάνυσαν γρήγορα την απόσταση ως το σημείο του ραντεβού φροντίζοντας να μείνουν μακριά από τα σημεία που έσκαγε με ορμή το αφρισμένο κύμα ραντίζοντας τα πάντα με παγερές σταγόνες νερού.
Η Νάντια διέκρινε πρώτη τον αγαπημένο της και έτρεξε προς το μέρος του. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του και ενώ εκείνος την έσφιγγε πάνω του ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. Ο Άγγελος της χάιδεψε τα μαλλιά και η Νάντια αφέθηκε στο χάδι. Ένιωθε πιο ήσυχη τώρα που είχε κοντά της τον αγαπημένο της.
-Άγγελε, είπε, δεν μπορείς να φανταστείς.....
-Πες μου όσα ξέρεις, είπε εκείνος ήσυχα, έχουμε μπλέξει σε κάτι μεγάλο. Έγιναν και εδώ κάποια πράγματα.
Ο πρώτος πληθυντικός γέμισε με ζεστασιά την Νάντια, όποιος και αν ήταν ο κίνδυνος θα είχε μαζί της τον Άγγελο. Δεν είχε τραβηκτεί μακριά της μαθαίνοντας πως κινδύνευε και ότι μαζί της θα κινδύνευε και εκείνος.
Η Αλεξία έφτασε κοντά τους. Ο Άγγελος τη χαιρέτισε φιλικά και μετά ρώτησε ήσυχα:
-Που έχετε παρκάρει;
-Στο ανοιχτό μετά τη λεωφόρο, απάντησε η Νάντια. Πάμε, θα σου πούμε όλα όσα έγιναν από χθες.
Του διηγήθηκαν τα γεγονότα που τις είχαν φέρει εδώ να ζητήσουν τη βοήθειά του. Ο Άγγελος άκουγε προσεχτικά συνδέοντας αυτά που άκουγε με τα όσα είχαν συμβεί στον ίδιο. Τα πράγματα ήταν πολύ μπλεγμένα, διαισθανόταν μυστικά αλλά ακόμα δεν μπορούσε ούτε καν να υποθέσει τη φύση αυτών των μυστικών. Έφτασαν στο τζιπ της Νάντιας, καθώς εκείνη ξεκλείδωνε η Αλεξία κοίταξε το πίσω κάθισμα όπου την περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Πριν προλάβει να πει τίποτα μια φωνή πίσω τους πρόσταξε ψυχρά:
-Γυρίστε προς το μέρος μου και όχι απότομες κινήσεις.
Το έκαναν. Ο Χέλμουτ Σναρφ στεκόταν λίγο πιο πέρα με δυο ακόμα άνδρες και ήταν και οι τρεις οπλισμένοι.
-Δώστε μου το βιβλίο και το κλειδί και είστε ελεύθεροι να φύγετε, είπε ο Γερμανός. Οι δυο σας, το κορίτσι θα έρθει μαζί μου.
Η Νάντια αγκάλιασε προστατευτικά την ξαδέρφη της κάνοντας τον Γερμανό να γελάσει.
-Ναι, αυτό θα τη σώσει!
-Όχι, εγώ θα τη σώσω!
Οι τρεις άνδρες έκαναν να στραφούν αλλά ο Γουίλλιαμ ήταν πολύ πιο γρήγορος, η ατσάλινη σπάθα έλαμψε στον μεσημεριανό ήλιο καθώς διέγραφε μια θανάσιμη τροχιά. Οι δυο άνδρες σωριάστηκαν νεκροί σαν σακιά που ξαφνικά αδειάζουν. Ο Σναρφ ούρλιαξε από τον πόνο καθώς ο Γουίλλιαμ τον τραυμάτιζε αποσπώντας το όπλο από το χέρι του. Έπεσε στα γόνατα σφίγγοντας το τραυματισμένο χέρι με το άλλο.
-Χέλμουτ Σναρφ, είπε ο Γουίλλιαμ ψυχρά, κατηγορείσαι για το βασανισμό και την εν ψυχρώ εκτέλεση του Νικόλαου Δάμη και της συζύγου του Δάφνης Γκλέμπ.
-Ναι το έκανα, πρώτα εκείνον και μετά τη γυναίκα του. Και ούρλιαζε και παρακαλούσε για έλεος και να λυπηθώ την κόρη της που έβλεπε. Αλλά ξέρεις τι απάντησα Ετρούσκε; Ε; Το βλέπω στα μάτια σου ότι ξέρεις.
-Μην κοιτάς σε παρακαλώ, είπε ο Γουίλλιαμ στην Αλεξία, δεν χρειάζεται να το δεις αυτό.
Η Νάντια κατάλαβε τι εννοούσε και τράβηξε την ξαδέρφη της να γυρίσει από την άλλη.
-Ξέρω, είπε τραχιά ο Γουίλλιαμ στον Σναρφ, ένοχος κατά το κατηγορητήριο.
-Έλεος!
-Δεν υπάρχει έλεος για εκείνους που δεν δείχνουν έλεος, είπε ο Γουίλλιαμ και κατέβασε τη σπάθα.
Ενώ ο Χέλμουτ Σναρφ σωριαζόταν νεκρός ο Γουίλλιαμ, στράφηκε στους άλλους τρεις.

-Πρέπει να φύγουμε, είπε, και πρέπει να μιλήσουμε. Υπάρχουν πολλά που πρέπει να μάθετε.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου