Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 23

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Η μεγάλη αίθουσα ήταν γεμάτη με στρατιώτες ανθρώπινης και μη προέλευσης παρατεταγμένους σε τακτικές σειρές. Ήταν όλοι έτοιμοι για μάχη ντυμένοι με πανοπλίες και πάνοπλοι με σπαθιά και τσεκούρια.
   -Δύναμη εφόδου, ψιθύρισε ο Σάιμον.
  -Εφόδου που; είπε ο Ροδόλφος και έδειξε την αψίδα που ήταν στην άλλη πλευρά της αίθουσας σκαλισμένη στον τοίχο. Δεν υπάρχει άλλη έξοδος από την αίθυσα παρά μόνο από' δω.
   -Υπάρχει, είπε ο Γκίντεον αλλά δεν πρόλαβε να εξηγήσει. Ένας περίεργος ήχος πέτρας που τρίβεται σε πέτρα ακούστηκε και ο τοίχος δεξιά τους που αποτελούσε το πίσω μέρος της αίθουσας που έβλεπαν άρχισε να υποχωρεί κυλώντας στο πλάι. Το άνοιγμα που όλο πλάταινε οδηγούσε στην αίθουσα του Μπαγκράς και ο μάγος στεκόταν σ' αυτό.
   -Φιντέλια, είπε ο Ροδόλφος έχοντας διακρίνει την αγαπημένη του φυλακισμένη ακόμα στο κλουβί κοντά στο θρόνο του μάγου. Ο Γκίντεον τον έπιασε από τον ώμο για να προλάβει κάποια αυθόρμητη κίνηση.
   -Δεν θα τη βοηθήσεις αν σκοτωθείς.

   Ο Ροβέρτος στάθηκε ακριβώς μπροστά από τον ανελκυστήρα και μόλις άνοιξε η πόρτα επιτέθηκε. Οι αντίπαλοί του που δεν περίμεναν να βρεθεί εκεί μπροστά τους αιφνιδιάσθηκαν και δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν. Ο Ιππότης μετέφερε γρήγορα τα πτώματα των εχθρών του σε ένα σκοτεινό φυσικό κοίλωμα πίσω από το φρεάτιο του ανελκυστήρα και επέστρεψε στο θαλαμίσκο.
   Στο πάτωμα ήταν πεσμένος ένας μικρός φορητός ασύρματος. Ο Ροβέρτος τον πήρε στο χέρι του και τον κοίταξε αναρωτώμενος ποια ήταν η χρησιμότητά του. Μια κρύα φωνή που έδινε διαταγές του έλυσε την απορία.
   -Το προσωπικό να αφεθεί να φύγει, πείτε τους ότι σχολάμε νωρίς σήμεραα γιατί έχει γενέθλια το αφεντικό. Συγκεντρωθείτε κάτω, φέρτε τους αιχμαλώτους.
   Ήταν η ευκαιρία να δραπετεύσει αλλά δεν θα το έκανε. Το ότι συγκεντρώνονταν όλοι εδώ σήμαινε ότι έρχονταν να ανοίξουν την πύλη και αυτό έπρεπε να το εμποδίσει. Υποψιαζόταν εξ' άλλου πως στους αιχμαλώτους συμπεριλαμβανόταν και ο Ραμίρ. Λογικό συμπέρασμα αφού στη θυσία για το άνοιγμα της πύλης συμπεριλαμβανόταν και κάποιος με δύναμη, δύναμη που θα θυσιαζόταν για την γέννεση της πύλης.
   Ο Ροβέρτος κρύφτηκε στις σκιές και περίμενε. Θα ελευθέρωνε τον Ραμίρ και μαζί θα σταματούσαν τα σχέδια αυτών που ετοίμαζαν μια μαζική εισβολή στον κόσμο αυτό.

   -Πάνω στην ώρα, είπε ο Μάικ στο μυαλό της Λίζας. Ήρθαν ενισχύσεις.
   Ένα βούκινο ακούστηκε να ηχεί κάπου μακριά και ένα δεύτερο απάντησε από πιο κοντά.
   -Τους κατάλαβαν, είπε ο Μάικ.
   Ποδοβολητά ακούστηκαν στο διάδρομο.
   Ο Μπαγκράς κοίταξε προς την είσοδο και εντόπισε τους Ιππότες. Με ένα μοχθηρό γέλιο ύψωσε το ραβδί του καλώντας τους φρουρούς του εδώ.
   -Ονειρεύτρια, είπε ο Μάικ, έλα κοντά μου. Γρήγορά δεν έχουμε χρόνο,
   Η Λίζα κοίταξε τη σφαίρα που κρατούσε αιχμάλωτο τον Ιππότη. Κλαγγές όπλων και ουρλιακτά ακούγονταν από το διάδρομο όπου οι Ιππότες και ο Ροδόλφος μάχονταν κυκλωμένοι από τους στρατιώτες του μάγου. Ο Μπαγκράς είχε διατάξει τη φρουρά του να τους εξοντώσει αλλά τα παρατεταγμένα στρατεύματα είχαν διαταχθεί να μείνουν στη θέση τους. Η κοπέλα ξανακοίταξε τον Μάικ και μετά την αιωρούμενη φυλακή του.
   -Δεν θα σε βλάψει, δεν εμποδίζει την είσοδο. Την έξοδο εμποδίζει και αυτό μόνο σε' μενα που έχω το υλικό μου σώμα.
   -Αν δεν έχω σώμα γιατί ακόμα με αντιλαμβάνομαι έτσι;
   -Η ψυχή είναι άυλη, δεν έχει μορφή για να αντιληφθείς. Έλα κοντά μου, δεν έχουμε πολύ χρόνο.
   Η Λίζα δίστασε και κοίταξε πάλι το σημείο όπου οι πέντε πολεμιστές αντιμετώπιζαν την επίθεση των αντιπάλων τους. Ήταν πολύ καλοί μαχητές αλλά είχαν κυκλωθεί από μεγάλο αριθμό εχθρών και πολλοί ακόμα περίμεναν να τους επιτεθούν. Ο Σάιμον είχε ήδη τραυματιστεί αλλά συνέχιζε να μάχεται μαζί με το Ροδόλφο και τον Γκίντεον. Ο Ίθαν και ο Αλεξάντερ είχαν αποκοπεί πιο πέρα αλλά στέκονταν πλάτη με πλάτη για να καλύπτουν τα νώτα τους και μάχονταν με μια θανατηφόρα αποτελεσματικότητα που τρόμαζε τους αντιπάλους τους.
   -Έλα, είπε ξανά ο Μάικ.
   Η Λίζα τον κοίταξε και ξαφνικά χωρίς να ξέρει το γιατί και το πως ένιωσε κάτι να την ενώνει μαζί του και είδε το παρελθόν του, μακροχρόνιο και γεμάτο αγώνα κατά των δυνάμεων του Σκότους. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα της έκανε ποτέ κακό, ούτε θα της έλεγε ποτέ ψέμματα για να πετύχει το σκοπό του.
   Προχώρησε προς την αιωρούμενη σφαίρα.
 
   Τους είχαν βάλει σε ένα μικρό δωμάτιο χωρίς έπιπλα και χωρίς άλλο άνοιγμα πέρα από την πόρτα απ' όπου είχαν μπει. Η Γιαρμίλα και η Κάτκα κάθισαν στο δάπεδο, ο Ραμίρ πηγαινοερχόταν στον κλειστό χώρο αναζητώντας μια οδό διαφυγής. Η Γιαρμίλα τον κοιτούσε αμίλητη αλλά σηκώθηκε ξαφνικά και τον έπιασε από το μπράτσο.
   -Σταμάτα, είπε επιτακτικά, φθείρεις τον εαυτό σου.
   Ο Ραμίρ στάθηκε και την κοίταξε. Η κοπέλα χαμήλωσε το βλέμμα.
   -Και με κάνεις να νιώθω πιο ένοχη, πρόσθεσε απαλά.
   -Ένοχη; Γιατί;
   -Σε αιχμαλώτισαν εξαιτίας μου, είπε η κοπέλα. Δεν θα σε έπιαναν αν δεν αναγκαζόσουν να παραδοθείς για να μην σκοτώσουν την Κάτκα.
   Ο Ραμίρ στράφηκε ώστε να είναι ακριβώς αντικριστά της.
   -Δεν φταις εσύ, είπε ήσυχα. Ποτέ δεν θα δεχόμουν να σώσω τη ζωή μου θυσιάζοντας μια αθώα ψυχή, μια μάλιστα που της χρωστάω.
   -Αυτήν την ευγενική σκέψη θα την πληρώσεις ίσως με τη ζωή σου, είπε η Γιαρμίλα και δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια της.
   -Ίσως, είπε ο Ραμίρ, αλλά ακόμα δεν έγινε αυτό. Και δεν θα πέσω χωρίς να πολεμήσω.
   -Ελπίζω να πεθάνω εγώ πριν το δω αυτό, είπε σιγανά η Γιαρμίλα, δεν θα το αντέξω να σε δω να πεθαίνεις.
   Ο Ραμίρ την αγκάλιασε. Εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του αντλώντας παρηγοριά και δύναμη από την επαφή αυτή.
   -Μη χάνεις την ελπίδα σου, είπε ο Ιππότης, ακόμα δεν χάθηκαν όλα.
   Η κοπέλα ύψωσε το βλέμμα της για να διαπιστώσει πως εκείνος την κοιτούσε, μόλις λίγα εκατοστά τους χώριζαν και ο Ραμίρ τα πέρασε γέρνοντας προς το μέρος της. Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της απαλά και η Γιαρμίλα παραδόθηκε σε αυτό το πρώτο της φιλί που δινόταν χωρίς συμφέρον, μόνο επειδή το ήθελε. Ένιωσε ξαφνικά ασφαλής, προστατευμένη. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του Ραμίρ και το φιλί τους παρατάθηκε αλλά μόλις για μια στιγμή. Η πόρτα άνοιξε με κρότο και οι αιχμαλωτιστές τους επέστρεψαν ντυμένοι με μαύρους μανδύες.
   Βγήκαν από το δωμάτιο και τους οδήγησαν στον ανελκυστήρα, το μεγάλο κτίριο είχε τώρα πια ερημώσει. Η Γιαρμίλα πήρα την Κάτκα στην αγκαλιά της και ρίγησε καθώς άκουσε τα βήματά τους να αντηχούν.

1 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Χαιρομαι που απαιτηση μου ακουστηκε!

Δημοσίευση σχολίου