Η Πολιορκία Του Φαιού Κάστρου 5 - Φινάλε

Author: Νυχτερινή Πένα /


Το Βαθύ Ρυάκι είχε πάρει το όνομά του από την απτή πραγματικότητα, ήταν εξαιρετικά βαθύ και ορμητικό, κανένας δεν επιχειρούσε να το περάσει κολυμπώντας και η διέλευση γινόταν με πορθμεία ή από τη γέφυρα του Καλλιστράτου που ήταν βορειότερα στο δρόμο που ένωνε την επαρχία τους με το θέμα των Κυβαιρωτών. Αν κατάφερναν να πιέσουν τους αντιπάλους τους ως εκεί και να επιβιβαστούν στο πορθμείο θα κέρδιζαν χρόνο.
Καθώς είχε ήδη μεταφέρει την σκέψη του στους συντρόφους του, σπιρούνισαν τα άλογά τους ξαφνικά και μπόρεσαν να σπάσουν τον κλοιό του εχθρού και να καλπάσουν προς τον χείμαρρο ενώ τους κατεδίωκαν με βρισιές και βλασφημίες.
Μόνο σαν πλησίασαν το πορθμείο άκουσαν τους διώκτες τους να γελάνε τραχιά και χαιρέκακα. Δεν άργησαν να δουν το γιατί, το πορθμείο ήταν στην μέση του χειμάρρου καμένο και μισοβυθισμένο.

Στην κορυφή του τείχους η μάχη ήταν σκληρή, και οι δύο πλευρές μάχονταν σαν να μην υπήρχε η επόμενη μέρα, χωρίς να δείχνουν ή να περιμένουν έλεος και οι νεκροί είχαν καλύψει όλο το δάπεδο. Οι μαχητές του Δάια μετέφεραν τους τραυματίες μέσα στα κτίσματα του κάστρου ή αν αυτό δεν ήταν δυνατό στο φυλάκιο πάνω από την πύλη, εκεί κατέφευγαν και όσοι είχαν τραυματιστεί αλλά όχι τόσο που να μην μπορούν να συνεχίσουν τη μάχη. Κάποιοι από τους άνδρες που είχαν τραυματιστεί είχαν σκοτωθεί πέφτοντας από τα τείχη μια μοίρα που είχαν βρει κατά κόρον οι επιτιθέμενοι.
Ωστόσο ο αγώνας ήταν άνισος, για κάθε άνδρα που η φρουρά του κάστρου έχανε δεν υπήρχε αντικαταστάτης ενώ ο εχθρός είχε ακόμα έξω από το κάστρο πολλούς περισσότερους. Πλησίαζε η ώρα που θα έσπαγε η συνοχή της άμυνας. Αναζήτησε τον Λέοντα. Τον είδε λίγο πιο πέρα να διαπερνάει με τη σπάθα του έναν αντίπαλο ενώ την ίδια στιγμή χτυπούσε με την ασπίδα του στα μούτρα έναν που ανέβαινε τη σκάλα στέλνοντάς τον πίσω στους δικούς του στην τάφρο.
-Καλό πνίξιμο! βρυχήθηκε ο τουρμάρχης.
Ο Δάια πήγε κοντά του.
-Δεν θα αντέξουμε πολύ, έχουμε όμως ελπίδες να νικήσουμε όσο θα είναι περιορισμένος ο αριθμός αυτών που θα μπαίνουν στο κάστρο. Θέλω να οργανώσεις την άμυνα του πύργου της πύλης, όσο είναι κλειστή μπορούμε να κρατήσουμε.
Ο Λέων ένευσε και φώναξε μια διαταγή σε έναν αξιωματικό που αμέσως μπήκε στο φυλάκιο.
-Ποιος είναι ο καλύτερος λοχαγός σου; ρώτησε ο Μαξιμιανός ενώ απέκρουε μια επίθεση και στην αντεπίθεση έκοβε το λαιμό του αντιπάλου του.
Ο Λέων υπέδειξε έναν αξιωματικό με το χέρι που κρατούσε τη σπάθα του. Ο Δάια απέκρουσε έναν αντίπαλο ακόμα και φώναξε:
-Να πάρει θέση με το λόχο του του ώστε να αποκλειστεί η πρόσβαση στο εσωτερικό του κάστρου.
-Έγινε! φώναξε ο Λέων ενώ ο ανώτερος αλλά και φίλος του πήγαινε σε άλλους αξιωματικούς να δώσει οδηγίες.

Ο Ρωμανός Δελμάρ μετά βίας κρατιόταν στη σέλα του, κόντευε να πέσει όχι από κάποιο τραύμα αλλά από την εξάντληση. Ο εχθρός συνέχιζε την καταδίωξη και κάθε φορά που τους έφτανε ακολουθούσε μια άγρια αιματηρή αψιμαχία ως που να καταφέρουν και πάλι να απαγκιστρωθούν και να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Μια χούφτα άνδρες είχαν απομείνει από όσους είχαν έρθει μαζί του, η αρχόντισσα Σεβαστή ήταν και αυτή μαζί του. Το άλογό της είχε χτυπηθεί και την είχε πάρει πισωκάπουλα ένας Βόρειος, ο μόνος που είχε επιζήσει από τους άνδρες της σωματοφυλακής.
Επιτέλους φάνηκε μπροστά τους η γέφυρα του Καλλιστράτου. Ο Ρωμανός την έδειξε με το χέρι ενθαρρύνοντας τους δικούς του. Εκείνη τη στιγμή με μια άγρια ιαχή τους έφτασε μια ακόμα ομάδα αντιπάλων καβάλα σε αγριόλυκους. Δύο από τους άνδρες του έπεσαν αμέσως, οι υπόλοιποι ενεπλάκησαν στη σύγκρουση προσπαθώντας να προχωρήσουν προς τη γέφυρα.
Φτάσανε μόλις τρεις, ο Δελμάρ, η Σεβαστή και ο Βόρειος πολεμιστής που ξεπέζεψε μόλις έφτασαν στην πέτρινή της επιφάνεια και κάλπασαν προς την αντίπερα όχθη.
-Συνεχίστε εσείς, άρχοντά μου, φώναξε, και να φέρετε βοήθεια, εγώ θα μείνω να τους καθυστερήσω όσο θα έχω δυνάμεις.
-Δεν… πήγε να διαμαρτυρηθεί ο αξιωματικός μας ο Βόρειος επέμενε.
Ο Ρωμανός με την Σεβαστή πέρασαν τη γέφυρα ενώ ο πολεμιστής γυρνούσε για να κατεβάσει το τσεκούρι του στο κεφάλι ενός αγριόλυκου και μετά στου αναβάτη του που είχε βρεθεί στη γη παγιδευμένος από το κουφάρι του υποζυγίου του.
Ο Ρωμανός συνειδητοποίησε ότι δεν τους ακολουθούσαν αλλά δεν τόλμησε να κοιτάξει πίσω για αρκετό δρόμο. Η εικόνα που αντίκρισε κάνοντάς το, έμεινε για πάντα χαραγμένη στο μυαλό του. Ο πολεμιστής στη μέση της γέφυρας με το τσεκούρι του υψωμένο να στάζει αίμα και πτώματα να έχουν στοιβαχθεί ως το ύψος του γονάτου του. Όταν έφτασε στον επόμενο λόφο και κοίταξε πίσω πριν χάσει τη γέφυρα από τα μάτια του, περίμενε να τον δει νικητή αλλά δεν υπήρχε πια κανείς εκεί πίσω δικός του.
Με μια προσευχή στα χείλη του για τις ψυχές των πεσόντων συνέχισε το δρόμο του με τη Σεβαστή να τον ακολουθεί.

Η Άννα πήγε στην πόρτα του δωματίου που έμενε με τα παιδιά και κοίταξε έξω. Στην αυλή, λίγα μέτρα πιο πέρα, ένας αξιωματικός είχε παρατάξει τους άνδρες του καλύπτοντας την είσοδο στο εσωτερικό των κτισμάτων του κάστρου. Ήταν όλοι ματωμένοι και πολλοί είχαν ελαφρά τραύματα. Όπως είχαν παραταχθεί μπορούσε να τους μετρήσει, ήταν εξήντα δύο άνδρες, οι υπόλοιποι του λόχου θα πρέπει να είχαν ήδη πέσει μαχόμενοι.
Διέκρινε τον αδερφό Μιχαήλ στην πόρτα του παρεκκλησίου με το ραβδί του στα χέρια. Έδειχνε να προσεύχεται αλλά τα μάτια του ήταν στη σκληρή μάχη μπροστά του. Έστρεψε και εκείνη το βλέμμα ψηλά στα τείχη.
Η μάχη συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση. Οι εχθροί είχαν καταφέρει πλέον να σταθεροποιήσουν τον έλεγχό τους σε ένα κομμάτι του τείχους και εκείνοι που ανέβαιναν τις σκάλες το έκαναν εύκολα και χωρίς κίνδυνο πίσω από τις γραμμές των μαχόμενων. Δεν έπαυαν να είναι ωστόσο περιορισμένοι. Ο πύργος της πύλης κρατούσε, ο Λέων και οι μαχητές που είχε γύρω του μάχονταν στο στενό άνοιγμα της πόρτας που οδηγούσε από το τείχος στο εσωτερικό του πύργου και ευνοούσε το μικρό αριθμό των αμυνόμενων απέναντι στα στίφη του εχθρού.
Στην άλλη άκρη της εχθρικής εισβολής ο Μαξιμιλιανός Δάια και πολλοί από τους άνδρες του μάχονταν λυσσαλέα για να κρατήσουν τον εχθρό έξω από τον γωνιακό πύργο. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο μυλωνάς που με ένα ρόπαλο στα μυώδη χέρια του βοηθούσε τους μαχητές να αποκρούουν τις εχθρικές προσπάθειες να τους απωθήσουν να καταλάβουν τον πύργο.

-Λίγο ακόμη, είπε ο Ρωμανός Δελμάρ με φωνή που πρόδιδε την κόπωσή του, και φτάσαμε.
-Ναι, είπε η Σεβαστή, λίγο ακόμη.
Ίππευε κρατώντας με το ένα χέρι τα χαλινάρια του αλόγου της, το άλλο χέρι το είχε μέσα από τα ρούχα της στην κοιλιά της. Το τράβηξε και ήταν βαμμένο κόκκινο από το αίμα. Στην τελευταία μάχη με τον εχθρό ένα σπαθί την είχε πάρει ξυστά. Δεν είχε πει τίποτα γιατί δεν είχαν τα μέσα ή το χρόνο να το περιποιηθούν.
Περάσανε τη μαρμάρινη στήλη που έδειχνε τα όρια της επαρχίας.
-Πρέπει να βρούμε… είπε ο Δελμάρ αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του. Ένα δόρυ ήρθε από το πουθενά και χτυπώντας τον στο στέρνο τον διαπέρασε. Έπεσε από το άλογο ενώ μια ομάδα ανδρών με κόκκινες πανοπλίες επιτιθόταν από όλες τις μεριές.
Η Σεβαστή ξεπέζευσε από το άλογό της και έτρεξε κοντά στον αγαπημένο της. Γονάτισε και τον πήρε στην αγκαλιά της. Άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε, προσπάθησε να πει κάτι αλλά δεν μπόρεσε και έκλεισε πάλι τα μάτια του, αυτή τη φορά για πάντα. Εκείνη τον απίθωσε απαλά στο έδαφος και σηκώθηκε με μια μόνο σκέψη, την εκδίκηση.
Σκότωσε τρεις αντιπάλους πριν καταφέρουν να την ακινητοποιήσουν και να την φέρουν μπροστά στον αρχηγό της ομάδας τους.
-Ωραίο λάφυρο, είπε αυτός. Γδύστε την!
-Σιχαμένα σκουλήκια, είπε με περιφρόνηση η αρχόντισσα. Θα έρθει ο στρατός μας και θα σας παλουκώσουν όλους.
-Γι’ αυτό είμαστε εδώ έξω, είπε ο επικεφαλής, αλλά ακόμα δεν είδαμε τίποτα.
Καθώς της είχαν αφαιρέσει το θώρακα, ο άνδρας άπλωσε το χέρι του στο στήθος της. Η Σεβαστή προσπάθησε να αντιδράσει αλλά την κρατούσαν σφιχτά. Ο άνδρας της έσκισε το πουκάμισο και είπε:
-Θα το γλεντήσουμε ως που να φανεί ο στρατός σας.
Την επόμενη στιγμή γούρλωσε τα μάτια και ένας πνιχτός ήχος βγήκε από το στόμα του μαζί με έναν πίδακα αίμα. Σωριάστηκε στο χώμα και είδαν στην πίσω μεριά του λαιμού του να εξέχει το στέλεχος ενός βέλους. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος και πριν προλάβουν οι σύντροφοί του να αντιδράσουν έπεσαν νεκροί από βέλη ενώ όσοι το έβαλαν στα πόδια βρέθηκαν μπροστά σε άνδρες με θώρακες και οπλισμένους με βαριά ξίφη. Τους αναγνώρισε, ήταν θωρακοφόροι, οι ανιχνευτές του στρατού και συνήθης εμπροσθοφυλακή. Ένας άνδρας σταμάτησε πάνω από το πτώμα του αρχηγού της ομάδας και είπε:
-Έπρεπε να κοιτάξετε καλύτερα, καθίκι.
Η Σεβαστή συμμάζεψε τα ρούχα της και πλησίασε τον επικεφαλής των θωρακοφόρων. Εκείνος την κοίταξε με συμπόνοια.
-Είστε ασφαλής τώρα, κυρία, είπε.
-Πρέπει να με πάτε στους ανωτέρους σας, ο Αβράναξ επιτέθηκε στο Φαιό Κάστρο, πρέπει να τους βοηθήσετε… Πρέπει…
-Ησυχάστε, κυρία, δεν κινδυνεύετε πια, είστε ασφαλής και οι επιδρομείς είναι νεκροί.
-Ακούστε με σας παρακαλώ.
-Δεν είναι μια εισβολή…
-Θέλει να…
-Είστε τραυματισμένη, πρέπει να ησυχάσετε.
-Σας παρακαλώ, είπε η Σεβαστή απελπισμένη, γιατί δεν με ακούει κανείς;
-Σας ακούω εγώ, αρχόντισσα, πείτε μου.
Η Σεβαστιανή στράφηκε να δει ποιος ήταν και βιάστηκε να γονατίσει όπως και όλοι οι άλλοι γύρω της. Γιατί αυτός που της είχε μιλήσει ήταν ο σεβαστοκράτορας Θεοφύλακτος Βοτανειάτης, ο δεύτερος ισχυρότερος άνδρας στην αυτοκρατορία μετά τον ίδιο τον αυτοκράτορα.

-Δεν θα αντέξουμε πολύ, μονολόγησε ο Μαξιμιλιανός ενώ πολεμούσε με τους άνδρες του στις επάλξεις μπροστά από τον πύργο για να εμποδίσουν την πτώση του στα χέρια του εχθρού.
Στην άλλη άκρη ο Λέων και οι δικοί του είχαν υποχωρήσει μέσα στον πύργο της πύλης για να μπορούν να κρατήσουν τη θέση τους μιας και από την πόρτα δεν μπορούσαν να περάσουν παρά μόνο δύο ή τρεις μαζί και έτσι τους κρατούσαν έξω.
Θριαμβευτικές κραυγές τράβηξαν το βλέμμα του στο σημείο του κάστρου που είχαν στον έλεγχό τους οι εισβολείς και είδε ότι είχαν τραβήξει επάνω σκάλες για να τις κατεβάσουν από την άλλη πλευρά και να βρεθούν στο εσωτερικό του κάστρου.
Στην αυλή ο λοχαγός διέταξε με δυνατή σταθερή φωνή:
-Κλειστός σχηματισμός! Σφιχτά τις ασπίδες, έτοιμοι για επίθεση!
Με αλαλαγμούς θριάμβου οι εισβολείς άρχισαν να κατεβαίνουν στην εσωτερική αυλή του κάστρου. Από έξω τους μιμήθηκαν οι σύντροφοί τους που είχαν καταλάβει την πρόοδό τους και ζητωκραύγαζαν για την επικείμενη νίκη τους ενώ ανανέωναν τις προσπάθειές τους.
Ο Μαξιμιλιανός δεν μπορούσε να αποσπάσει άλλους άνδρες για να πάνε να βοηθήσουν κάτω, η άμυνα στο τείχος είχε φτάσει στα όριά της. Σε λίγο θα κατέρρεε. Ένα νέο κύμα επιτιθέμενων κατέφτασε και επιτέθηκε με ορμή.

Η Άννα είχε κλείσει την πόρτα και παρακολουθούσε από ένα μικρό παράθυρο τα τεκταινόμενα. Τα παιδιά είχαν ξυπνήσει και ήταν όλα μαζεμένα γύρω της. Η κοπέλα δεν έτρεφε καμία αυταπάτη ότι η πόρτα θα τους προστάτευε αλλά την είχε κλείσει για να μην προκαλέσει την προσοχή των εισβολέων που θα ξεχύνονταν για σφαγή, ίσως κατάφερνε να κρύψει τα παιδιά.
Οι άνδρες στην αυλή μάχονταν υπεράνθρωπα να κρατήσουν τους εισβολείς. Στην πόρτα του παρεκκλησίου ο αδερφός Μιχαήλ χρησιμοποιούσε το ραβδί του για να αμυνθεί και να μην αφήσει κανέναν να περάσει μέσα. Αλλά ήταν μόνος του και ηλικιωμένος.
Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι και δάκρυα ανάβλυσαν στα μάτια της. Όλα είχαν τελειώσει. Τα παιδιά μαζεύτηκαν πιο κοντά της και εκείνη τα αγκάλιασε.
-Φοβάμαι, είπε ένα κοριτσάκι.
-Δεν πρέπει, είπε εκείνη με φωνή όμως που δεν ήταν σταθερή.
Ένα δυνατό σάλπισμα ακούστηκε και όλα τα μάτια στράφηκαν στους λόφους απέναντι από το κάστρο. Ένας ιππέας στεκόταν τώρα εκεί σαλπίζοντας ξανά το μήνυμα της ελπίδας για τους μαχητές του κάστρου. Η βοήθεια είχε φτάσει. Σάλπισε άλλη μια φορά και σαν για να απαντήσει μια μυριόστομη πολεμική ιαχή ακούστηκε:
-Μία πίστις! Ένας λαός! Υρκάνια!
Χιλιάδες πολεμιστές κατέβαιναν τους λόφους τώρα συντεταγμένοι με το τακτικό τους βήμα να σείει το έδαφος. Θώρακες και πανοπλίες γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού και τα τραβηγμένα ξίφη τους αντανακλούσαν το φως με έναν απόκοσμο τρόπο που έκανε την στρατιωτική αυτή δύναμη ακόμα πιο επιβλητική.
Οι επιτιθέμενοι άρχισαν να αποσύρονται από το κάστρο για να αντιμετωπίσουν τον νέο αντίπαλο αλλά τώρα δεν είχαν την αριθμητική υπεροχή και ο εχθρός τους ήταν αποφασισμένος να τους συντρίψει.

-Χαίρομαι που σε βλέπω σώο και αβλαβή αδερφέ, είπε ο Μαξιμιλιανός Δάια μπαίνοντας στο παρεκκλήσιο.
Ο αδερφός Μιχαήλ στράφηκε και τον κοίταξε. Είχε πράγματι βγει από τη μάχη σώος και αβλαβής αν εξαιρούσε κανείς μερικές αμυχές.
-Και εγώ εσένα, και μάλιστα θριαμβευτή.
-Οι ενισχύσεις έφτασαν την κατάλληλη στιγμή, είπε ο αξιωματικός, λίγο ακόμη και θα ήταν αργά πια. Ελάχιστοι πολεμιστές του εχθρού κατάφεραν να διαφύγουν.
Ήταν αλήθεια, η συντριβή του εχθρού ήταν απόλυτη. Την είχαν πληρώσει με αρκετές απώλειες, εκτός από τη φρουρά του κάστρου είχε χάσει και ο στρατός πολλούς αξιωματικούς και στρατιώτες. Είχαν ακόμα χάσει την αρχόντισσα Σεβαστή, που είχε υποκύψει στο τραύμα της. Μόνο τον Αραβανή δεν θα βρισκόταν κάποιος να κλάψει.
-Αλλά ξέφυγε ο Αβράναξ ε; μάντεψε ο ιερωμένος από την έκφραση του συνομιλητή του.
-Ναι, χρησιμοποίησε κάποια μαγεία και εξαφανίστηκε. Έλπιζα ότι θα τελειώναμε μαζί του.
-Δες την θετική πλευρά, πάλι δεν πήρε το Γριμόριο. Ακόμα και ο Αβράναξ, δεν είναι αθάνατος, ο χρόνος που περνάει είναι υπέρ μας. Μπορείς να χαρείς για τη νίκη.
Ο Μαξιμιλιανός ένευσε.
-Ποιος θα γίνει νέος άρχοντας;
-Ο σεβαστοκράτορας μου ζήτησε να αναλάβω εγώ την επαρχία και να γίνει διοικητής του Φαιού Κάστρου ο Λέων.
-Πολύ καλές επιλογές, επιδοκίμασε ο αδερφός Μιχαήλ και πρόσθεσε με ένα χαμόγελο, και δεν θα χρειαστεί να ψάξεις μακριά για αρχόντισσα.
Ο Μαξιμιλιανός ακολούθησε το βλέμμα του μοναχού στην αυλή όπου η Άννα είχε βγει με τα παιδιά στον καθαρό αέρα του πρωινού, και χαμογέλασε.

Τέλος


4 σχόλια:

Giannis Pit. είπε...

Μιλάμε το διάβασα "αέρας" με μία ανάσα! Εκπληκτικό σαν ρυθμός και ενδιαφέρον. Ολοζώντανη περιγραφή μπράβο.

Νυχτερινή Πένα είπε...

Χαίρομαι που σου άρεσε φίλε μου, ίσως ένα βιβλίο με τέτοια μικρά διηγήματα να ακολουθήσει στην εκδοτική μου προσπάθεια.

Giannis Pit. είπε...

Με το καλό να το δούμε.

Νυχτερινή Πένα είπε...

Από το στόμα σου και στου Θεού το αυτί!

Δημοσίευση σχολίου