Οι Επτά Στύλοι Της Σοφίας 21

Author: Νυχτερινή Πένα /

Από το αεροδρόμιο της Φλωρεντίας βρήκαν αμέσως πτήση για τη Ρώμη από εκεί για την πρωτεύουσα της Αιγύπτου ήταν κάπως πιο δύσκολο και περίμεναν λίγες ώρες που τις πέρασαν στην τεράστια αίθουσα του τέρμιναλ σε μερικά κάπως απομονωμένα καθίσματα μιλώντας λίγο μιας και ήταν κουρασμένοι όλοι από όσα είχαν ζήσει. Στο αεροπλάνο μετά ήταν σιωπηλοί χαμένοι στις σκέψεις τους.
Στο αεροδρόμιο του Καΐρου τους περίμενε ένα παλιό σεντάν που δούλευε σαν ταξί και τους μετέφερε στο ξενοδοχείο Μένα Χάους όπου ο Γουίλλιαμ είχε φροντίσει να τους έχουν κρατήσει δωμάτια. Στη σύντομη διαδρομή μέσα στους πολυσύχναστους δρόμους οι υπόλοιποι λαγοκοιμούνταν, μόνο ο ίδιος έμενε σε εγρήγορση αν και τώρα ήταν πιο ήσυχος.
Στο ξενοδοχείο τους υποδέκτηκε ένας κουστουμαρισμένος Άραβας με άψογη ωστόσο αγγλική προφορά. Εδώ δεν είχαν τη δυνατότητα να πάρουν μια σουίτα με πολλές κρεβατοκάμαρες και έτσι θα έπαιρναν ο καθένας το δικό του δωμάτιο.

Ο Γουίλλιαμ ξάπλωσε στο κρεβάτι του, είχε να κοιμηθεί πάνω από σαράντα οκτώ ώρες και πάνω από εβδομάδα που το είχε κάνει σε κρεβάτι. Παραδόξως ήταν πάλι σε αυτήν την χώρα που είχε αυτήν την πολυτέλεια τελευταία φορά. Άφησε το σώμα του να χαλαρώσει, δικαιούταν λίγη ξεκούραση, είχαν όλα πάει καλά και για πρώτη φορά εδώ και αιώνες είχε φτάσει τόσο κοντά στην αποκατάσταση των πραγμάτων όπως έπρεπε να είναι. Αυτό το έργο που του είχε αναθέσει Εκείνος.
Έκλεισε τα μάτια του αλλά την ίδια στιγμή το τρίξιμο της πόρτας που άνοιγε τον έκανε να περάσει και πάλι σε εγρήγορση. Κάποιος πλησίαζε στο κρεβάτι του, άπλωσε το χέρι του στη λαβή της σπάθας του αλλά δεν χρειαζόταν. Πριν κλείσει η πόρτα το λίγο φως απ' έξω διέγραψε τη μορφή της Ντιάνα. Ανακάθισε.
-Ντιάνα; Συμβαίνει κάτι;
-Ήθελα να σου μιλήσω, είπε η κοπέλα.
-Εντάξει, πες μου. Κάθισε.
Η Ντιάνα κάθισε κοντά του στο κρεβάτι. Τον κοίταξε και τα μάτια της έλαμπαν.
-Πριν σου πω αυτό που θέλω πρέπει να πω ότι ξέρω ποιος είσαι, ξέρω πόσο έχεις ζήσει και τα όσα έχουν δει τα μάτια σου. Σε ξέρω από τότε που γεννήθηκα. Ξέρεις το χάρισμά μου.
-Ναι.
-Από τότε που άρχισα να συνέρχομαι.....
-Ναι;
-Σε σκεφτόμουν, είπε η Ντιάνα. Ήξερα ότι εσύ ήσουν η μόνη μου ελπίδα για να βγω από' κει. Και έτσι έγινε. Πως θα μπορούσα να νιώθω διαφορετικά λοιπόν; Σε αγαπώ Γουίλλιαμ. Σε αγαπώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
Ο αιωνόβιος Φύλακας είχε αιφνιδιαστεί από τα λόγια της, κάτι που δεν του είχε συμβεί ποτέ στη νεώτερη ιστορία.
-Ντιάνα, είπε, είμαι.....
-Ξέρω τι είσαι, είπε απαλά η κοπέλα, και γι' αυτό ξεκίνησα από αυτό. Ξέρω και το δέχομαι, θέλω να ζήσω δίπλα σου. Μη με διώξεις.
Ο Γουίλλιαμ έκλεισε τα μάτια του. Ήταν σωστό; Έπρεπε να συνδέσει τη ζωή του με την κοπέλα αυτή παρότι τόσο το ήθελε; Άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε βυθίζοντας το βλέμμα του στο δικό της. Η Ντιάνα το ανταπέδωσε με ανυπόκριτη αγάπη αλλά και αγωνία για την απόφασή του.
-Ντιάνα, είπε απαλά, καταλαβαίνεις ότι μια ζωή μαζί μου δεν θα είναι συνηθισμένη. Κάθε άλλο.
-Ούτε η δική μου ήταν.
-Ναι αυτό είναι αλήθεια, ψιθύρισε ο Γουίλλιαμ, αλλά και πάλι δεν συγκρίνεται. Ακόμα και με το παρόν έργο μου ολοκληρωμένο ποτέ δεν θα είμαι χωρίς έννοια ή και κάποια αποστολή.
-Τα σκέφτηκα όλα αυτά, το μόνο που με λυπεί είναι ότι δεν θα είμαι για πάντα μαζί σου. Ακόμα και σαν Φύλακας δεν θα ζήσω όσο εσύ.
Ο Γουίλλιαμ κοίταζε τα λαμπερά μάτια της Ντιάνα όσο εκείνη μιλούσε. Η πείρα αιώνων του αποκάλυπτε ότι ήταν ειλικρινής και εννοούσε όλα όσα έλεγε.
Την αγκάλιασε και την κράτησε. Ένιωσε την ένταση να φεύγει και το  σώμα της να χαλαρώνει. Ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του και πέρασε τα χέρια της γύρω από τη μέση του. Έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε.
-Δεν λέω ναι, είπε ήσυχα ο Γουίλλιαμ, δεν λέω όχι. Όταν ολοκληρώσουμε αυτό το έργο που αναλάβαμε θα είμαστε ελεύθεροι να αποφασίσουμε και γι' αυτό.
-Μπορώ να μείνω κοντά σου;
-Ναι, μπορείς.

Ο Γουίλλιαμ ξάπλωσε και πάλι και η Ντιάνα ξάπλωσε δίπλα του. Κοιμήθηκε πιο ήσυχα από όσο είχε κοιμηθεί ποτέ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου