Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 7

Author: Νυχτερινή Πένα /

   -Είπες πως δεν θυμόσουν το όνομά σου, είπε η κοπέλα.
   -Το ξέρω, είπε ο Ραμίρ, αλλά τώρα που με ρώτησες η απάντηση μου ήρθε αβίαστα.
   -Ίσως θυμηθείς και άλλα πράγματα έτσι, είπε η Γιαρμίλα. Καληνύχτα Ραμίρ.
   -Καληνύχτα, είπε ο Ραμίρ.
   Δεν κοιμήθηκε αμέσως όμως. Έμεινε να αφουγκράζεται τους ήχους της νύχτας σε έναν κόσμο που ήταν τελείως ξένος με τον δικό του. Άκουγε μακριά τα αυτοκίνητα που περνούσαν που και που, πιο κοντά τα βήματα κάποιου σπάνιου περαστικού. Μέσα στο μικρό σπίτι δεν ακουγόταν παρά το τρίξιμο των σωλήνων που κρύωναν και η ανάσα της Γιαρμίλα που είχε παραδοθεί γαλήνια στην αγκαλιά του Μορφέα. Πεπεισμένος πως τουλάχιστον προς το παρόν δεν κινδύνευε, τελικά αποκοιμήθηκε.

   Το γραφείο είχε τον αέρα της άκρας πολυτέλειας από το παχύ περσικό χαλί στο πάτωμα μέχρι την ξύλινη επένδυση του τοίχου. Ήταν αρκετά ευρύχωρο με πανάκριβα έπιπλα από έβενο και μαόνι. Υπήρχαν βιβλιοθήκες, ένα έπιπλο που φιλοξενούσε ένα πλήρες ψηφιακό σύστημα για αναπαραγωγή ήχου και εικόνας, ένα μεγάλο γραφείο με ένα βοηθητικό που φιλοξενούσε έναν υπολογιστή, και δυο πολυθρόνες μπροστά από το γραφείο.
   Ο άνδρας που καθόταν στο γραφείο ήταν συνηθισμένος σε αυτήν την πολυτέλεια, όπως ήταν συνηθισμένος και στη δύναμη. Καθισμένος στην αναπαυτική δερμάτινη πολυθρόνα παρακολουθούσε με προσοχή τα λόγια του άλλου άνδρα που στεκόταν μπροστά του.
   -Είχαμε κάτι ενδιαφέρον, είπε ο άλλος. Οι κάμερες ασφαλείας της τράπεζας έπιασαν μια συμπλοκή ανάμεσα σε αστέγους και την αστυνομία. Ένας είχε ένα σπαθί.
   -Σπαθί; είπε με ενδιαφέρον ο καθισμένος και έγειρε μπροστά. Ήταν ένας γεροδεμένος άνδρας με μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια. Το βλέμμα του όμοιο με αρπακτικού που φιξάρει το θύμα του έφερνε ρίγος σε όποιον τολμούσε να τον αντικρίσει κατάματα.
   -Μάλιστα, είχατε πει να έχουμε το νου μας για κάτι τέτοιο. Ελέγξαμε την φωτογραφία με το φασματοσκόπιο. Το όπλο αυτό δεν είναι φτιαγμένο με κάποιο γνωστό μέταλλο.
   -Φυσικά και δεν είναι, είπε ο άνδρας. Τον έχει η αστυνομία;
   -Απέδρασε.
   Ο άνδρας έγειρε πάλι πίσω και το πρόσωπό του χάθηκε στη σκιά καθώς το γραφείο ήταν βυθισμένο στο ημίφως. Ο άλλος περίμενε υπομονετικά την άδεια να φύγει.
   -Που έγινε αυτό;
   -Στο κέντρο. Η αστυνομία τον έχασε.
   -Εκεί μπορεί να κρυφτεί μια χαρά ανάμεσα στους αστέγους και τους μετανάστες παράνομους ή μη. Δεν θα μπορεί να τον βρει κανείς. Πρέπει να βρω τρόπο να τον τραβήξω εκεί που θα είναι εύκολο να πιαστεί.
   -Ίσως υπάρχει ένας τρόπος, όχι να τον τραβήξουμε έξω αλλά να τον κάνουμε υψηλή πρωτεραιότητα για την αστυνομία.
   -Μπα; Πως;
  -Πριν λίγες ώρες βρέθηκε νεκρός ένας προαγωγός με το σωματοφύλακά του, δεν τους σκότωσε αυτός. Όποιος το έκανε το έκανε με γυμνά χέρια. Θα το φορτώσουμε σε αυτόν, η αστυνομία θα θέλει τότε να τον βρει.
   -Όχι, δεν θέλω να εμπλακεί η αστυνομία, όχι πριν τη θέσω υπό τον έλεγχό μου. Θα το αναλάβουν οι δικοί μας.
   -Εντάξει αφεντικό.
   Ο καθισμένος άνδρας τον απέπεμψε με ένα νεύμα και έμεινε μόνος να σκέφτεται. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Καθώς το γραφείο βρισκόταν στον υψηλότερο όροφο του πλέον νεόδμητου και ψηλού ουρανοξύστη της πολής γνωστού και ως πύργου της Umargo από το όνομα της εταιρίας στην οποία ανήκε, είχε μια απλόχερη θέα σε μεγάλο μέρος του κέντρου της πόλης. Εκείνος όμως δεν έβλεπε ένα πανόραμα της αλλά έναν κόσμο έτοιμο να τον κατακτήσει. Γιατί εκείνος δεν ήταν ένας συνηθισμένος επιχειρηματίας, ούτε κανένας από εκείνους που είχαν δει τα θεμέλια του κτιρίου είχε ξαναδεί το φως της ημέρας.

   Ο Ροβέρτος αποφάσισε πως έπρεπε να βρει ένα μέρος για να περάσει τη νύχτα, έπρεπε να ξεκουραστεί και να σκεφθεί τις επόμενες κινήσεις του. Σταμάτησε στην πόρτα ενός απόμερου ξενοδοχείου. Δεν φαινόταν να τον παρακολουθεί κανείς ή να τραβάει ανεπιθύμητη προσοχή. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια ως την γυάλινη πόρτα και την έσπρωξε για να μπει. Στον πάγκο της υποδοχής βρισκόταν ένας σωματώδης άνδρας με ξυρισμένο κρανίο. Ο Ροβέρτος τον πλησίασε και ζήτησε ένα δωμάτιο. Ο άλλος τον κοίταξε σαν να είχε ζητήσει κάτι αλλόκοτο.
   -Μόνος σου; είπε τελικά. Ή είπες να βρεις παρέα εδώ;
   -Όχι ευχαριστώ, είπε ο Ροβέρτος. Απλά θέλω ένα δωμάτιο για τη νύχτα.
   -Σαράντα ευρώ, είπε ο άλλος ξινισμένα.
   -Ευρώ είναι προφανώς το νόμισμά σας, είπε ο Ροβέρτος. Που μπορώ να αλλάξω χρυσό με αυτά τα νομίσματα;
   -Χρυσό;
   Ο Ροβέρτος έδωσε στον άνδρα ένα χρυσό νόμισμα σαν αυτό που είχε δώσει στη Γιαρμίλα λίγες ώρες νωρίτερα. Εκείνος το κοίταξε και μετά το επέστρεψε λέγοντας:
   -Θα σου βρω κάποιον.
   Έδωσε στον Ροβέρτο ένα κλειδί και είπε:
   -Δωμάτιο εννιά στον πρώτο.
   Ο Ροβέρτος ένευσε και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες για το δωματιό του. Ο άνδρας στην υποδοχή περίμενε να σιγουρευτεί ότι δεν τον άκουγε και μετά σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και σχημάτισε βιαστικά ένα νούμερο.
   -Έλα εδώ, είπε όταν του απάντησαν, και φέρε και τα παιδιά. Σας έχω μια δουλειά.
  
   Ο Ροδόλφος της Ασόν καβάλησε με μια σβέλτη κίνηση το άλογό του. Φορούσε ακόμα τα μαύρα ρούχα που φορούσε οδεύοντας προς την εκτέλεση αλλά τώρα φορούσε επιπλέον έναν ελαφρύ θώρακα και έναν μαύρο μανδύα. Είχε οπλιστεί με ένα εγχειρίδιο περασμένο στη μέση του και ένα σπαθί που κρεμόταν στο πλευρό του. Ώθησε, με ένα απαλό χτύπημα του γαντοφορεμένου χεριού του στο λαιμό, το άλογο να πλησιάσει την ομάδα των Ιπποτών που ετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν τον Μπαγκράς. Από εκείνους δεν γνώριζε κανέναν, πιο πολύ γνώριζε τον Ροβέρτο της Αβέρν που είχε τόσο θαρραλέα βουτήξει στο αβυσσαλέο σκοτάδι για να βοηθήσει τον φίλο του. Πλησίασε ωστόσο και είπε:
   -Υποθέτω ότι θα καταδιώξετε τον μάγο.
   -Ναι, είπε εκείνος που ο Ροβέρτος είχε φωνάξει Μάικ. Οι περισσότεροι από' μας θα πάνε βόρεια στη Νύλια για να τραβήξουν την προσοχή του μάγου με μια επίθεση στα στρατεύματά του που βρίσκονται εκεί. Εμείς όμως θα πάμε στο Λόου Κόουβ για να βρούμε ένα μέσο να μας περάσει στο νησί του Αλκιμάρ. Εκεί στο καταραμένο κάστρο έχει καταφύγει ο Μπαγκράς.
   -Θα έρθω μαζί σας, είπε ο Ροδόλφος.
   -Το περίμενα αυτό, είμαι ο Μάικ, ο Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης. Σάιμον του Θαλ, Αλεξάντερ και Ίθαν του Ζίριον, και ο Γκίντεον Νεμίνιον.
   Ο Σάιμον του Θαλ ήταν ένας ψηλός και γεροδεμένος άνδρας, από την ομάδα των Ιπποτών ήταν ο μόνος που είχε φορέσει κανονική πανοπλία μάχης. Ο Αλεξάντερ και ο Ίθαν φαίνονταν με την πρώτη ματιά πως ήταν αδέρφια και μάλιστα δίδυμα, τα ίδια γαλανά μάτια, το ίδιο εξεταστικό βλέμμα, οι ίδιες κινήσεις. Ο Γκίντεον είχε ένα παρουσιαστικό που θα ταίριαζε καλύτερα σε λόγιο παρά σε πολεμιστή, Ήταν ένας ήρεμος άνδρας με ήσυχους και μετρημένους τρόπους.
   Και οι πέντε Ιππότες ήταν ανεβασμένοι στη σέλα έτοιμοι να ξεκινήσουν όταν ήρθε κοντά τους ο Ροδόλφος έτσι αμέσως μετά τις συστάσεις που έκανε ο Μάικ προχώρησαν προς την πύλη της πόλης. Μόλις την πέρασαν ξεχύθηκαν σε καλπασμό. Το Λόου Κόουβ ήταν μιας βδομάδας ταξίδι μακριά.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου