Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 19

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ο Ροβέρτος μαχόταν με την συνηθισμένη του ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. Αλλά κάθε του χτύπημα εδώ δεν είχε σαν συνέπεια αίμα και πόνο. Κάθε ένας από τους αντιπάλους του που υπέκυπτε στην ανώτερη πολεμική δεινότητά του διαλυόταν σε μια λεπτή σκόνη που παράσερνε ο άνεμος. Ήξερε το γιατί, ήταν Σκλάβοι, άνθρωποι που η Ψυχή του Δαίμονα είχε υποδουλώσει στην δική της θέληση. Η ζωτική τους δύναμη είχε εξανεμιστεί, ήταν ουσιαστικά νεκροί που κινούνταν από το δαιμονικό ον που τους είχε υποτάξει και έτσι τα σώματα τους διαλύονταν. Αντίθετα με τον άνθρωπο που είχε οικειοθελώς δεχθεί την Ψυχή του Δαίμονα οι Σκλάβοι ήταν ακούσιοι υπηρέτες. Εξ' αιτίας της έλλειψης ζωής και θέλησης δεν αποτελούσαν έναν τρόπο δημιουργίας αξιόμαχου στρατού αλλά χρησιμοποιούνταν από τα πλάσματα του Σκότους για την προστασία τους.
   Αλλά όχι από το Ροβέρτο της Αβέρν, ο Ιππότης εξόντωσε όλους τους Σκλάβους και προχώρησε να εξοντώσει και τον υπεύθυνο του κακού. Ο αντίπαλός του είχε ανακάμψει όσο εκείνος μαχόταν με τους Σκλάβους και είχε καλέσει σε ενίσχυση και άλλες Ψυχές του Δαίμονα. Απτόητος ο Ροβέρτος προχώρησε στη μάχη με τα δυο σπαθιά του έτοιμα. Πρόφερε έναν ισχυρό εξορκισμό καθώς τα σκοτεινά πνεύματα του επιτίθονταν.

   -Με λένε Διώνη, είπε η άλλη κοπέλα,
   Είχε έρθει και είχε γονατίσει δίπλα στη Λίζα που εξακολούθουσε να είναι καθισμένη στο πάτωμα με την πλάτη στον τοίχο και τα πόδια μαζεμένα μπροστά της. Είχε ακουμπήσει το μέτωπο στα γόνατά της και άκουγε με τα μάτια κλειστά. Μετά την ένταση των όσων είχαν συμβεί είχε αναπόφευκτα έρθει η κόπωση και η Λίζα ένιωθε εξαντλημένη αλλά ταυτόχρονα περίμενε να μάθει γιατί είχαν συμβεί όλα αυτά τις τελευταίες ώρες.
   -Δεν είμαι άνθρωπος.
   Η Λίζα άνοιξε τα μάτια της και γυρισε να κοιτάξει την κοπέλα. Αν της το έλεγε κάποιος μέχρι το ίδιο πρωί θα είχε γελάσει. Τώρα όμως, μετά από όσα είχε δει απόψε, δεν μπορούσε παρά να ριγήσει από το φόβο που ένιωσε να την καταλαμβάνει. Αλλά η κοπέλα αυτή δε φαινόταν επικίνδυνη. Φαινόταν ευάλωτη και το μόνο άτομο που αυτήν την τρομακτική νύχτα φαινόταν να είναι με το μέρος της.
    -Δεν είσαι; ρώτησε.
    -Όχι, και δεν είμαι από αυτόν τον κόσμο. Αλλά οι δυνάμεις του Σκότους δείχνουν να σε θέλουν και αποφάσισα να κάνω ό,τι μπορώ για να σε προστατεύσω από αυτούς. Χωρίς μεγάλη επιτυχία ως τώρα. Αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ για' σενα, δεν θα......
   Σταμάτησε και έδειξε να αφουγκράζεται μακρινούς ήχους.
   -Τι είναι; Επιστρέφουν; ρώτησε η Λίζα με τρόμο να φωλιάζει και πάλι στην ψυχή της.
   -Δεν θα επιστρέψουν ποτέ, όχι αυτοί. Ο Ροβέρτος της Αβέρν το φρόντισε αυτό. Και τώρα μάχεται.... μακάρι να μπορούσα να τον βοηθήσω.
   -Ποιος είναι ο Ροβέρτος. Από τον κόσμο σου;
   -Από τον κόσμο μου ναι, αλλά δεν είναι σαν εμένα εκείνος είναι άνθρωπος. Στον κόσμο μας το Σκοτάδι απειλεί να σκεπάσει τα πάντα. Αυτή τη στιγμή επικρατεί ειρήνη αλλά αυτό είναι πολύ προσωρινό. Δεν ξέρω γιατί σε θεωρούν τόσο σημαντική αλλά το έχουν αντιληφθεί και οι Ιππότες για να βρίσκονται εδώ. Αυτό που σου επιτέθηκε ήταν μια Ψυχή του Δαίμονα. Είναι το πνεύμα κάποιου που πέθανε υπηρετώντας το σκοτάδι και επέστρεψε για να συνεχίσει να το κάνει. Κυριεύουν ανθρώπους για το σκοπό αυτό, κάποιους που έχουν κακή προαίρεση και μετά δημιουργούν ακόλουθους που υποδουλώνουν χάρη στις δυνάμεις τους, σαν αυτούς που είδες.
   -Ένας τέτοιος σε τραυμάτισε; ρώτησε η Λίζα.
   -Ναι, απάντησε η Διώνη. Κατάλαβε ότι σε προστάτευα και με χτύπησε.
   -Λυπάμαι, είπε η Λίζα και το εννοούσε. Δεν θέλω να υποφέρουν άλλοι για' μενα.
   -Θα επουλωθούν τα τραύματά μου, μην φοβάσαι. Μόνο λίγη ανάπαυση θα χρειαστώ.
   -Δεν θα ξαναγυρίσουν;
   -Όχι, ο Ιππότης τους εξόντωσε όλους και μάλλον θα εξοντώσει και τον κύριό τους.
   Η Λίζα σηκώθηκε με κόπο από το πάτωμα.
   -Ας κοιμηθούμε τότε λίγο τώρα που μπορούμε.

   Ο Ροβέρτος στάθηκε για μια στιγμή, τώρα ήταν μόνος του με τον μοχθηρό αντίπαλό του. Με τα δυο σπαθιά του έτοιμα προχώρησε μπροστά εναντίον του. Εκείνος είχε επωφεληθεί από την ανάπαυλα που είχε κερδίσει θυσιάζοντας τους ακολούθους του για να θεραπεύσει το τραυματισμένο χέρι του και τώρα κρατώντας το ραβδί του ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει και πάλι τον Ιππότη. Ύψωσε το ραβδί και πρόφερε μια κατάρα. Παρά το καίριο χτύπημα που είχε καταφέρει ο Ροβέρτος νωρίτερα το ραβδί φαινόταν να διατηρεί τη μαγική δύναμή του. Μια πορφυρή φλόγα τινάκτηκε από την άκρη του. Ο Ιππότης την απέκρουσε με τα σπαθιά του και πριν προλάβει ο αντίπαλος του να επαναλάβει την επίθεση τον έφτασε και χτύπησε και με τα δυο όπλα του.
   Στάθηκε στο σοκάκι ενώ το σώμα του αντιπάλου του διαλυόταν σε μια λεπτή σκόνη που την παρέσυρε ο δυνατός αέρας. Θηκάρωσε τα όπλα του κάτω από το μανδύα του. Τώρα δεν υπήρχε τίποτα που να θυμίζει τη σκληρή μάχη που είχε διεξαχθεί εδώ.
   “Αλλά και κανένα ίχνος από τον Ραμίρ,” σκέφθηκε δύσθυμα ο Ιππότης, θα έπρεπε να ξεκινήσει το ψάξιμο από την αρχή. Και από που; Άφησε το σοκάκι με κατεύθυνση την τελευταία γνωστή που είχε πάρει ο Ραμίρ. Μαζί με μια κοπέλα αν όντως τον είχε δει εκείνη η γριά ζητιάνα. Δεν ένιωθε τίποτα άλλο τώρα, σαν ήταν και πάλι όλα όπως έπρεπε σε αυτόν τον κόσμο, κάτι που σίγουρα δεν ίσχυε.
   Κάποιος ήξερε για τους Ιππότες και τον κόσμο τους, Κάποιος είχε συνάψει συμμαχία με τις δυνάμεις του Σκότους αν δεν ανήκε ο ίδιος σε αυτές. Κάποιος που ήθελε να αιχμαλωτίσει τον Ραμίρ. Κοντοστάθηκε. Έβγαλε από την τσέπη του το ηλεκτρονικό πάσο που είχε πάρει από τον άνδρα στην υπόγεια διάβαση. Ναι είχε ακόμα ένα ίχνος να ακολουθήσει.

   Η Λίζα περπατούσε σε ένα στενό ορεινό μονοπάτι. Δεν ήταν όμως η έφηβη κοπέλα που είχε βρεθεί αντιμέτωπη με τον θάνατο απόψε, ήταν ένα κοριτσάκι οκτώ ετών. Όπως τη νύχτα που είχε πρωτοδεί αυτό το όνειρο. Στην άκρη του, εκεί που το μονοπάτι έστριβε ακολουθώντας την καμπύλη του βουνού δεν απλωνόταν το γαλανό του ουρανού αλλά φαινόταν σαν να είχε σχιστεί ο ουρανός και από το άνοιγμα ερχόταν ένα θερμό λευκό φως. Το κοριτσάκι που τότε ήταν η Λίζα έτρεξε προς το θελκτικό αυτό φως. Κοίταξε μέσα από το άνοιγμα και είδε να απλώνεται μπροστά της σαν ζωντανός χάρτης ένας άλλος κόσμος, με πόλεις και χωριά, θάλασσες και ψηλά όρη.
   Ήταν και πάλι ο εαυτός της, κοίταξε τον κόσμο αυτόν που είχε ονειρευτεί τότε, αυτόν τον ίδιο που πάντα ονειρευόταν. Αντίκριζε ένα πανόραμα αυτού του κόσμου λουσμένου σε ένα χρυσό φώς.
    Από το φως στο σκοτάδι. Το σκοτεινό σημείο τράβηξε το βλέμμα της. Φάνηκε να έλκει την προσοχή της και τώρα που το είχε προσέξει ερχόταν προς το μέρος της, το έβλεπε από πιο κοντά. Ήταν ένα νησί βυθισμένο μόνιμα σε μια σκιά κάτω από τα σύννεφα μιας μανιασμένης καταιγίδας και πάνω του ένα κάστρο με βαρύτατη οχύρωση. Πέρασε τα τείχη σαν να μην είχαν καμία υπόσταση και βρέθηκε να κοιτάζει μια αίθουσα που την έκανε να τρομάξει. Ήταν σκοτεινή και μακρόστενη χωρίς παράθυρα με τους τοίχους καλυμμένους με αποκρυφιστικά σύμβολα. Στη μια πλευρά βρισκόταν ένας τεράστιος θρόνος φτιαγμένος από μαύρο μάρμαρο. Δίπλα του, πάνω σε ένα βάθρο σκαλισμένο στη μορφή ενός χυδαίου, γκροτέσκου όντος, βρισκόταν μια μεγάλη μαύρη σφαίρα. Στο θρόνο ήταν καθισμένος ένας αδύνατος μαυροφορεμένος άνδρας με το ένα χέρι του απλωμένο στη σφαίρα.
   Η προσοχή του ήταν στραμμένη στο πλάι της αίθουσας όπου ήταν ένα σιδερένιο κλουβί με μια κοπέλα κλεισμένη σ' αυτό.
   -Άδικα περιμένεις. Δεν θα έρθει για' σενα Φιντέλια, είπε ο άνδρας που δεν ήταν άλλος από τον Μπαγκράς. Σε εγκατέλειψε.
   Η κοπέλα που στεκόταν στο κλουβί όρθια με τα χέρια της να σφίγγουν τα κάγκελα τον κοίταξε. Ήταν τρομοκρατημένη αλλά απάντησε αν και η φωνή της έτρεμε.
   -Δεν θα έρθει να πέσει στα χέρια σου. Ξέρει πως είμαι πρόθυμη να πεθάνω για εκείνον.
   -Τι συγκινητικό, κάγχασε ο μάγος. Δεν είναι έτσι, δεν θα έρθει. Σε εγκατέλειψε.Τα λόγια του έδειξαν να πονάνε την κοπέλα. Δεν ήταν ορατό αλλά η Λίζα μπορούσε να νιώσει πως ο Μπαγκράς τρεφόταν από τον πόνο της Φιντέλια. Η οδύνη της τον δυνάμωνε.
   - Η αγάπη σου είναι μάταια και η ελπίδα σου χαμένη, είπε χαιρέκακα ο μάγος.
   -Ν' αμφιβάλλεις ότι τ' αστέρια είναι φωτιά
     ν' αμφιβάλλεις για την αλήθεια και το ψέμα
     αλλά ποτέ μην αμφιβάλλεις για την αγάπη.
   Ο Μπαγκράς πρόφερε μια βλαστήμια και στράφηκε προς την κατεύθυνση της φωνής όπως και η Φιντέλια. Στη μέση της αίθουσας, απέναντι από τον θρόνο βρισκόταν μια μεγάλη σφαίρα αιωρούμενη ένα μέτρο περίπου από το έδαφος. Στο εσωτερικό της καθισμένος βρισκόταν ένας άνδρας με τα πόδια μαζεμένα κάτω από το σώμα του και με τα χέρια του να ακουμπάνε στα γόνατά του. Το κεφάλι του ήταν γερμένο μπροστά και δεν έβλεπε τα χαρακτηριστικά του παρά μόνο τα ξανθά μαλλιά του που ήταν λερωμένα με αίμα. Ο άνδρας αυτός ήταν αιχμάλωτος του μάγου που τον είχε ήδη υποβάλλει σε μια σειρά από δοκιμασίες και βασανιστήρια αλλά δεν τον είχε λυγίσει.
   -Δεν έχεις οικογένεια, δεν έχεις σπίτι, δεν έχεις τίποτα! φώναξε με μίσος ο μάγος και άγγιξε τη σφαίρα δίπλα του.
   Η Λίζα δεν μπορούσε να τη δει αλλά ένιωσε την επίθεση που εξαπέλυσε ο μάγος στον αιχμάλωτό του. Εκείνος την απέκρουσε και, προς μεγάλη της έκπληξη, το βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό της.
   -Είδες ήδη πολλά Ονειρεύτρια, άκουσε τη φωνή του στο μυαλό της, απαλή και φιλική. Πήγαινε πίσω πριν σε αντιληφθεί ο Μπαγκράς. Δεν θα μπορέσω να σε προστατέψω όπως με την Ψυχή του Δαίμονα.
   Η εικόνα μπροστά στα μάτια της άρχισε να θολώνει.
   -Ποιος είσαι; ρώτησε.
   -Ονομάζομαι Μάικ ο Τελευταίος Άρχοντας Της Χαμένης Πόλης.
   Η απάντηση τη συνόδεψε στην πορεία προς το συνειδητό και το ξύπνημα.

1 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

apo paidi poy hmoyna,panta yphrxe ενας Μαικ..............

Δημοσίευση σχολίου