Ο Πρώτος Ένορκος 12

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Η Γκαμπριέλα κρατούσε το κεφάλι της σκυφτό αποφεύγοντας να κοιτάξει το πλήθος που ωρυόταν για το κεφάλι της ή εκείνους που την υπεράσπιζαν διακινδυνεύοντας σε πολλές περιπτώσεις την υπόληψή τους αφού η κοινωνική απόρριψη σε αυτούς που ξεφεύγουν από την πλειονότητα είναι το ίδιο εύκολη όσο και καταχρηστική ή άδικη. Εκείνη ένιωθε να την πνίγει η ένταση που κυριαρχούσε και στης οποίας το επίκεντρο βρισκόταν η ίδια. Το αυτοκίνητο που τη μετέφερε τώρα ήταν πιο καθαρό από το αυτοκίνητο του Τζέντον αλλά η ψυχολογική της κατάσταση την έκανε να ασφυκτιά και έπαιρνε κοφτές βιαστικές ανάσες. Χοντρές στάλες ιδρώτα κυλούσαν από το μέτωπό της και ένιωθε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Ένιωθε τόσο αδύναμη που φοβόταν πως δεν θα ήταν σε θέση να περπατήσει όταν θα την έβγαζαν από το περιπολικό.
   Το αυτοκίνητο σταμάτησε και οι συνοδοί της την έβγαλαν έξω. Η εμφάνισή της αναζωπύρωσε την ένταση. Οι υπερασπιστές την άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά το όνομά της ενώ ύβρεις και πρόστυχα σχόλια άρχισαν να εκτοξεύονται από την αντίθετη πλευρά μαζί τους και μια πέτρα που χτύπησε την Γκαμπριέλα στο μάγουλο αφήνοντάς της ένα ματωμένο σημάδι. Η κοπέλα βόγκηξε από το πόνο ενώ κάποιος - προστατευμένος από την ανωνυμία του πλήθους - φώναξε:
   -Δεν χρειάζεται δίκη λιθοβολείστε την την πόρνη.
   Η Γκαμπριέλα οδηγήθηκε μέσα στο μέγαρο σε ένα δωμάτιο δίπλα στην αίθουσα που θα εκδικαζόταν η υπόθεσή της. Η Ιόλη την περίμενε εκεί. Οι αστυνομικοί την άφησαν μόνη με τη δικηγόρο και βγήκαν, η δική τους δουλειά είχε ολοκληρωθεί, τώρα η κρατούμενη ήταν ευθύνη της αστυνομίας του Τορόντο και όχι της φυλακής.
   -Τι έπαθες; ρώτησε η Ιόλη πλησιάζοντας την.
   -Κάποιος αποφάσισε πως ήξερε την κατάλληλη ποινή για' μένα, είπε με πίκρα η Γκαμπριέλα, δεν έχει νόημα. Με έχουν ήδη καταδικάσει.
   Η Ιόλη την αγκάλιασε και η κοπέλα άρχισε να κλαίει.
   -Δεν μπορώ να το κάνω, είπε ανάμεσα στα αναφιλητά, με θεωρούν ήδη δολοφόνο.
   -Πρέπει, πρέπει να το κάνεις, είπε η Ιόλη, γιατί είσαι αθώα και είναι άδικο να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου στη φυλακή επειδή αρνήθηκες να υποκύψεις αμαχητί στις ορέξεις ενός άνδρα που νόμιζε πως ήταν δικαίωμά του να σε κακοποιήσει.
   -Δεν έχω τη δύναμη να παλέψω. Και για ποιον άλλωστε; Δεν έχω κανέναν, οι γονείς μου με εγκατέλειψαν.
   Η Ιόλη κοίταξε τη συντετριμμένη κοπέλα και αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να την εμψυχώσει με κάποιο τρόπο. Η άρνηση της οικογενείας της να σταθεί στο πλευρό της την είχε πληγώσει ανεπανόρθωτα. Ακόμα και τώρα που η υπόθεση είχε πάψει να είναι μια υπόθεση βιασμού και ήταν πλέον φόνος όπου η κόρη τους ήταν κατηγορούμενη είχαν κρατήσει τις αποστάσεις αρνούμενοι να τη βοηθήσουν βρίσκοντάς της έναν δικηγόρο ή έστω με ένα επισκεπτήριο που θα ήταν βάλσαμο για την ψυχή της στην κατάσταση που βρισκόταν.
   -Πρέπει να παλέψεις για' σένα, για να μη ζήσεις όλη σου τη ζωή στην φυλακή, είπε τελικά.
   Τα λόγια της Νιέβανς καθώς την αποχαιρετούσε ήχησαν στα αυτιά της Γκαμπριέλα κάνοντας τη να ριγήσει. Τα μετέφερε στην Ιόλη.
   -Η Νιέβανς παρακάλεσε για τη θανατική ποινή όταν καταδικάστηκε, την προτιμούσε από τα ισόβια που της επιβλήθηκαν και έκτοτε έκανε πολλές απόπειρες αυτοκτονίας, της είπε η Ιόλη.
   -Έκανε άλλη μία, είπε η Γκαμπριέλα βλοσυρά.
   -Ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει η φυλακή.
   Ένας αστυνομικός άνοιξε την πόρτα του δωματίου.
   -Πρέπει να μεταφερθεί στην αίθουσα, είπε.
   -Δυο λεπτά, απάντησε η Ιόλη, κλείσε την πόρτα σε παρακαλώ.
   Ο αστυνομικός το έκανε και η δικηγόρος στράφηκε στην Γκαμπριέλα.
   -Σου έφερα ρούχα.

   Η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν μακρόστενη και ψηλοτάβανη με μεγάλα παράθυρα. Στη μια άκρη βρισκόταν η δικαστική έδρα με τις σημαίες του Καναδά και του Οντάριο πίσω της και δίπλα της τη θέση που κάθονταν οι μάρτυρες κατά την κατάθεση. Από την άλλη πλευρά ήταν η πόρτα που οδηγούσε στο γραφείο του δικαστή και στον απέναντι τοίχο η πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο όπου βρισκόταν η Γκαμπριέλα με την Ιόλη. Στην απέναντι πλευρά της αίθουσας βρίσκονταν οι θέσεις των ενόρκων και η πόρτα που οδηγούσε στην αίθουσα που προοριζόταν για τις συσκέψεις τους.
   Απέναντι από το δικαστή βρίσκονταν οι θέσεις του κατηγόρου και της υπεράσπισης. Πίσω τους υπήρχε ένα χαμηλό ξύλινο κιγκλίδωμα και μετά οι θέσεις του κοινού όπου περίεργοι και δημοσιογράφοι συνωστίζονταν για να παρακολουθήσουν τη δίκη. Την πρώτη αυτή μέρα τις περισσότερες θέσεις τις είχαν καταλάβει οι υποψήφιοι ένορκοι. Οι δημοσιογράφοι με σημειωματάρια και φωτογραφικές μηχανές - ο δικαστής είχε αρνηθεί να επιτρέψει τηλεοπτική κάλυψη της δίκης προς μεγάλη απογοήτευση του Μπόνακορ - ήταν έτοιμοι για το κυνήγι της είδησης.
   Η Γκαμπριέλα μπήκε στην αίθουσα ντυμένη με μια απλή μπλε φούστα και ένα λευκό πουκάμισο και με τα μαλλιά της πιασμένα σε μια απλή αλογοουρά. Όπως την είχε συμβουλεύσει η Ιόλη δεν κοίταξε προς κανένα πρόσωπο μέσα στην αίθουσα αλλά κράτησε το βλέμμα της καθηλωμένο στις άδειες θέσεις των ενόρκων απέναντι της. Η εμφάνισή της συνοδεύτηκε από ψιθυριστά σχόλια και τα φλας των φωτογραφικών μηχανών. Κλονίστηκε αλλά η Ιόλη την έπιασε από τον αγκώνα και τη στήριξε ως που έφτασαν στην θέση τους. Η Γκαμπριέλα κάθισε ενώ η Ιόλη ακούμπησε στο τραπέζι μπροστά της το χαρτοφύλακα της και έβγαλε τα χαρτιά και τις σημειώσεις της.
   Αριστερά τους ο Μπόνακορ είχε ετοιμαστεί και στεκόταν όρθιος περιμένοντας την έναρξη της δίκης και αφήνοντας τους δημοσιογράφους να τον αποθανατίσουν με το χαμόγελο της σιγουριάς στο πρόσωπό του.
   Η πόρτα δίπλα στη δικαστική έδρα άνοιξε και ο γραμματέας του δικαστηρίου είπε δυνατά:
   -Παρακαλώ σηκωθείτε.
   Ο δικαστής πήρε τη θέση του και χτύπησε το μικρό ξύλινο σφυρί του στην έδρα.
   -Το δικαστήριο συνεδριάζει υπό τον εντιμότατο Στήβεν Άιρτον.
   Όλοι κάθισαν και πάλι. Η δίκη είχε αρχίσει.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου