Ο Πρώτος Ένορκος 11

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Δεύτερο



   Η Γκαμπριέλα ξύπνησε πριν ακόμα χαράξει νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στομάχι. Ανακάθισε στο κρεβάτι σκεπτόμενη με φόβο που άγγιζε τα όρια του πανικού ότι σε λίγες ώρες θα άρχιζε η δίκη που πολύ πιθανόν να τερμάτιζε τη ζωή της. Αν καταδικαζόταν δεν θα αργούσε να οδηγηθεί στο θάλαμο όπου η θανατηφόρα ένεση θα ήταν η τελευταία της αίσθηση από τον κόσμο. Ένιωσε ξαφνικά να ασφυκτιά και σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να πηγαινοέρχεται μέσα στο στενό χώρο του κελιού.
   Είχε περάσει και την προηγούμενη μέρα με την Ιόλη προετοιμαζόμενη για τη δίκη μιλώντας για τους μάρτυρες και τι πιθανόν θα κατέθεταν καθώς και για τις ερωτήσεις που ο εισαγγελέας θα της έκανε όταν θα κατέθετε εκείνη. Η παρουσία της Ιόλης και η πείρα της στα δικαστήρια την έκαναν να αισθάνεται πιο σίγουρη αλλά τώρα μόνη της στο μισοσκόταδο και την σχεδόν απόλυτη σιγή του κελιού της ήταν τρομοκρατημένη.
   Βήματα ακούστηκαν στο διάδρομο και η Γκαμπριέλα επέστρεψε στο κρεβάτι της, δεν ήθελε να δώσει αφορμή για να τη χτυπήσουν παραβιάζοντας τους κανονισμούς. Η πόρτα του κελιού της άνοιξε και η Νιέβανς μπήκε μέσα κάτω από τις βλαστήμιες των φρουρών της. Κάθισε στο κρεβάτι της και κοίταξε την Γκαμπριέλα με ένα σχεδόν εύθυμο ύφος.
   -Δεν κοιμάσαι; είπε ενώ οι δεσμοφύλακες απομακρύνονταν.
   -Όχι, ψέλλισε η Γκαμπριέλα φοβούμενη μην την ακούσουν. Δεν μπορώ, σε λίγες ώρες δικάζομαι. Εσύ που ήσουν;
   -Δοκίμασα να αποδράσω, είπε η Νιέβανς και σήκωσε τα χέρια της για να τα δει η συνομιλήτριά της. Νέα τραύματα κοσμούσαν τα χέρια της που ήταν επιδεμένα και πιο ψηλά από τους καρπούς τώρα.
   Ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική στήλη της Γκαμπριέλα καθώς συνειδητοποιούσε πως εννοούσε την απόδραση η Νιέβανς. Η δολοφόνος ξάπλωσε στο κρεβάτι της και εκείνη έμεινε βυθισμένη στις σκέψεις της ως την ώρα που οι δεσμοφύλακες ήρθαν για να την πάρουν. Σηκώθηκε καθώς άνοιγε η πόρτα του κελιού και ένας από τους φρουρούς έλεγε:
   -Μη χασομεράς Ράνσομ! Έξω, γρήγορα.
   Η Νιέβανς σηκώθηκε από το κρεβάτι της και ασυναίσθητα οι δυο φρουροί έπιασαν τα όπλα τους. Εκείνη γέλασε με ένα εφιαλτικά παρανοϊκό γέλιο και μετά ξάφνιασε την Γκαμπριέλα αγκαλιάζοντάς την.
   -Καλή τύχη, της είπε ψιθυριστά, μην γυρίσεις εδώ πέρα. Κάνε ό.τι μπορείς για να το αποφύγεις.

   Ο Μάικ Μακ Γκρέγκορ ντυμένος με την επίσημη στολή του κατέβηκε από το τζιπ και κοίταξε το δικαστικό μέγαρο που στεγαζόταν στο παλιό δημαρχείο της πόλης. Η μισή αστυνομική δύναμη του Τορόντο πρέπει να ήταν μαζεμένη εδώ και υπήρχε ένας πολύ καλός λόγος γι' αυτό. Η δίκη είχε αποκτήσει δημοσιότητα, όπως είχε προβλέψει ο Βαλίν, και του χειρότερου είδους μάλιστα. Οι αστυνομικοί είχαν δημιουργήσει ένα μπλόκο μερικές δεκάδες μέτρα πριν την είσοδο του μεγάρου από το οποίο περνούσαν μόνο όσοι είχαν σχέση με τη δίκη και κάποιοι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι. Στο δρόμο μπροστά στο οδόφραγμα της αστυνομίας είχαν μαζευτεί τα μέλη δυο διαφορετικών παρατάξεων που οι αστυνομικοί κρατούσαν χωρισμένα ελπίζοντας να αποφύγουν τα έκτροπα.
   Αριστερά βρίσκονταν τα μέλη φεμινιστικών οργανώσεων που φώναζαν για την ελευθερία και την αθωότητα της Γκαμπριέλα Ράνσομ όπως και οι πολέμιοι της θανατικής ποινής και δεξιά εκείνοι που ζητούσαν την παραδειγματική τιμωρία της δολοφόνου με πρωταγωνιστές τα μέλη μιας οργάνωσης με την επωνυμία Φρουροί της Οικογένειας. Όσοι προσέρχονταν στο δικαστήριο αντιμετώπιζαν τις φωνές των δυο παρατάξεων που τους καλούσαν να ακούσουν τη συνείδησή τους ή τους απειλούσαν και τους πρόσβαλλαν με διάφορα επίθετα καθόλου κόσμια.
   -Ωραία, είπε βλοσυρός ο Βαλίν, ο Μπόνακορ έχει το σόου που ήθελε.
   -Ναι, είπε ο Μάικ, πάμε.
   Η στολή και το αυστηρό, σχεδόν απειλητικό, παρουσιαστικό του Μακ Γκρέγκορ του επέτρεψαν να περάσει ανέγγικτος μέσα από το πλήθος και να προχωρήσει προς το δικαστήριο. Πίσω του ακούστηκε μια κραυγή:
   -Θάνατος στη δολοφόνο.
   Το περιπολικό που μετέφερε την Γκαμπριέλα από τη φυλακή είχε φτάσει.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου