Στην Άκρη Του Κόσμου 6

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Τρίτο
Ταξίδι Στην Άκρη Του Κόσμου

Ο Μιχάλης έκλεισε το φορητό υπολογιστή του και κοίταξε τον Αλέξανδρο που μιλούσε στο τηλέφωνο. Η Σιμόν καθισμένη σε μια πολυθρόνα στο μπροστά μέρος του Gulfstream IV, που ήταν διαμορφωμένο σε μικρό σαλόνι, κοιτούσε έξω από το παράθυρο και ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Εκτός από το να ευχαριστήσει τον Αλέξανδρο για τη σωτηρία της και που την έπαιρνε μαζί δεν είχε μιλήσει καθόλου.
Η συνοδός πλησίασε και ρώτησε με ένα χαμόγελο αν χρειάζονταν κάτι. Η Σιμόν δεν ήθελε κάτι. Ο Αλέξανδρος της είπε κάτι στο αυτί που την έκανε να κοκκινίσει. Μετά πλησίασε τον Μιχάλη που είχε ένα ασυνήθιστο αίτημα, έναν καθρέφτη.
-Καθρέφτη; είπε ο Αλέξανδρος. Από πότε προσέχεις εσύ τέτοια πράγματα;
-Δεν το θέλω γι' αυτό, είπε ο Μιχάλης. Θέλω να δω αν μπορώ να βγάλω την καλύπτρα. Το νιώθω καλύτερα, πρέπει να υποχώρησε το αιμάτωμα.
Είχε δίκιο, το πρήξιμο είχε υποχωρήσει αν και ακόμα το μάτι του ήταν κόκκινο μέσα. Ο Μιχάλης χαμογέλασε και έχωσε την καλύπτρα στο σακίδιό του.
-Ωραία δεν χρειάζεται να κυκλοφορώ σαν πειρατής. Για λίγο τουλάχιστον.
-Δεν θα μου πεις τι έπαθε το μάτι σου; είπε ο Αλέξανδρος.
-Είπα, ένα μικρό ατύχημα, πόσο έχουμε ως το Κέηπ Τάουν;
-Τέσσερεις ώρες ακόμα.
-Και είναι όλα έτοιμα;
-Ναι, το Κέλντις έχει ανεφοδιαστεί πλήρως με όλα όσα θα μας χρειαστούν στο ταξίδι μας. Καύσιμα, τρόφιμα, πόσιμο νερό, ιατρικές προμήθειες, ειδικό υλικό και εφόδια για την Αρκτική.
-Ανταρκτική, τον διόρθωσε ο Μιχάλης αυθόρμητα φέρνοντας ένα χαμόγελο στα χείλη της Σιμόν.
-Ναι σωστά, είπε ο Αλέξανδρος και κοίταξε τη Σιμόν και ύστερα τον Μιχάλη με ένα βλέμμα που αν εκείνος το έβλεπε θα ανησυχούσε. Ο Μιχάλης ωστόσο δεν το είδε καθώς κοίταζε τη σελίδα στην οποία είχε ανοιγμένο ένα μπλοκ.
-Πόσοι είναι το πλήρωμα του Κέλντις;
-Είκοσι ένας ναυτικοί και άλλοι είκοσι τρεις το προσωπικό που θα χειριστεί τον εξοπλισμό για την εύρεση του Βολτέρα. Οκτώ ακόμα άτομα θα είναι η ασφάλειά μας.
-Μάλιστα, είπε ο Μιχάλης. Και' γω;
-Μέλος του πληρώματος, μαρκόνι που λένε. Ασυρματιστής.
-Κατάλαβα, είπε ο Μιχάλης. Και.....
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του αφού χτύπησε το τηλέφωνο του Αλέξανδρου. Εκείνος μίλησε και μετά το έκλεισε.
-Ο Στράουντ επιμένει, είπε αφού το έκλεισε. Θα παραστεί στην έρευνα.
-Αυτό σε τι μας επηρεάζει; ρώτησε ο Μιχάλης αλλά σταμάτησε καθώς είδε την Σιμόν να ριγεί. Είσαι καλά; ρώτησε φιλικά.
-Θα είναι αυτός ο άνθρωπος εκεί;
Η Σιμόν δεν μπορούσε να ξεχάσει την απάθεια του Στράουντ μπροστά στην προοπτική της ασκήσεως βίας πάνω της για να του αποκαλύψει την πληροφορία που ήθελε.
-Ναι, δυστυχώς, είπε ο Μιχάλης, θα είναι αλλά σου υπόσχομαι ότι δεν θα τον αφήσω να σε βλάψει.
Η Σιμόν τον κοίταξε και χαμογέλασε δειλά. Ούτε εκείνη, ούτε ο Μιχάλης πρόσεξαν το ικανοποιημένο χαμόγελο του Αλέξανδρου.

Το σκοτάδι είχε τυλίξει το αεροπλάνο που συνέχιζε το ταξίδι του νότια πάνω από τις αχανείς ζούγκλες της κεντρικής Αφρικής. Ο Αλέξανδρος είχε αποσυρθεί στο πίσω μέρος του αεροσκάφους που είχε διαμορφωθεί σε κρεβατοκάμαρα. Η Σιμόν είχε αποκοιμηθεί στη θέση της σκεπασμένη με το μπουφάν της. Τα μακριά καστανά μαλλιά της είχαν λυθεί από την κοτσίδα που τα είχε μαζεμένα και μισοκάλυπταν το πρόσωπό της. Ο Μιχάλης ήταν ο μόνος που δεν κοιμόταν. Αγνάντευε το σκοτάδι βυθισμένος στις σκέψεις του.
Όταν είχε πληροφορηθεί την κατάστασή του και το πόσο καιρό είχε στη διάθεσή του είχε κρίνει πως θα έπρεπε να κοιμάται καλά τη νύχτα ώστε να ξεκουράζεται αρκετά και να μπορεί να αξιοποιεί την ημέρα του. Διαπίστωσε γρήγορα πως δεν του ήταν πια δυνατό να κοιμηθεί παρά ελάχιστες ώρες και τις ώρες της νύχτας που τα πάντα βυθίζονταν σε μια απόλυτη σχεδόν σιγή εκείνος ξαγρυπνούσε. Παραδόξως δεν τον καταπονούσε αυτή η έλλειψη ύπνου, αντίθετα ένιωθε συνέχεια σε εγρήγορση.
Η σκέψη του ταξίδευε σε διάφορα θέματα όλα σχετικά με τις δικές του μελέτες. Δεν τον απασχολούσε αυτό στο οποίο τον είχε μπλέξει ο Αλέξανδρος, τι είχε να φοβηθεί αφού ήξερε ήδη ότι θα πέθαινε; Κατανοούσε για πρώτη φορά το "Χαίρε Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν" των μονομάχων της αρχαίας Ρώμης. Το μόνο που τον ενοχλούσε ήταν ότι λιγόστευε ο χρόνος που είχε για να ολοκληρώσει όλα όσα ήθελε να κάνει.
Καθώς μέσα στο αεροπλάνο υπήρχε ελάχιστο φως μπορούσε να διακρίνει έξω τον έναστρο ουρανό, ένα θέαμα που ποτέ δεν έπαυε να τον μαγεύει και να τον καλεί να μάθει περισσότερα. Ένα θέαμα που σπανίως είχε ξαναδεί αφού δεν είχε βρεθεί πολλές φορές στο νότιο ημισφαίριο.
Ένας  λυγμός που ξέφυγε από τα χείλη της Σιμόν τον επανέφερε στην πιο απτή πραγματικότητα. Στράφηκε και κοίταξε την κοπέλα που είχε ξυπνήσει και φαινόταν αποπροσανατολισμένη. Δάκρυα είχαν κυλίσει στα μάγουλά της. Στάφηκε προς τον έναστρο ουρανό, το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν ένας μάρτυρας της οδύνης της.
-Συγνώμη, είπε η Σιμόν, μήπως ξέρεις που μπορώ να βρω λίγο νερό;
Γύρισε και την κοίταξε. Είχε σκουπίσει τα δάκρυά της και καταπιανόταν να μαζεύει και πάλι τα μαλλιά της σε κοτσίδα.
-Ναι ξέρω, είπε και σηκώθηκε να της φέρει ένα μπουκαλάκι του μισού λίτρου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευε με το αεροπλάνο του Αλέξανδρου και έτσι ήταν εξοικειωμένος με τους χώρους του. Επέστρεψε κοντά στην κοπέλα με το νερό και της το προσέφερε.
-Ευχαριστώ, είπε εκείνη και ανοίγοντας το μπουκάλι ήπιε το περιεχόμενό του διψασμένα.
-Παρακαλώ, απάντησε τυπικά ο Μιχάλης. Ξανακοιμίσου, έχουμε αρκετές ώρες ακόμα.
-Δεν νομίζω να ξανακοιμηθώ, δεν θέλω κιόλας. Το όνειρό μου δεν ήταν......
Η Σιμόν σταμάτησε απότομα.
-Συγνώμη, είπε, μη σε ζαλίζω με τα δικά μου.
-Σε καταλαβαίνω, είπε ο Μιχάλης. Σηκώθηκε πάλι από τη θέση του και πήγε να πάρει και για τον εαυτό του νερό. Επιστρέφοντας πρόσεξε ότι η Σιμόν τον κοιτούσε.
-Ναι κουτσαίνω, είπε με ένα χαμόγελο, είναι το πρώτο που προσέχει κανείς.
-Όχι, διαφώνησε η Σιμόν, το πρώτο που προσέχει κανείς πάνω σου είναι τα μάτια σου.
-Τα μάτια μου; απόρησε ο Μιχάλης.
-Ναι είναι όμορφα, είπε η Σιμόν για να προσθέσει, και τόσο γεμάτα θλίψη, γιατί;
Ξαφνιασμένος κοίταξε αλλού. Τι θα μπορούσε να της πει; Ότι υπήρχε ένα πρόβλημα υγείας που τον οδηγούσε στο θάνατο; Ότι δεν τον τρόμαζε ο θάνατος αλλά το ότι θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσει μόνος; Πως αντίκριζε ένα σκοτάδι που καμία διάνοια και καμία σοφία δεν μπορούσε να διαπεράσει;
Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε η άφιξη του Αλέξανδρου. Ο φίλος του φαινόταν ευδιάθετος και ξεκούραστος.
-Πλησιάζουμε; ρώτησε ο Μιχάλης.
-Σχετικά. Δεν κοιμήθηκες;
-Όχι, δεν πολυκοιμάμαι τον τελευταίο καιρό. Εσύ; Σε βλέπω αναζωογονημένο.
-Τίποτα καλύτερο από το να κοιμηθείς με μια όμορφη γυναίκα, είπε ο Αλέξανδρος στη μητρική τους γλώσσα.
Ο Μιχάλης κοίταξε την οροφή του αεροπλάνου με ένα βλέμμα παραίτησης.
-Ξέρω δεν εγκρίνεις.
-Όχι
Η Σιμόν τους κοίταζε απορημένη αδυνατώντας να καταλάβει τα λεγόμενά τους. Ο Μιχάλης το κατάλαβε και στράφηκε προς το μέρος της.
-Ελληνικά, είναι η μητρική μας γλώσσα. Είμαστε φίλοι από παλιά και μοιραζόμαστε κάποιες αναμνήσεις.
-Φοβήθηκα πως υπήρχαν άσχημα νέα και δεν θέλατε να τα ακούσω, είπε η Σιμόν κοκκινίζοντας.
Ο Αλέξανδρος κοίταξε με νόημα τον Μιχάλη που κοίταζε τη Σιμόν καταπολεμώντας την παρόρμηση να προσπαθήσει να την κάνει να νιώσει καλύτερα, να την προστατέψει. Δεν θα οδηγούσε πουθενά αυτό. Ήταν μελλοθάνατος, δεν είχε νόημα να αναπτύξει μια φιλία. Γιατί να της προκαλέσει πόνο σε λίγο καιρό;
-Παρακαλώ προσδεθείτε, είπε η συνοδός. Αρχίζουμε την κάθοδο. Πήραν τις θέσεις τους και για λίγο δεν μίλησε κανένας. Η κλίση που πήρε το τζετ για να αρχίσει την κάθοδο ήταν σχεδόν ανεπαίσθητη, μόνο ο Μιχάλης μπορούσε να την καταλάβει από τη μετακίνηση ενός στυλό που είχε στο τραπέζι μπροστά του.
-Το Κέλντις είναι έτοιμο για απόπλου, όλοι στη θέση τους. Έρχεται και ο Στράουντ.
-Πλοίαρχος του Κέλντις ποιος είναι;
-Ένας παλιός σου γνώριμος. Ο Φέρτσαιλντ.
Μια σκιά πέρασε από το πρόσωπο του Μιχάλη. Δεν έφταιγε ο πλοίαρχος Άιαν Φέρτσαιλντ γι' αυτό αλλά η ανάμνηση που το όνομα ανέσυρε από το παρελθόν. Ο πλοίαρχος ήταν παρόν στο ατύχημα που είχε υποχρεώσει τον Μιχάλη να κυκλοφορεί με μπαστούνι.
-Άξιος πλοίαρχος, σχολίασε ο Μιχάλης.
Ο Αλέξανδρος τον κοίταξε ένοχα, εκείνος είχε φέρει τον Μιχάλη στη θέση που του συνέβει το ατύχημα.

Το Gulfstream IV πλησίαζε το αεροδρόμιο. Ο Μιχάλης έκλεισε τον φορητό υπολογιστή του και τον έβαλε στο χαρτοφύλακά του. Κοίταξε έξω. Στην αντανάκλαση στο τζάμι είδε την Σιμόν να σκουπίζει ένα δάκρυ, ποιος ήξερε τι είχε ακόμα σκεφθεί η κοπέλα που την είχε πάλι κάνει να δακρύσει;

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου