Κυπαρισσία

Author: Νυχτερινή Πένα /

Είναι μια κωμόπολη στην Μεσσηνία, πρωτεύουσα της επαρχίας Τριφυλίας και νυν του ομώνυμου δήμου, είναι επίσης έδρα της ιεράς μητροπόλεως Τρφυλίας και Ολυμπίας. Έχεις 5708 κατοίκους κατά την τελευταία απογραφή. Ωστόσο αυτά είναι τα στοιχεία που μπορεί να βρει κανείς με μια ματιά σε οποιαδήποτε εγκυκλοπαίδεια και δεν λένε πολλά για το ουσιαστικό μέρος του τι είναι μια πόλη.
Η Κυπαρισσία είναι χτισμένη στο νότιο άκρο του κόλπου που φέρει το όνομά της και εκτείνεται από τη θάλασσα ως αρκετά ψηλά στους πρόποδες του όρους Ψυχρού ( ή Αιγάλεω ). Το τμήμα που βρίσκεται ψηλά είναι γνωστό ως Άνω ή Παλιά Πόλη και έχει χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα λόγω των πολλών παραδοσιακών κτισμάτων της.
Η κάτω πόλη είναι μια σύγχρονη κωμόπολη με όλες τις ανέσεις, ξενοδοχεία, καφετέριες, εστιατόρια και ψησταριές, ενώ δε στερείται τις απαραίτητες υπηρεσίες. Προσφέρει χώρους για περίπατο και φυσικά παραλία για μπάνιο, δεδομένου μάλιστα πως βρέχεται από το Ιόνιο που είναι πιο ζεστό μπορεί κανείς να κάνει μπάνιο από νωρίς την άνοιξη ως και αργά στο φθινόπωρο.
Δεν σας κρύβω ότι η Άνω Πόλη είναι η προτίμησή μου, είναι πιο ήσυχη, πιο γραφική, με ωραία σημεία για φαγητό ή καφέ, με δρόμους που προσφέρονται για περπάτημα και με φοβερή θέα, βλέπεις όλη την πόλη και μακριά στην θάλασσα, σε μέρες με καθαρή ατμόσφαιρα ακόμα και ως τη Ζάκυνθο. Από το κάστρο δε είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή, οπότε αν βρεθείτε εκεί μην παραλείψετε να το επισκεφθείτε. Μόνο μην επιχειρήσετε να ανεβείτε στον πύργο, απαγορεύεται λόγω της κατάστασής του.
Αλλά το στοιχείο που κάνει ξεχωριστή την Άνω Πόλη είναι η ατμόσφαιρά της, είτε κάνει κάποιος περίπατο, είτε απολαμβάνει ένα δροσερό βραδάκι κάτω από τα δένδρα παίρνοντας τον καφέ ή το δείπνο του είτε απολαμβάνοντας τη θέα από το Κάστρο των Γιγάντων. Και για έναν συγγραφέα που το μυαλό του είναι πάντα στο γράψιμο είναι σίγουρα πηγή έμπνευσης!

Ο Χρυσός Της Χαμένης Λεγεώνας

Author: Νυχτερινή Πένα /

Όταν ο Γουίλλιαμ Γκόρντον πηγαίνει στην Νότια Γαλλία για ανασκαφές στο χώρο που ανακαλύφθηκαν τα ίχνη μιας Ρωμαϊκής λεγεώνας περιμένει να βρει εργασία αρχαιολογικής έρευνας και να βρει την απάντηση στο ερώτημα του τι απέγινε η δεκάτη εβδόμη λεγεώνα. Δεν τον ενδιαφέρει ούτε η πιθανή ύπαρξη χρυσού ούτε η δημοσιότητα.
Αυτό που δεν περιμένει είναι ότι θα βρει μια ικανότατη συνάδερφο αλλά και υπέροχη γυναίκα, τη Μέρεντιθ. Και ότι δεν θα αποκαλύψει μόνο την ιστορία της λεγεώνας αλλά και μια ιστορία αγάπης.
Άλλη μια ιστορία έτοιμη για κατέβασμα από την ενότητα βιβλία στα δεξιά. Καλή ανάγνωση.

Οι Έμποροι των Θαλασσών - Καράβι της Μαγείας – Δεύτερος Τόμος

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο δεύτερος τόμος του πρώτου βιβλίου της τριλογίας των Εμπόρων των Θαλασσών της Robin Hobb απλώνει την ιστορία ακολουθώντας τις ακόμα πιο δύσκολες – και οδυνηρές – περιπέτειες των χαρακτήρων αφού κάθε νίκη έχει το τίμημά της και κάθε χαρά μπορεί να ακολουθηθεί από λύπη και πόνο.
Είναι πιο γρήγορο στις εξελίξεις και τα γεγονότα έρχονται με καταιγιστική πολλές φορές ταχύτητα. Τελειώνει δε σε ένα κρίσιμο σημείο αφήνοντας με την αγωνία για το μέλλον τον αναγνώστη.
Συστήνεται στους λάτρεις του φανταστικού και της θάλασσας.

Το Μάτι Του Μάρνους 4

Author: Νυχτερινή Πένα /

Στο άνοιγμα στεκόταν μια μορφή ντυμένη με μια πανοπλία που κάποτε ήταν λευκή αλλά τώρα είχε μαυρίσει από το χρόνο. Στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο μαύρο σπαθί που εξέπεμπε ένα ανίερο φως. Το πρόσωπο, το μόνο μέρος που άφηνε η πανοπλία ακάλυπτο, ήταν αυτό ενός νεκρού στην παγωμένη φθορά του θανάτου.
-Ένας απέθαντος, είπε με φόβο η Ρέιλα.
-Ποιος είσαι και τι θέλεις από’ μας, απαίτησε ο Ιππότης.
Ο απέθαντος γέλασε και το γέλιο του αντήχησε στο σπήλαιο, δυνατό και μακάβριο. Ο Φένορ ξεθηκάρωσε τη σπάθα του ενώ η Ρέιλα στάθηκε δίπλα του με το διαμάντι ακόμα στα χέρια της.
-Είμαι πολύ πιο αρχαίος και δυνατός από εσένα Ιππότη, υποκλίσου στη δύναμη του Βαλκόρ και μπορεί να ζήσεις.
Ο Φένορ αναγνώρισε το όνομα. Αιώνες πριν ο σκοτεινός μάγος Βελκόρ είχε προσπαθήσει να καταλάβει την Εσπέρια, η Ιπποσύνη τον είχε νικήσει σε μια σκληρή μάχη. Ο μάγος βλέποντας το τέλος κοντά είχε μετατρέψει τον εαυτό του σε απέθαντο. Σκοτώθηκε και για να μην επιστρέψεις τη ζωή οι Ιππότες τον είχαν θάψει βαθιά στα σπήλαια της Ταμπόρα, όχι αρκετά βαθιά όπως φαινόταν.
-Άθελά τους οι μεταλλωρύχοι του Γκλόρυντιπ με ελευθέρωσαν και σκόρπισα ανάμεσά τους το θάνατο, είπε ο Βελκόρ σαν να διάβαζε τις σκέψεις του Φένορ.
-Και θέλεις να σκοτώσεις και εμάς τώρα υποθέτω.
-Εσάς; Όχι ακριβώς, είπε ο Βαλκόρ. Εσείς έχετε άλλο σκοπό. 
Ο Φένορ έριξε μια ματιά στη μάγισσα δίπλα του και στον Λουβίας, κανείς δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τι εννοούσε ο απέθαντος. Η μάγισσα ήταν έτοιμη να αμυνθεί αν ο απέθαντος επιτιθόταν ενώ ο νεκρομάντης δεν έδειχνε να ανησυχεί.
-Μετά την εξόντωση των μεταλλωρύχων ένιωσα ενισχυμένος, είπε ο Βαλκόρ, αλλά όχι τόσο για να αφήσω τα σπήλαια. Οπότε μηχανεύτηκα τον τρόπο να γίνω πιο δυνατός. Συνέχισα να σκοτώνω, ήξερα ότι η Ιπποσύνη θα έστελνε κάποιον να δει τι συμβαίνει, έστειλα τα γκόμπλιν για να είμαι σίγουρος ότι θα έμπαινες στα βαθύτερα σπήλαια. Όσο για εσένα μικρή μάγισσα δεν είχα παρά να επέμβω στο μυαλό των μελών του κονκλαβίου. Καταδικάστηκες και στάλθηκες εδώ κάτω, σε νοιάζει να σου πω ότι τις τελευταίες ώρες οδηγήθηκαν και οι επτά στην τρέλα και την αυτοκτονία. Ο νεκρομάντης βρέθηκε τυχαία εδώ αλλά δεν μου είναι άχρηστος.
-Μπήκες σε πολύ κόπο για να μας φέρεις εδώ, είπε ο Φένορ, αλλά για ποιο σκοπό;
-Περάσατε μια ωραία νύχτα εσείς οι δυο, είπε ο απέθαντός.
Ο Φένορ και η Ρέιλα κοιτάκτηκαν ξαφνιασμένοι ενώ ο Λουβίας κάγχαζε ειρωνικά. Τώρα εξηγείτο η ξαφνική επιθυμία της νύχτας και η τόσο έντονη ερωτική τους ένωση.
-Έγινα απέθαντος για να επιζήσω αλλά είναι καιρός να αποκτήσω ένα σώμα κατάλληλο και το πιο κατάλληλο είναι ο καρπός ενός Ιππότη και μιας Σκοτεινής μάγισσας.
Η Ρέιλα έφερε το ένα χέρι στην κοιλιά της. Είχε συλλάβει όντως;
-Δεν θα πάρεις το παιδί αυτό, είπε ο Φένορ και με τη σπάθα του υψωμένη προχώρησε προς τον Βαλκόρ που ύψωσε το χέρι του και εξαπέλυσε μια ριπή μαύρης ενέργειας. Η ριπή χτύπησε τον Ιππότη και τον τίναξε στο δάπεδο με μια χαίνουσα πληγή στο στήθος. Η μάγισσα γονάτισε δίπλα του και έβαλε το χέρι της στην πληγή που αιμορραγούσε. Ψιθύρισε ένα ξόρκι και αμέσως η πληγή έκλεισε, το δέρμα έμεινε ανέπαφο σαν να μην είχε ποτέ χτυπηθεί. Ο Ιππότης σηκώθηκε όρθιος.
Ο Λουβίας έτεινε το χέρι του στο οποίο λαμπύριζαν δύο δακτυλίδια και πρόφερε μια νεκρομαντική κατάρα. Πορφυρές δέσμες φωτιάς εκτοξεύθηκαν προς τον Βαλκόρ. Δεν τον ένοιαζε η μοίρα του Φένορ και της Ρέιλα αλλά έπρεπε να σκοτωθεί ο απέθαντος αν ήταν να φύγει ζωντανός από εδώ με το Μάτι του Μάρνους. Ο απέθαντος άνοιξε το στόμα του αφύσικα πολύ και κατάπιε τις φλόγες. Ο νεκρομάντης ένιωσε να εξασθενεί. Έπεσε στα γόνατα ενώ ο απέθαντος απομυζούσε τη δύναμή του.
Ο Βαλκόρ έκανε ένα σχήμα στον αέρα και την επόμενη στιγμή τρία γκόμπλιν εμφανίστηκαν γεμίζοντας το χώρο με την βαριά οσμή τους. Επιτέθηκαν κραδαίνοντας σπαθιά με κυρτές λάμες. Ο Φένορ προχώρησε μπροστά και αντιμετώπισε τα τρία πλάσματα. Όπως και την προηγούμενη φορά που είχε αντιμετωπίσει μερικά από αυτά η μάχη ήταν σύντομη και νικηφόρα. Ο απέθαντος εκμεταλλεύθηκε τον περισπασμό και εξαπέλυσε μια μαγική επίθεση, μια δέσμη μαγικής ενέργειας ξεπήδησε από το απλωμένο χέρι του και χτύπησε την Ρέιλα χωρίς να τη βλάψει καθώς το μενταγιόν της απορρόφησε την ενέργεια.
Ο Λουβίας με ένα ξόρκι σήκωσε από το έδαφος τα νεκρά πλάσματα που κινήθηκαν εναντίον του πρώην αφέντη τους. Ο Βαλκόρ τράβηξε τη σπάθα από το πλευρό του που τυλίχθηκε στο ανίερο φως που τύλιγε όλη τη μορφή του. Με μια κίνηση μετέτρεψε σε σκόνη τα τρία νεκροζώντανα γκόμπλιν. Ύστερα έδειξε με τη σπάθα του τον Λουβίας, με ένα μουγκρητό πόνου έπεσε στα γόνατα. Το πρόσωπό του έγινε σταχτί και μετά ωχρό σαν πεθαμένου.
-Το άγγιγμα του απέθαντου, είπε η Ρέιλα με φωνή που πάσχιζε να κρατήσει σταθερή, θα τον κάνει όμοιο του.
Ο Φένορ σήκωσε τη σπάθα του και την κατέβασε στο λαιμό του Λουβίας, αποκεφαλίζοντάς τον, το άψυχο σώμα σωριάστηκε στο πέτρινο δάπεδο με έναν υπόκωφο ήχο.
-Αναπαύσου εν ειρήνη, μακριά από την κατάρα των απέθαντων.
Ο Βαλκόρ απήγγειλε ένα ξόρκι και κάτι τρομερά επικίνδυνο υλοποιήθηκε μέσα στη σπηλιά, ένα μεγάλο ον σαν αρκούδα με διπλό μέγεθος όμως και με χαυλιόδοντες να εξέχουν από το στόμα του και φονικά νύχια στα οκτώ δάκτυλα κάθε ποδιού.
-Ένα σαλκ, είπε η Ρέιλα.
Ο Φένορ ζύγιασε τη σπάθα έτοιμος για επίθεση αλλά η μάγισσα τον σταμάτησε.
-Μόνο με τη σπάθα σου δεν μπορείς να νικήσεις Ιππότη, χρειάζεσαι βοήθεια.
Πήρε τη σπάθα και κράτησε το Μάτι του Μάρνους πιεσμένο στη λαβή, το διαμάντι βυθίσθηκε στην κάτω άκρη της λαβής με την ευκολία που το μαχαίρι βυθίζεται στο βούτυρο. Ο Φένορ πήρε πίσω τη σπάθα του και την κράτησε στο χέρι του, δεν φαινόταν να έχει αλλάξει κάτι αλλά καταλάβαινε τη δύναμη μέσα της.
Με μια προσταγή του απέθαντου το σαλκ όρμησε πάνω τους. Ο Ιππότης έκανε έναν ελιγμό αποφεύγοντας το φονικά οπλισμένο πόδι του και κατέβασε με ορμή τη σπάθα στο κεφάλι του.
Ο Βαλκόρ έβγαλε μια κραυγή δυσπιστίας βλέποντας το σαλκ να πέφτει νεκρό. Ο Φένορ επιτέθηκε πριν προλάβει να συνέλθει από την έκπληξη και με ένα αποφασιστικό χτύπημα διαπέρασε με τη σπάθα του τον αντίπαλο. Για μια στιγμή δεν έγινε τίποτα, ύστερα ο χρόνος που είχε τόσα χρόνια μείνει στάσιμος πήρε την εκδίκησή του εν ριπή οφθαλμού και μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Ιππότη ο απέθαντος μετατράπηκε σε λεπτή γκρίζα σκόνη.
Στράφηκε προς τη Ρέιλα και στάθηκε αιφνιδιασμένος από το θέαμα που αντίκριζε. Η νεαρή μάγισσα δεν είχε αποφύγει το χτύπημα από το σαλκ. Ένα από τα τερατώδη νύχια του την είχε ξεσκίσει στο στήθος και η πληγή ήταν τεράστια για να υπάρχει ελπίδα επιβίωσης. Αν την κρατούσε ακόμη κάτι όρθια ήταν το πείσμα της. Καθώς ο Φένορ πήγαινε κοντά της σωριάστηκε στο έδαφος.
Ο Φένορ κοίταξε το μάτι του Μάρνους στη σπάθα του και μετά την νεκρή κοπέλα στο δάπεδο. Άξιζε τέτοιες θυσίες η δύναμη; Θα μετέφερε στο κάστρο στο Γνοφώδες όρος το όπλο του όπου οι ανώτεροί του θα φρόντιζαν για την ασφάλεια του ισχυρού τεχνουργήματος. Θηκάρωσε τη σπάθα του και σήκωσε το σώμα της Ρέιλα, θα την έθαβε έξω, δεν της άξιζε να μείνει για πάντα στα έγκατα της γης όποια και αν ήταν.
Και θα τη θυμόταν πάντα. Η κοπέλα που πολέμησε μαζί του στην πρώτη του αποστολή.


Τέλος

Το Μάτι Του Μάρνους 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

ΙΙΙ

Τα χέρια του μάγου απλώθηκαν άπληστα στο κορμί της αλλά για μια στιγμή μόνο. Μετά τραβήχτηκαν και ο μάγος βόγκηξε από τον πόνο, ένας πίδακας αίματος τινάχτηκε από τα χείλη του και σωριάστηκε νεκρός δίπλα στην Ρέιλα. Ο σύντροφός του ανέβλεψε για να δει μια κοφτερή λάμα να κατεβαίνει προς το κεφάλι του. Έπεσε για να μην ξανασηκωθεί.
Η Ρέιλα κοίταξε το σωτήρα της. Εκείνος θηκάρωσε τη σπάθα του και της έτεινε το χέρι για να τη βοηθήσει να σηκωθεί. Η Ρέιλα το έπιασε και σηκώθηκε. Ο άνδρας που δεν ήταν άλλος από τον Φένορ έβγαλε το μανδύα του και της τον πρότεινε. Εκείνη τον φόρεσε με ευγνωμοσύνη. Τον κοίταξε σκεπτόμενη πόσο περίεργο ήταν μετά τους μαύρους χιτώνες της να φοράει κάτι ολόλευκο.
-Είμαι ο Φένορ του Άκρεν, είπε ο άνδρας, τι δουλειά έχεις εδώ κάτω; Ζεις σε κάποια κοινότητα μεταλλωρύχων;
-Όχι, είπε η Ρέιλα, είμαι εδώ αναζητώντας το μάτι του Μάρνους.
-Και αυτό μας κάνει τρεις!
Στην άλλη άκρη του σπηλαίου είχε εμφανισθεί ο Λουβίας Κοχ.
-Για ποιο σκοπό το αναζητάς; ρώτησε ο Φένορ.
-Για να αυξήσω τη δύναμή μου, είπε ο νεκρομάντης, εσύ τι το θες; Δεν είσαι μάγος.
-Είναι η μόνη θεραπεία σε ένα δηλητήριο που κυκλοφορεί στο αίμα μου.
-Και’ συ; στράφηκε ο νεκρομάντης στην Ρέιλα. Δεν είσαι μάγισσα επίσης, πάσχεις από καμία ασθένεια και’ συ;
Η νεαρή μάγισσα κατάλαβε ότι το ξόρκι που δέσμευε τις δυνάμεις της την έκανε να δείχνει σαν κοινή θνητή. Για μια στιγμή σκέφθηκε να μην αποκαλύψει την μαγική της ιδιότητα αλλά δεν είδε κάποιο όφελος από αυτό και είπε:
-Είμαι μάγισσα, το κονκλάβιο μου στέρησε τις δυνάμεις μου και θέλω να τις πάρω πίσω. Αρκεί να το αγγίξω.
-Άρα και  οι δυο απλά πρέπει να το αγγίξετε, είπε ο Λουβίας υπολογιστικά, και θα έχετε κερδίσει και οι δύο κάτι, άρα είναι δίκαιο να το πάρω εγώ μετά.
Ο Φένορ δέχθηκε χωρίς δισταγμό, η Ρέιλα μετά από μια μικρή σκέψη.
 -Πρέπει να το βρούμε βέβαια, είπε.
-Ξέρω που είναι, είπε ο Λουβίας, ακολουθείστε με.

Δεν ήταν εύκολη διαδρομή μέσα στα σκοτεινά και συχνά κακοτράχαλα σπήλαια τα περισσότερα μονοπάτια ήταν φυσικά και κάποια ανοιγμένα από μεταλλωρύχους για να μπορούν να δουλεύουν. Ο Λουβίας πήγαινε μπροστά με ένα μαγικά δημιουργημένο αιωρούμενο φως να του δείχνει το δρόμο, ακολουθούσε η άοπλη και ανυπεράσπιστη τελείως Ρέιλα αφού δεν είχε μαγεία ή όπλα, και ακολουθούσε με τη σπάθα ανά χείρας ο Φένορ.
Ακόμα δεν ένιωθε το δηλητήριο να τον επηρεάζει παρότι ήξερε ότι δε θα αργούσε η ώρα αυτή. Ένιωθε μόνο κουρασμένος από το ταξίδι και την πορεία στα σπήλαια. Υπολόγιζε ότι έξω νύχτωνε παρότι μέσα στα σπήλαια δεν έκανε καμία διαφορά.
-Να σταματήσουμε για λίγες ώρες, είπε ο Ιππότης.
Οι δυο μάγοι είχαν τηλεμεταφερθεί και δεν είχαν ταξιδέψει για να κουραστούν αλλά η Ρέιλα ένιωθε αποκαμωμένη από όσα είχαν συμβεί και συμφώνησε μαζί του. Ο Λουβίας βιαζόταν αλλά δεν το έδειξε, δέχθηκε να ξεκουραστούν.

Η Ρέιλα ξύπνησε και κοίταξε την οροφή του σπηλαίου τελείως αποπροσανατολισμένη. Στο όνειρο που έβλεπε ακριβώς πριν ξυπνήσει βρισκόταν σε ένα τελείως διαφορετικό μέρος. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε πως είχε βρεθεί εδώ αλλά μετά θυμήθηκε όλες τις δυσάρεστες λεπτομέρειες της προηγούμενης μέρας. Υπήρχε ωστόσο κάτι από το όνειρο που την είχε ακολουθήσει και μετά το ξύπνημα. Η βαθιά επιθυμία για έρωτα. Ήθελε πολύ να κοιμηθεί με έναν άνδρα. Σηκώθηκε όρθια.
Πήγε λίγο πιο πέρα που κοιμόταν ο Φένορ του Άκρεν. Τον είχε ονειρευθεί, είχε ονειρευθεί ότι έκανε μαζί του έρωτα με καρπό ένα όμορφο κοριτσάκι. Υπό κανονικές συνθήκες θα είχε γελάσει και θα είχε διώξει με ένα απλό ξόρκι αυτήν την επιθυμία που έκαιγε το σώμα της. Αλλά τώρα ένιωθε την επιθυμία τόσο έντονη και ακαταμάχητη. Δεν μπορούσε να την αγνοήσει ή να την καταπνίξει.
Κατάρα! Γιατί δεν είχε ονειρευθεί τον νεκρομάντη; Θα μπορούσε να καταπνίξει την επιθυμία της, της ήταν απεχθής λόγω της μαγείας του. Ό,τι είχε σχέση με νεκρούς την απωθούσε από όταν ήταν παιδί.
Είδε τον Φένορ να ξυπνάει. Και στα μάτια του έκαιγε ο πόθος.

Ο Φένορ ξύπνησε με το μυαλό του να βασανίζεται από το όνειρο που είχε δει. Και το όνειρο είχε να κάνει με το γυμνό κορμί της Ρέιλα που είχε δει λίγες ώρες νωρίτερα. Ήταν κατά των προσωπικών του πεποιθήσεων αλλά και των κανόνων της Ιπποσύνης αυτές οι σκέψεις, μια γυναίκα που είχε ατυχώς δει έτσι γυμνή δεν έπρεπε να την σκέφτεται με τέτοιο τρόπο.
Και όμως τώρα δεν μπορούσε να το νικήσει και να διώξει τις σκέψεις από το μυαλό του. Είδε την Ρέιλα να πλησιάζει. Στάθηκε μπροστά του και άφησε το μανδύα που της είχε δώσει να πέσει από πάνω της. Κοίταξε αχόρταγα το σώμα της ενώ εκείνη γονάτιζε μπροστά του. Κοίταξε τα λεπτά πόδια της, τη σφιχτή κοιλιά της κοσμημένη με ένα ασημένιο φυλαχτό στον αφαλό, τα στητά στήθη της, το πρόσωπό της και τα σκοτεινά της μάτια που τον καλούσαν να χαθεί στα βάθη τους.
-Τι μου έκανες μάγισσα; ψιθύρισε ενώ την τραβούσε στην αγκαλιά του.
Η Ρέιλα τον άφησε να την πάρει στην αγκαλιά του, ανακάλυψε έκπληκτη πόσο πολύ την ήθελε και το μέγεθος του ερεθισμού του. Άρχισε να ξεκουμπώνει το χιτώνιό του ψιθυρίζοντας:
-Δεν έκανα τίποτα, δεν έχω δυνάμεις. Δεν ξέρω τι μας συμβαίνει.
Η τελευταία της φράση χάθηκε σε ένα μικρό βογγητό καθώς τα χείλη του Φένορ εξερευνούσαν αχόρταγα το λαιμό της κατεβαίνοντας προς τα στήθη της.
-Ας αφεθούμε, είπε ξέπνοα.
Και αυτό ακριβώς έκαναν.

Όταν ο Λουβίας ξύπνησε τους βρήκε να κοιμούνται. Δεν είχε καταλάβει τίποτα από όσα είχαν γίνει αλλά τώρα δεν ήταν και δύσκολο να καταλάβει όπως τους έβλεπε να κοιμούνται αγκαλιασμένοι σκεπασμένοι με το μανδύα του Φένορ. Τους ξύπνησε άγαρμπα σκουντώντας τους με το πόδι και δεν είχε την ευγένεια να κοιτάξει αλλού καθώς η Ρέιλα φορούσε και πάλι το μανδύα.
Ξεκίνησαν και πάλι για να βρουν το Μάτι του Μάρνους.
Ο Λουβίας προπορευόταν και ακολουθούσε και πάλι η Ρέιλα. Η μάγισσα ήταν ανήσυχη, χωρίς τη μαγεία της δεν ήξερε αν το φυλακτό της ήταν ενεργό. Το κόσμημα στον αφαλό της ήταν ένα φυλακτό που απέτρεπε την εγκυμοσύνη. Σε ένα σώμα που έρεε η μαγεία η σύλληψη ενός παιδιού δεν ήταν απλή διαδικασία και θα μπορούσε να έχει τραγικές συνέπειες γι’ αυτό και όλοι οι χρήστες της ήταν πολύ προσεκτικοί σε αυτό το θέμα. Τώρα αντιμετώπιζε με φόβο την πιθανότητα να είχε συλλάβει όπως είχε δει στο όνειρο, βέβαια δεν είχε πια μαγικές δυνάμεις αλλά δεν θα αργούσε να τις πάρει πίσω.
Ο Φένορ, που ερχόταν τελευταίος, ήταν επίσης προβληματισμένος. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τον πόθο αυτό που τους είχε οδηγήσει σε μια παθιασμένη ένωση. Και ήταν τόσο ξένο προς αυτόν, να κοιμηθεί με μια κοπέλα που δεν ήξερε καν το όνομά της.
-Φτάσαμε, ανακοίνωσε ο Λουβίας καθώς έμπαιναν σε ένα μεγαλύτερο σπήλαιο.
Στάθηκαν στην είσοδο αντικρίζοντας το θέαμα εντυπωσιασμένοι.
Το άγαλμα ήταν τεράστιο, τα πόδια του πατούσαν στο γρανιτένιο δάπεδο της σπηλιάς και το κεφάλι του ακουμπούσε στην οροφή. Το ένα μάτι του έλαμπε ακόμα και στο ημίφως της σπηλιάς. Το Μάτι του Μάρνους ήταν στη θέση του.
Πέρα από το άγαλμα η σπηλιά ήταν άδεια αλλά ήταν εμφανές ότι κάποτε αποτελούσε σημαντικό χώρο για κάποιους, το δάπεδο και οι τοίχοι ήταν λειασμένοι τέλεια ενώ στα πόδια του αγάλματος υπήρχαν κάποια σκαλίσματα που οι αιώνες είχαν στερήσει το σχήμα τους. Πλησίασαν το άγαλμα αλλά ο Λουβίας και η Ρέιλα σταμάτησαν απότομα.
-Μόνο ένας μη μάγος μπορεί να το πάρει, είπε η Ρέιλα, προχώρησε σερ Φένορ.
Ο Ιππότης πλησίασε το άγαλμα και πιάστηκε από τα σταυρωμένα στο στήθος μπράτσα για να σκαρφαλώσει και από εκεί έφτανε στο μεγάλο διαμάντι. Χωρίς να διστάσει έπιασε το διαμάντι. Την επόμενη στιγμή ένιωσε μια θερμή αίσθηση να τον διατρέχει σαν να είχε μπει κάτω από ζεστό νερό. Το μάτι τον θεράπευσε. Κατέβηκε προσεχτικά από το άγαλμα. Η Ρέιλα ήρθε κοντά του. Με τη μετακίνηση του διαμαντιού είχε εξαφανιστεί η μαγική ασπίδα. Ο Φένορ σωριάστηκε της έδωσε το διαμάντι. Η Ρέιλα το πήρε και ένιωσε τη δύναμή της να επιστρέφει σαν πύρινο ποτάμι, η αίσθηση του κρύου και ο φόβος εξαφανίστηκαν.
Ένας εκκωφαντικός ήχος πέτρας που τρίβεται σε πέτρα δόνησε το σπήλαιο και μια πλευρά του τοιχώματος της σπηλιάς άρχισε να ανοίγει αποκαλύπτοντας μια σκοτεινή μορφή.
-Καλώς ήρθατε στον τόπο του θανάτου σας, είπε μια φωνή παγωμένη και απόκοσμη σαν να ερχόταν πέρα από τον τάφο.

Το Μάτι Του Μάρνους 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

ΙΙ

Ο Φένορ είχε σχεδόν μόλις ξαναβγεί στο δρόμο για να συνεχίσει το ταξίδι του μετά από μια μικρή στάση για φαγητό σε ένα πανδοχείο, όταν άκουσε κραυγές να καλούν σε βοήθεια. Φωνές από παιδιά τρομοκρατημένα και αλλόφρονες γυναίκες ακούγονταν μαζί με γρυλίσματα που και από την απόσταση αυτή αναγνώρισε ότι ανήκαν σίγουρα σε γκόμπλιν.
Χωρίς να διστάσει ο Ιππότης έστρεψε το άλογό του προς τα εκεί και αφήνοντας τον κύριο δρόμο κάλπασε προς τις φωνές. Ήταν ένας μικρός οικισμός που εκτεινόταν εκατέρωθεν του μικρού βοηθητικού δρόμου που οδηγούσε στα καλλιεργημένα κτήματα.
Μια συμμορία γκόμπλιν από αυτές που λυμαίνονταν την ύπαιθρο κάποιες φορές είχε επιτεθεί στο χωριό. Ξεθηκάρωσε τη σπάθα του και μπήκε στο κεντρικό δρομάκι όπου έπεσε πάνω σε μισή ντουζίνα από τα πλάσματα φορτωμένα με σακιά με λάφυρα, τρόφιμα κυρίως μιας και το χωριό δεν είχε τίποτα άλλο αξίας. Επιτέθηκε αμέσως θερίζοντας τρία γκόμπλιν πριν καταλάβουν καν τι είχε συμβεί. Τα άλλα τρία τράβηξαν κυρτά σπαθιά και επιτέθηκαν καλώντας τους συντρόφους τους σε βοήθεια. Ως που να καταφτάσουν αυτοί, ο Φένορ είχε εξοντώσει και τους άλλους τρεις της αρχικής εξάδας. Στράφηκε να αντιμετωπίσει τους καινούριους αντιπάλους. Τα γκόμπλιν δεν φημίζονταν για τη γενναιότητά τους, οι συνήθεις στόχοι τους ήταν ανυπεράσπιστοι, απέναντι σε οργανωμένο αντίπαλο δεν κρατούσαν τη θέση τους. Τώρα δεν είχαν τραπεί σε φυγή γιατί αντιμετώπιζαν έναν και μόνο αντίπαλο έστω και Ιππότη.
Ο Φένορ σίγουρος ότι μπορούσε να τα καταφέρει συνέχισε την επίθεσή του σκοτώνοντας ακόμα δύο γκόμπλιν που είχαν το θάρρος να σταθούν απέναντί του με δύο κοντές λόγχες. Μια κραυγή τράβηξε την προσοχή του και ύψωσε το βλέμμα του για να δει ένα γκόμπλιν να πηδάει από τη στέγη του κοντινότερου σπιτιού προς το μέρος του. Ύψωσε τη σπάθα και κατάφερε ένα θανάσιμο πλήγμα στο πλάσμα που τον έριξε όμως από τη σέλα εξ’ αιτίας της ορμής του.
Τα υπόλοιπα γκόμπλιν ξεχύθηκαν να τον σκοτώσουν αλλά κατάφερε να σηκωθεί εγκαίρως και να αποκρούσει την επίθεση του πρώτου σκοτώνοντάς το με ένα χτύπημα που έστειλε το κεφάλι του να κυλίσει μακριά. Αυτό ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Τράπηκαν σε άτακτη φυγή ουρλιάζοντας. Με τη σπάθα του ακόμα έτοιμη στα χέρια, ο Φένορ έριξε μια ματιά για τυχόν κινδύνους και δεν είχε άδικο.
Πίσω από ένα μικρό χωριατόσπιτο ξεπρόβαλλε ένα τελευταίο γκόμπλιν σπρώχνοντας μπροστά του ένα αγοράκι. Στο χέρι του κρατούσε κάτι σαν μακρύ νύχι από κάποιο τεράστιο ζώο και είχε την αιχμή στο λαιμό του παιδιού.
-Κάνε πίσω αλλιώς θα τρυπήσω το μικρό.
Ο Φένορ πισωπάτησε αναζητώντας τρόπο να βοηθήσει το παιδάκι χωρίς να θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο.
-Ρίξε το σπαθί σου, είπε το γκόμπλιν.
Ο Φένορ υπάκουσε, δεν είχε καμία αξία να διακινδυνεύσει τη ζωή του παιδιού για ένα γκόμπλιν. Το γκόμπλιν με μια θριαμβευτική κραυγή έσπρωξε το παιδί στο πλάι και εκτόξευσε εναντίον του Ιππότη το νύχι. Εκείνος βούτηξε στο έδαφος για να αποφύγει το περίεργο βλήμα αλλά είδε με έκπληξη να αλλάζει τροχιά και να κατευθύνεται προς αυτόν. Ήταν μαγεμένο!
Κύλισε στο χορταριασμένο έδαφος για να το αποφύγει αλλά δεν μπόρεσε. Το νύχι καρφώθηκε στο μηρό του με έναν ανατριχιαστικό υπόκωφο ήχο. Παραδόξως δεν πόνεσε περισσότερο από ότι αν θα είχε τρυπηθεί με μια βελόνα αλλά ένιωσε μια αίσθηση ναυτίας να τον κυριεύει και παρά την προσπάθειά του να σηκωθεί δεν μπόρεσε.
-Δηλητήριο γκαλάκ, κόμπασε το γκόμπλιν. Δεν υπάρχει θεραπεία, μόνο το μάτι! Το μάτι του Μάρνους αν μπορέσεις να το βρεις ως τη δύση του αυριανού ήλιου!
Το μάτι του Μάρνους, ο Φένορ είχε ακούσει γι’ αυτό. Ήταν ένα πανίσχυρο διαμάντι, κάποτε το μάτι του γιγαντιαίου αγάλματος του αρχαίου θεού των σπηλαίων Μάρνους. Η μαγική του δύναμη ήταν σχεδόν αστείρευτη και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από όλους του ισχυρούς μάγους άσχετα με το ποιον υπηρετούσαν. Αλλά μπορούσε να θεραπεύσει κάθε ασθένεια και κάθε δηλητήριο, αν το άγγιζες γινόσουν υγιής. Έπρεπε να το βρει πριν να είναι αργά. Τώρα έπρεπε να παρακούσει τις εντολές των ανωτέρων του και να μπει στα βαθύτερα σπήλαια όπου βρισκόταν το μάτι. Σύμφωνα με πολλούς ακόμα πάνω στο αρχαίο παγανιστικό άγαλμα.
Αλλά πρώτα έμενε μια λεπτομέρεια, ένας λογαριασμός να κλείσει. Ανακάθισε και τράβηξε το νύχι από το σώμα του. Το πέταξε πέρα και αρπάζοντας τη σπάθα του την πέταξε στο γκόμπλιν που αιφνιδιάσθηκε τελείως καθώς πίστευε ότι ο Ιππότης δεν μπορούσε να αντιδράσει. Η λάμα το διαπέρασε και το τίναξε πίσω.
Μετά από λίγο κατάφερε να σηκωθεί από το έδαφος. Ένιωθε καλά αλλά ήξερε ότι ήταν απατηλή αυτή η αίσθηση. Το δηλητήριο ήδη εγκαθιστούσε την θανατηφόρα κυριαρχία του. Ανέβαινε στο άλογό του όταν πλησίασαν δύο φτωχικά ντυμένοι άνθρωποι, οι γονείς του παιδιού. Ήθελαν να τον ευχαριστήσουν που το είχε σώσει. Ήταν αμήχανοι κάπως ντροπιασμένοι, όλοι είχαν καταλάβει τι τίμημα είχε απαιτήσει η σωτηρία του παιδιού.
-Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείτε, είπε ο Ιππότης, το καθήκον μου έκανα, όσο για το δηλητήριο θα πρέπει να βρω το διαμάντι.
Έφυγε καλπάζοντας για τα όρη Ταμπόρα.

Ο Λουβίας Κοχ στάθηκε μπροστά στον φρεσκοσκαμμένο τάφο και ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Μετά ούρησε πάνω στο χώμα που σκέπαζε τον νεκρό. Ήταν μέρος αυτού που ήθελε να κάνει. Για να μπορέσει να καλέσει ένα πνεύμα που αναπαυόταν χωρίς να είναι στην υπηρεσία κάποιου νεκρομάντη ή απέθαντου ή να βαρύνεται από κάποια κατάρα έπρεπε να βεβηλώσει τον τάφο. Με τα χρόνια είχε καταλήξει ότι αυτή ήταν η πιο εύκολη πράξη βεβήλωσης. Αν ήθελε περισσότερα από το να μιλήσει με το νεκρό χρειαζόταν άλλες πράξεις αλλά για τώρα θα του αρκούσε η βεβήλωση που είχε τελέσει. Κουμπώθηκε και μετά πρόφερε ένα ξόρκι.
Μια αχλή σηκώθηκε από τον τάφο και πήρε τη μορφή ενός άνδρα. Στάθηκε μπροστά στον νεκρομάντη μετεωριζόμενος πάνω από τον τάφο. Ο Λουβίας πρόφερε μια ακόμα μαγική επίκληση και πρόσταξε.
-Μίλα σε μένα, πέρα από τα σύνορα του τάφου.
-Τι θέλεις να μάθεις από τον κόσμο των σκιών;
-Θέλω να μάθω από εσένα τι είδες όσο ήσουν ζωντανός. Τι τρομοκρατεί τα βαθιά σπήλαια;
-Ένας απέθαντος, ένας άρχοντας του παγωμένου βασιλείου της φθοράς. Βρήκε το διαμάντι του Μάρνους και προσπαθεί να ενισχύσει τη δύναμή του για να καταλάβει τα σπήλαια. Σκοτώνει ανθρώπους γι’ αυτό.
-Το μάτι του Μάρνους! Ξέρεις που είναι;
Το πνεύμα του απάντησε. Ο Λουβίας χαμογέλασε. Ήξερε την θέση ενός πανίσχυρου αντικειμένου. Θα το έπαιρνε και θα μπορούσε να προωθήσει τα φιλόδοξά του σχέδια επιτέλους. Σχέδια που προφανώς είχε και ο απέθαντος, αλλά αυτόν θα τον τακτοποιούσε. Δεν θα ήταν εξάλλου ισχυρός αν προσπαθούσε να ενισχύσει το μάτι. Όχι αυτό ήταν αδύνατο… Κάτι άλλο θα σχεδίαζε αλλά δεν θα είχε υπολογίσει τον Λουβίας Κοχ στα σχέδιά του.
Άφησε το νεκρό να επιστρέψει στον αιώνιο ύπνο του και μετά ετοιμάστηκε για το ξόρκι που θα τον μετέφερε στο σημείο που του είχε υποδείξει.

Ο ένας μάγος πρόφερε ένα ξόρκι. Η Ρέιλα ήξερε τι ήταν, δέσμευε τις δυνάμεις της, δεν θα μπορούσε να εκτελέσει κανένα ξόρκι. Ο μάγος χαμογέλασε με κακία. Δεν υπήρχε τρόπος να λυθεί αυτό το ξόρκι παρά μόνο από ένα δυνατό μάγο ή ένα τεχνούργημα που… Υπήρχε ένα τέτοιο κάπου στα σπήλαια, είχε ακούσει…
-Γδύσου, είπε ο μάγος που είχε δεσμεύσει την μαγεία της διακόπτοντας τις σκέψεις της.
Η Ρέιλα του έριξε μια μάτια γεμάτη τρόμο.
-Ο μανδύας είναι παραπάνω από ύφασμα, είναι εμποτισμένος με ισχυρή μαγεία, με προστατεύει.
-Ακριβώς, απάντησε ξερά ο μάγος, το κονκλάβιο αποφάσισε να την στερηθείς, θα ντυθείς με έναν απλό μανδύα. Τώρα γδύσου.
Η Ρέιλα υπάκουσε μην έχοντας άλλη επιλογή, άφησε το μαύρο μανδύα να κυλίσει από πάνω της και να μαζευτεί σε πτυχές γύρω από τους αστραγάλους της. Ένιωσε ακόμα πιο γυμνή από ότι ήταν, φορώντας πια μόνο ένα εσώρουχο, έχοντας αποξενωθεί από την τελευταία της άμυνα. Στάθηκε εκεί μπροστά τους με τα μάτια της να κοιτάνε ευθεία μπροστά και τα χέρια της σφιγμένα σε γροθιές στα πλευρά της.
Οι δυο μάγοι την έπιασαν από τα χέρια και πρόφεραν ένα ξόρκι. Η αίθουσα άρχισε να στροβιλίζεται γύρω της ως που χάθηκε από τα μάτια της και αντικαταστάθηκε με ένα σπήλαιο. Το κρύο την έκανε να ριγήσει.
-Χρειάζομαι ρούχα, είπε. Δεν θα με αφήσετε έτσι.
Οι μάγοι την κοίταξαν και είδε τα μάτια του μάγου που την είχε προστάξει να γδυθεί να γεμίζουν πόθο και να απλώνει το χέρι του. Θα μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν για τα στήθη της, όπως πρόβαλλαν σφριγηλά διαθέσιμα στο άγγιγμά του αλλά ήξερε καλά τι είχε τραβήξει την προσοχή του, το μενταγιόν που φορούσε. Ήταν ένα ισχυρό τεχνούργημα, τη δύναμη του ακόμα και η ίδια δεν την ήξερε σε όλη της την έκταση, κληρονομιά από τη μητέρα της, μια από τις πιο ισχυρές μάγισσες της σκοτεινής πλευράς. Το χέρι του έκλεισε γύρω από το μενταγιόν και την επόμενη στιγμή ούρλιαξε από πόνο. Τράβηξε το χέρι του για να το δει να έχει μεταμορφωθεί σε μια καψαλισμένη μάζα κατεστραμμένο.
-Θα το πληρώσεις αυτό!
Όρμησε πάνω της και την χτύπησε ρίχνοντάς τη στο έδαφος. Την κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν προμήνυε τίποτα καλό. Ύστερα κοίταξε το σύντροφό του.
-Ποιος θα το μάθει; Δεν θα επιβιώσει εδώ κάτω αυτή για να γυρίσει πίσω.
Κατάλαβε τις προθέσεις τους και ούρλιαξε ενώ ο ένας την καθήλωνε στο έδαφος και ο άλλος την απάλλασσε και από το τελευταίο ρούχο της.

Ιστολόγιο του μήνα – Αύγουστος 2015

Author: Νυχτερινή Πένα /

Υπάρχουν λέξεις που για άλλους ανθρώπους είναι τελείως αδιάφορες για άλλους χτυπάνε καμπανάκια. Για εμένα η λέξη συγγραφέας και κάθε τι σχετικό χτυπάει όχι απλά καμπανάκια αλλά ολόκληρη κωδωνοκρουσία! Έτσι μόλις είδα ένα ιστολόγιο με το τίτλο ιστορίες συγγραφικής τρέλας δεν το άφησα να περάσει. Πήγα να το επισκεφθώ και να το ερευνήσω διεξοδικά.
Ανακάλυψα λοιπόν μια συνάδερφο με πάθος για το γράψιμο αλλά και για ό,τι άλλο σχετίζεται με αυτό, μεθοδολογία συγγραφής, στήσιμο χαρακτήρων, δημιουργία πλοκής και πάει λέγοντας. Παρότι δεν έχει πολύ καιρό στο χώρο, μόλις από πέρισυ, έχει ανεβάσει αρκετά κομμάτια που μπορεί να βρουν χρήσιμα όσοι ασχολούνται με τη συγγραφή. Αν θέλετε να την επισκεφθείτε δεν έχετε παρά να πάτε εδώ: https://siggrafikitrela.wordpress.com/

Το Μάτι Του Μάρνους Ι

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ι

-Σερ Φένορ το άλογό σας είναι έτοιμο.
Ο Ιππότης στράφηκε στον νεαρό σταβλίτη που είχε έρθει να του ανακοινώσει ότι μπορούσε να ξεκινήσει το ταξίδι του και τον ευχαρίστησε με ένα νεύμα και με ένα ατσάλινο νόμισμα που έριξε στον αέρα και αμέσως ο μικρός άρπαξε. Δεν είχε ανάγκη χρημάτων για την επιβίωση όντας στην υπηρεσία των βασιλικών στάβλων αλλά πάντα κάτι παραπάνω είναι καλοδεχούμενο.
Κοίταξε πέρα από τις πύλες του Στόρμγκαρντ, την πεδιάδα που έφτανε ως τους πρόποδες του όρους των Καταιγίδων ξεκινώντας από το Γνοφώδες Όρος και τον ποταμό Σίλβαν ανατολικά και τα όρη Ταμπόρα δυτικά. Προς τα εκεί θα έπρεπε να κατευθυνθεί. Ανέβηκε στη σέλα με άνεση και ξεκίνησε με ελαφρύ τροχασμό, ως που να απομακρυνθεί λίγο από την πρωτεύουσα δεν μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα με ταξιδιώτες και πραγματευτές να γεμίζουν το δρόμο.
Το όνομά του ήταν Φένορ του Άκρεν, ήταν ένας νέος γεροδεμένος άνδρας, αποτέλεσμα της εντατικής πολεμικής εκπαίδευσης στην Ιπποσύνη, με καστανά μαλλιά κοντοκομμένα και γαλανά σαν τον ανέφελο ουρανό μάτια. Είχε μόλις πάρει το χρίσμα της Ιπποσύνης και αυτή ήταν η πρώτη του επίσημη αποστολή. Καταγόταν από την βορειότερη επαρχία της Εσπέρια, το Άκρεν ήταν το βόρειο ακροσημείο του βασιλείου και είχε να το δει τρία χρόνια που διαρκούσε η εκπαίδευση στο κάστρο.
Καθώς ξεχυνόταν επιτέλους σε καλπασμό στο δρόμο μια λάμψη τράβηξε την προσοχή του. Μια αστραπή είχε φωτίσει τα μόνιμα σύννεφα του Γνοφώδους όρους, που του χάριζαν και το όνομά του. Χαμογέλασε στη σκέψη του μέρους που ήταν το σπίτι του τα τελευταία χρόνια. Αντίθετα με την πρωτεύουσα, και έδρα του Υψηλού Βασιλιά, δεν τον συνέδεε τίποτα και χαιρόταν που την άφηνε. Έφτασε στη διασταύρωση με το δρόμο για την βαρονία του Έινουρ και τα όρη Ταμπόρα και έστριψε προς την κατεύθυνση αυτή.
Ήταν ένας μεγάλος δρόμος κατάλληλος για άλογα αλλά και άμαξες μέρος του κεντρικού οδικού δικτύου που ένωνε την πρωτεύουσα με τις μεγαλύτερες πόλεις. Περνούσε ανάμεσα σε καλλιεργημένες εκτάσεις και βοσκοτόπια και μπορούσε να δει αρκετά μακριά. Το μυαλό του γύρισε στην αποστολή του.
Ταξίδευε στα όρη Ταμπόρα αλλά δεν θα ανέβαινε ούτε λίγο σε αυτά, αντίθετα ο προορισμός του ήταν τα αχανή σπήλαια κάτω από τα βουνά, οι τεράστιες αποικίες των μεταλλωρύχων και τα βαθιά σπήλαια όπου ελάχιστοι είχαν πάει. Μια από τις βαθύτερες αποικίες, αυτή του Γκολντ Γκλόρυντιπ, είχε πάψει να στέλνει μεταλλεύματα, χρυσό και λευκόχρυσο, αλλά και οποιοδήποτε σημείο ζωής, ούτε μηνύματα, ούτε αγγελιοφόροι, τίποτα. Σαν να είχε ξαφνικά πάψει να υπάρχει! Αποστολή του ήταν να πάει να μάθει τι συμβαίνει και να επιστρέψει να το αναφέρει για να αντιμετωπιστεί ο όποιος κίνδυνος. Δεν ήταν δουλειά του να προσπαθήσει να τον αντιμετωπίσει μόνος του ή να εισέλθει στα βαθύτερα σπήλαια από όπου ήταν πιθανόν να είχε προέλθει το όποιο πρόβλημα αντιμετώπιζαν οι μεταλλωρύχοι.
Αναρωτώμενος τι συνέβαινε και τι επρόκειτο να βρει στα έγκατα της μεγαλύτερης οροσειράς της Εσπέρια, συνέχισε να καλπάζει προς αυτήν και το πεπρωμένο του.

Το ξόρκι συνέτριψε έναν μεγάλο βράχο στο πλάι του δρόμου και τον μετέτρεψε σε γκρίζα λεπτή σκόνη που παρέσυρε ο άνεμος. Ο νεαρός μάγος γέλασε με ένα δυνατό γέλιο που θύμιζε γάργαρο νερό. Αυτό ήταν το πρώτο για σήμερα. Καθημερινά ξεκινούσε την εξάσκησή του με το ξόρκι αυτό, τη γροθιά του Μακασόρ. Ετοιμάστηκε για ένα ακόμη ξόρκι που θα έκοβε στα δύο ένα μοναχικό κυπαρίσσι δίπλα στο δρόμο αλλά δεν πρόλαβε. Άκουσε φωνές από πιο κάτω στο δρόμο.
Αναθεμάτισε με μερικές πρωτότυπες κατάρες τους ταξιδιώτες που πλησίαζαν και κατεβάζοντας τα μανίκια του μανδύα του πήγε κοντά στο άλογό του. Πήρε μια μποτίλια από μια θήκη στη σέλα και κατέβασε μια γερή γουλιά από το κόκκινο σαν το αίμα κρασί.
Το όνομά του ήταν Λουβίας Κοχ, ήταν μάγος και – μυστικά μιας και στην Εσπέρια απαγορευόταν η νεκρομαντεία επί ποινή θανάτου στην πυρά – νεκρομάντης. Ήταν αρκετά δυνατός αλλά όχι τόσο δυνατός όσο οι φιλοδοξίες του θα ήθελαν. Διψούσε για εξουσία και έλεγχο, θα έκανε τα πάντα για να τα αποκτήσει. Τώρα κατευθυνόταν προς τα όρη Ταμπόρα με τη σκέψη ότι στις βαθιές σπηλιές μπορεί να έβρισκε αντικείμενα χρήσιμα. Κάποιος λαός ιδιαίτερα προικισμένος στη μαγεία ζούσε κάποτε εκεί. Το μαρτυρούσαν τα τεχνουργήματα που είχαν βρεθεί εκεί, μαγικά ή μη.
Στο δρόμο συνέχιζε να μελετά και εξασκείται, μόνος πάντα αφού δεν ήταν διατεθειμένος να μοιραστεί όσα γνώριζε ή επιτύγχανε με κανέναν. Διάλεγε ερημικές τοποθεσίες για να κάνει την εξάσκηση και να μελετά τα αποτελέσματα των μαγικών του πειραμάτων αλλά αυτή τη φορά κάποιοι είχαν εμφανιστεί στο δρόμο του για να τον διακόψουν. Ανέβηκε στο άλογό του και χτύπησε με τις φτέρνες του τα πλευρά του για να προχωρήσει. Δεν άργησε να διασταυρωθεί ο δρόμος του με τους κατόχους των φωνών, ένα καραβάνι που ερχόταν από τα δυτικά. Ήταν πολλοί άνδρες αλλά υπήρχαν και γυναίκες με παιδιά που ταξίδευαν σε μικρές άμαξες ή κάρα. Από τα ρούχα αλλά και τα εργαλεία που έβλεπε κρεμασμένα σε άλογα και κάρα μπορούσε να συμπεράνει ότι ήταν μεταλλωρύχοι από τα όρη Ταμπόρα. Ακριβώς προς τα εκεί που πήγαινε.
-Τι νέα από τα σπήλαια; ρώτησε.
-Μείνε μακριά ξένε, είπε ένας άνδρας, ένας κουρασμένος μεσήλικας με αξύριστο σαγόνι και λερωμένα ρούχα. Κάτι δαιμονικό συμβαίνει εκεί μέσα. Η κοινότητα του Γκολντ Γκλόρυντιπ έπαυσε να δίνει σημεία ζωής και πολλοί φύγανε από τις γειτονικές, και εμείς αφήσαμε το  Ντέρικ Ντηπ από φόβο για τις ζωές μας. Πολλοί είδανε περίεργα θεάματα και είπαν ότι οι νεκροί γυρίζουν στη ζωή και περπατάνε.
Ο Λουβίας άκουσε την τελευταία φράση με αγαλλίαση, ήταν σαν οιωνός, σαν κάλεσμα να πάει εκεί. Αν υπήρχαν νεκρομαντικές δυνάμεις θα μπορούσε να τις τιθασεύσει και να τις χρησιμοποιήσει.
-Εσείς τα είδατε; ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει τη χαρά του.
-Ο γέρο Γκέηγκορ είδε, και τον στοίχειωναν μέχρι την τελευταία του αναπνοή. Σήμερα το πρωί τον θάψαμε. Θα δεις τον τάφο του αν πηγαίνεις δυτικά, όχι πολύ μακριά από δω.
-Σας εύχομαι καλή τύχη, είπε ο Λουβίας και ξεκίνησε πάλι καλπάζοντας. Τον περίμενε μια συζήτηση με έναν νεκρό.

-Η κατηγορούμενη να σηκωθεί όρθια.
Εν μέσω αποδοκιμασιών η νεαρή γυναίκα με το μαύρο μανδύα σηκώθηκε όρθια στο μικρό, υπερυψωμένο βήμα όπου βρισκόταν στο κέντρο του χώρου ακριβώς κάτω από το θόλο της αίθουσας που συνεδρίαζε το κονκλάβιο των σκοτεινών μάγων, το ανώτερό τους δικαστικό όργανο, μια αρχή που δεν τολμούσαν να αψηφήσουν. Απέναντί της και πιο ψηλά καθισμένοι σε επτά έδρες ήταν οι δικαστές της, άνδρες και γυναίκες. Πίσω της το κοινό παρακολουθούσε. Ένιωθε πάνω της τα βλέμματά τους, μίσους, αποστροφής, φόβου και ζήλειας ακόμα και πόθου από τους άνδρες. Ο μανδύας με το πλούσιό του ύφασμα δεν αποκάλυπτε τίποτα από το σώμα της αλλά αυτό δεν ήταν εμπόδιο για ανθρώπους που η μαγεία τους ήταν τόσο συνήθης όσο και η αναπνοή τους.
-Ρέιλα Γιαρόν Μαντοβάρ, κατηγορήθηκες για την χρήση μαγικών ξορκιών ανωτέρων από την τάξη σου για προσωπικό σου όφελος.
«Ενώ κανένας από εσάς δεν το έχει κάνει αυτό, ε υποκριτές;» σκέφθηκε η κοπέλα αλλά έπνιξε τη σκέψη. Μπροστά στους ισχυρότερους μάγους της σκοτεινής πλευράς και οι σκέψεις ήταν επικίνδυνες.
-Καταδικάζεσαι σε εξορία στα σπήλαια της Ταμπόρα. Θα μείνεις στην περιοχή της αποικίας του Γκολντ Γκλόρυντιπ, για τρία χρόνια, δεν θα απομακρυνθείς από εκεί και δεν θα επιχειρήσεις να μιλήσεις με κανέναν και δεν θα πλησιάσεις τα βαθύτερα σπήλαια.
Τρία χρόνια εξορία, σκέφθηκε με πικρία η Ρέιλα, για κάτι που όλοι έκαναν αλλά εκείνη είχε την ατυχία να πιαστεί. Βέβαια στη σκοτεινή πλευρά δεν περίμενε να βρει κανείς δικαιοσύνη ή φιλία, μόνο δύναμη. Και γι’ αυτήν διψούσε από παιδί. Για τη δύναμη της μαγείας, την ισχύ των ξορκιών και των φίλτρων, τη γητεία των μαγικών τεχνουργημάτων.
Είχε ασπαστεί την σκοτεινή πλευρά γιατί πάντα ήθελε να είναι ελεύθερη, ήθελε να χρησιμοποιεί τη δύναμή της για εκείνα που η ίδια επιθυμούσε χωρίς να νοιάζεται για κανόνες και δεσμεύσεις. Ήξερε ότι δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα στη σκοτεινή πλευρά, και τώρα δεν θα δικαζόταν αν δεν ήταν χρήσιμο σε κάποιον. Ή κάποιον είχε ενοχλήσει;
Αυτό θα έπρεπε να το μάθει μετά την εξορία της, τώρα θα έπρεπε να φύγει από το κονκλάβιο ντροπιασμένη και θύμα του οποιουδήποτε θα επέλεγε να τη ληστέψει αν θεωρούσε ότι έχει κάτι που να θέλει ή όποιου θα αποφάσιζε να τη σκοτώσει.
-Η ποινή θα εκτελεστεί αμέσως!
Δύο μάγοι πλησίασαν και στάθηκαν δεξιά και αριστερά της, το κονκλάβιο σηκώθηκε από τις θέσεις του και όλοι υποκλίθηκαν. Εκείνη έμεινε όρθια, στητή και αλύγιστη σε μια τελευταία πράξη αψηφισιάς, δεν θα καταδεχόταν να δείξει φόβο, δεν θα ικέτευε για οίκτο.
Αφού το κονκλάβιο αποχώρησε, οι περισσότεροι με ξόρκι τηλεμεταφοράς, και οι θεατές ακολούθησαν οι δύο μάγοι της ένευσαν να προχωρήσει προς μια μικρή πλαϊνή πόρτα. Την πέρασαν και βρέθηκαν σε ένα στενό διάδρομο και από εκεί σε ένα δωμάτιο με  χαμηλή θολωτή οροφή χωρίς καμία άλλη πόρτα ή παράθυρο. Η Ρέιλα κατάλαβε, θα τη μετέφεραν από εδώ.

Οι Έμποροι των Θαλασσών - Καράβι της Μαγείας – Πρώτος Τόμος

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο πρώτος τόμος του πρώτου βιβλίου της τριλογίας των Εμπόρων των Θαλασσών της Robin Hobb μας εισάγει στην ιστορία με έναν στρωτό τρόπο και μας γνωρίζει το μέρος του κόσμου που θα εξελιχθεί, με τους κατοίκους, τα ήθη και τα έθιμα και τα ζωντανά καράβια όπως η Βιβάσια, που παίζουν κύριο ρόλο στην ιστορία μας. Η γλώσσα είναι πλούσια και περιγραφική, λυρική σε κάποια σημεία, αλλά και σκληρή και βάναυση όταν μας ταξιδεύει στη σκοτεινή πλευρά του κόσμου της. Ένα αξιόλογο βιβλίο για τους φίλους της φαντασίας.
Αν έχει ένα μειονέκτημα είναι ότι εξελίσσεται κάπως αργά η πλοκή ειδικά στα πρώτα κεφάλαια, πιθανώς για να αφομοιώσει ο αναγνώστης όσα χρειάζεται για την περεταίρω πλοκή της ιστορίας.

Η Κρύπτη Της Ναβίρα 7

Author: Νυχτερινή Πένα /

Χ

Με το πρώτο φως της ημέρας ετοιμάστηκαν να ξεκινήσουν, δεν θα μετέφεραν άλλα εφόδια ή εξοπλισμό πέρα από τα όπλα τους. Θα έφερναν εις πέρας την αποστολή τους και θα επέστρεφαν, δεν θα διανυκτέρευαν στο Ακροπύργιο.
Ο Βίλνους πέρασε από τη σκηνή των τραυματισμένων ανδρών του να δει πως τα πήγαιναν. Τους συνεχάρη για τη γενναιότητα που είχαν επιδείξει στην νυχτερινή μάχη και τους υποσχέθηκε μερίδιο από την αμοιβή και ας μην έπαιρναν μέρος σε όλη την επιχείρηση.
Αφήνοντας τη σκηνή πήγε να συναντήσει την Αδάρα. Η νομάδας πολεμίστρια ήταν με την Αχούκ στη μεγάλη σκηνή καθισμένες κοντά στη φωτιά. Μόλις τον είδε σηκώθηκε και πήγε κοντά του.
-Ξεκινάμε; ρώτησε.
-Εσύ θα μείνεις εδώ, είπε ο Βίλνους. Τώρα έχεις άλλα καθήκοντα και άλλες ευθύνες. Θα οδηγήσεις τον λαό αυτό, είναι μικρός αλλά σίγουρα υπό την ηγεσία σου θα γίνει μεγάλος και σημαντικός. Μόνο μια χάρη θέλω.
-Ποια είναι αυτή;
-Να προσέχεις τους δύο άνδρες που είναι τραυματίες και να τους πάρετε μαζί αν μετακινηθείτε μαζί και τον Σάι με την κοπέλα, την Αλόα, νομίζω ότι θα μείνουν μαζί αυτοί οι δύο. Όπως ξέρεις αφήσαμε τα άλογα στο Φιν, είναι δικά σας αν δεν επιστρέψουμε.
-Να προσέχετε, είπε η Αδάρα.
-Πάντα, της απάντησε ο Βίλνους και έφυγε.
Ξεκίνησαν για το Ακροπύργιο ο Βίλνους, ο Σοκάρ, ο Ντρέηκ και οι τέσσερις πολεμιστές που είχαν επιζήσει, ο Ράουμας και η Σέλμιορ. Ο Καλ Μάλγκοραν φυσικά ακολούθησε αν και φαινόταν να δίνει ελάχιστη σημασία σε όλους τους.
Δεν αντιμετώπισαν κανένα πρόβλημα για να φτάσουν στο άκρο της πεδιάδας και το Ακροπύργιο. Από κοντά έδειχνε ακόμα πιο επιβλητικό με την αψιδωτή πύλη που περίμενε ανοιχτή και τα ψηλά τείχη πίσω από τα οποία υψώνονταν τα μουντά κύρια οικοδομήματα του κάστρου με τις αιχμηρές στέγες σαν βέλη που προσπαθούσαν να τρυπήσουν τον ουρανό.
Άρχισαν να ανεβαίνουν την φαρδιά σκάλα που οδηγούσε στην πύλη με τα όπλα τους έτοιμα. Τα βήματά τους αντηχούσαν στην σιγαλιά. Πέρα από την πύλη το φως είχε μια κόκκινη απόχρωση σαν από φωτιά αλλά δεν υπήρχε κανένα ίχνος ζωής. Ο Σοκάρ είπε χαμηλόφωνα:
Απ’ την Πύλη της Μοίρας μην περάσεις καραβάνι
Και αν ο δρόμος σου εκεί σε φέρει
Μην περνάς τραγουδώντας
Ακούς; Στη νεκρή σιωπή τα πουλιά βουβάθηκαν
Κι όμως κάτι τρεμίζει στον αέρα
Σαν πένθιμη τρίλια πουλιού.
Έκανε μια προστατευτική χειρονομία πάνω του σαν για να διώξει το κακό και πρόσθεσε:
-Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το μέρος. Εδώ βασιλεύει η σιωπή και ο θάνατος.
-Δεν είναι μέρος που θέλουμε να καθυστερήσουμε, συμφώνησε ο Βίλνους και στράφηκε στον Καλ, ξέρεις το δρόμο για την κρύπτη που λες;
-Ναι, είπε εκείνος με μάτια που γυάλιζαν από προσμονή.
Πέρασαν την πύλη και ο Σοκάρ έκανε πάλι το σημάδι για να ξορκίσει το κακό. Η αυλή μετά την πύλη ήταν βυθισμένη στο ημίφως, τώρα που είχαν μπει δεν φαινόταν κοκκινωπό αλλά πιο πολύ προς κοκκινοκίτρινο των πυρσών. Ο Σοκάρ κοίταξε τους πυρσούς και δεν ήταν δύσκολο για τον Βίλνους να μαντέψει τι σκεφτόταν, το μέρος ήταν εγκαταλελειμμένο για αιώνες, πως μπορούσαν να καίνε ακόμα πυρσοί;
Αιωρούμενοι πολεμιστές άρχισαν να εμφανίζονται από τις εισόδους που ανοίγονταν στην αυλή. Πλησίαζαν αθόρυβα εφοδιασμένοι με μεγάλα πολεμικά τσεκούρια, έτοιμοι να προσφέρουν το θάνατο.
-Καλ, προχώρησε προς την κρύπτη, ας πάρουμε την πριγκίπισσά σου και να φύγουμε. Ντρέηκ και Σαλαχάρ μαζί του.
Ο Ντρέηκ και ακόμα ένας πολεμιστής ένευσαν και ακολούθησαν τον Καλ Μαλγκοράν που κινήθηκε προς μια είσοδο από την οποία φαινόταν μια σκάλα που οδηγούσε κάτω,. Δυο αιωρούμενοι πολεμιστές έκλειναν το δρόμο τους αλλά ο Ντρέηκ τους εξουδετέρωσε. Διαλύθηκαν αφήνοντας μια θρηνητική οιμωγή που πάγωνε το αίμα.
-Α γίνονται όλο και καλύτερα τα πράγματα… μουρμούρισε ο Ντρέηκ αλλά η φωνή του χάθηκε από μια κραυγή του Καλ:
-Έρχομαι αγαπημένη μου Ναβίρα! Έρχομαι να σε σώσω!
Ακολούθησε τον Ντρέηκ και τον άλλο μισθοφόρο στη σκάλα ενώ ο Βίλνους και οι υπόλοιποι κάλυπταν την είσοδο.
-Είπε Ναβίρα; έκανε ο Ράουμας και καθώς η αδερφή του το επιβεβαίωνε συνέχισε: Πρέπει να τον σταματήσεις Βίλνους, η Ναβίρα ήταν μια μοχθηρή μάγισσα που φυλακίστηκε για τα εγκλήματά της αιώνες πριν. Δεν ήξερα ότι είναι ακόμη ζωντανή. Πρέπει.
Ο Βιλνους μπλόκαρε με τη σπάθα του το όπλο ενός από τους απόκοσμους αντιπάλους τους και μετά τον έσπρωξε πάνω σε έναν άλλο επιτρέποντας στον Σοκάρ να τους αποκεφαλίσει με ένα χτύπημα. Κοίταξε τη σκάλα διστακτικός.
-Πήγαινε! τον προέτρεψε ο μάγος. Πρέπει να την σταματήσεις οπωσδήποτε.

Ο Ντρέηκ και ο Σαλαχάρ στάθηκαν μπροστά στο άνοιγμα της κρύπτης με τον μάγο να έρχεται ασθμαίνοντας λίγο πιο πίσω. Ο Ντρέηκ έβαλε το σπαθί του στο μαγικό πεδίο και μετά το τράβηξε πίσω. Είδε πως ήταν αλώβητο και κοίταξε τον συμπολεμιστή του που ανασήκωσε τους ώμους. Πέρασε το πεδίο και στάθηκε στην υγρή σπηλιά, τον ακολούθησε ο Σαλαχάρ βλέποντας ότι δεν είχε πάθει τίποτα. Η μάγισσα τους περίμενε χαμογελώντας γοητευτικά.
-Ελάτε κοντά μου, είπε με ένα σιροπιαστό τρόπο και εκείνοι δεν ήθελαν τίποτα άλλο όσο το να υπακούσουν.
-Κάνετε στην άκρη πληρωμένοι φονιάδες, είπε περιφρονητικά ο Καλ Μαλγκοράν ξυπνώντας τους από την ονειροπόληση και μπήκε στην κρύπτη. Πριγκίπισσά μου, δούλος σου.
Πλησίασε την μάγισσα μη χορταίνοντας να κοιτάει τα κάλλη της και εκείνη τον διευκόλυνε αφήνοντας το φόρεμα να κυλίσει από πάνω της. Την αγκάλιασε και την φίλησε στα χείλη, το φιλί της ήταν αισθησιακό, υποσχόμενο ηδονές. Η Ναβίρα έλυσε το παντελόνι του και ένιωσε το χέρι της να χαϊδεύει τη στύση του. Παραδόθηκε στο χάδι της, είχε ονειρευτεί αλλιώς την πρώτη φορά που θα τελείωνε μαζί της αλλά ήταν τόσο απολαυστικό το χάδι της που δεν τον πείραζε και έτσι. Τελείωσε με έναν σπασμό. Δεν ντράπηκε που τελείωνε στο χέρι της και αυτή δε φάνηκε να την ενοχλεί.
Ξαφνικά ένιωσε ότι και κάτι άλλο έφευγε από μέσα του, δεν ήταν μόνο το αποτέλεσμα της ερωτικής του διέγερσης, εξάλλου δεν μπορούσε να διαρκεί τόσο η εκσπερμάτωση. Κάτι άλλο συνέβαινε που τον άφηνε αδύναμο, εξασθενημένο. Με ένα βογγητό πόνου έπεσε στα γόνατα, για μια τρομερή στιγμή κατάλαβε την αλήθεια, πόσο λάθος είχε κάνει. Ύστερα διαλύθηκε σε στάχτες.
Η Ναβίρα στράφηκε στους πολεμιστές. Τώρα δεν ήταν δύο αλλά τρεις και της έφραζαν την έξοδο. Μπορούσε με ένα ξόρκι να τους εξοντώσει και να περάσει, τώρα τίποτα δεν την εμπόδιζε να φύγει, το μαγικό πεδίο είχε εξαφανιστεί για πάντα. Σήκωσε το χέρι της να εξαπολύσει μια κατάρα αλλά πρόσεξε τον άνδρα στη μέση.
-Βίλνους Ντρομέθια, είπε. Χαίρομαι που σε συναντώ από κοντά. Έλα σε’ μένα. Έλα και παραδώσου στην ηδονή μου, στάσου στο πλευρό μου και θα κυβερνήσουμε τον κόσμο με τη μαγεία μου και το σπαθί σου.
Ο Βίλνους την κοίταξε. Τον έλκυε το γυμνό χυμώδες σώμα της. Θα μπορούσε να σταθεί δίπλα της σαν βασιλιάς, οι μέρες τους γεμάτες δύναμη και οι νύχτες γεμάτες πάθος.
Την πλησίασε με το σπαθί χαμηλωμένο.
-Έλα, είπε η Ναβίρα. Έλα και λάτρεψέ με.
Ο Βίλνους έφτασε κοντά της. Έσκυψε προς το μέρος της.
-Σε βλέπω όπως είσαι, είπε ήσυχα, ένα σκεβρωμένο πλάσμα που η ζωή του παρατάθηκε αφύσικα για αιώνες αλλά όχι πια.
Την διαπέρασε με τη σπάθα. Δεν έτρεξε αίμα. Το σώμα της άρχισε να ρυτιδιάζει και να ζαρώνει και ύστερα διαλύθηκε, έγινε σκόνη και μαζεύτηκε σε ένα σωρό στα πόδια του πολεμιστή. Το Ακροπύργιο τραντάχτηκε συθέμελα. Ο Βίλνους ένευσε στους άνδρες, του που έμοιαζαν να ξυπνούν από όνειρο, να φύγουν.
Στην αυλή βρήκαν τον Ράουμας και τη Σελμιόρ μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες να περιμένουν, τη στιγμή που η μάγισσα πέθανε οι φρουροί της χάθηκαν, δεν είχαν πια λόγο ύπαρξης. Ο Ράουμας είχε ρίξει μια ματιά στα δωμάτια γύρω από την αυλή και είχε επιστρέψει με έναν βαρύ δερματόδετο και εμφανώς αρχαίο τόμο ξορκιών που ανυπομονούσε να μελετήσει. Άφησαν αμέσως πίσω τους το Ακροπύργιο.
-Αρχηγέ, είπε ο Ντρέηκ, όταν πήγες κοντά της εκεί μέσα είπα τώρα είμαστε χαμένοι.
-Δεν μπήκα στον πειρασμό παρά για δευτερόλεπτα, μετά μια ανάμνηση από τη νύχτα τα έκανε όλα πολύ ξεκάθαρα.
Η απάντηση ήταν αινιγματική για όλους εκτός από την Σέλμιορ που χαμογέλασε και ένιωσε μια ζεστασιά να την πλημμυρίζει. Ο Βίλνους συνέχισε:
- Όσο για το ότι την έβλεπα, ήταν αλήθεια, το μενταγιόν έκανε τη δουλειά του.
-Κάναμε ένα καλό σήμερα, είπε ο Ράουμας, δεν χωράει αμφιβολία, κρίμα που είναι χωρίς αμοιβή. Πέρα από ένα σημαντικό εύρημα για εμένα δηλαδή.
-Δεν θα το έλεγα, είπε ο Βίλνους, το συμβόλαιο του Καλ προέβλεπε αμοιβή αν δεν βρίσκαμε τίποτα εδώ. Και τώρα που είναι νεκρός μένουμε εμείς κύριοι και νομείς της περιουσίας του.
Οι υπόλοιποι τον κοίταξαν έκπληκτοι και ο μάγος είπε:
-Ο Μαλγκοράν ήταν ζάμπλουτος, μήπως θα έπρεπε να σκεφθείς να αφήσεις τις περιπλανήσεις πλέον και να εγκατασταθείς στην πόλη; Θα γίνεις μεγάλος άρχοντας εδώ, θα αρχίσεις το δικό σου οίκο αν κάνεις οικογένεια.
-Οίκος της Ντρομέθια, είπε ο Ντρέηκ, μου αρέσει όπως ακούγεται. Ίσως βγουν και βασιλείς μια μέρα από αυτόν.
-Θα πιώ σ’ αυτό, είπε ο Βίλνους, και στους γενναίους άνδρες που έπεσαν για να τα καταφέρουμε.
Κοίταξε μπροστά προς τον καταυλισμό που είχαν ταφεί οι πεσόντες πολεμιστές του και… το μέλλον.



Τέλος