Κεφάλαιο
1
-Μιχάλη, ξύπνα! Το έστρωσε!
Ο μεγαλόσωμος άντρας που
κοιμόταν στον καναπέ του μικρού σαλονιού άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε με ένα
χαμόγελο το κοριτσάκι που μπροστά του χοροπηδούσε ανυπόμονα ντυμένο με μια
κόκκινη χνουδωτή πιτζάμα. Το κοριτσάκι τού χαμογέλασε. Ύστερα, σκαρφάλωσε στον
καναπέ και χώθηκε δίπλα του.
Ο Μιχάλης το σκέπασε με τις
κουβέρτες και εκείνο ακούμπησε πάνω του και τον αγκάλιασε.
-Είσαι ζεστός!
-Γιατί δεν βγαίνω να
κυκλοφορώ με τις πιτζάμες, Λυδία μου!
Το κοριτσάκι τον κοίταξε
σοβαρά.
-Γιατί φοράς πιτζάμες; Ο
μπαμπάς και η μαμά κοιμούνται μόνο με το βρακάκι!
Ο Μιχάλης χαμογέλασε. Ο
Νίκος και η Μαρίνα, οι γονείς της μικρής του φίλης ήταν ένα νέο και ερωτευμένο
ζευγάρι που φυσικά απολάμβανε και την ερωτική του ζωή, ένας λόγος να μην φοράνε
πολλά στο κρεβάτι, αλλά βέβαια δεν μπορούσε να το πει αυτό στην Λυδία!
-Είμαι νότιος, ματάκια
μου, εδώ πάνω στον βορρά κρυώνω!
-Δε θα βγούμε στο χιόνι;
-Βέβαια θα βγούμε.
-Έλα τότε, σήκω!
Ο Μιχάλης ανασηκώθηκε και
η μικρή τινάχθηκε έξω από το πρόχειρο κρεβάτι για να τρέξει να τραβήξει την
κουρτίνα από την μπαλκονόπορτα αποκαλύπτοντας έναν κόσμο καλυμμένο από το λευκό
πέπλο του χιονιού που εξακολουθούσε να πέφτει.
-Κοίτα!
Ο Μιχάλης πλησίασε και
κοίταξε έξω. Χάιδεψε το αναμαλλιασμένο παιδικό κεφαλάκι που έφτανε ως τη μέση
του περίπου, τώρα που είχε σηκωθεί όρθιος, και είπε:
-Διάλεξα τη σωστή εποχή
να έρθω επίσκεψη.
-Βρε σουσουράδα! Δεν σου
είπαμε να μην ξυπνήσεις τον Μιχάλη πρωί – πρωί;
Η Μαρίνα Φαβιέρου και νυν
Δούκα, πλησίασε. Ήταν όπως είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και είχε ρίξει μια ρόμπα
πάνω της που δεν είχε ωστόσο δέσει. Δεν την απασχολούσε το ότι ο Μιχάλης θα
μπορούσε να τη δει έτσι. Το ζευγάρι είχε πάει με τον Μιχάλη πολλές φορές στη
θάλασσα και η Μαρίνα για να έχει ομοιόμορφο μαύρισμα δεν φορούσε ποτέ της παρά
μόνο ένα μικροσκοπικό κάτω μαγιό. Δεν είχε αλλάξει πρακτική και τώρα που είχε
μια κόρη νηπιακής ηλικίας.
-Μην την μαλώνεις, ξέρει
πόσο μου αρέσει το χιόνι.
Ο Νίκος πλησίασε και
αυτός. Ήταν με ένα μποξεράκι και στάθηκε δίπλα στην σύζυγό του την οποία
αγκάλιασε από τη μέση.
-Αυτή τη φορά όντως το
πέτυχες, φίλε… άρχισε να λέει και μετά σταμάτησε. Από ποια ώρα χιονίζει;
ρώτησε.
-Κανά δίωρο, είπε ο
Μιχάλης, τη νύχτα που σηκώθηκα έκανε κρύο αλλά δεν χιόνιζε.
-Με ξάστερο ουρανό;
-Ναι.
-Πόσο χιόνι είναι αυτό
εκεί έξω;
-Τριάντα με σαράντα
πόντους, είπε ο Μιχάλης και κατάλαβε τι ήταν αυτό που ανησυχούσε τον φίλο του.
Μαζεύεται γρήγορα.
-Θα έχουμε μπελάδες.
Πρέπει να φύγω.
Ο Νίκος δούλευε στο Κέντρο
Αντιμετώπισης Κρίσεων της βορείου Ελλάδας, μια υπηρεσία με αποστολή τον
συντονισμό των μέσων αντιμετώπισης κρίσεων είτε επρόκειτο για μηχανήματα
διανοίξεως δρόμων, ασθενοφόρα ή άλλα μέσα. Οι πρόσφατες καταστροφές τόσο από
καιρικά φαινόμενα όσο και από πυρκαγιές είχαν κάνει αισθητή την ανάγκη ύπαρξης
μιας αρχής που θα συντόνιζε τα μέσα και τις υπηρεσίες σε ανώτερο επίπεδο από
αυτό των περιφερειών.
Ο Μιχάλης πήγε σε ένα
τραπέζι κοντά στον καναπέ και άνοιξε ένα λάπτοπ που βρισκόταν εκεί. Όσο αυτό
φόρτωνε έριξε μια ματιά στο πυκνό χιόνι που συνέχιζε να πέφτει.
-Θα χειροτερέψει, Νίκο.
-Εικόνα από δορυφόρο;
-Ναι.
Ο Νίκος πήγε και κοίταξε
την οθόνη πάνω από τον ώμο του φίλου του.
-Δεν πάμε καλά. είπε.
Πρέπει να φύγω για την υπηρεσία αμέσως. Μαρίνα, θα την πας εσύ στο νηπιαγωγείο;
-Ναι, εντάξει, φύγε να
μην καθυστερείς.
Ο Μιχάλης κοίταξε το φίλο
του.
-Θέλεις να έρθω μαζί;
Ίσως μπορώ να βοηθήσω σε κάτι.
-Ντύσου και πάρε και το
μαγικό κουτί μαζί.
Ο Μιχάλης ένευσε και πήγε
στον καναπέ. Κάθισε για να ντυθεί και η Λυδία έτρεξε και σκαρφάλωσε στην
αγκαλιά του.
-Πρέπει να πας να
ντυθείς, είπε ο Μιχάλης, και θα ντυθώ και εγώ.
-Δεν θέλω να πάω σχολείο!
-Πρέπει, θα βγούμε στο
χιόνι μετά. Μην ανησυχείς, δεν θα φύγει!
Το κοριτσάκι τού χάρισε
ένα χαμόγελο και έτρεξε στο δωμάτιό του. Η Μαρίνα τού χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη
και την ακολούθησε.
Ο Μιχάλης άρχισε να
ντύνεται.
-Χιονίζει, είπε ο Αλέξης
Δενδρινός με βραχνή από τον ύπνο φωνή καθώς κοιτούσε έξω από το δωμάτιό του στο
ξενοδοχείο Γκραντ Σεράι.
Το δωμάτιο ευτυχώς
βρισκόταν στον υψηλότερο όροφο αλλιώς θα υπήρχε πρόβλημα στο να στέκεται στην
μπαλκονόπορτα καθώς ήταν ολόγυμνος εκτός από την αλυσίδα στο λαιμό του. Το
χιόνι κάλυπτε τα πάντα όσο μπορούσε να δει και αναρωτιόταν αν ήταν δυνατόν να
παγώσει και η Παμβώτιδα.
-Λες να αποκλειστούμε και
να μη φύγουμε; ρώτησε η Αλεξία από το κρεβάτι.
-Δεν ξέρω, δεν είναι
πρόβλημα να μείνουμε εδώ. Όχι για εμάς τουλάχιστον.
Η Αλεξία σηκώθηκε από το
κρεβάτι και πήγε κοντά του. Τον αγκάλιασε από πίσω φιλώντας τον λαιμό του.
-Δεν θα μου άρεσε τίποτα
περισσότερο, ειδικά αν μπορούσαμε να ξεφορτωθούμε το υπόλοιπο σχολείο!
-Δεν μας ενοχλούν και
πολύ εδώ πέρα, έτσι δεν είναι;
-Σωστά. Δεν περίμενα
βέβαια ότι θα μας αφήσουν να πάρουμε δική μας σουίτα.
-Κανείς δεν λέει όχι στο
γιο του Αχιλλέα Δενδρινού, είπε γελώντας ο Αλέξης. Το μόνο που θα ξάφνιασε τους
καθηγητές μας είναι ότι δεν φωνάξαμε παρέα!
Ο Αλέξης ήταν ένας ψηλός
και γεροδεμένος νεαρός. Τα γερά μπράτσα του και οι φαρδιές πλάτες του
δημιουργούσαν επιθυμίες σε πολλές κοπέλες αλλά εκείνος είχε μάτια μόνο για την
Αλεξία που εκείνη την ώρα ανακάτευε τα κοντοκομμένα αλλά και πάλι πολύ πυκνά
μαλλιά του σε ένα τρυφερό χάδι. Τα δικά της μαλλιά σε αντίθεση με τα δικά του,
ήταν μακριά ως την πλάτη της και κόκκινα.
Ο Αλέξης γύρισε και την
αγκάλιασε. Την κοίταξε και όπως πάντα το θέαμα είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Ένιωσε
αμέσως τον ανδρισμό του να σκληραίνει, και πώς να μη γινόταν αυτό αντικρίζοντας
το τέλειο αισθησιακό της πρόσωπο, το σφριγηλό κορμί της και τα στητά στήθη της.
Τη φίλησε στο στόμα και η
γλώσσα του τρύπωσε στα χείλη της για να βρει τη δική της. Η Αλεξία κόλλησε το
σώμα της στο δικό του και ένιωσε τον ανδρισμό του να την πιέζει. Εκείνος
κατέβασε τα χέρια του στους γυμνούς γοφούς της και την ανασήκωσε. Τύλιξε τα πόδια
της γύρω από τη μέση του και τον άφησε να την κάνει δική του με έναν ορμητικό
τρόπο που πάντα της έκοβε την ανάσα. Βόγκηξε καθώς έφτανε στην κορύφωση και
έμειναν έτσι για λίγο μετά.
-Ξέρω ότι δεν πρέπει να
το κάνουμε αυτό, είπε η Αλεξία, αλλά το θέλω τόσο πολύ. Δεν θέλω κανέναν άλλο.
-Ούτε εγώ.
-Μακάρι να μπορούσα να
σου χαρίσω ένα παιδί.
-Σύντομα, αγάπη μου,
σύντομα θα είμαστε ελεύθεροι να το κάνουμε.
Ένα χτύπημα στην πόρτα
του δωματίου τούς διέκοψε.
-Ποιος; ρώτησε η Αλεξία.
-Η Τάνια είμαι, ακούστηκε
μια φωνή από έξω.
Η Αλεξία άφησε τον εραστή
της και πήγε να ανοίξει ενώ εκείνος έμπαινε στο μπάνιο. Μια κοπέλα μπήκε στο
δωμάτιο, εκείνη φορούσε ένα τοπ και ένα κολάν αλλά έμεινε με το στόμα ανοιχτό
βλέποντας την Αλεξία ολόγυμνη.
-Εμ, γι’ αυτό ο δικός μου
είναι συνέχεια καυλωμένος, αν μου κυκλοφορείτε έτσι όταν είστε μόνοι σας… Απορώ
πως δεν σε έχει βάλει κάτω.
Η Αλεξία την
στραβοκοίταξε και η Τάνια είπε:
-Έλα, πλάκα, κάνω. Πού
είναι ο Αλέξης;
-Στο μπάνιο.
-Υπέροχη ιδέα, είπε η
νεοφερμένη και άρχισε να γδύνεται.
Μπήκε ολόγυμνη στο μπάνιο
και η Αλεξία δεν άργησε να ακούσει τα βογγητά της καθώς έκανε έρωτα με τον
Αλέξη. Φυσικά δεν της άρεσε που ο Αλέξης έκανε έρωτα σ’ αυτό το τσουλί αλλά δεν
γινόταν αλλιώς, έπρεπε να συγκαλύπτουν το μυστικό τους.
Το κέντρο αντιμετώπισης
κρίσεων στεγαζόταν σε ένα μοντέρνο κτίριο από μπετόν και γυαλί, ο Νίκος πάρκαρε
σε μια από τις θέσεις κοντά στην είσοδο και έσπευσε να μπει κάτω από το
στέγαστρο που κάλυπτε το χώρο μπροστά της. Ο Μιχάλης τον ακολούθησε με πιο αργό
βήμα που δεν οφειλόταν μόνο στο γεγονός ότι χώλαινε. Δεν τον πείραζε το χιόνι
που έπεφτε πάνω του, έβλεπε πολύ σπάνια χιόνι για να το έχει βαρεθεί ή να τον
έχει κουράσει.
Μπαίνοντας στον προθάλαμο
στάθηκε για μια στιγμή για να προσαρμοστούν τα μάτια του στο φως που ήταν πιο
έντονο από την βαριά συννεφιασμένη μέρα έξω και μετά ακολούθησε τον Νίκο σε
έναν διάδρομο και στην αίθουσα επιχειρήσεων.
Η αίθουσα επιχειρήσεων
έμοιαζε βγαλμένη από ταινία επιστημονικής φαντασίας με σειρές υπολογιστών και
μεγάλες οθόνες στους τοίχους, με κάθε είδους τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό και
εργονομικά καθίσματα. Κάποιοι σταθμοί εργασίας ήταν ήδη πιασμένοι, καινούρια άτομα
κατέφταναν συνέχεια.
Μια μελαχρινή γυναίκα,
που έμοιαζε με μιγάδα, με μακριά μαύρα μαλλιά πιασμένα σε κοτσίδα, πλησίασε:
-Χαίρομαι που ήρθες,
έλεγα ότι δεν θα τα καταφέρεις.
-Το καθήκον είναι
καθήκον.
-Ο φίλος σου…
-Ο Μιχάλης μπορεί να
βοηθήσει, είπε ο Νίκος.
-Καλώς ήρθες τότε, είπε η
γυναίκα, θα χρειαστούμε όλη τη βοήθεια που μπορούμε να έχουμε σήμερα.
-Μιχάλη, είπε ο Νίκος, να
σου συστήσω την Έλενα, είναι η επικεφαλής της υπηρεσίας εδώ.
-Χαίρω πολύ, είπε ο
Μιχάλης και αντάλλαξε χειραψία με την γυναίκα.
-Γουίλι, το έριξες στον
ύπνο σήμερα;
Ο Γουίλλιαμ Μπριαν άνοιξε
τα μάτια του και κοίταξε τους συγκατοίκους του. Ανακάθισε στο κρεβάτι του και
έτριψε τα μάτια του. Ήταν ένας ψηλός, γεροδεμένος νεαρός με έντονα γαλανά μάτια
και κοντά καστανά μαλλιά. Κοίταξε τους δύο συγκατοίκους του.
-Βιάζεστε; ρώτησε.
-Μας είπαν να πάμε για
πρωινό στις 8 για να φύγουμε μετά, είπε ο Δημήτρης Αυγερινός, ένας τύπος με
τεράστιες πλάτες και δικεφάλους που τέντωναν την μπλούζα του.
-Κάνατε τον κόπο να
κοιτάξετε έξω;
-Γιατί;
-Δεν ξέρω αν θα φύγουμε.
Έχει μισό μέτρο χιόνι.
Ο άλλος από τους
συμμαθητές του, ο Πέτρος Αναστασίου, πήγε στην μπαλκονόπορτα και κοίταξε έξω.
-Πώς στα κομμάτια το
ξέρεις αυτό; Αφού μόλις ξύπνησες!
-Γιατί είχα ξυπνήσει
νωρίτερα, εξυπνάκια! Όταν εσείς δεν ξέρω πού γυρνούσατε.
-Εγώ ήμουν ανάμεσα στα
μπούτια της Φαρμάκη, είπε ο Δημήτρης.
-Εκεί το μυαλό σου, είπε
ο Γουίλλιαμ.
-Αν δεν ήταν να είναι
εκεί το μυαλό μας, γιατί μόλις ξυπνάμε έχουμε μια στύση σαν σίδερο; είπε ο
Πέτρος σαν να είχε βρει ένα ατράνταχτο επιχείρημα.
-Όταν ανοίγεις έναν
υπολογιστή τι κάνει; είπε ατάραχος ο Γουίλλιαμ.
-Φορτώνει. Τι σχέση έχει…
-Φορτώνει το ΒΙΟS, αυτό λέει στον υπολογιστή είσαι
ένας υπολογιστής με αυτόν τον επεξεργαστή, την μητρική, αυτή τη μνήμη κλπ. Το
ίδιο κάνει ο εγκέφαλος και καθώς το κάνει όλα τα συστήματα δίνουν το παρόν. Γι’
αυτό και σου περνάει μετά.
-Είσαι τελείως ξενέρωτος,
είπε ο Πέτρος ενώ ο Δημήτρης ξεσπούσε σε γέλια.
Ο Γουίλλιαμ σηκώθηκε από
το κρεβάτι και ο Πέτρος έδειξε το εύγλωττο φούσκωμα στη φόρμα που φορούσε.
-Δουλεύει ακόμα το BIOS; ρώτησε ειρωνικά.
-Φυσικά, μόλις σηκώθηκα,
είπε ο Γουίλλιαμ και προχώρησε προς το μπάνιο.
-Να φωνάξω την Ιωάννα να
κάνετε μαζί ένα μπανάκι; είπε ο Δημήτρης, θα σου περάσει αμέσως. Και δεν θα πει
όχι σε ό,τι σου αρέσει.
Ο Γουίλλιαμ σταμάτησε και
κοίταξε τον Δημήτρη.
-Όταν θα κάνω έρωτα με
μια κοπέλα θα είναι γιατί θα έχω μαζί της μια μοναδική σχέση και θα είναι και
αυτός ένας τρόπος να της εκφράσω τι αισθάνομαι, όχι γιατί θέλω να ικανοποιήσω
τις ορμές μου!
-Μίλησες σαν ποιητής,
είπε ο Δημήτρης.
-Που δεν είσαι,
συμπλήρωσε ο Πέτρος.
-Επίσης θα έλεγα να
αρχίσεις να φέρεσαι στην Ιωάννα καλύτερα, δεν είναι ένα σεξουαλικό παιχνίδι,
είναι άνθρωπος με ψυχή.
-Και σαν ήρωας του
Σαίξπηρ!
-Που επίσης δεν είσαι!
-Εξάλλου, είπε ο
Δημήτρης, έτσι θέλει να της φέρονται με τα κολάν που μας δείχνουν το τέλειο
κωλαράκι της και τα πουλόβερ που αγκαλιάζουν τόσο ωραία τα μπαλκόνια της.
Ο Γουίλλιαμ κούνησε το
κεφάλι του.
-Έχεις σκεφθεί ποτέ ότι
μερικοί σαν εσάς την έχουν πείσει ότι αυτό θέλετε να κάνει και αυτό πρέπει να
κάνει για να είναι αποδεκτή;
-Σωστά την πείσανε, είπε
ο Πέτρος, γιατί γι’ αυτό είναι αποδεκτή. Αλλιώς θα ήταν σαν την Βελίκα Στάνιτς!
-Είστε ανεκδιήγητοι, είπε
ο Γουίλλιαμ, και να μην πιάνεις στο στόμα σου την Στάνιτς!
Μπήκε στο μπάνιο και
άρχισε να γδύνεται. Μπήκε κάτω από το ντους και εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε την
πρόταση του Δημήτρη. Ένιωσε την στύση του να επιστρέφει και κούνησε το κεφάλι
του.
-Έτσι χαλάει ο κόσμος,
είπε και άνοιξε τη βρύση.
Η Ιωάννα Φαρμάκη στάθηκε
μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου στο δωμάτιό της και χαμογέλασε στο είδωλό
της. Είχε ένα όμορφο συμμετρικό πρόσωπο με γλυκά χαρακτηριστικά που το χαμόγελο
έκανε ακόμα πιο όμορφο. Αλλά ακόμα δεν είχε βρεθεί ο άντρας που θα το προσέξει.
Όλων το βλέμμα καρφωνόταν στα σωματικά της προσόντα, το ψηλό γεμάτο κορμί της,
τα πλούσια στήθη της, στητά με την σφριγηλότητα της νεότητας, τους τέλειους
γλουτούς της και την επίπεδη κοιλιά της.
Αναστέναξε, μάλλον έπρεπε
να το αποδεχτεί, αυτό ζητούσαν οι άνδρες από εκείνη. Όλες οι σχέσεις που είχε
κάνει ενδιαφέρονταν περισσότερο για το περιεχόμενο του σουτιέν της παρά για το
χρώμα των ματιών της, για να μην μιλήσουμε για το τι σκεφτόταν ή τι ήθελε να
κάνει στη ζωή της.
Ο πιο πρόσφατος, ο
Δημήτρης, ενδιαφερόταν καθαρά για το κορμί της και μόνο και την απόλαυση που
μπορούσε να προσφέρει η ερωτική πράξη.
Ένα χτύπημα στην πόρτα
την διέκοψε.
-Ιωάννα, θα αργήσεις;
Ήταν η κοπέλα με την
οποία μοιραζόταν το δωμάτιο, η Βελίκα Στάνιτς.
-Όχι, θα βγω.
Τυλίχτηκε με μια πετσέτα
και άνοιξε. Η Βελίκα φορούσε τις πιτζάμες της και κρατούσε ένα μικρό νεσεσέρ.
-Θα κάνω και εγώ ένα
μπάνιο και θα κατέβω για πρωινό, είπε.
-Θέλεις να σε περιμένω;
-Μη σου χαλώ το πρόγραμμα.
-Κανένα πρόγραμμα, κάνε
το μπάνιο σου και θα πάμε μαζί για πρωινό.
Η Μαρίνα έβαλε μπρος το
αυτοκίνητό της και βγήκε αργά από το μικρό μονοπάτι στο πλάι του σπιτιού της
στον δρόμο μπροστά από αυτό. Παρά την κυκλοφορία των αυτοκινήτων ο δρόμος είχε
αρχίσει να πιάνει χιόνι και γλιστρούσε. Η Μαρίνα συνέχισε να οδηγεί αργά για να
είναι σίγουρη ότι έχει τον έλεγχο του αυτοκινήτου της.
-Μαμά, θα παίξουμε στο
χιόνι;
-Ζουζούνα μου, όταν έρθει
ο μπαμπάς και ο Μιχάλης από τη δουλειά, θα παίξεις μέχρι να παγώσουν τα χέρια
σου!
-Ο Μιχάλης μου έταξε ένα
μεγάλο κάστρο από χιόνι και έναν χιονάνθρωπο πιο ψηλό από μένα!
-Μια χαρά.
Η Μαρίνα έστριψε στην
κοντινή λεωφόρο ακολουθώντας την ένδειξη του φωτεινού σηματοδότη. Άκουσε ένα
κορνάρισμα και πρόλαβε να δει ένα αυτοκίνητο που έτρεχε πολύ για να σταματήσει.
Την επόμενη στιγμή ήταν πάνω της. Άκουσε τη Λυδία να ουρλιάζει και μετά όλα
σκοτείνιασαν.