Το Φυλακτό - 2

Author: Νυχτερινή Πένα /


ΙΙ.

Ο Βοτανειάτης βγήκε από το νερό και αφού σκουπίστηκε καλά με την πετσέτα άρχισε να ντύνεται. Μετά τις φυλακές είχαν αφήσει τον αυλικό και είχαν μεταβεί στα λουτρά του Πανδρόσου, όπως είχε πει, όπου θα μπορούσαν να ξεπλύνουν από πάνω τους τη βρώμα της φυλακής πριν ντυθούν με καινούρια καθαρά ρούχα.
Τώρα με τα πάντα καθαρά, από τις μαύρες μπότες μέχρι τον ίδιου χρώματος μανδύα του, άρχισε να ζώνεται τα όπλα του, πολεμούσε με μια μεγάλη σπάθα αλλά έφερε πάντα μαζί του και ένα εγχειρίδιο. Πέρασε την καμάρα για τον επόμενο χώρο και στάθηκε. Μπορούσε να δει στην απέναντι κάμαρα την Λυδία να ντύνεται. Ήξερε ότι δεν ήταν σωστό αλλά δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα από την γυμνή μορφή της. Το δέρμα της ήταν στο χρώμα της κανέλλας, λείο και αψεγάδιαστο, τα πόδια ήταν μυώδη και καλοσχηματισμένα, τα φαντάστηκε σφιγμένα γύρω από τους γοφούς του. Κούνησε το κεφάλι του, είχε μείνει πολύ καιρό στη φυλακή μακριά από κάθε γυναίκα. Η Λυδία φόρεσε ένα απλό λευκό φόρεμα, συνηθισμένο στις αγροτικές κοινωνίες, γλίστρησε πάνω από τα βαριά στήθη της με τις ροδαλές θηλές και του γεμάτους γοφούς της. Μόλις το φόρεσε τίναξε τα μαύρα μαλλιά της  και έβγαλε το μενταγιόν έξω από το φόρεμα, προφανώς δεν ίσχυε το ίδιο για εκείνη όπως για τους άλλους, δεν την έβλαπτε που το άγγιζε.
Παρατήρησε το μενταγιόν καλύτερα, ήταν χρυσό, με ένα σχέδιο σκαλισμένο σαν ένα σύνολο από φύλλα, με μια πράσινη πέτρα στο κέντρο. Αναρωτήθηκε πως είχε βρεθεί στα χέρια της. Η κοπέλα προχώρησε προς το μέρος του και υποκλίθηκε δειλά.
-Είμαι έτοιμη άρχοντά μου.
Βγήκαν στον προθάλαμο όπου τους συνάντησαν οι άλλοι τρεις άνδρες. Ο Λέων Νεστάνης, ο υπασπιστής του, είχε πλυθεί και είχε χτενίσει τη γενειάδα του, αυτός και ο Βάλρους είχαν προλάβει να απολαύσουν και τις χάρες δυο γυναικών από τις υπηρέτριες των λουτρών. Σίγουρα είχαν στερηθεί τη γυναικεία συντροφιά τόσο καιρό όπως και ο ίδιος. Ο Λέων είχε οπλισθεί με ξίφος και ασπίδα, όπως και όταν πολεμούσαν με τον αυτοκρατορικό στρατό, ο Βάλρους Οστράγκεν, με τα δύο που χρησιμοποιούσε όντας αμφιδέξιος γεγονός για το οποίο είχε γίνει διάσημος στην αυτοκρατορική φρουρά, τη λεγόμενη των Βαράγγων.
-Τι θα κάνουμε τώρα στρατηγέ; ρώτησε ο Λέων.
-Θα ξεκινήσουμε το ταξίδι μας μόλις βρούμε μερικά άλογα.
-Δεν ξέρω να ιππεύω άρχοντά μου, είπε η Λυδία.
-Εντάξει, θα σε πάρω πισωκάπουλα, είπε ο Βοτανειάτης.

Η μονή της Πέτρας βρισκόταν στην δυτική πλευρά των ορέων του Κρίκου. Ήταν μια αρχαία μονή με παρελθόν μεγαλύτερο της χιλιετίας. Ήταν φημισμένη για την σοφία των μοναχών της και την πλούσια βιβλιοθήκη της αλλά και για τους αγώνες του τάγματος κατά των δαιμονικών δυνάμεων. Πριν υποχωρήσουν τα σύνορα της αυτοκρατορίας δεν ήταν τόσο απομονωμένη και πολλοί την επισκέπτονταν.
Απείχε από την Ακροκώμη και τα σύνορα δύο περίπου ημερών δρόμο. Η μικρή ομάδα του Βοτανειάτη άφησε πίσω της την πόλη και προχώρησε στους πρόποδες του βουνού. Οι τρεις πολεμιστές μιλούσαν μεταξύ τους για όσα είχαν ζήσει και τι τους περίμενε στον προορισμό τους. Ο Φαύστος μιλούσε λίγο αλλά φαινόταν ότι γνώριζε πολλά πράγματα για τις περιοχές και το παρελθόν της αυτοκρατορίας. Η Λυδία μιλούσε ελάχιστα.
Σταμάτησαν για να περάσουν τη νύχτα τους στα ερείπια ενός παλιού φυλακίου. Δύο τοίχοι που σχημάτιζαν γωνία είχαν διασωθεί όρθιοι και οι πλάκες του δαπέδου είχαν επιζήσει της μανίας της φύσης οπότε ήταν ένα καλό μέρος. Το ότι παραδίπλα βρισκόταν και μια πηγή με τρεχούμενο νερό το έκανε ακόμα πιο κατάλληλο. Ο Φαύστος μάζεψε ξύλα και άναψαν φωτιά ενώ μοιράστηκαν λίγα από τα τρόφιμα που είχαν αγοράσει από την πόλη πριν φύγουν. Οι τρεις πολεμιστές μοιράστηκαν τις βάρδιες για να φυλάξουν σκοπιά και μετά έπεσαν όλοι για ύπνο εκτός από τον Βοτανειάτη που είχε την πρώτη βάρδια.
Τους ξύπνησε ο Λέων που φυλούσε τη δεύτερη βάρδια. Είχε ακούσει κάτι μέσα στη σιγαλιά της νύχτας και πίστευε ότι ήταν κάτι που πλησίαζε προς το μέρος τους. Αυτό που πλησίαζε εμφανίστηκε ξαφνικά, ήταν ένα ον που παρόμοιο του δεν είχαν ξαναδεί. Έμοιαζε με φίδι αλλά ήταν πολύ μεγαλύτερο, οι κουλούρες του σέρνονταν πίσω του ενώ το ορθωμένο μέρος από το καλυμμένο με μαύρες φολίδες σώμα του ήταν πιο ψηλό από τον πολεμιστή. Ένα οστέινο στεφάνι προφύλασσε το λαιμό του και μια μαύρη γλώσσα οπλισμένη με ένα κεντρί που έσταζε δηλητήριο μπαινόβγαινε στο στόμα του.
-Για όνομα της Φρέια, τη είναι αυτό το πράγμα; Αναφώνησε ο Βάλρους.
-Ένας Υπερόφις, είπε ο Βοτανειάτης. Το κεντρί του είναι θανάσιμο μην το χάνετε από τα μάτια σας. Φαύστε, Λυδία, μείνετε πίσω.
Οι τρείς πολεμιστές ανοίχτηκαν καθώς προσπαθούσαν να κυκλώσουν το τέρας για να μην είναι σε θέση να παρακολουθήσει και τους τρεις και να του καταφέρουν το μοιραίο χτύπημα. Ο Υπερόφις επιτέθηκε τελικά στον Λέοντα που καλύφθηκε πίσω από την ασπίδα του η οποία δέχθηκε το χτύπημα από το τεράστιο τριγωνικό κεφάλι. Ο πολεμιστής δεν άντεξε την ορμή της πρόσκρουσης και έπεσε πίσω. Ο Υπερόφις σύριξε θριαμβευτικά αλλά όπως είχε το κεφάλι του χαμηλά έδωσε στον Βοτανειάτη την ευκαιρία να κατεβάσει με βία τη σπάθα του στο λαιμό του ακριβώς πίσω από την οστέινη πανοπλία του αποκεφαλίζοντάς τον.
-Τι άλλο θα δούμε, είπε ο Λέων ενώ σηκωνόταν όρθιος.
Η απάντηση ήρθε μέσα από τα δέντρα. Ήταν μια δράκα ψηλών, μεγαλόσωμων όντων με μυώδη σώματα και κυρτές πλάτες που ήταν οπλισμένα με τσεκούρια και ρόπαλα.
-Εγώ και η γλώσσα μου η μεγάλη, είπε ο Λέων, να πάρει. Τι είναι αυτά τα πλάσματα;
-Τελώνια, είπε ο Βάλρους με απέχθεια και προχώρησε να αντιμετωπίσει τα κακόβουλα όντα. Ο Βοτανειάτης και ο Λέων έσπευσαν να πάρουν θέση δίπλα του.
Αυτή η μάχη ήταν πιο δύσκολη από τη μάχη με τους πολεμιστές κάτω, τα τελώνια ήταν εξαιρετικά δυνατά και αιμοβόρα. Αν είχαν ένα μειονέκτημα ήταν η έλλειψη συντονισμού, δεν πολεμούσαν σαν ομάδα αλλά το καθένα μόνο του, έτσι πολλές φορές αλληλοεμποδίζονταν επιτρέποντας στους τρεις πολεμιστές να τα αντιμετωπίζουν και τελικά ένα προς ένα να τα σκοτώσουν.
Μόλις έπεσε και το τελευταίο τελώνιο νεκρό ο Βάλρους είπε:
-Είναι νύχτα, μπορείτε να κοιμηθείτε ακόμα κάμποσο. Να φυλάξω και’ γω την βάρδιά μου.
Ξάπλωσαν και πάλι. Ο Βοτανειάτης που είχε ξαπλώσει δίπλα στην Λυδία πρόσεξε ότι δεν κοιμόταν.
-Τι έχεις; τη ρώτησε χαμηλόφωνα.
-Φοβάμαι, αυτά τα… πράγματα ήρθαν για’ μενα.
-Θα σε προστατέψουμε, είπε ο Βοτανειάτης, μέχρι να απαλλαγείς από το μενταγιόν.
Η κοπέλα μετακινήθηκε πιο κοντά του.
-Ό,τι και αν γίνει; ψιθύρισε.
-Ναι, είπε ο Βοτανειάτης.
Η κοπέλα χαμογέλασε και αποκοιμήθηκε. Εκείνος όμως δεν το κατάφερε, όπως ήταν ξαπλωμένη έβλεπε το πλούσιο στήθος της να ανεβοκατεβαίνει στο ρυθμό της ανάσας της και θυμήθηκε την εικόνα της γυμνή στο λουτρό.

2 σχόλια:

Giannis Pit. είπε...

Πολύ όμορφο γεμάτο ατμόσφαιρα και δράση.

Νυχτερινή Πένα είπε...

Ευχαριστώ φίλε μου και όπως λένε και στην τηλεόραση, και τώρα η συνέχεια.

Δημοσίευση σχολίου