Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι - Η Συνωμοσία Της Σκιάς 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Ένας δυνατός κρότος σαν βροντή ακούστηκε και ανάμεσα σε εκείνη και τους διώκτες της εμφανίστηκε ένας άνδρας. Φορούσε λευκά ρούχα και είχε μακριά λευκά μαλλιά. Κρατούσε ένα μεγάλο ραβδί από λευκό ξύλο που κατέληγε σε ένα περίτεχνο σκάλισμα.
   -Εκτελείτε διαταγές και γι' αυτό δεν σας σκοτώνω, είπε με μια επιβλητική φωνή, αλλά σας διατάζω να την αφήσετε και να φύγετε.
   Οι δυο στρατιώτες δεν έδειξαν να πτοούνται και όρμηξαν πάνω του. Εκείνος έκανε μια απαξιωτική κίνηση με το χέρι του και οι δυο τους έπεσαν πίσω. Τα όπλα βρόντηξαν κάτω μιας και δεν τα κρατούσε κανείς, στη θέση των δυο στρατιωτών υπήρχαν δυο μεγάλα πρασινοκαφέ βατράχια. Ο μάγος έκανε ένα νεύμα και οι δυο στρατιώτες επανέκτησαν τη μορφή τους. Γύρισε προς την Έλισεθ και το κορίτσι είδε πως ήταν ηλικιωμένος με αρχοντικό παρουσιαστικό.
   -Μη φοβάσαι Έλισεθ του οίκου της Ντρομέθια. Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω.
   -Είσαι ο μάγος της ιστορίας;
   -Ναι φυσικά, απάντησε ο μάγος και με μια ταχύτατη κίνηση που δεν θα περίμενε κάποιος από έναν άνδρα με την ηλικία του στράφηκε πάλι στους στρατιώτες. Σας τη χάρισα μια φορά, είπε αυστηρά και πρόφερε ένα ξόρκι. Οι δυο άνδρες τινάχθηκαν πίσω στον απέναντι τοίχο και έμειναν εκεί ακίνητοι σαν τσακισμένες μαριονέτες.
   -Είμαι ο Άλασταρ Φρίολιν Νιμάνια αλλά οι περισσότεροι με ξέρουν ως ο Λευκός Μάγος ή απλά ως Άλασταρ.
   Για μια στιγμή ο μάγος στάθηκε σαν να αντιλαμβανόταν κάτι που η μικρή πριγκίπισσα δεν έβλεπε.
   -Ένας Σκοτεινός, είπε, αλλά τώρα προέχεις εσύ. Πρέπει να σε πάω κάπου όπου θα είσαι ασφαλής.
   -Η Ρουθ θα ξέρει που να πάμε. Αλλά τη χτυπήσανε.
   -Πήγαινέ με σε' κείνη.
   Η Έλισεθ κατέβηκε από το θρόνο και άρχισε να τρέχει. Ο μάγος την ακολούθησε χωρίς δυσκολία. Το ραβδί είχε το ύψος του και το ακουμπούσε στο δάπεδο αλλά δεν έδειχνε να στηρίζεται σ' αυτό. Το κορίτσι έφτασε στην πεσμένη κοπέλα και γονάτισε δίπλα της. Εκείνη ίσα που ανέπνεε.
   -Έλισεθ, ψέλλισε. Μικρή μου, πρέπει.....
   Ο μάγος στάθηκε πάνω από το κεφάλι της και άπλωσε το χέρι του. Ένα ζεστό φως τύλιξε την κοπέλα και ο πόνος χάθηκε σαν κακή ανάμνηση. Ανακάθισε και σηκώθηκε όρθια. Δεν είχε ίχνος τραύματος, ακόμα και το αίμα είχε φύγει από τα ρούχα της.
   -Ποιος είσαι;
   -Αυτή είναι μια μεγάλη ιστορία, απάντησε ο μάγος. Καλύτερα να φύγουμε για να την πούμε κάποια άλλη στιγή.
   -Και που θα μπορούσαμε να πάμε για να μη μας βρουν; Αν έχουν το θάρρος να επιτίθονται στην Έλισεθ μέσα στο παλάτι τότε δεν είμαστε ασφαλείς πουθενά.
   Ο Άλασταρ φάνηκε να το σκέφτεται για μια στιγμή και μετά χαμογέλασε. Άρχισε να βαδίζει βιαστικά.
   -Πάμε, είπε, να πάρεις ό,τι χρειάζεστε και μετά θα πάμε ένα ταξίδι μακριά, ξέρω κάποιους που δεν θα προδώσουν ποτέ το βασιλιά τους.

  Η Νούθια ήταν τυλιγμένη με ένα πυκνό σύννεφο πρωινής πάχνης καθώς το πρώτο φως απλωνόταν πάνω από την Εσπέρια μια περίπου ώρα πριν την ανατολή του ήλιου. Η ανταρσία κατά του στέμματος είχε κατασταλεί. Οι άνδρες που είχαν συμμετάσχει είχαν αφοπλισθεί και είχαν επιστρέψει σπίτια τους, ο Ερρίκος τους είχε δώσει χάρη, και μόνο εκείνοι που βαρύνονταν με κάποιο έγκλημα και οι πρωτεργάτες της ανταρσίας είχαν σταλεί στο Στόρμγκαρντ για να βρεθούν ενώπιον της δικαιοσύνης. Ένας νέος διοικητής είχε οριστεί μαζί με μια νέα φρουρα καθώς και ένας επίτροπος του αξιώματος του βαρόνου ως που να απονείμει σε κάποιον τον τίτλο ο Υψηλός Βασιλιάς. Στην πόλη είχε επιστρέψει η ησυχία και οι κάτοικοι της Νούθια και της γύρω περιοχής είχαν γυρίσει ανακουφισμένοι στην ησυχία της καθημερινής ζωής. Τίποτα δε θύμιζε το πρόσφατο βίαιο παρελθόν πέρα από κάποιες επισκευές εδώ και' κει.
   Ας επέστρεφε η ειρήνη και η γαλήνη, δεν ήθελε τίποτα άλλο και ο Ράουμας του Λορ. Ήταν Ιππότης του Ρόδου πολλά χρόνια και αυτό που ήθελε ήταν να ευημερούν οι άνθρωποι της Εσπέρια. Αυτό είχαν άλλωστε ορκιστεί να επιδιώκουν οι Ιππότες. Και τώρα φαινόταν ότι αυτό θα γινόταν. Ωστόσο....
   Κούνησε το κεφάλι του και βγήκε από τη σκηνή του. Αφού η τάξη είχε αποκατασταθεί στη Νούθια το εκστρατευτικό σώμα που τελούσε υπό τις διαταγές του είχε παραμείνει έξω από την πόλη στο στρατόπεδο που είχε εγκατασταθεί κατά την πολιορκία. Έριξε μια ματιά γύρω του, οι σκηνές των στρατιωτών και των Ιπποτών σε τακτικές γραμμές απλώνονταν γύρω από το κέντρο του στρατοπέδου όπου κυμάτιζε η σημαία της Εσπέρια με το λευκό και το άλικο ρόδο και το έμβλημα της Ιπποσύνης με το βιβλίο και το ξίφος. Οι σκοποί ήταν στις θέσεις τους στην περίμετρο και ακούγονταν οι συνηθισμένοι ήχοι καθώς οι άνδρες ξυπνούσαν και ετοιμάζονταν για τα καθημερινά τους καθήκοντα. Όλα έδειχναν εντάξει. Αλλά ήταν;
   Ξαναθυμήθηκε τη στιγμή που ο Γκάλιστιρ Γιμ, ο βαρόνος της Νούθια που είχε προκαλέσει την ανταρσία πέθαινε χτυπημένος από τον ίδιο κατά την κατάληψη της πόλης. Στην επιθανάτια αγωνία του τον είχε καταραστεί και είχε πει......
   -Ράουμας; Σκεφτικό σε βλέπω.
   Στράφηκε για να αντικρίσει έναν νέο άνδρα να πλησιάζει. Ήταν κανονικού ύψους με ξανθά μαλλιά και φωτεινά γαλανά μάτια όπως οι περισσότεροι που ήταν γεννημένοι στο βορρά. Ντυμένος με την στολή των Ιπποτών μόνο ως τη μέση μιας και ήταν ημίγυμνος από' κει και πάνω με μια πετσέτα ριγμένη στον ώμο του, επέστρεφε από την πηγή στην ανατολική πλευρά του στρατοπέδου. Με επιδοκιμασία πρόσεξε ότι δεν είχε παραλείψει να οπλιστεί. Η σπάθα του κρεμόταν από τη ζώνη του στα αριστερά και ένα δεύτερο σπαθί στα δεξιά μιας και ο Ίριαν του Μάκασορ ήταν αμφιδέξιος, ικανός δηλαδή να χειρίζεται όπλα και με τα δυο χέρια.
   -Σκεφτόμουν τον Γκάλιστιρ του Γιμ.
   -Γιατί; ρώτησε ο Ίριαν. Είναι νεκρός και είναι μικρή τιμωρία για το κακό που προκάλεσε.
   -Πριν παραδώσει τη μαύρη ψυχή του είπε πως εκείνος τελείωσε αλλά άλλος έρχεται και θα απλώσει το σκοτάδι του για πάντα στην Εσπέρια.
   -Ανησυχείς, δεν ήταν ερώτηση, ήταν διαπίστωση.
   -Ναι, δεν ήταν απλά μια επιθανάτια προσπάθεια να πάρει εκδίκηση, κάτι ήξερε, κάτι συμβαίνει.
   Ο Ίριαν προχώρησε προς την σκηνή του αναλογιζόμενος όσα είχε πει ο αρχηγός του. Εκείνη τη στιγμή ένα γαντοφορεμένο χέρι παραμέρισε το φύλλο της σκηνής που χρησίμευε ως πόρτα και ένας νεαρός άνδρας βγήκε. Ο Ίριαν χαμογέλασε στη θέα του Φένορ του Άκρεν. Ήταν πάντα εκείνος που μοιράζονταν το κατάλυμμά τους σε συνθήκες εκστρατείας μιας και είχαν εκπαιδευθεί μαζί και τους συνέδεε πολύχρονη φιλία. Ο Φένορ ήταν κανονικού ύψους με καστανά μαλλιά και επίσης γαλανομάτης. Στην αρχή της πολιορκίας της Νούθια ένα φλεγόμενο βέλος είχε καψαλίσει τα μαλλιά του και είχε αναγκαστεί να τα κόψει και τώρα μόλις είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν. Αλλά το χαμόγελο του Ίριαν έσβησε μόλις είδε το πρόσωπο του Φένορ. Ήταν κατάχλομος και τα μάτια του έδειχναν έναν ατελείωτο πόνο. Παραπατούσε όπως ερχόταν προς το μέρος του.
   -Φένορ! φώναξε και ο τόνος του έκανε τον Ράουμας να στραφεί και να δει τι συμβαίνει. Οι δυο τους πρόλαβαν και τον έπιασαν πριν πέσει.
   -Φένορ; Τι συμβαίνει;
   -Αιματοκύλισμα...... Σκοτώνουν τους αδερφούς μας.
   -Ποιος; Που; ρώτησε ο Ράουμας.
   -Παντού, στο Άκρεν, στη Γκίσα, στο Λάμος. Ακόμα και στο Στόρμγκαρντ.
   -Πως είναι δυνατό, είπε ο Ράουμας συνοφρυωμένος. Τι έγινε; Που βρίσκεται ο βασιλιάς;
   Βοηθήσανε τον Φένορ να σηκωθεί στα πόδια του και ο Ράουμας είπε σιγανά περισσότερο στον εαυτό του παρά στους άλλους.
   -Ώστε ο καταραμένος είχε δίκιο, κάτι μεγαλύτερο συμβαίνει.
   -Τι θα κάνουμε; ρώτησε ο Ίριαν βοηθώντας τον Φένορ που φαινόταν να συνέρχεται σιγά σιγά.
   -Θα στείλουμε ταχυδρομικά γεράκια και θα επικοινωνήσουμε με τους υπόλοιπους του Συμβουλίου των Δώδεκα. Αλλά επειδή είμαι σίγουρος ότι κάτι συμβαίνει δεν θα περιμένω την απάντηση. Θα ξεκινήσω με πορεία βόρεια και με σχεδόν όλη τη δύναμη που έχουμε εδώ. Θα πάρω όλους τους τακτικούς και τους περισσότερους από τους εδώ Ιππότες. Περιμένετε τις απαντήσεις και μετά στείλτε μου μήνυμα. Αλλά μην περιμένετε πολύ.
   -Εντάξει, είπε ο Φένορ που είχε συνέλθει αν και ήταν ακόμα χλομός. Ζητώ συγνώμη για την αδυναμία μου.
   -Μην το σκέφτεσαι, είπε ο Ράουμας, η διαίσθηση σου μας έδωσε μια προειδοποίηση που ίσως να ήταν αργά όταν θα τη λαβαίναμε αλλιώς.
   Δεν πρόσθεσε το φόβο του ότι ήταν ίσως αργά ακόμα και τώρα.
   Ξεκίνησαν αμέσως για τις απαραίτητες ετοιμασίες.

    Η Ρουθ μάζεψε λίγα ρούχα για την Έλισεθ και μερικά ακόμα πράγματα σε μια τσάντα από ύφασμα που διέθετε ένα αρκετά μεγάλο κορδόνι ώστε να την κρεμάσει χιαστί από τον αριστερό ώμο της και να πέφτει στην δεξιά πλευρά της. Φόρεσε έναν ταξιδιωτικό μανδύα και στη μικρή πριγκίπισσα μια μπέρτα και κατέβηκαν στον κήπο όπου περίμενε ο Άλασταρ με το υποζύγιό του.
   -Ένας μονόκερως! είπε με θαυμασμό η Έλισεθ.
   -Έχεις αγνή ψυχή αφού βλέπεις ότι είναι μονόκερως και δεν τον βλέπεις σαν άλογο, είπε ο λευκός μάγος και ανέβηκε στο μονόκερο. Πήρε την Έλισεθ στην αγκαλιά του και βοήθησε την Ρουθ να ανέβει στη σέλα πίσω του. Ύστερα ψιθύρισε κάτι στο μονόκερώ του που ξεκίνησε με γρήγορο καλπασμό για τις Σιδηρές Πύλες.
   -Πως τον λένε; ρώτησε η Έλισεθ χαιδεύοντας τη χαίτη του λευκού σαν το χιόνι μονόκερου.
   -Τον λένε Άλιξ και θα μας μεταφέρει γοργά στην Νούθια.

2 σχόλια:

Ginny είπε...

Αχούυυυυυυυ μονόκερος!!! (ναι, εμένα αυτό μου έμεινε!!!)
Χουχου, δηλαδή τώρα θα πάνε στον Ράουμας!! Γέι!

Νυχτερινή Πένα είπε...

Διάβασε και την άλλη συνέχεια και θα σου λυθεί η απορία.

Δημοσίευση σχολίου