Στις Θάλασσες Του Κόσμου 5

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η Μάργκαρετ Άσκουιθ κάθισε στην κουκέτα της και έριξε μια ματιά στην καμπίνα γύρω. Δεν ήταν πολύ ευρύχωρα και για τις τέσσερίς τους αλλά είχαν καταφέρει να βολευθούν για να περάσουν τις μέρες του ταξιδιού. Τα μπαούλα τους ήταν στην μια πλευρά, στον πιο στενό τοίχο της καμπίνας και οι κουκέτες τους μοιρασμένες ανά δυο.
Η Ελεωνόρ είχε ξαπλώσει στη δική της, η πρωινή αναχώρηση, το ταξίδι αλλά κυρίως η συναισθηματική φόρτιση την είχαν εξαντλήσει. Η Μέγκαν δίπλα της είχε ανεβεί όρθια στην κουκέτα της και κοίταζε με προσοχή το χάρτη που ήταν τοποθετημένος στον τοίχο, καθώς ήταν καρφωμένος ο Μάικ δεν μπορούσε να τον πάρει και τον είχε αφήσει όταν άλλαξε κατάλυμμα στο πλοίο για να φιλοξενηθούν οι επιβάτισσές τους.
Η Κάθρην είχε πάει κοντά στο παράθυρο της καμπίνας τους και είχε διαπιστώσει πως είχαν ήδη λύσει τους κάβους και είχαν σηκώσει την σκάλα επιβίβασης, ήταν έτοιμοι για τον απόπλου.
Άκουσαν πάνω από τα κεφάλια τους τον θόρυβο των τελευταίων ετοιμασιών και τον μακρινό ήχο του εργάτη στην πλώρη καθώς σήκωναν την άγκυρα.
-Έχουμε ευνοϊκό άνεμο, άκουσαν τη βαθιά φωνή του Τζέημς, ανοίξτε κάθε διαθέσιμο τετραγωνικό πανιού, να τον εκμεταλλευτούμε πλήρως.
Η Κάθρην κοίταξε έξω και είδε ότι είχαν αρχίσει να απομακρύνονται από την προκυμαία. Το ταξίδι τους είχε αρχίσει.
-Να πάω στο κατάστρωμα να δω; ρώτησε η Μέγκαν.
Η Μάργκαρετ κοίταξε την μικρή κόρη της και μετά την αμέσως μεγαλύτερη. Η Κάθριν ένευσε ότι θα πήγαινε μαζί της και έτσι είπε:
-Εντάξει, πήγαινε με την Κάθρην.
Η Μέγκαν πήδηξε από την κουκέτα της κάτω και φόρεσε γρήγορα τα γοβάκια της. Ύστερα στράφηκε στην αδερφή της.
-Έλα, πάμε!
Βγήκαν στο κατάστρωμα και κοντοστάθηκαν. Το πλοίο έδειχνε τώρα τελείως διαφορετικό μέσα στον πυρετό δραστηριότητας. Πολλοί άνδρες ήταν ανεβασμένοι στα κατάρτια, άλλοι ήταν στο κατάστρωμα και κάποιοι στη γέφυρα. Ο Τζέημς στεκόταν στη γέφυρα κοντά στον πηδαλιούχο. Λίγο πιο πέρα ο Μάικ ήταν σκυμμένος πάνω από έναν χάρτη χαράζοντας την πορεία που θα ακολουθούσαν τις επόμενες μέρες.
Η Μέγκαν κοίταξε τον πλοηγό και μετά την προσοχή της τράβηξε ο Αζίζ που στεκόταν στη γέφυρα με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος και την κελεμπία του με το σαρίκι να ανεμίζουν στον δυνατό άνεμο.

Η Ελεωνόρ είχε αποκοιμηθεί και η Μάργκαρετ είχε βυθιστεί σε σκέψεις. Αν και δεν το έδειχνε στις κόρες της ανησυχούσε πολύ για την καινούρια αυτή ζωή που είχαν ξεκινήσει να δημιουργήσουν. Αναρωτιόταν αν θα κατάφερναν να ξεπεράσουν τις αντιξοότητες που σίγουρα θα υπήρχαν. Ήλπιζε ότι θα τα κατάφερναν και θα ρίζωναν ειδικά αφού οι εναλλακτικές τους ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτες. Το ταξίδι τους ευτυχώς ξεκινούσε με καλό τρόπο, είχαν γίνει δεχτές στο πλοίο πολύ καλύτερα από όσο θα τολμούσε ποτέ να ελπίσει.
Από τις σκέψεις τη διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα της καμπίνας. Σηκώθηκε να ανοίξει πιστεύοντας πως ήταν οι κόρες της και έτσι ξαφνιάστηκε πολύ βλέποντας έναν ναύτη στην πόρτα της. Φορούσε όπως οι περισσότεροι μια λευκή πουκαμίσα και ένα μαύρο παντελόνι, εν πλω στολή φορούσαν μόνο σε πολύ επίσημες περιπτώσεις.
-Ο πλοίαρχος Κάλχουν ρωτάει αν θα είχατε την ευγενή καλωσύνη να παρευρεθείτε στο πρώτο δείπνο εν πλω μαζί με τις δεσποινίδες κόρες σας.
-Ω ευχαριστώ πολύ, είπε ξαφνιασμένη η Μάργκαρετ. Τι ώρα;
-Μόλις χτυπήσει η καμπάνα αλλαγής βάρδιας μετά τη δύση του ηλίου.
-Ευχαριστώ, είπε και πάλι η Μάργκαρετ. Έκλεισε την πόρτα και έμεινε να σκέφτεται.

Μόνο τα καλύτερα ξενοδοχεία μπορούσαν να μιμηθούν την τάξη του Βασιλικού Ναυτικού στα επίσημα γεύματα μιας και ακόμα και όταν γευμάτιζαν με παστό χοιρινό και γαλέτα το έκαναν με στυλ, με έναν καμαρώτο πίσω από κάθε θέση.
Το αποψινό δείπνο μπορεί να μην προοριζόταν για ναυάρχους αλλά όπως όριζαν οι παραδόσεις ακόμα και το τραπέζι του πλοιάρχου έπρεπε να έχει την ίδια λαμπρότητα όταν είχε καλεσμένους.
Έτσι όταν η Μάργκαρετ πέρασε την πόρτα της καμπίνας του πλοιάρχου  την υποδέχθηκαν ευγενικά και ένας ναύτης τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει και μετά έκανε δυο βήματα πίσω όπου και στάθηκε.
-Καλησπέρα κυρία Άσκουιθ, είπε ο πλοίαρχος, τιμή μου που αποδεκτήκατε την πρόσκληση.
-Ω! Παρακαλώ. Η τιμή είναι όλη δική μου, απάντησε η Μάργκαρετ κοκκινίζοντς ελαφρά.
Πέρα από την Μάργκαρετ στο τραπέζι με το Τζέημς κάθονταν, ο ύπαρχός του, ο Γιάροου, και ο επικεφαλής των πεζοναυτών του πλοίου, ο Τζώρτζ Κάμπελ. Η Μάργκαρετ βρήκε την ευκαιρία να τον ευχαριστήσει και πάλι για την βοήθεια που τους είχε προσφέρει στην προκυμαία.
-Δεν ήταν κόπος, χαρα μας να έχουμε στο πλοίο μερικές τόσο όμορφες κυρίες.
-Δεν συνηθίζονται οι γυναίκες στα πλοία του Βασιλικού ναυτικού ε;
-Συνήθως έχουμε μια ή δυο για να φροντίζουν και τους δοκίμους μας, συζύγους αξιωματικών. Σε αυτό το ταξίδι έχουμε την κυρία Γιάροου, τη σύζυγο του Μάρτιν από' δω, αλλά έχουμε ακόμα την Σάρα Κέρμπι που την προσλάβαμε για βοηθό στο μάγειρά μας, τον Πήτερ, του οποίου την δεξιοτεχνία θα δοκιμάσετε σε λίγο.
-Μάλιστα κατάλαβα, και έχετε και' μας τώρα.
-Και μια ακόμα επιβάτισσα, είπε ο Γιάροου, μια κοπέλα που πήρε υπό την προστασία του ο Μάικ. Εκείνη που ήταν μαζί με τη Σάρα.
-Προστατευόμενη; απόρησε η Μάργκαρετ και ο Γιάροου ανέλαβε να της εξηγήσει το πρόσφατο μπλέξιμο του πλοηγού τους. Γενναίο εκ μέρους του, είπε όταν της εξήγησαν, να μη φοβηθεί το λόρδο.
-Δεν είναι από τους ανθρώπους που φοβούνται εύκολα. Και δεν είναι καν πληβείος όπως φαντάζεται ο Κόρθαξ τον οποίο μπορεί εύκολα να παραμερίσει. Αλλά αυτό πάει τελείωσε.
Η Μάργκαρετ διαισθάνθηκε πως δεν ήταν μια προσπάθεια να κλείσουν το θέμα αλλά θεωρούσαν ότι δεν θα είχε πια συνέχεια αφού είχαν σαλπάρει για μια αποστολή που θα έπαιρνε αρκετό καιρό να ολοκληρωθεί. Άλλαξε θέμα.
-Η κυρία σας γιατί δεν είναι μαζί μας; ρώτησε τον Γιάροου.
-Είναι λίγο αδιάθετη απόψε, αλλά θα τη γνωρίσετε αύριο πιστεύω, είπε εκείνος.

Το Ανίκητος έπλεε στη θάλασσα της Μάγχης με κατεύθυνση νότια – νοτιοανατολική και με τον άνεμο ούριο να φουσκώνει όλα τα πανιά. Ησυχία επικρατούσε στο κατάστρωμα όπου βρίσκονταν μόνο όσοι είχαν υπηρεσία. Προς μεγάλη χαρά των δοκίμων το μάθημα αστρονομίας είχε αναβληθεί μιας και το ολόγιομο φεγγάρι έκανε την παρατήρηση των αστερισμών δύσκολη ειδικά για εκείνους που δεν ήταν εξοικειωμένοι. Έτσι ο Μάικ τους είχε στείλει για ύπνο στο θάλαμο των δοκίμων μετά από το πρώτο μάθημα χειρισμού ξίφους.
Ο ίδιος είχε παραμείνει στη γέφυρα. Είχε αναλάβει υπηρεσία σαν αξιωματικός φυλακής. Στεκόταν λίγο πιο πέρα από τον Μπόουεν που ήταν στο τιμόνι και παρακολουθούσε τα άστρα να χάνονται στον ορίζοντα, στο σημείο που το μαύρο του ουρανού έδινε τη θέση του στο πιο βαθύ μαύρο της θάλασσας ενώ το φεγγάρι χάραζε ένα ασημένιο μονοπάτι στην επιφάνειά της. Ήταν πάνω από δεκαπέντε χρόνια στη θάλασσα και δεν έπαυαν ποτέ να τον μαγεύουν τέτοιες νύχτες.
Ο Αζίζ ανέβηκε στην γέφυρα και στάθηκε κοιτάζοντας τον ωκεανό. Είχε τα χέρια μέσα στα μανίκια της κελεμπίας του που ο άνεμος ανέμιζε τις πλούσιες πτυχές της.
-Ωραία νύχτα, είπε.
-Ναι, είναι.
-Αναμένουμε προβλήματα;
-Όχι, ο Γαλλικός στόλος είναι κλεισμένος στη Βρέστη. Θα έχουμε ήσυχο ταξίδι μέχρι την άλλη πλευρά του Ατλαντικού λογικά.
-Πολύ ωραία.
Μια κίνηση στο κατάστρωμα τράβηξε την προσοχή του Μάικ, κάποιος είχε κινηθεί στο σκοτάδι κοντά στο μεσιανό κατάρτι. Ο πλοηγός κατέβηκε γρήγορα από τη γέφυρα και αθόρυβα πλησίασε τη σκιά. Φτάνοντας κοντά αναγνώρισε την Αντέλα.
-Δεν πρέπει να βγαίνεις στο κατάστρωμα τη νύχτα, μπορεί να χτυπήσεις στα σκοτεινά.
-Ναι, το ξέρω, είπε η κοπέλα. Απλά ήθελα να σε δω, να σε ευχαριστήσω. Δεν είχα το χρόνο νωρίτερα όπως γίνανε όλα βιαστικά.
-Δεν χρειάζεται, έκανα μόνο αυτό που έπρεπε.
-Εγώ πάντως πρέπει να το πω, είπε η Αντέλα και τον αγκάλιασε, ευχαριστώ, είπε απαλά.

Η Μάργκαρετ επέστρεψε στην καμπίνα της με μια αίσθηση ευεξίας που δεν είχε νιώσει εδώ και πολύ καιρό. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει το γιατί. Ένα μέρος των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν είχε παραμεριστεί και στην παρέα των ανώτερων αξιωματικών του πλοίου είχε νιώσει ευπρόσδεκτη και προστατευμένη, προστατευμένη όπως νιώθει κάποιος που ξέρει ότι έχει φίλους που θα του σταθούν σε μια δύσκολη ώρα.
Παρότι παντρεμένη με έναν πλοίαρχο του Βασιλικού ναυτικού δεν γνώριζε παρά ελάχιστα για την υπηρεσία και το πως λειτουργούσε και έτσι δεν περίμενε την υποδοχή αυτή που έλυνε προβλήματα και την έκανε να νιώθει ήδη ευπρόσδεκτη.
Με την καρδιά της ξαλαφρωμένη από την υποδοχή είχε νιώσει καλύτερα και είχε ευχαριστηθεί το φιλικό αυτό δείπνο. Μπήκε στην καμπίνα της νιώθοντας πολύ όμορφα και ευγνωμωνόντας τον πλοίαρχο ή όποιον ήταν που είχε την ιδέα να την καλέσει στο δείπνο.
Κοίταξε τις κόρες της που κοιμούνταν. Χρειάζονταν φίλους και έλπιζε ότι τους είχαν βρει. Άρχισε να ξεντύνεται κοιτώντας τες με στοργή. Η Κάθρην κοιμόταν κουλουριασμένη σε μια εμβρυακή στάση, η Ελεωνόρ κοιμόταν με το ένα χέρι κάτω από το κεφάλι της όπως έκανε από μικρή. Η Μέγκαν κοιμόταν ανάσκελα, κοιτούσε προφανώς τον χάρτη στον τοίχο της καμπίνας ως που αποκοιμήθηκε.
Ξάπλωσε και εκείνη και κοίταξε έξω τον έναστρο ουρανό. Άκουσε πάνω από το κεφάλι της το καμπανάκι στη γέφυρα να χτυπάει την βάρδια, τους άνδρες να αναφέρουν κατά μήκους του πλοίου: Όλα καλά! και τον Μάικ να λέει:
-Ωραία, όλο αριστερά τώρα κύριε Όλιβερ.
Αποκοιμήθηκε πριν ακούσει την απάντηση του πηδαλιούχου.


Η Ελεωνόρ άνοιξε τα μάτια της και έμεινε να κοιτάζει τον τοίχο μπροστά της. Για μια στιγμή έμεινε να κοιτάζει τελείως αποπροσανατολισμένη. Μετά θυμήθηκε ότι ήταν στο πλοίο. Κοίταξε τις σανίδες του τοίχου, τέλεια αρμοσμένες μεταξύ τους και βαμμένες πρόσφατα, ακόμα μπορούσε να μυρίσει τη φρέσια μπογιά. Ανασηκώθηκε και μετά ανακάθισε. Η οικογένειά της κοιμόταν ακόμα. Λάθος. Η Μέγκαν δεν ήταν στην κουκέτα της. Που είχε πάει πρωί πρωί; Δεν ήξερε τι ώρα ήταν αλλά από το φως που έμπαινε στην καμπίνα από το παράθυρο ήταν φανερό πως ήταν πολύ νωρίς.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και ντύθηκε γρήγορα με ένα φόρεμα παραλείποντας τον κορσέ στη βιασύνη της να πάει να βρει τη μικρή της αδερφή και εξ' ανάγκης μιας και κοιμούνταν η άλλη αδερφή της και η μητέρα τους που θα μπορούσαν να την βοηθήσουν μ' αυτό.
Βγήκε στο κατάστρωμα και κοντοστάθηκε για να συνηθίσει το κρύο αλλά και γιατί δεν χρειαζόταν να ψάξει πλέον. Έβλεπε την Μέγκαν, το κορίτσι κοιτούσε με φωτεινά μάτια γεμάτα θαυμασμό τους ναύτες στα κατάρτια και τους άνδρες στη γέφυρα με μια εμφανή λαχτάρα να  πάει και εκείνη κοντά τους.
Στη γέφυρα βρισκόταν και πάλι ο Μάικ, κοίταζε το πέλαγος σαν να έβλεπε σ’ αυτό κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι οι άλλοι. Δίπλα του ο Μπόουντεν κρατούσε το πλοίο στην πορεία του, αν δεν πρόσεχε κάποιος τη λαβή των χεριών του πάνω στο πηδάλιο θα νόμιζε ότι δεν καταβάλλει καμία προσπάθεια. Ο πηδαλιούχος ήταν από τους λίγους παραδοσιακούς ναυτικούς που ακόμα έπιαναν τα μαλλιά τους σε μια μικρή κοτσίδα στη βάση του αυχένα.
Το βλέμμα της Ελεωνόρ στάθηκε και πάλι στον Μάικ που τώρα μιλούσε με τον Αζίζ, παρατήρησε ότι και οι δυο ήταν οπλισμένοι. Ο Άραβας κάτι έδειχνε και ο Μάικ κούνησε το κεφάλι του. Σαν να ένιωσε το βλέμμα της ύστερα γύρισε και την κοίταξε.
Άφησε τη γέφυρα και κατέβηκε στο κατάστρωμα. Πλησίασε την Ελεωνόρ.
-Καλημέρα σας δεσποινίς, υποθέτω είστε μια από τις επιβάτισσές μας. Ελπίζω να τακτοποιηθήκατε καλά στην καμπίνα σας.
-Ναι είναι εντάξει, είπε ψυχρά σχεδόν εχθρικά η Ελεωνόρ.                            
Ο Μάικ την κοίταξε ξαφνιασμένος αλλά την απάντησή του πρόλαβε η φωνή του παρατηρήτή.
-Πλοίο στα δεξιά και νομίζω ότι είναι Γαλλικό!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου