Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 4

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Ραμίρ ένιωσε ένα άσχημο προαίσθημα κινδύνου και κοίταξε τριγύρω του. Δεν φαινόταν να έχει αλλάξει κάτι. Γύρω από το βαρέλι με τη φωτιά οι άστεγοι μοιράζονταν ένα μπουκάλι με κάποιο ποτό. Άλλοι έτρωγαν ότι είχαν καταφέρει να βρουν ενώ πολλοί προσπαθούσαν να κοιμηθούν εκμεταλλευόμενοι τη σχετική ζεστασιά που υπήρχε. Η γυναίκα που καθόταν κοντά του θήλαζε το μωρό της.
   Δεν υπήρχε κάτι που να δείχνει ανησυχητικό αλλά το προαίσθημα δεν τον άφηνε. Σηκώθηκε και προχώρησε προς την άκρη της υπόγειας διάβασης. Η βροχή είχε σταματήσει τώρα. Ίσως ήταν καλύτερα να προχωρήσει μιας και ένιωθε ότι κινδύνευε. Τον πρόλαβε μια κραυγή από την άλλη άκρη της υπόγειας διάβασης.
   -Το Αλλοδαπών βγήκε παγανιά! Τρέξτε να κρυφτείτε!
  Αμέσως σχεδόν αστυνομικοί όρμησαν μέσα στην διάβαση ντυμένοι με στολές μάχης και οπλισμένοι με ρόπαλα και ασπίδες. Οι άστεγοι δεν είχαν την δύναμη ή τα μέσα για να αντιτάξουν την οποιαδήποτε αντίσταση και γρήγορα βγήκαν από το υπόγειο καταφύγιό τους μαζεμένοι σε μια στριμωγμένη ομάδα που φορτώθηκε σε ένα από τα ειδικά φορτηγά της αστυνομίας. Ο Ραμίρ δεν είχε προβάλλει αντίσταση, θα ήταν μάταιο να το κάνει με τόσους αντιπάλους. Έψαχνε ωστόσο την ευκαιρία για να αποδράσει, το συναίσθημα κινδύνου είχε τώρα γίνει πιο έντονο.
   Στριμωγμένος ανάμεσα σε άλλους άστεγους παρακολουθούσε τις κινήσεις των αστυνομικών που είχαν απλωθεί στην γύρω περιοχή για να κάνουν και άλλες συλλήψεις. Γύρω από το φορτηγό είχαν μείνει λίγοι. Ένας αστυνομικός πλησίασε σέρνοντας από το χέρι μια κοπέλα. εκείνη αντιστεκόταν όσο μπορούσε με αποτέλεσμα να σηκώσει το ρόπαλό του και να το κατεβάσει με βία στην πλάτη της. Η κοπέλα σωριάστηκε στο υγρό και βρώμικο οδόστρωμα σφαδάζοντας από τον πόνο. Ο αστυνομικός ύψωσε και πάλι το όπλο του να χτυπήσει και ο Ραμίρ αντέδρασε ενστικτωδώς, ύψωσε το χέρι του προς το μέρος του.
   Το κατέβασε σαστισμένος, γιατί είχε κάνει μια τέτοια κίνηση; Τι θα μπορούσε να κάνει από μια τέτοια απόσταση; Ο αστυνομικός ξαναχτύπησε την κοπέλα και η οργή κυρίευσε τον Ραμίρ. Ξεθηκάρωσε τη σπάθα που είχε κρατήσει κρυμμένη στο μανδύα του από τους αστυνομικούς και την κατέβασε με βία στην κλειδαριά της πόρτας τσακίζοντάς την. Κλώτσησε την πόρτα που άνοιξε διάπλατα και πήδηξε έξω. Οι αστυνομικοί αιφνιδιάσθηκαν απολύτως και όταν επιτέθηκαν στο Ραμίρ ήταν έτοιμος να τους αντιμετωπίσει. Η σπάθα διέγραψε έναν ευρύ κύκλο διαλύοντας όπλα και ασπίδες και τρέποντας σε φυγή τους αστυνομικούς. Ο Ραμίρ προχώρησε προς τον αστυνομικό που χτυπούσε την κοπέλα, εκείνος βλέποντας τον να έρχεται προς το μέρος του με υψωμένη τη σπάθα σαν άγγελος εκδικητής έπεσε στα γόνατα πετώντας το ρόπαλό του.
   -Έλεος, ικέτευσε.
   Ο Ραμίρ σήκωσε τη σπάθα του αλλά σταμάτησε. Κάτι μέσα του δεν τον άφηνε να σκοτώσει έναν ανυπεράσπιστο αντίπαλο. Έριξε το όπλο στη θήκη του και έσκυψε να βοηθήσει την κοπέλα που τον κοίταζε με έκπληξη. Σηκώθηκε ενώ πίσω του έβγαιναν από το φορτηγό και οι υπόλοιποι κρατούμενοι.
   -Είσαι εκείνος που ψάχνει.... είπε η κοπέλα.
   Ο Ραμίρ δεν πρόλαβε να της ζητήσει εξήγηση για την περίεργη αυτή δήλωση. Οι αστυνομικοί επέστρεφαν με ενισχύσεις,

   Ο Ροδόλφος της Ασόν κοίταξε την πλατεία, οι κάτοικοι της πόλης είχαν αρχίσει να μεταφέρουν τα πτώματα των εχθρών τους στο μέρος που θα τα έκαιγαν έξω από την πόλη. Οι Ιππότες ήταν μαζεμένοι σε μια πλευρά και συζητούσαν. Ο νεαρός ευγενής δεν μπορούσε να νιωσει ανακούφιση για την απαλλαγή της πόλης του από την τυρρανία του δικαστή που είχε αποδειχθεί πως ήταν ένας σκοτεινός μάγος ή για την δική του διάσωση. Η αγαπημένη του ήταν στα χέρια ενός μισητού εχθρού, τι θα της έκανε άραγε; Ίσως να ήταν ήδη νεκρή. Αυτή η σκέψη έστειλε ένα ρίγος να διατρέξει την σπονδυλική του στήλη.
   Είδε έναν από τους Ιππότες να αφήνει τους συντρόφους του και να πηγαίνει προς το σημείο που είχε τελευταία σταθεί ο μάγος. Στο σημείο αυτό πεσμένη στα γόνατα έκλαιγε η κοπέλα που είχε συμπαρασταθεί στη Φιντέλια όταν παρακολουθούσαν την παραλίγο εκτέλεσή του. Ο Ιππότης την πλησίασε και την ανασήκωσε ευγενικά. Της είπε κάτι χαμηλόφωνα και εκείνη ένευσε. Μετά απομακρύνθηκε, ο Ιππότης γονάτισε στο ένα γόνατο και ακούμπησε το χέρι του στο έδαφος. Ο Ροδόλφος αναρωτήθηκε τι έκανε αλλά ήξερε – το είχε ζήσει εξάλλου – πως διέθεταν δυνάμεις πέρα από εκείνες των απλών ανθρώπων. Ο Ιππότης έκλεισε τα μάτια του και φάνηκε να συγκεντρώνεται. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε στην εξέδρα. Στάθηκε εκεί με τα μάτια και πάλι κλειστά.
   -Ξέρω που πήγε, είπε μετά, και ξέρω τι έκανε στον Ραμίρ.

   Ο Ροβέρτος της Αβέρν στάθηκε κάτω από το πλούσιο φύλλωμα ενός δένδρου και κοίταξε γύρω του. Κανείς δεν βρισκόταν κοντά του, άνθρωπος ή πνεύμα. Συγκεντρώθηκε στην προσπάθειά του να στείλει τη σκέψη του πέρα από τους περιορισμούς του χρόνου και του τόπου. Το άλσος γύρω του άρχισε να χάνει την συμπαγή υπόστασή του σαν ύλη και να χάνεται. Αν και ο Ροβέρτος δεν είχε κάνει ούτε ένα βήμα και το σώμα του βρισκόταν ακόμα εκεί, το πνεύμα του ταξίδευε μακριά προσπαθόντας να αγγίξει τη συνείδηση του φίλου και συμπολεμιστή του.
   “Δεν μπορώ να νιώσω την παρουσία του Ραμίρ σ' αυτόν τον κόσμο. Είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ.”
   “Είναι σαν να μην υπήρξε από μιας πλευράς, ο Μπαγκράς του στέρησε τη μνήμη και τις δυνάμεις του.”
   Ήταν δυνατό; Και αν ναι πως θα μπορούσε να βρει τον Ραμίρ σε αυτήν την πόλη των εκατομμυρίων κατοίκων; Τι θα έκανε; Θα έψαχνε τους δρόμους και τα κτίσματα; Ήταν αδύνατον.
   “Οι δυνάμεις μας είναι εγγενείς, πως μπόρεσε να πετύχει κάτι τέτοιο;”
   “Δεν είχε ξαναγίνει και για να το πετύχει έχει υφάνει τη γητεία στην ίδια του την ύπαρξη και αυτό είναι ένα λάθος που θα του κοστίσει, μπορώ να τον αισθανθώ όπου και αν πάει. Θα τον βρω και θα τον σκοτώσω. Μην εγκαταλείψεις τον Ραμίρ, είσαι η μόνη του ελπίδα.”
   “Δεν θα τον εγκαταλείψω ποτέ, αυτό είναι σίγουρο.”
   Η ψυχική επαφή διακόπηκε. Ο Ροβέρτος αισθάνθηκε ότι την είχε διακόψει ο φίλος του. Αν το είχε κάνει γιατί ήταν δύσκολη η μακρόχρονη διατήρησή της ανάμεσα σε κόσμους ή αν κάποιος εξωτερικός περισπασμός τον είχε αναγκάσει να το κάνει δεν μπορούσε να το ξέρει, ίσως είχε δεχθεί κάποια επίθεση.
   Συνειδητοποίησε ότι δεν του είχε πει για τις δυο Ψυχές του Δαίμονα που είχε εξοντώσει και τη σημασία της παρουσίας τους εδώ. Δεν είχε σημασία τώρα, ήταν ακόμα ένα πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει. Άρχισε και πάλι να κατεβαίνει προς την πόλη. Γρήγορα όμως σταμάτησε, σκιές κινούνταν στο μονοπάτι μπροστά του, κάποιοι του έστηναν ενέδρα.

2 σχόλια:

Creep είπε...

Καλέ μου Ουίλλιαμ, καλημέρα. Το πρώτο και τελευταίο σχόλιο που κάνω για σήμερα, μιας και θα φύγω κατασκήνωση. Spare me το κλασσικό καλά να περάσεις, δεν θα περάσω καλά. :Ρ
Πολλά φιλάκια να δώσω και να ευχηθώ ακόμα καλύτερα. :)

Το κομμάτι το ψιλοείδα αλλά δεν θέλω να μου το χαλάσω, θέλω να τα διαβάσω όλα αβέρτα όταν γυρίσω. :Ρ

Καλή σου μέρα. :))))

Νυχτερινή Πένα είπε...

Εντάξει Creep, δεν θα σου ευχηθώ καλά να περάσεις! Στο καλό και με το καλό να επιστρέψεις.
Πολλά φιλιά.

Δημοσίευση σχολίου