Χωρίς Μάρτυρες 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο 1

Το τηλέφωνο έπαιξε δεύτερη φορά τη μελωδία από τον Μότσαρντ και τελικά τον ξύπνησε. Άπλωσε το χέρι του στο κομοδίνο και το βρήκε χωρίς να κοιτάζει, το πήρε και απάντησε.
-Ραξής εδώ.
Άκουσε για λίγο και μετά έκλεισε το τηλέφωνο και το άφησε στο κομοδίνο. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν λίγο μετά τις τέσσερις το πρωί. ανασηκώθηκε και κοίταξε τη γυναίκα δίπλα του. Την άγγιξε απαλά στο γυμνό ώμο και εκείνη ξύπνησε. Γύρισε προς το μέρος του προσφέροντας μια απρόσκοπτη θέα του γυμνού της σώματος.
-Τι τρέχει; ρώτησε με φωνή βραχνή από τον ύπνο.
-Με καλέσανε επειγόντως, έγινε ένα έγκλημα με πολλαπλούς φόνους.
-Να πάρει! είπε η γυναίκα και ανασηκώθηκε και εκείνη. Που;
-Βόρεια προάστια. Ψυχικό.
-Κατάλαβα, φάγανε κάποιο λεφτά.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται. Την μιμήθηκε και άρχισε να ντύνεται και εκείνος. Πριν φορέσει το σακάκι του πέρασε τη θήκη με το όπλο στη ζώνη του, στην πίσω πλευρά της μέσης.
Ήταν ένα κανονικού ύψους άνδρας με γυμνασμένο σώμα και με σοβαρό πρόσωπο στο οποίο δέσποζαν δύο αεικίνητα μάτια. Το όνομά του ήταν Νικόλαος Ραξής, για τους φίλους Νίκος, και ήταν επιθεωρητής της αστυνομίας. Θεωρείτο κορυφαίος στην υπηρεσία του. Ήταν ο ικανότερος ερευνητής δύσκολων υποθέσεων της Ελληνικής αστυνομίας με πολλές επιτυχίες. Είχε πολλά χρόνια ως επιθεωρητής του εγκληματολογικού αλλά είχε αρνηθεί άλλες θέσεις. Πίστευε ότι ένας αστυνομικός έπρεπε να ασχολείται με την καταπολέμηση του εγκλήματος αν ήταν να αξίζει το όνομα του αστυνομικού.
Και τώρα ήταν έτοιμος για να ασχοληθεί με ένα ακόμα έγκλημα. Το τηλέφωνό του ξαναχτύπησε.
-Ραξής.
Άκουσε για λίγο και μετά το έκλεισε.
-Υπέροχα, μονολόγησε.
-Τι έγινε; Ποιος ήταν; ρώτησε η γυναίκα που είχε ντυθεί επίσης με ένα παντελόνι και με μια εφαρμοστή μπλούζα που δεν άφηνε αμφιβολίες για το σώμα της.
-Ο Μεγάλος, ήθελε να σιγουρευτεί ότι η υπόθεση ανατέθηκε σε’ μενα.
-Καλά ποιον σκοτώσανε;
-Τον Πέτρο Κομνηνό και την οικογένειά του.
-Τι πράγμα; Τρομοκρατικό χτύπημα;
-Δεν ξέρω, αλλά δεν μου αρέσει καθόλου.
-Φεύγω, υποθέτω με τέτοια υπόθεση θα έχω και’ γω εμπλοκή.
Η Ρέα Κλαδά ήταν η σχέση του εδώ και λίγο καιρό. Ήταν επίσης αστυνομικός, παρότι οι περισσότεροι αστυνομικοί δεν ήθελαν κι άλλα σχετικά εκτός υπηρεσίας παρέμενε το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις εκείνοι που τους καταλάβαιναν καλύτερα ήταν οι συνάδερφοί τους και ακριβώς αυτό συνέβαινε τώρα με την Ρέα που ήταν επιστήμονας του εγκληματολογικού εργαστηρίου. Μια ειδικότητα που είχαν κάνει διάσημη οι σειρές CSI.
Η Ρέα βγήκε και ο Ραξής έμεινε να αφουγκράζεται τη σιγαλιά της νύχτας. Δεν του άρεσε αυτή η υπόθεση. Καμία υπόθεση δεν το φόβιζε και δεν είχε ποτέ διστάσει απέναντι σε πρόσωπα και πράγματα αλλά δεν του άρεσαν οι πολιτικές προεκτάσεις. Και αυτή η υπόθεση είχε άφθονες. Είχαν ήδη ξεκινήσει. Θα χρειαζόταν έμπιστους ανθρώπους για να τα βγάλει πέρα, εντός και εκτός υπηρεσίας. Υπολόγισε γρήγορα σε ποιους μπορούσε να στηρίζεται. Φυσικά στην Ρέα, αλλά και σε ποιους άλλους;
Ένα όνομα ήρθε αμέσως στο μυαλό του. Ένας άνθρωπος εκτός υπηρεσίας έξυπνος και πανούργος, κάποιος που είχε και προσωπικό ενδιαφέρον στο θάνατο του Κομνηνού. Κάλεσε έναν αριθμό τηλεφώνου.

Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό εκτός από ένα μικρό φωτάκι νυκτός αλλά αν κάποιος μπορούσε να δει με το λίγο φως του δωματίου θα διέκρινε έναν χώρο γεμάτο βιβλία σε δύο βιβλιοθήκες να γεμίζουν τα ράφια και άλλα ακόμα τοποθετημένα πλαγιαστά πάνω από τις κανονικές σειρές, μια σειρά από πιο μικρού μεγέθους σε μια εταζέρα αλλά και πάνω στο γραφείο. Εκεί βρίσκονταν και σημειωματάρια αλλά και σημειώσεις σε σκέτο χαρτί ή σε αυτοκόλλητα χαρτάκια κολλημένα στον ξύλινο τοίχο. Το δωμάτιο θα μπορούσε να ανήκει σε έναν λόγιο άλλης εποχής αν δεν υπήρχε ένα λάπτοπ και κινητό τηλέφωνο πάνω στο γραφείο.
Το τελευταίο φωτίστηκε και άρχισε να παίζει μια μελωδία σπάζοντας τη σιωπή στο δωμάτιο. Ο άνδρας που κοιμόταν στο μεγάλο διπλό κρεβάτι αναδεύτηκε και ξύπνησε. Ανακάθισε και μετά πιάστηκε από την συρταριέρα που ήταν απέναντι. Σηκώθηκε όρθιος και με βήμα που πρόδιδε ότι χωλαίνει πήγε στο γραφείο.
-Ναι; απάντησε στο τηλέφωνο.
-Καλημέρα Μιχάλη.
-Ποιος;
-Ο Ραξής είμαι.
-Νίκο! Γιατί με θυμήθηκες μέσα στην άγρια νύχτα; ρώτησε ο άνδρας που μόλις είχε ξυπνήσει.
-Μου ανατέθηκε μια υπόθεση και θα ήθελα τη βοήθειά σου.
-Τη δική μου; Σε τι μπορώ να βοηθήσω;
-Δολοφονήθηκε ο Κομνηνός, είπε ο Ραξής. Και επειδή θα γίνει μεγάλος χαμός θέλω ανθρώπους να με βοηθήσουν. Ξέρεις ποιος είναι πατέρας του έτσι δεν είναι;
-Τι πράγμα;
Ο άνδρας που άκουγε στο όνομα Μιχάλης πέρασε το ελεύθερο χέρι του μέσα από τα κοντοκομμένα καστανά μαλλιά του και μετά από το πρόσωπό του.
-Τον ήξερα τον καθηγητή, τον είχα καθηγητή στο πανεπιστήμιο και μετά συνεργάστηκα μαζί του. Πως μπορώ να βοηθήσω;
-Πάρε το μετρό για την Πανεπιστημίου και θα σε πάρω από εκεί.
-Εντάξει.
Ο αγουροξυπνημένος Μιχάλης άφησε το κινητό στο γραφείο και στάθηκε για μια στιγμή σκεφτικός. Ύστερα προχώρησε στο μπάνιο και άναψε το φως. Κοίταξε στον καθρέφτη το είδωλο του. Ήταν μάλλον ψηλός με συνηθισμένο παρουσιαστικό και γαλανά μάτια που συνήθως παρατηρούσαν τον κόσμο πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά με μεταλλικό σκελετό.

Ετοιμάστηκε, ντύθηκε με πουκάμισο και παντελόνι και φόρεσε και ένα μπουφάν από πάνω. Έβαλε τα γυαλιά του και πήρε το μπαστούνι του, απαραίτητο ειδικά τις μέρες που είχε υγρασία. Και τώρα μεσούντος του Δεκεμβρίου είχε και με το παραπάνω και υγρασία και κρύο που επηρέαζε το τραύμα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου