Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

2.
Νεκρώσιμη Ακολουθία

Ένιωσε δυο χέρια να την πιάνουν στοργικά και να την ανασηκώνουν. Ήταν ένα απαλό άγγιγμα και όταν βρέθηκε όρθια μια φωνή της είπε ήσυχα:
-Έλα καλή μου, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια, ο παππούς έφυγε.
Συνειδητοποίησε ότι ήταν η Νάντια, η ξαδέρφη της και κόρη της θείας της που ήταν στο χωλ. Αφέθηκε να τη βγάλει από το δωμάτιο του παππού της στο χωλ. Ενστικτωδώς έκρυψε τον κρύσταλλο στην τσέπη του πουκαμίσου της. Η Νάντια την οδηγήσει στο δικό της δωμάτιο. Η Αλεξία κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της ενώ η ξαδέρφη της βολευόταν στην καρέκλα του γραφείου της. Το δωμάτιο ήταν περίπου τετράγωνο με αρκετό χώρο για το κρεβάτι της, ένα γραφείο με βιβλιοθήκη και μια ντουλάπα. Από τις δυο κρεβατοκάμαρες του σπιτιού ο παππούς της της είχε δώσει την πιο μεγάλη. Νέα δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια της.
Η Νάντια, μια ψηλή ξανθιά κοπέλα με μακριά μαλλιά και γεροδεμένο σώμα, μετακινήθηκε δίπλα της και την αγκάλιασε.
-Μην κλαις καλή μου, ο παππούς είχε μια γεμάτη ζωή, Θα ήθελε από εμάς να τον θυμόμαστε χαρούμενες.
-Τι έγινε; ψέλλισε η Αλεξία. Ο παππούς ήταν καλά το πρωί.
-Μάλλον εγκεφαλικό, είπε η Νάντια. Ο γιατρός είπε ότι ήταν βαρύ, δεν είχε ελπίδες ακόμα και αν ήταν στο νοσοκομείο. Κρατήθηκε στη ζωή ίσα για να σε δει.
Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.
-Ναι, είπε η Νάντια βλέποντας την Αλεξία πολύ συγκινημένη ακόμα για να μιλήσει.
-Θα έρθουν να ετοιμάσουν τον παππού σας.
Η Αλεξία έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρια της. Η Νάντια της χάιδεψε τα μαλλιά λέγοντάς της:
-Έλα ας πάμε έξω, χρειάζεσαι αέρα.
Βγήκαν από το δωμάτιο και η Αλεξία αντίκρισε το βλέμμα της θείας της της Τασίας. Δεν έδειχνε συγκινημένη από το θάνατο του πεθερού της, μάλλον ενοχλημένη. Η Αλεξία κοίταξε στο δωμάτιο που ακόμα ήταν μόνο ο παππούς της. θυμήθηκε τα τελευταία του λόγια. Ήξερε ποιο ρολόι εννοούσε.
Στάθηκε στη βιβλιοθήκη και το αναζήτησε στα ράφια, το βρήκε στριμωγμένο ανάμεσα σε δυο τόμους και το πήρε στα χέρια της. Ήταν μεγάλο στρογγυλό με χρυσό περίβλημα και θήκη πάνω σε βάση από σκαλισμένο ξύλο. Ήξερε ότι από κάτω η βάση ήταν κούφια και γύρισε το ρολόι ανάποδα. Εκεί ήταν κρυμμένο το κλειδί που είχε αναφέρει ο παππούς της. Ήξερε την κρυψώνα, μικρή έκρυβε και εκείνη εκεί τους “θησαυρούς” της. Πήρε το κλειδί και το έχωσε βιαστικά στην τσέπη του παντελονιού της καθώς η Τασία Μαρκάτου έμπαινε στο δωμάτιο.
-Νάντια, πάρε την Αλεξία στο δωμάτιό της, ετοιμάστε μια τσάντα με ρούχα θα έρθει στο σπίτι μου.
Η Αλεξία προχώρησε μηχανικά στο δωμάτιό της και η Νάντια την ακολούθησε. Στο δωμάτιο οι δυο ξαδέρφες έμειναν για λίγο ακίνητες και σιωπηλές. Μετά η Νάντια πήγε στη ντουλάπα.
-Έλα, πρέπει να ετοιμάσουμε την τσάντα.
-Ναι.
Με κινήσεις που πρόδιδαν το πόσο ταραγμένη ήταν η Αλεξία έβγαλε από τη ντουλάπα ένα μικρό σακ βουαγιάζ και άρχισε να βάζει μέσα εσώρουχα και μετά ρούχα. Διάλεξε μαύρες μπλούζες και παντελόνια. Όταν τελείωσε στράφηκε στην ξαδέρφη της.
-Νάντια.... δεν μπορώ να πάω.....
-Έλα, είπε εκείνη με σκοτεινό βλέμμα, θα πάμε στο αυτοκίνητο την τσάντα και μετά μια βόλτα.
Βγήκαν στο χωλ. Η Αλεξία κοίταξε προς το δωμάτιο του παππού της, είχαν αρχίσει να τον ετοιμάζουν για το τελευταίο του ταξίδι. Τον έγδυναν, μπορούσε να δει το γυμνό του μπράτσο στο κρεβάτι, λευκό με τα μπλε ψηφία του αριθμού που πάνω από εξήντα χρόνια πριν του είχαν κάνει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπέργκεν Μπέλσεν.
-Έλα καλή μου.
Η Νάντια την έβγαλε έξω. Πήγαν πρώτα στο τζιπ που οδηγούσε η κοπέλα και έβαλαν την τσάντα στο πίσω μέρος. Η Αλεξία στράφηκε πάλι προς το σπίτι αλλά η Νάντια την πήρε από το χέρι. Την τράβηξε προς την άκρη του χωριού αλλά όχι από την πλευρά του δρόμου που έβγαζε στην εθνική οδό. Την παρέσυρε προς το αλσύλλιο που απλωνόταν γύρω από το μικρό εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας. Εκεί την έβαλε να καθίσει σε ένα παγκάκι. Η Αλεξία την κοίταξε, τα μάτια της ήταν δυο φουρτουνιασμένες θάλασσες θλίψης.
-Κλάψε γλυκιά μου. Βγάλε τη θλίψη από μέσα σου.
Σαν να περίμενε αυτή ακριβώς την προτροπή η κοπέλα ξέσπασε σε λυγμούς στην αγκαλιά της ξαδέρφης της.

Το σώμα του παππού της ήταν τοποθετημένο στο φέρετρο στο κέντρο της εκκλησίας περίπου κάτω από τον μεγάλο πολυέλαιο. Η Αλεξία ήταν καθισμένη σε ένα στασίδι σε μια άκρη. Είχε ανεβάσει τα πόδια της στο στασίδι και είχε αγκαλιάσει τα γόνατά της, ήταν μόνη της μέσα στην εκκλησία εκείνη τη στιγμή αν εξαιρούσε τον ιερέα που διάβαζε το Ψαλτήριο λίγο πιο πέρα από το νεκρό.
Είχε περάσει τις ώρες ως που να έρθουν στην εκκλησία κοντά στην Νάντια, κυρίως εκεί στο άλσος. Η ξαδέρφη της δεν την είχε αφήσει καθόλου μόνη ως που ήρθαν στην εκκλησία. Τώρα την είχε αναγκαστικά αφήσει για να ασχοληθεί με τις τυπικές διαδικασίες της γραφειοκρατίας  ενώ η θεία της θα μεριμνούσε για τον κόσμο που θα ερχόταν να συνοδεύσει τον παππού της στην τελευταία του κατοικία.
Άκουσε βήματα στο μαρμάρινο δάπεδο της εκκλησίας και είδε έναν άνδρα να μπαίνει. Τα βήματά του αντηχούσαν στην άδεια ακόμα εκκλησία. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος όσο μπορούσε να καταλάβει μιας και φορούσε έναν μαύρο ταξιδιωτικό μανδύα που ανέμιζε γύρω του. Προχώρησε προς το φέρετρο και στάθηκε.
-Ήρθα αργά φίλε μου, ψιθύρισε. Πρόλαβες άραγε να παραδώσεις σε κάποιον το δικό σου κλειδί;
Η Αλεξία ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Ο άνδρας είχε μιλήσει ψιθυριστά και όμως εκείνη είχε ακούσει καθαρά τα λόγια του σαν να τα ψιθύριζε στο αυτί της.
-Ο Θεός να σε αναπαύσει. Μείνε ήσυχος. Θα φέρω σε πέρας το έργο που μαζί θέλαμε να δούμε τελειωμένο.
Η Αλεξία σηκώθηκε όρθια συνέχιζε να ακούει τον άνδρα και αυτό δεν ήταν φυσιολογικό. Ο ιερέας που ήταν πολύ πιο κοντά δεν είχε ακούσει τίποτα. Σαν να ένιωσε την παρουσία της ο άνδρας στράφηκε και την κοίταξε. Παρά την κουκούλα που σκίαζε το πρόσωπό του διέκρινε δυο φωτεινά μάτια.
Ο άνδρας τραβήκτηκε σε μια άκρη καθώς έμπαιναν άνθρωποι στην εκκλησία. Είχε φτάσει η ώρα για την νεκρώσιμη ακολουθία. Η Αλεξία προχώρησε μπροστά στις θέσεις που προορίζονταν για τους συγγενείς του νεκρού και κάθισε σε ένα στασίδι. Ένιωθε άδεια, εξουθενωμένη.
Καθώς η ακολουθία προχωρούσε θυμήθηκε τον ξένο, όχι ήταν πολύ κουρασμένη και της είχε φανεί πως συνέβαινε κάτι εξωπραγματικό. Είχε ησυχία στην εκκλησία απλά. Όταν έφτασε η στιγμή του τελευταίου ασπασμού ξέσπασε σε γοερό θρήνο, ήταν μόνη πια. Εκείνος που ήταν όλη της η οικογένεια δεν υπήρχε πια.
Η Νάντια την υποβάσταζε για να βγουν έξω στο κρύο απόγευμα και να βαδίσουν ως τον τάφο που είχε ετοιμαστεί για τον παππού της. Εκεί γύρισε το πρόσωπό της στο στήθος της ξαδέρφης της μην αντέχοντας το θέαμα.
Η Νάντια την πήγε μετά στο αυτοκίνητό της και την μετέφερε στο σπίτι της μητέρας της στις Σέρρες. Ήταν ένα μεγάλο οροφοδιαμέρισμα. Μετά το χωρισμό των γονιών της η Νάντια δεν έμενε πια εδώ. Οδήγησε την ξαδέρφη της σε εκείνο που ήταν το υπνοδωμάτιό της κάποτε και την έβαλε να ξαπλώσει. Η Αλεξία βυθίστηκε σε έναν ταραγμένο ύπνο και εκείνη έφυγε, δεν ήθελε να μιλήσει με την Τασία. Είχαν ήδη μαλώσει για το αν θα μπορούσε να  είχε πάρει στο δικό της σπίτι την ξαδέρφη της.
Η Νάντια δεν πρόσεξε μπαίνοντας στο τζιπ της τον άνδρα που κάπνιζε ένα τσιγάρο στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ούτε εκείνον με το μαύρο μανδύα που χωμένος στο σκοτεινό άνοιγμα μιας πόρτας παρακολουθούσε το κτίριο και τον καπνιστή

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου