Τα Χρονικά Της Εσπέρια Ι - Η Συνωμοσία Της Σκιάς 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

      
      
                                             Κεφάλαιο I
                                         Ο Προστάτης Του Θρόνου

   Οι δρόμοι του Στόρμγκαρντ αντηχούσαν από τις ζητωκραυγές των κατοίκων που είχαν βγει στους δρόμους να υποδεκτούν τον βασιλιά τους που γυρνούσε νικητής από τη θανάσιμη παγίδα της μάχης του Γκάλαμαρ. Κσθώς ο Υψηλός Βασιλιάς Ερρίκος ο έβδομος ανέβαινε τους στριφογυριστούς δρόμους προς το πιο υψηλό σημείο της πόλης όπου βρισκόταν το παλάτι του οι υπήκοοί του ζητωκραύγαζαν και τον έραιναν με ροδοπέταλα, κάποιοι και με μύρα, τα σπάνια αρώματα από το νότο. Ο Ερρίκος ένας γεροδεμένος άνδρας λίγο πριν από τα σαράντα του σταματούσε πολλές φορές να μιλήσει με κάποιους από τους απλούς ανθρώπους που βρίσκονταν κοντά του.
   Ήταν ήδη είκοσι χρόνια στο θρόνο και πολύ αγαπητός στο λαό του. Πολλές φορές συνήθιζε να αφήνει το παλάτι και να κυκλοφορεί ανάμεσά τους για να μαθαίνει από πρώτο χέρι αν ένιωθαν καλά υπό την εξουσία του και ποια ήταν τα προβλήματα που τους απασχολούσαν. Υπό την συνετή του διακυβέρνηση από το θρόνο του Υψηλού Βασιλιά η Εσπέρια είχε ζήσει μια εποχή ειρήνης και ευημερίας. Μέχρι πρόσφατα δηλαδή που οι βαρωνίες του νότου είχαν αποφασίσει να επαναστατήσουν εναντίον του. Είχαν καταφέρει να καταλάβουν με δόλια μέσα το Άκρεν στα βόρεια και να κηρύξουν τον πόλεμο σε δυο μέτωπα παρασύροντας και κάποιες από τις πατριές των ορεινών.
   O Ερρίκος έφτασε στην μεγάλη πέτρινη αυλή μπροστά από τις Σιδηρές Πύλες, την είσοδο των ανακτόρων του στην κορυφή του Στόρμγκαρντ. Ο Ερρίκος σταμάτησε το άλογό του και κοίταξε γύρω του. Το Στόρμγκαρντ ήταν χτισμένο κυκλικά στις πλαγιές του Όρους των Καταιγίδων και από εδώ είχε θέα σε μεγάλη απόσταση. Στάθηκε για μια στιγμή.
   Δυτικά, εκεί που κατέβαινε ο ήλιος τώρα χρυσώνοντας την κυματιστή γη, απλώνονταν οι πλούσιες εύφορες εκτάσεις και οι κατά κύριο λόγο γεωργικές περιοχές, οι μόνες που δεν είχαν πάρει μέρος στην ανταρσία και σχεδόν δεν είχαν επηρεαστεί από αυτήν. Ανατολικά, πίσω από τις επιβλητικές κατασκευές τους ανακτόρου του μπορούσε να δει λίγο τις εκτάσεις των κομητειών του Λάμος και του Έινουρ πριν από τα Ορεινά στις χαμηλώτερες περιοχές των ορέων της Ταμπόρα κάτω από τα οποία βρίσκονταν τα μεγάλα σπήλαια.
   Βόρεια απλώνονταν μεγάλα δάση και το πεδίο του Γκάλαμαρ που τα χώριζε από το Γκλένβαλντεν, την πανέμορφη πατρίδα των Ξωτικών που λίγοι άνθρωποι είχαν αντικρίσει, και τις παγωμένες εσχατιές του Άκρεν.
   Νότια βρίσκονταν μερικές από τις πιο πολυπληθείς περιοχές της Εσπέρια, ανάμεσά τους και οι βαρωνίες που είχαν εξεγερθεί. Τώρα έμενε μόνο η Νούθια, αλλά δεν θα κρατούσε για πολύ αυτό. Οι δυο Ιππότες με το τάγμα που την είχαν αποκλείσει ήταν κοντά στην ανάκτησή της, είχε εμπιστοσύνη πως θα φέρονταν δίκαια στους κατοίκους και με καλωσύνη και η ειρήνη θα επέστρεφε σύντομα στο βασίλειό του.
   Μια λάμψη στο βάθος τον απέσπασε από τις σκέψεις του, ως συνήθως μια καταιγίδα μαινόταν πάνω από το Γνοφώδες Όρος. Το πάντα νεφελοσκέπαστο όρος, γεγονός στο οποίο όφειλε και το όνομά του, ήταν το μέρος της Εσπέρια στο οποίο εκδηλώνονταν οι πιο άγριες καταιγίδες αλλά το είχαν διαλέξει οι Ιππότες του Ρόδου για έδρα τους και είχαν χτίσει το απόρθητο κάστρο τους εκεί.
   Έστρεψε το άλογό του και προχώρησε προς τις Σιδηρές Πύλες που είχαν αρχίσει να ανοίγουν. Γύρω του ο λαός του συνέχιζε να τον επευφημεί και να ζητωκραυγάζει το όνομά του αλλά τώρα η προσοχή του είχε αποσπαστεί από την παρουσία ενός κοριτσιού ανάμεσα στον κόσμο. έτρεχε προς το μέρος του ντυμένη με ένα απλό κόκκινο φόρεμα και με τα μελιά της μαλλιά να ανεμίζουν. Ο Ερρίκος την άρπαξε και τη σήκωσε, την έβαλε να καθίσει μπροστά του στη σέλα.
   Μια νεαρή γυναίκα άνοιξε δρόμο ανάμεσα στον κόσμο και ήρθε κοντά στο άλογο του βασιλιά αναψοκοκκινισμένη.
   -Συγνώμη μεγαλειότατε, κατάφερε να μου ξεφύγει.
   -Δεν πειράζει Ρουθ. Ήθελε να με δει, μιας και αυτή είναι η πριγκίπισσά μου.
   Ώθησε το άλογο να προχωρήσει προς τις ανοιχτές πύλες ενώ το πλήθος μαζί με το δικό του όνομα φώναζε και το όνομα της πριγκίπισσας Έλισεθ, του άνθους της Εσπέρια.

   Ψηλά πάνω από τις Σιδηρές Πύλες ένα παράθυρο έκλεισε απότομα. Ο καγκελάριος Χάρκους, ο επόμενος στην ιεραρχία μετά τον βασιλιά, απομακρύνθηκε από αυτό. Δεν του άρεσε η αφοσίωση αυτή στο βασιλιά. Σε λίγο βέβαια θα τον θρηνούσαν αλλά όσο πιο αφοσιωμένοι του ήταν τόσο πιο δύσκολα θα μπορούσαν να υποταχθούν στη δική του εξουσία. Όχι ότι θα είχαν επιλογές.
   Αν ο Ερρίκος γνώριζε τις μύχιες σκέψεις και τα σχέδια του καγκελάριου θα τον είχε κλείσει στο σκοτεινότερο μπουντρούμι του Στόρμγκαρντ. Αλλά δεν τα γνώριζε. Ο ξερακιανός άνδρας με το ευγενικό παρουσιαστικό και τα γκριζαρισμένα μαλλιά ήταν ένας δραστήριος άρχοντας και στο πλευρό του βασιλιά του όσον αφορούσε κάθε άλλο θέμα. Αν ήταν να πέσει ο Ερρίκος ήθελε να είναι από το δικό του χέρι και όχι τρίτου. Και θα συνέβαινε πολύ γρήγορα αυτό.
   Είχε ήδη δώσει τις εντολές του. Οι αξιωματικοί που θα τις εκτελούσαν ήταν στη θέση τους και τα στρατεύματα που θα τους βοηθούσαν είχαν επιλεχθεί. Σύντομα θα ήταν εκείνος κύριος της Εσπέρια.

   “Ο λευκός μάγος τότε νίκησε όλους τους πολεμιστές του Κιθόρ και μετά πλησίασε τη μικρή πριγκίπισσα. Επειδή με ελευθέρωσες με τα δάκρυά σου από τη φυλακή μου, είπε, θα σε βοηθώ πάντα όπως έκανα και τώρα και θα το κάνω και για όλους τους απογόνους σου όποτε με χρειαστούν. Έτσι η πριγκίπισσα παντρεύτηκε τον καλό της και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.”
   Η Έλισεθ ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και σκεπασμένη με το πουπουλένιο της πάπλωμα ως το λαιμό κοίταζε τον πατέρα της που καθόταν δίπλα της και της διηγείτο μια ιστορία από παλιά.
   -Είναι αληθινή ιστορία; ρώτησε το κοριτσάκι.
   -Φυσικά, είπε ο Ερρίκος, είναι αλήθεια. Έσκυψε κοντά στην κόρη του. Αν ποτέ κινδυνεύεις και εγώ δεν είμαι εδώ να έρθεις να ζητήσεις βοήθεια, θα τρέξεις στην αίθουσα του θρόνου και θα καθίσεις στο θρόνο. Ζήτα βοήθεια και η βοήθεια θα έρθει. Να το θυμάσαι αυτό.
   -Εντάξει, είπε η Έλισεθ.
   Ο Ερρίκος τη φίλησε απαλά στο μέτωπο και την καληνύχτισε. Τη σκέπασε καλά και βγήκε από το δωμάτιο. Στο χωλ έξω από αυτό τον περίμενε ένας άνδρας με αυστηρό πρόσωπο ντυμένος με μαύρη στολή και θώρακα έτοιμος για μάχη.
   -Είμαστε έτοιμοι μεγαλειότατε, είπε απλά μόλις είδε τον βασιλιά.
   -Ωραία. Η μεγαλειώδης είσοδος σήμερα στην πόλη θα παραπλάνησε τους στασιαστές. Δεν θα φανταστούν ότι θα φύγω το ίδιο βράδυ κιόλας. Πάμε να ελευθερουμε το Άκρεν στρατηγέ. Να τελειώσει και αυτή η ιστορία για να επανέλθει η ειρήνη στην Εσπέρια.

   Ο καγκελάριος Χάρκους άφησε την περγαμηνή πάνω στο γραφείο του και ένα χαμόγελο χαράκτηκε στα λεπτά χείλη του. Με μια κίνηση του χεριού του απέπεμψε τον αγγελιοφόρο που του είχε φέρει το γραμμένο σε περγαμηνή μήνυμα και κοίταξε το συννεφιασμένο ουρανό έξω από το παράθυρο. Το Άκρεν είχε πέσει.
   Πρόφερε ένα ξόρκι που κλείδωσε την πόρτα και μετά έβγαλε από την τσέπη του μια οβάλ πέτρα με λευκή γαλακτερή επιφάνεια. Οι άνθρωποί του ήταν εφοδιασμένοι με όμοιες και ό,τι θα έλεγε θα μεταβιβαζόταν σε αυτούς αμέσως σαν να βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο.
   -Σκοτώστε το βασιλιά, σκοτώστε τους πρίγκιπες της βασιλικής οικογένειας και όποιον σας σταθεί εμπόδιο.
   Έκρυψε την πέτρα στο μανδύα του και μετά πήγε στην πόρτα. Την άνοιξε και διέταξε τον αρχηγό της σωματοφυλακής του:
   -Μπορείς να σκοτώσεις την Έλισεθ.
   Επέστρεψε στο γραφείο του. Σύντομα θα ήταν ο ανώτατος άρχοντας της Εσπέρια. Ακόμα δεν θα μπορούσε να βάλει το στέμμα στο κεφάλι του αλλά θα έφτανε και εκεί.

   Η Ρουθ είδε τους δυο μαυροντυμένους σωματοφύλακες του καγκελάριου με τα σπαθιά τραβηγμένα και κατάλαβε. Κοίταξε γύρω αλλά ήταν μόνη της με το κορίτσι και τους δυο στρατιώτες στον μικρό κήπο.
   -Έλισεθ γλυκιά μου, είπε ήσυχα, φύγε. Τρέξε να κρυφτείς.
   -Γιατί; ρώτησε το κοριτσάκι.
   -Κινδυνεύεις καλή μου.
   -Έλα Ρουθ, πάμε στο θρόνο του μπαμπά, εκεί θα είμαστε ασφαλείς.
   -Φύγε καλή μου, είπε η Ρουθ. Εγώ πρέπει να μείνω.
   Πήγε κοντά στους δυο στρατιώτες ενώ το κοριτσάκι έφευγε τρέχοντας. Στάθηκε μπροστά τους και είπε.
   -Σας παρακαλώ. Είναι ένα μικρό παιδί ποιον μπορεί να βλάψει;
   Ανέκφραστος ο ένας στρατιώτης τη διαπέρασε με το σπαθί του. Μετά έτρεξαν πίσω από το κορίτσι που είχε δει τι είχε συμβεί και ούρλιαξε το όνομα της κοπέλας.
   Ξέπνοη έφτασε στην αίθουσα του θρόνου και έτρεξε προς αυτόν με τους δυο σωματοφύλακες να κερδίζουν έδαφος με κάθε βήμα. Γλύστρισε στα σκαλοπάτια του βάθρου αλλά σηκώθηκε αμέσως και και σκαρφάλωσε σ' αυτόν. Κάθισε και είδε τους δυο άνδρες που κόντευαν να τη φτάσουν. Έκλεισε τα μάτια.
   -Βοήθεια, σκέφθηκε, ας με βοηθήσει κάποιος.

4 σχόλια:

Ginny είπε...

Nαι, ναι!! Το είχα διαβάσει τελικά!!
Ξέρεις όμως πόσο λατρεύω τις επαναλήψεις!!! ;)

Νυχτερινή Πένα είπε...

Ε θα κάνεις μια τώρα.
Ξέρεις που θα βρεις μια άλλη ιστορία έτσι;

Ανώνυμος είπε...

Ωραίο blog φίλε μου! Θα το ξεψαχνίσω!

Νυχτερινή Πένα είπε...

Ελπίζω να βρίσκεις πάντα πράγματα να σου αρέσουν εδώ, καλώς ήρθες.

Δημοσίευση σχολίου