Η Κρύπτη Της Ναβίρα 6

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Ράουμας άρχισε να απομακρύνεται από τους Εού προς την ανοιχτή έκταση που απλωνόταν ως το Ακροπύργιο. Μια άλως λευκού φωτός τον τύλιγε και τον έκανε να φεγγοβολάει στο σκοτάδι ενώ τα τέρατα και οι αιωρούμενοι πολεμιστές κινούνταν προς το μέρος του. Όταν απομακρύνθηκε αρκετά από τον καταυλισμό γύρισε αντικρίζοντας τον εχθρό. Το φως γύρω του έγινε πιο έντονο και τα τέρατα άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος του. Ο μάγος τέντωσε τα χέρια του μπροστά και η γη άρχισε να δονείται και ξαφνικά ένα χάσμα δημιουργήθηκε μπροστά στα πόδια του καταπίνοντας τους επιτιθέμενους. Το χάσμα συνέχισε να διευρύνεται μέχρι που δεν έμεινε κανένα από τα τέρατα. Ύστερα άρχισε να κλείνει, μόλις το έδαφος αποκαταστάθηκε ο μάγος έκανε να επιστρέψει. Σε λίγα βήματα τρέκλισε και έπεσε κάτω.
-Ράουμας!
Η Σέλμιορ έτρεξε κοντά του όπως και η Αχούκ. Ο Βίλνους στράφηκε στον Σοκάρ, παρά την κούρασή του είπε τυπικά:
-Αναφορά κατάστασης.
Ο Σοκάρ ένευσε και απομακρύνθηκε. Ο Βίλνους είδε τέσσερις άνδρες του να στέκονται εκεί κοντά, ήταν οι μόνοι που έβλεπε επιζώντες ένα γύρω και ο Σάι λίγο πιο πέρα που στεκόταν δίπλα στην Αλόα, φρουρός της όπως τον είχε διατάξει. Κάθισε σε ένα έλκηθρο που ήταν αναποδογυρισμένο εκεί δίπλα και κάρφωσε τη σπάθα στο έδαφος. Είδε τον Ράουμας να συνέρχεται και να επιστρέφει στον καταυλισμό στηριγμένος στην Αχούκ και την αδερφή του.
Ο Σοκάρ επέστρεψε και στάθηκε μπροστά στον Βίλνους.
-Ο Ντενάουμπις είναι νεκρός, έχουμε επτά επιζώντες, δύο είναι τραυματίες και δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν. Η Αδάρα είναι εντάξει και τα μαγικά παιδιά το ίδιο. Ο Ντρέηκ είναι τραυματισμένος αλλά θα συνεχίσει.
-Να θάψουμε τους νεκρούς μας και να ξεκουραστούμε λίγο και το πρωί θα συνεχίσουμε.
-Θα έχει νόημα; ρώτησε ο Σοκάρ. Είμαστε πολύ λίγοι τώρα.
-Πρέπει να προκαλέσαμε και στον εχθρό ανάλογη αιμορραγία, και έχουμε το πλεονέκτημα των μάγων μας. Αλήθεια που είναι αυτό το θρασύδειλο ον ο εργοδότης μας;
-Είχε κρυφτεί κάτω από μια πεσμένη σκηνή σε όλη τη μάχη. Οι υπηρέτες του δεν ήταν τόσο τυχεροί. Τους κατακρεούργησαν οι λύκοι.
Ο Βίλνους κούνησε το κεφάλι του και σηκώθηκε.
-Ας κάνουμε το καθήκον μας προς τους συντρόφους μας.
Μάζεψαν τα σώματα των νεκρών τους και τα έθαψαν με τα όπλα τους αγκαλιά όπως αρμόζει σε πολεμιστές. Το έδαφος ήταν πολύ παγωμένο για να σκαφτεί αλλά ο Ράουμας άνοιξε έναν μεγάλο λάκκο όπου έβαλαν δίπλα δίπλα τα σώματα και μετά τον σκέπασε. Εν τω μεταξύ Σοκάρ έγραψε τα ονόματά τους και η Σέλμιορ τα μετέφερε σε μια πλάκα που έστησαν για να θυμίζει τον τόπο της ύστατης μάχης και της ταφής τους μαγεύοντάς την να μείνει για πολλά χρόνια άφθαρτη και να κρατάει ζωντανή τη μνήμη.
Μαζεύτηκαν μετά όλοι οι επιζώντες και ο Βίλνους είπε μερικά λόγια για τους πεσόντες ευχόμενος να βρουν την ανάπαυση στον κόσμο μετά ετούτον εδώ.
Είχαν τελειώσει με όλα αυτά και συγκέντρωναν τα όπλα και τα εφόδια που θα τους ήταν ακόμα χρήσιμα όταν η Αχούκ πλησίασε τον Βίλνους.
-Η αυγή είναι ακόμη μακριά, πρέπει να ξεκουραστείτε. Καλύτερα να έρθετε στον καταυλισμό μας μην έρθουν ξανά αυτά τα πλάσματα της αβύσσου.
Δεν είχε άδικο, και ήταν λίγοι τώρα για να αμυνθούν, καλύτερα να βρίσκονταν ανάμεσα στους Εού. Μετέφεραν τα εφόδιά τους στη μεγάλη σκηνή όπου και θα φιλοξενούνταν. Εξαίρεση αποτελούσαν οι δύο τραυματίες και ο Ράουμας που πήραν μια άλλη σκηνή για να ξεκουραστούν και όπου θα παρέμεναν οι δύο τραυματίες. Ο μάγος είχε εξαντλήσει και την τελευταία ικμάδα της δυνάμεώς του και χρειαζόταν σίγουρα ανάπαυση.
Όταν τακτοποιήθηκαν όλα ο Βίλνους ξάπλωσε να κοιμηθεί και αυτός μιας και λίγο είχε προλάβει πριν αρχίσει η επίθεση. Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας και αφού μόνο η φωτιά σιγόκαιγε ο Βίλνιους ένιωσε κάποιον να τρυπώνει κάτω από τα δέρματα δίπλα του και δυο απαλά χείλη να χαϊδεύουν το λαιμό του.
Αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε καμία παρέμβαση για να ονειρευτεί την Σέλμιορ γυμνή στην αγκαλιά του. Πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και η κοπέλα μαζεύτηκε στο πλευρό του ακουμπώντας το κεφάλι της στο στέρνο του.

Ο Σάι καθόταν ακουμπισμένος σε έναν από τους στύλους που στήριζαν τη σκηνή. Αφουγκραζόταν την ησυχία της νύχτα που έδειχνε τόσο αφύσικη μετά τη σφαγή που είχε προηγηθεί και αναρωτιόταν τι θα έφερνε το πρωινό.
-Πρέπει να ξεκουραστείς.
Ήταν η Αλόα που του είχε μιλήσει. Η κοπέλα είχε ξαπλώσει κοντά του αλλά νόμιζε ότι είχε αποκοιμηθεί. Διαπίστωνε τώρα ότι δεν κοιμόταν αλλά τον κοιτούσε με μάτια μέσα στα οποία μπορούσε να δει το καθρέφτισμα της φωτιάς που έκαιγε στο κέντρο της σκηνής.
-Δύσκολο πριν από μια μάχη, της είπε.
-Τώρα είμαστε μετά από μία.
-Θα έχουμε και άλλη το πρωί στο Ακροπύργιο.
-Οι Εού το φοβούνται αυτό το μέρος, άκουσα να λένε ότι δεν έχουμε ελπίδα.
-Δεν ξέρουν τον Βίλνους, και απόψε δεν θα είχαμε κινδυνεύσει αν δεν είμασταν τόσο λίγοι, βλέπεις η δουλειά παρουσιάστηκε όταν οι περισσότεροι είχαν φύγει από την πόλη και είμασταν λίγοι για να εκστρατεύσουμε.
-Είσαι περήφανος για τον αρχηγό σου, είπε με απορία εκείνη.
-Και εκείνος είναι για εμάς και νοιάζεται.
Ο Σάι έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μετά την κοίταξε πάλι.
-Κοιμήσου εσύ όμως, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι.
-Έλα, ξάπλωσε και εσύ, είπε η κοπέλα.
Μετακινήθηκε κάνοντάς του χώρο να ξαπλώσει και αυτός κάτω από τα δέρματα που τη σκέπαζαν. Ο Σάι το έκανε υπακούοντας στο παρακλητικό βλέμμα της. Ήταν ζεστά έτσι όπως είχε ξαπλώσει στα ήδη χρησιμοποιημένα δέρματα και το δικό της σώμα δίπλα του ήταν ακόμα πιο ζεστό. Ο νεαρός τοξότης γύρισε και την κοίταξε. Το πρόσωπό της ήταν σε απόσταση αναπνοής και δεν μπορούσε να μην προσέξει πόσο γλυκό ήταν, και εκείνος ο βάναυσος αφέντης της να την κακοποιεί έτσι! Ο ίδιος δεν θα άντεχε ούτε να τη δει να κλαίει. Ασυναίσθητα σχεδόν τη φίλησε απαλά στα χείλη απλώνοντας το χέρι του να χαϊδεύσει τα μαλλιά της και εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά του.
Αυτή τη φορά δεν χρειαζόταν να φοβάται ή να έχει το νου του για δόλο και κρυμμένα μαχαίρια. Ήταν ξεκάθαρα όλα, και όλα όσα είχαν και οι δύο ανάγκη. Γεύθηκαν την χαρά και την απόλαυση της πρώτης φοράς με κάποιον που σημαίνει κάτι και κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι. Δεν πήραν είδηση τους υπόλοιπους που ξύπνησαν για να ετοιμαστούν ούτε τον Βίλνους που στάθηκε για λίγο κοιτώντας τους με ένα χαμόγελο πριν βγει από τη σκηνή για την τελευταία μάχη αυτής της εκστρατείας. Για εκείνους όλα αυτά είχαν τελειώσει, ένα νέο κεφάλαιο άρχιζε.


ΙΧ

Η μάγισσα γέλασε ικανοποιημένη, αυτοί που είχαν επιζήσει θα ήταν ό,τι έπρεπε για να πετύχουν τα σχέδιά της. Λίγες ώρες ακόμη. Γέλασε ξανά.
Τα μαλλιά της είχαν αρχίσει να θαμπώνουν αλλά δεν πείραζε, σε λίγες ώρες θα είχε τη δύναμη που ήθελε, και τότε θα έφτιαχνε τα πάντα όπως εκείνη ήθελε και γνώριζε.
Έστειλε ακόμα ένα όνειρο στο μυαλό του Καλ Μαλγκοράν, ο μάγος ήταν πια δικός της, καμία σοφία ή σύνεση δεν θα μπορούσε να διαπεράσει την αχλή της τρέλας του και να τον λογικέψει. Σκέφθηκε να δοκιμάσει ξανά τον Βίλνους αλλά δεν το έκανε, εξακολουθούσε να υπάρχει κάτι που την εμπόδιζε. Δεν ήταν και απαραίτητο εξάλλου.
Στο Ακροπύργιο υπήρχαν ελάχιστοι πια αιωρούμενοι πολεμιστές, ακόμα και ο Καλ μόνος του θα κατάφερνε να φτάσει ως εκείνη. Από τέρατά της δεν είχε απομείνει κανένα αλλά αυτό επίσης δεν ήταν πρόβλημα, θα δημιουργούσε άλλα πιο φοβερά ακόμη.

Ναι, κέρδιζε σε αυτόν τον πόλεμο επιτέλους και η Συντεχνία των Μάγων θα πλήρωνε ακριβά την φυλάκισή της. Γέλασε για άλλη μια φορά.

Η Κρύπτη Της Ναβίρα 5

Author: Νυχτερινή Πένα /

VΙΙ

Με ένα χτύπημα των δακτύλων της η μάγισσα έκανε τη λαμπερή σφαίρα ενέργειας μου αιωρείτο μπροστά της να εξαφανισθεί και έμεινε να σκέπτεται. Είχε πείσει τον μάγο να έρθει σ’ αυτήν και έφερνε αρκετούς άνδρες για να είναι σίγουρο ότι θα φτάνανε ως εκείνη και επιτέλους το μαγικό πεδίο που την κρατούσε έγκλειστη θα κατέρρεε. Αυτά ήταν τα καλά νέα.
Δυστυχώς δεν ήταν μόνα, συνοδεύονταν από κακά νέα. Ανάμεσα στους άνδρες του Βίλνους ήταν και δύο μάγοι, κάτι που δεν είχε δει νωρίτερα παρά μόνο όταν έφτασαν τόσο κοντά ώστε να νιώσεις τις αύρες τους. Και ακόμα δεν μπορούσε να δει καλά τον Βίλνους, ήταν κάτι που την εμπόδιζε.
Έδιωξε τις απαισιόδοξες σκέψεις από το μυαλό της. Δεν θα πήγαινε τίποτα στραβά αυτή τη φορά. Απλά θα φρόντιζε για τους μάγους και την αρχηγό των Εού.
Συγκεντρώθηκε για να στείλει ένα ακόμα βασανιστικό όραμα στον Καλ Μαλγκοράν αλλά και ένα στον Βίλνους, ένα που μπορεί να έριχνε τις άμυνές του και να μάθαινε περισσότερα για αυτόν. Χαμογέλασε. Κάθε φορά που το έκανε αυτό οι φύλακές της ήθελαν να ακολουθήσουν και να βρουν τον παραλήπτη αλλά δεν μπορούσαν γιατί δεν έπρεπε να απομακρυνθούν πολύ από το κάστρο. Τώρα όμως θα μπορούσαν και μαζί θα έστελνε και τα δικά της όντα. Γέλασε.
Το γέλιο της κόπηκε απότομα από ένα βλέμμα στα χέρια της. Κηλίδες των γηρατειών είχαν αρχίσει να εμφανίζονται. Η χρήση των δυνάμεών της κατανάλωνε την ζωτική ενέργεια που είχε πάρει από τον τελευταίο πολεμιστή. Έπρεπε να βιαστεί, ο χρόνος περνούσε.
Ύφανε τη γητεία της. Πρώτα ο Καλ και μετά ο Βίλνους, ύστερα λίγο όλοι οι άνδρες για να είναι σε σύγχυση όταν θα γινόταν η επίθεση.



VΙΙΙ

Ο Βίλνους ξύπνησε από τον ύπνο και ανασηκώθηκε νιώθοντας ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχε δει ένα όνειρο άκρως ερωτικό και τελείως στερούμενου λογικής. Αν και είχε ιδιαίτερη αδυναμία στην Σέλμιορ, δεν είχε ποτέ ποθήσει την Αδάρα και όμως στο όνειρο είχε συνευρεθεί και με τις δύο με έναν σχεδόν μανιακό τρόπο. Ανακάθισε, είχε μια στύση που σχεδόν τον πονούσε και δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του το όνειρο. Το άρωμα του στήθους της νεαρής μάγισσας, την υφή των χειλιών της και την αίσθηση των γοφών της στα χέρια του καθώς την έκανε δική του.
Αυτό είναι το ζητούμενο, μια γητεία για να σε αποπροσανατολίσει! Η σκέψη δεν ήταν δική του, γεννήθηκε από το πουθενά στο μυαλό του σαν να την είχε ψιθυρίσει κάποιος στο αυτί του.
Ο Βίλνους δεν ξαφνιάστηκε από αυτό το γεγονός. Το προκαλούσε το μενταγιόν που φορούσε, δώρο ενός ερημίτη πριν από χρόνια, ήταν ευλογημένο να του αποκαλύπτει ποιες μαγικές ενέργειες υπήρχαν γύρω του και με ποιο σκοπό.
Αναρωτήθηκε ποιος το είχε κάνει αυτό. Και για ποιο λόγο ήθελε να τον αποπροσανατολίσει; Αυτό ήταν ένα ερώτημα που θα μπορούσε να το απαντήσει μόνο ένας μάγος. Βγήκε από τη σκηνή και πήγε σε αυτήν του Ράουμας αλλά την βρήκε άδεια. Σκέφθηκε ότι μπορεί να ήταν με την αδερφή του και έσπευσε στη δική της σκηνή. Άνοιξε το φύλλο που χρησίμευε ως πόρτα και μπήκε στην σκηνή. Στο φως ενός λυχναριού που έκαιγε είδε ότι κοιμόταν. Γονάτισε δίπλα της και ακούμπησε απαλά τον ώμο της.
-Σέλμιορ…
Η μάγισσα άνοιξε τα μάτια της και τεντώθηκε. Όπως την κοιτούσε, ακόμα γλαρωμένη από τον ύπνο, τα χείλη της μισάνοιχτα και τα στήθη της να προβάλλουν από τα σκεπάσματα καλυμμένα από το νυχτικό της μόνο, ένιωσε την επιθυμία του να φουντώνει και πάλι. Αλλά τώρα δεν μπορούσε να αφεθεί σε αυτήν, έπρεπε να μάθει ποιος είχε υφάνει τη γητεία και για ποιο λόγο.
Η Σέλμιορ ανακάθισε και εκείνος της εξήγησε τι είχε συμβεί χωρίς να της αποκαλύψει το όνειρο που είδε.
-Μπορώ να το ανιχνεύσω με μια γητεία, αλλά πρέπει να βγάλεις το μενταγιόν αλλιώς θα εμποδίσει και τη δική μου γητεία.
-Την άλλη δεν την εμπόδισε.
-Αν δεν την είχε εμποδίσει τώρα θα ήσουν σε πνευματική σύγχιση, το ότι κατάλαβες τι συνέβη είναι άμυνα.
Ο Βίλνους έβγαλε το μενταγιόν ενώ η Σέλμιορ έλεγε τα λόγια μιας γητείας. Ύστερα έμεινε σιωπηλή. Ένα χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της.
-Η γητεία υφάνθηκε από το Ακροπύργιο… Δεν είσαι ο μόνος στόχος… Σε εσένα στάλθηκε ένα όνειρο… Βίλνους! είπε και τον κοίταξε.
-Τι;
-Δεν φανταζόμουν…
Δεν πρόλαβε να του πει τι δε φανταζόταν. Ένα ουρλιαχτό έσκισε τη σιγαλιά της νύχτας και ύστερα οι κραυγές των φρουρών που καλούσαν στα όπλα.

-Ο Βίλνους είναι μια χαρά διοικητής, και γενναιόδωρος με τις αμοιβές, και πάντα σε καλές δουλειές. Έχει μόνο ένα ελάττωμα, που δεν αφήνει πόρνες στο στρατό του, είπε ο ένας φρουρός, το μόνο που θέλω μόλις τελειώσει η βάρδια είναι να πάρω μία. Λες να είναι πρόθυμη καμία νομάδα;
Ο συνάδερφός του γέλασε καθώς στέκονταν ανάμεσα σε δύο σκηνές κοιτώντας την σκοτεινή περιδινούμενη χιονοθύελλα που συνεχιζόταν.
-Αμφιβάλλω, άσε που είσαι κοντός γι’ αυτές.
Ο άλλος γέλασε αλλά σταμάτησε ξαφνικά.
-Τι είναι αυτό; είπε ανήσυχος κοιτώντας τις ριπές του χιονιού που χώριζαν καθώς έβρισκαν αντίσταση σε κάτι μεγάλο που πλησίαζε.
Την επόμενη στιγμή το είδαν, ένα ον σαν λύκος αλλά σε μέγεθος αλόγου, με τεράστιο κεφάλι και σπηλαιώδες στόμα γεμάτο με δόντια καθένα μεγάλο σαν σπαθί. Και δεν ήταν μόνο του, ακολουθούσαν και άλλα του είδους του και μαζί τους ένα ον σαν χταπόδι με τεράστιο κεφάλι και άκρα που το βοηθούσαν να σέρνεται στο χιόνι. Γύρω από τα τέρατα αυτά έρχονταν φιγούρες με μαύρες πανοπλίες και κράνη, έμοιαζαν με κανονικούς πολεμιστές μόνο που αιωρούνταν ένα μέτρο από το έδαφος και από τη μέση και κάτω δεν υπήρχε τίποτα.
Οι δυο σκοποί έμειναν άφωνοι. Ο απόκοσμος αυτός στρατός επιτέθηκε, ένας από τους αφύσικους αυτούς πολεμιστές έφτασε τον σκοπό που ονειρευόταν μια γυναίκα για μετά. Εκεί που θα έπρεπε να είναι το πρόσωπο ήταν ένα μαύρο αβυσσαλέο κενό. Την επόμενη στιγμή ο αιωρούμενος πολεμιστής βύθισε το χέρι του στο στήθος του σκοπού. Ένας αγωνιώδης πόνος τον κατέλαβε και ούρλιαξε ενώ ο σύντροφός του καλούσε στα όπλα.
Χάος ακολούθησε καθώς ο εχθρός από το πουθενά επιτιθόταν στον καταυλισμό.
-Μαμούκ! Μαμούκ! ακούστηκε από την πλευρά των Εού που είχαν αντιμετωπίσει ξανά τα μεγάλα αρπακτικά αλλά όχι και τους τρομακτικούς συντρόφους τους.
Ο απόκοσμος πολεμιστής τράβηξε το χέρι του μέσα από το στήθος του σκοπού και εκείνος σωριάστηκε νεκρός. Στράφηκε στον άλλο σκοπό που όρμησε μπροστά και διαπέρασε τον απόκοσμο πολεμιστή με το σπαθί του. Απτόητος εκείνος πλησίασε και βύθισε το χέρι στην κοιλιά του σκοπού που ένιωσε σαν ένα χέρι να του ξερίζωνε τα σωθικά, ένιωσε τη γεύση αίματος και χολής στο στόμα του και μετά τίποτα.

Ο Βίλνους αντίκρισε ένα χάος βγαίνοντας από τη σκηνή. Ο εχθρός βρισκόταν ανάμεσα στις σκηνές και έσφαζε αμείλικτα. Πολλοί ήταν ήδη νεκροί αλλά οι επιζώντες είχαν αρχίσει να οργανώνονται για άμυνα. Διέκρινε το Σοκάρ με μια ομάδα πολεμιστών ανάμεσά τους και ο Σάι να έχουν σχηματίσει κύκλο και να αμύνονται. Ο Σάι και άλλοι δύο τοξότες ήταν στο εσωτερικό του κύκλου για να μπορούν να τοξεύουν ενώ οι υπόλοιποι μάχονταν εκ του σύνεγγυς. Στα πόδια του Σάι μπορούσε να δει κουλουριασμένη την υπηρέτρια του Καλ.
Αναζήτησε το μάγο αλλά δεν τον διέκρινε πουθενά. Εντόπισε την Αδάρα να μάχεται. Η νομάδας ήταν ολόγυμνη και παρά την κρίσιμη κατάσταση το βλέμμα του σταμάτησε στην μορφή της, τα μυώδη μπράτσα της, το στιβαρό κορμί και τα στητά στήθη, τους σφικτούς της γλουτούς. Η Αδάρα κοιμόταν γυμνή και είχε περάσει κατευθείαν στη μάχη χωρίς να ντυθεί, παρά το κρύο ιδρώτας γυάλιζε στο κορμί της όπως με το μεγάλο τσεκούρι της πολεμούσε. Αποκεφάλισε έναν αιωρούμενο πολεμιστή που μεταμορφώθηκε σε μια τολύπη καπνού και εξαφανίσθηκε.
-Χτυπάτε τα κεφάλια! φώναξε ο Βίλνους πλησιάζοντας την οργανωμένη άμυνα με την Σέλμιορ. Η μάγισσα πέρασε στο εσωτερικό και εκεί στάθηκε, άρχισε να αυτοσυγκεντρώνεται.
Ο Βίλνους μπήκε στη μάχη. Αποκεφάλισε έναν αιωρούμενο πολεμιστή και μετά επιτέθηκε σε έναν λύκο βυθίζοντας την λάμα του στο λαιμό του τέρατος. Την τράβηξε και στράφηκε να πολεμήσει τον επόμενο εχθρό. Η Σέλμιορ του πέταξε το μενταγιόν και το φόρεσε. Η μάγισσα έδειξε με το δεξί της χέρι και με το δείκτη τεντωμένο δύο φασματικούς πολεμιστές και έμειναν τελείως ακίνητοι. Ο Βίλνους εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία από το ξόρκι ακινητοποίησης για να τους εξουδετερώσει.
Ένας λύκος έριξε κάτω έναν πολεμιστή και βύθισε τη μουσούδα στην κοιλιά του ξεσκίζοντας τα σωθικά του ενώ ήταν ακόμα ζωντανός, ο Σάι έστειλε ένα βέλος στο λαιμό του βάζοντας τέλος στο μαρτύριό του. Ύστερα τόξευσε τον λύκο που μούγκρισε καθώς το βέλος καρφώθηκε στο πλευρό του. Στράφηκε προς τον νεαρό πολεμιστή που διατήρησε την ψυχραιμία του και πέρασε ακόμα ένα βέλος στο τόξο και το έστειλε κατευθείαν στο μάτι του θηρίου που σωριάστηκε νεκρό.
Μια πορφυρή φλόγα έκαψε το χταποδόμορφο τέρας. Ο Βίλνους στράφηκε και εντόπισε την πηγή της. Οι Εού είχαν μαζευτεί όλοι γύρω από την κεντρική σκηνή του καταυλισμού όπου είχαν καταφύγει τα παιδιά και οι γυναίκες και αμύνονταν εναντίον των λύκων, οι αιωρούμενοι πολεμιστές δεν είχαν πάει εκεί, είχαν προτιμήσει τους άνδρες του Βίλνους. Δίπλα στην Αχούκ στεκόταν ο Ράουμας που ήταν ο αυτουργός της πύρινης επίθεσης. Σήκωσε το χέρι του και μια νέα πύρινη μπάλα εμφανίστηκε. Αυτή τη φορά ανέφλεξε δύο λύκους μαζί.
Από το σκοτάδι ξεπρόβαλλε ένα ον που έκανε την Αλόα να ουρλιάξει από φόβο. Έμοιαζε με εκείνα τα έντομα που έτρεχαν στα πατώματα των πιο βρώμικων πανδοχείων που είχαν δει οι πολεμιστές αλλά είχε το μέγεθος πόνυ.
-Μα τι τρώνε και γίνονται έτσι; αγανάκτησε ο Σάι στέλνοντας ένα βέλος στο ον αυτό που εξοστρακίστηκε πάνω στο σκληρό κέλυφός του.
-Εμάς θα φάει αυτό, μούγκρισε ο Σοκάρ και επιτέθηκε στο τεράστιο τέρας τσακίζοντας με το γιαταγάνι του τα μακριά πόδια ως που να το αναγκάσει να χαμηλώσει και να βυθίσει τη λάμα του στο μακρόστενο κεφάλι του.
Ο Βίλνους απέκρουσε την επίθεση ενός φασματικού πολεμιστή και ένας δεύτερος έσπευσε να επιτεθεί όσο ήταν μπλοκαρισμένη η σπάθα του αλλά καθώς το χέρι του άγγιζε το στέρνο του πάγωσε και διαλύθηκε σε καπνό όπως και οι άλλοι. Το μενταγιόν είχε δράσει και πάλι. Έριξε μια ματιά στο πεδίο της μάχης γύρω του, τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Παρά τις προσπάθειες του Ράουμας και των πολεμιστών η μάχη έβαινε κατά τους, ελάχιστοι άνδρες είχαν απομείνει όρθιοι να πολεμούν γύρω από τον Σοκάρ και δεν άντεχαν για πολύ ακόμα.

Νυχτερινή Πένα Ετών Έξι

Author: Νυχτερινή Πένα /

Έχουμε γενέθλια σήμερα!
Όχι τα δικά μου,  αυτά περάσανε πριν από λίγο καιρό. Σήμερα γιορτάζει τα γενέθλιά της η Νυχτερινή Πένα. Έκλεισε τα έξι!
Πριν έξι χρόνια σαν σήμερα ξεκίνησα δειλά - δειλά να κάνω τα πρώτα μου βήματα στον χώρο των ιστολογίων. Είχα πολλά να μάθω τεχνικά και μη μιας και ως τότε δεν είχα ιδέα.
Τώρα έχω ένα ιστολόγιο σε ηλικία παιδιού στο δημοτικό, ( ένα μικρό πρωτάκι! ) και έχω μάθει πολλά όχι μόνο για την τεχνολογία αλλά και για τους ανθρώπους. Μπορώ να πω περισσότερα για τους ανθρώπους. Γνώρισα τόσους πολλούς μέσα σε αυτά χρόνια, εύχομαι να γνωρίσω και άλλους ακόμα.

Χαίρομαι που σας γνώρισα όλους εκεί έξω, είναι ένα πολύ όμορφο συναίσθημα να ξέρεις την ώρα που γράφεις ότι κάποιος εκεί έξω σε διαβάζει. Να ξέρεις ότι επικοινωνείς με ανθρώπους που πιθανότατα δεν θα συναντήσεις ποτέ από κοντά αλλά αυτό δεν σε εμποδίζει να τους θεωρείς φίλους σου και να μοιράζεσαι μαζί τους πράγματα που δεν μοιράζεσαι με ανθρώπους γύρω σου. Σας ευχαριστώ που μου το δίνετε αυτό.

Η Κρύπτη Της Ναβίρα 4

Author: Νυχτερινή Πένα /

VΙ

Το πρωί ξεκίνησαν και πάλι κάτω από έναν συννεφιασμένο ουρανό, παρότι πήγαιναν πεζοί τώρα οι άνδρες του Βίλνους είχαν καλό ηθικό και πάλι τραγουδούσαν κατά διαστήματα για να ζεσταθούν. Ο Βίλνους προπορευόταν με τον Σοκάρ μαζί του, τον μόνο που είχε ενημερώσει για το περιστατικό της νύχτας αν και κάποια πράγματα όλοι τα είχαν αντιληφθεί μιας και τα είχαν καταλάβει οι σκοποί.
Ο Καλ Μαλγκοράν περπατούσε με τους υπηρέτες του με καλή διάθεση. Κάθε βήμα τον έφερνε πιο κοντά στον στόχο του και είχε ήδη καταστρώσει το σχέδιό του για να στερήσει την αμοιβή από τον Βίλνους και τους άνδρες του. Όσο για την υπηρέτριά του, θα ξανάπεφτε στα χέρια του και τότε θα την πονούσε πολύ περισσότερο από αυτό το βράδυ που είχε περάσει.

Ήταν κοντά στην ώρα που ο Βίλνους θα διέταζε να σταματήσουν για ξεκούραση και να φάνε κάτι, όταν είδαν μπροστά τους ένα μικρό καταυλισμό από σκηνές. Σκυλιά άρχισαν να αλυχτούν καθώς ο μικρός στρατός του Βίλνους πλησίασε κάνοντας ένα πλήθος ανθρώπων ντυμένων με γούνες και οπλισμένων με κοντάρια ή καμάκια και τσεκούρια, να παραταχθεί στην είσοδο του οικισμού.
-Είναι Εού, είπε η Αδάρα ερχόμενη δίπλα στον Βίλνους, είναι μια φυλή αδερφική με τη δική μου αλλά δεν περίμενα να τους βρω τόσο βόρεια.
-Μιλάνε την κοινή;
-Θα πρέπει.
-Έλα μαζί μου για την περίπτωση που θα χρειαστώ βοήθεια. Σοκάρ, σε αναμονή και ετοιμότητα, δεν ξέρουμε ακόμα ποια θα είναι η συνέχεια.
Πλησίασε τον καταυλισμό με την Αδάρα δίπλα του και παρατήρησε ότι δεν ήταν πολλοί οι νομάδες εδώ. Πάνω κάτω σαράντα ψυχές, άνδρες γυναίκες και παιδιά. Μια γυναίκα έκανε μπροστά, ήταν μεσόκοπη αλλά στα μάτια της διέκρινε σοφία και δύναμη.
-Είμαι η Αχούκ, είπε η γυναίκα, η σαμάνος της φυλής αυτής. Ποιοι είστε και που πηγαίνετε σε αυτήν την καταραμένη γη;
-Είμαι ο Βίλνους Ντρομέθια, είπε ο πολεμιστής, και αυτοί είναι οι άνδρες μου. Πηγαίνουμε στο Ακροπύργιο Βάνγκαρντ για να αντιμετωπίσουμε το κακό που φωλιάζει εκεί και να σώσουμε μια αιχμάλωτη.
Τα μάτια της σαμάνου έλαμψαν ακούγοντας τα τελευταία λόγια του.
-Πρόσεχε πολεμιστή, πολλά δεν είναι αυτό που δείχνουν και ο τόπος αυτός έχει πολλούς τρόμους ακόμα και για τους πιο ατρόμητους. Ίσως όμως είσαι εσύ που θα δώσεις ένα τέλος.
-Εσείς πως βρεθήκατε εδώ Μεγάλη Μητέρα; ρώτησε η Αδάρα δίνοντας στη σαμάνο τον παραδοσιακό τίτλο των νομάδων.
Εκείνη την κοίταξε σαν να την πρόσεξε μόλις εκείνη τη στιγμή. Το πρόσωπό της φωτίστηκε.
-Μια κόρη των πεδιάδων. Χαίρομαι που σε βλέπω. Βρεθήκαμε στην περιοχή εξαιτίας μια θύελλας που μας έκανε να χάσουμε το δρόμο μας. Κατασκηνώσαμε εδώ για τη νύχτα και μας επιτέθηκαν τέρατα και ανείπωτοι τρόμοι, σε ετούτο το καταραμένο μέρος και οι νεκροί περπατάνε. Μας αποδεκάτισαν και σκότωσαν τα περισσότερα σκυλιά μας και κατέστρεψαν τα έλκηθρά μας. Δεν είχαμε πια τον τρόπο να φύγουμε. Μείναμε εδώ με την ελπίδα να επιβιώσουμε ως την άνοιξη και να φτιάξουμε νέα έλκηθρα για να μπορέσουμε να μετακινηθούμε.
Ο Βίλνους κοίταξε τον ορίζοντα, μπορούσε να δει το Ακροπύργιο τώρα τυλιγμένο σε μια καταιγίδα. Το ένιωθε πως κάτι κακό ελλόχευε εκεί μέσα, θα το ένιωθε ακόμα και αν το αντίκριζε για πρώτη φορά χωρίς να έχει ακούσει τίποτα για αυτό.
-Πόσο μακριά είναι; ρώτησε.
-Όχι πάνω από δύο ώρες, είπε η Αχούκ.
-Θα μας προλάβει η καταιγίδα. Πρέπει να μείνουμε εδώ και να κινηθούμε αμέσως μετά.
-Φτιάξτε τις σκηνές σας κοντά στις δικές μας, είπε η σαμάνος, αλλά να μην αφήσετε κενά ανάμεσά τους, προσέξτε την άμυνά σας, σίγουρα θα έρθουν την νύχτα. Και είναι πολύ επικίνδυνα αυτά τα όντα.
Ο Βίλνους ένευσε και γύρισε κοντά στον Σοκάρ να δώσει εντολές. Η Αδάρα έκανε να τον ακολουθήσει αλλά η Αχούκ την κράτησε.
-Θέλω να σου μιλήσω, είπε.

Έστησαν τις σκηνές τους μαζί με των νομάδων χωρίς να αφήσουν κενά και φροντίζοντας να κλείσουν τα όποια κενά δεν μπορούσαν να αποφύγουν με τοίχους από χιόνι στους οποίους κάρφωσαν λόγχες. Ο Βίλνους και ο Σοκάρ όρισαν βάρδιες φρουράς και τους άφησαν να ξεκουραστούν.
Είχαν μόλις ολοκληρώσει την εγκατάστασή τους όταν τους έφτασε η καταιγίδα και σκοτείνιασε το απόγευμα σαν να ήταν νύχτα. Ο αέρας λυσσομανούσε τραντάζοντας τις σκηνές και σηκώνοντας χιόνι από το έδαφος μειώνοντας την ορατότητα ενώ συνέχιζε να πέφτει και από τον ουρανό πυκνό με μεγάλες νιφάδες.
Έφαγαν στις σκηνές τους από τα εφόδια που είχαν, δεν ήταν δυνατόν να ανάψουν φωτιές. Ακόμα και οι Εού που ήταν προσαρμοσμένοι καλύτερα στο περιβάλλον είχαν φωτιά μόνο στην σκηνή που χρησίμευε ως κέντρο της μικρής του κοινότητας.

Ο Βίλνους ετοιμαζόταν για ύπνο όταν το φύλλο που κάλυπτε την είσοδο της σκηνής ανασηκώθηκε και μπήκε η Αχούκ. Ο πολεμιστής έκανε να σηκωθεί αλλά η αρχηγός των Εού του έκανε νόημα να μείνει καθισμένος και βολεύτηκε και εκείνη απέναντί του.
-Βίλνους Ντρομέθια, είπε, τα πνεύματα μου αποκάλυψαν ότι σύντομα θα αφήσω τον κόσμο αυτό. Χρειάζεται ένα πρόσωπο με δύναμη και χαρακτήρα για να οδηγήσει τους ανθρώπους μου.
-Πως μπορώ να βοηθήσω; Δεν ανήκω στο λαό σου.
-Το πρόσωπο που θα οδηγήσει τους ανθρώπους μου είναι η Αδάρα.
Ο Βίλνους δεν ξαφνιάστηκε από την επιλογή. Ήξερε πως η Αδάρα είχε αφήσει την φυλή της για να χαράξει δικό της πεπρωμένο, ήταν ανεξάρτητο πνεύμα και ηγετική φυσιογνωμία.
-Και πάλι δε βλέπω τι έχω να κάνω εγώ, με την Αδάρα πρέπει να μιλήσεις.
-Μίλησα, και είναι σύμφωνη. Αλλά χρειάζεται τη δική σου άδεια λέει, μιας και έχει μπει στην υπηρεσία σου.
-Δεν θα την εμποδίσω, έχεις το λόγο μου.
-Σε ευχαριστώ, είπε η Αχούκ, είθε κάθε σου βήμα να είναι ευλογημένο και μόνο νίκη να στέφει τα όπλα σου.
Βγήκε από τη σκηνή αφήνοντας τον Βίλνους σκεφτικό.

Η Κρύπτη Της Ναβίρα 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

V

Ο Βίλνους στάθηκε μπροστά στην πόρτα του μεγάλο αρχοντικού του Καλ Μαλγκοράν και χτύπησε το σε σχήμα γύπα ρόπτρο. Αμέσως μια νεαρή υπηρέτρια άνοιξε και τον οδήγησε σε ένα κυκλικό χωλ και του είπε να περιμένει. Το χωλ ήταν γυμνό από έπιπλα και διακοσμήσεις, ένας απλός ενδιάμεσος χώρος όπου κατέληγαν δυο σκάλες από τον επάνω όροφο και ανοίγονταν πόρτες για το εσωτερικό του σπιτιού.
Ο Καλ εμφανίστηκε στην κορυφή της μίας σκάλας και άρχισε να την κατεβαίνει, φορούσε ρούχα κατάλληλα για ταξίδι και στη ζώνη του κρεμόταν ένα πουγκί με συστατικά των ξορκιών του.
-Βλέπω μάζεψες ένα μικρό στρατό. Δεν είναι και άσχημη σκέψη. Εγώ θα έχω μαζί μου μόνο τρεις υπηρέτες.
-Ωραία, είπε ο Βίλνους. Είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Εσείς;
-Ναι, βέβαια.
-Μου κάνει εντύπωση πως δεν ζήτησες βοήθεια από τη Συντεχνία, είπε ο Βίλνους. Δεν έχετε αλληλεγγύη μάγου προς μάγο;
-Το σκέφθηκα όταν πρωτοείδα το όραμα αλλά εκείνοι δεν μιλάνε καθόλου για την κρύπτη και το ακροπύργιο. Μετά δεν είμαι μέλος της Συντεχνίας για να μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο.
-Γιατί δεν είσαι;
-Θέμα αρχής και προτεραιοτήτων, είπε απότομα ο Καλ, είμαι πρώτα έμπορος και μετά μάγος. Η τέχνη είναι για εμένα ακόμα ένα εμπορεύσιμο αντικείμενο. Οπότε δεν περιμένω τίποτα από εκεί αλλά από σας.
-Θα το επιτύχουμε, είπε με βεβαιότητα ο Βίλνους. Το συμβόλαιο;
Ο μάγος έβαλε το χέρι του μέσα στο μανίκι του μανδύα του και έβγαλε ένα τυλιγμένο ρολό περγαμηνής. Τον έτεινε στον πολεμιστή που τον άνοιξε και τον διάβασε γρήγορα. Μετά τον τύλιξε και βγήκε έξω. Τον τακτοποίησε στο σακίδιό του και μετά ανέβηκε στη σέλα. Προχώρησε στην κορυφή της φάλαγγας και μόλις ο Καλ και οι υπηρέτες του ήρθαν με τα άλογά τους, έδωσε το πρόσταγμα να ξεκινήσουν.
-Ελπίζω εκεί πέρα που θα πάμε να μην κάνει πιο πολύ κρύο από’ δω. Θα γίνω παγοκολόνα, είπε ο Σοκάρ.
Ο Σοκάρ ήταν γεννημένος στο μακρινό νότο, όπως μαρτυρούσε και το χρώμα του δέρματός του, και μαθημένος στα ζεστά κλίματα αν και δεν είχε διστάσει να ακολουθήσει τον Βίλνους οπουδήποτε στον κόσμο. Τώρα το κρύο το ένιωθε πιο έντονο από κάθε άλλον. Ήταν ντυμένος με την ραφινάτη, φαρδιά ενδυμασία των κατοίκων της πατρίδας του σε μαύρο με μόνο το κάλυμμα της κεφαλής να είναι λευκό, στο πλευρό του κρεμόταν το γιαταγάνι με την φαρδιά λεπίδα που ήταν επίσης παραδοσιακό του λαού του.
-Φοβάμαι ότι θα κάνει τόσο που μόνο η Αδάρα θα νιώθει άνετα, απάντησε ο Βίλνους.
Έριξε ένα βλέμμα στην νομάδα πολεμίστρια που προχωρούσε καβάλα στο μεγαλόσωμο άλογό της. Με τα μαλλιά της πιασμένα σε μια κοτσίδα που έπεφτε βαριά στην πλάτη της και με τα σχέδια που είχε ζωγραφισμένα στο πρόσωπο, τα διακριτικά της φυλής και της θέσης της έδειχνε έτοιμη για μάχη, το βλέμμα της, σκληρό και ακλόνητο έπειθε ότι δεν θα έδειχνε έλεος σε αυτήν. Καταγόταν από την τελείως αντίθετη πλευρά του κόσμου από το Σοκάρ αλλά είχαν μάθει να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο.
-Και τα μαγικά παιδιά, είπε ο Σοκάρ, όλο και κάποιο ξόρκι θα μπορούν να κάνουν για να ζεσταθούν.
Ο Βίλνους χαμογέλασε, ο Σοκάρ είχε σκαρφιστεί την ονομασία για να αναφέρεται στους δύο μάγους όταν είχαν έρθει στην ομάδα τους και είχε παραμείνει, τα μαγικά παιδιά ή τα μαγικά αδέρφια. Τώρα ίππευαν σε δυο άλογα δίπλα δίπλα. Ο Ράουμας φορούσε έναν κόκκινο μανδύα με φαρδιά μανίκια και κουκούλα, η αδερφή του φορούσε έναν λευκό με γούνινο φινίρισμα, προφανώς για το κρύο, οι συνήθεις χιτώνες της ήταν πιο ανοιχτοί. Ο Ράουμας ήταν ψηλός με μακριά μαύρα μαλλιά και ίδιου χρώματος μάτια που κοιτούσαν διαπεραστικά. Η αδερφή του, παρότι δίδυμη, ήταν τελείως διαφορετική, τα μαλλιά της ένα φλογάτο κόκκινο την έκαναν να ξεχωρίζει οπουδήποτε ενώ τα μάτια της είχαν ένα γλυκό μελί χρώμα. Εκείνη τη στιγμή κοίταξε τον Βίλνους και ο πολεμιστής ένιωσε πως το κρύο δεν ήταν παρά μια απλή ενόχληση.

Το ταξίδι για το Φιν δεν παρουσίασε κανένα πρόβλημα και το βράδυ της δεύτερης ημέρας έφτασαν στον μικρό οικισμό. Λίγα σπίτια χτισμένα γύρω από ένα πηγάδι και ένα εμπορικό κατάστημα ήταν όλο και το χωριό.
Στης μάχης τη φωτιά είμαστε ψημένοι
και του πολέμου το αμόνι σφυρηλατημένοι,
εμπρός εν όπλοις αδερφοί μου αγαπημένοι
ας δείξουμε σε όλους από τι είμαστε φτιαγμένοι!
Ο Ντενάουμπις και οι άνδρες της ομάδας του τραγουδούσαν για να ζεσταθούν στο κρύο του βραδινού, ένα παλιό τραγούδι των μισθοφόρων. Ο πολεμιστής είχε ζήσει όλη τη ζωή του σχεδόν σαν μισθοφόρος κάτι που του έδινε κύρος ανάμεσα στους άνδρες και τον αποδέχονταν σαν δικό τους. Ήξερε πώς να διατηρεί το ηθικό τους και να τους κάνει να ξεχνάνε τις μακριές πορείες. Τραγουδούσαν την επωδό όταν πλησίασαν το χωριό και με τη διαταγή του Βίλνους για τέλος και κατασκήνωση για το βράδυ σταμάτησαν.
Ο πολεμιστής με τον Καλ πήγαν στο χωριό για να βρουν μέρος να σταβλίσουν τα άλογα που θα άφηναν εδώ και να νοικιάσουν έλκηθρα με σκυλιά που θα ήταν το μεταφορικό τους μέσο από εδώ και πέρα. Το μέσο για την μεταφορά των εφοδίων τους, οι ίδιοι θα περπατούσαν πλέον.

Η νύχτα έπεσε για τα καλά, οι άνδρες δείπνησαν και έπεσαν για ύπνο στις σκηνές που είχαν στήσει εκτός από τους φρουρούς. Ο Βίλνους και ο Σοκάρ είχαν συνεννοηθεί να αλλάξουν τους φρουρούς σε συντομότερο διάστημα από ότι συνήθως για να ξεκουραστούν όλοι εν όψει της πορείας της αυριανής μέρας αλλά και για να μην τους καταβάλλει το κρύο.
Ο πολεμιστής είχε μόλις ξαπλώσει σε ένα στρώμα από δέρματα στη σκηνή του όταν ακούστηκε ένα ουρλιαχτό στη σιγαλιά της νύχτας. Ο Βίλνους κατάλαβε ότι ήταν γυναικεία κραυγή αλλά δεν ήταν η Σέλμιορ και δεν μπορούσε να φανταστεί την Αδάρα να βγάζει τέτοια φωνή. Ίσως είχε ακουστεί από το χωριό.
Άκουσε τον Σάι να μιλάει με κάποιον και να ρωτάει και μετά μια κραυγή πόνου από τον νεαρό. Αυτό ήταν πλέον θέμα που έπρεπε να το εξετάσει. Σηκώθηκε και βγήκε από τη σκηνή με τη σπάθα του στο χέρι.

Ο Καλ Μαλγκοράν στριφογύριζε στο στρώμα του χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί. Είχε στο μυαλό του συνέχεια την εικόνα της πριγκίπισσας που τον περίμενε να τη σώσει. Αναγνώριζε στον εαυτό του ότι τα κίνητρά του δεν ήταν αγνά, ποτέ δεν θα την ελευθέρωνε για να την σώσει απλά και να την αφήσει να φύγει ελεύθερη, την ήθελε δική του. Μόνο δική του. Παρότι ήταν σεμνή το φόρεμα που οι φύλακές της της είχαν δώσει να φοράει δεν έκρυβε πολλά και έτσι είχε χορτάσει το βλέμμα του στα κάλλη της που τώρα ποθούσε πυρετικά.
Για πολύ καιρό έσβηνε αυτόν τον πόθο όπως πολλοί άνδρες σε ερωμένες και πόρνες αλλά μετά αυτό δεν ήταν πια αρκετό, ο πόθος είχε γίνει άσβεστη φωτιά. Τώρα η συνεύρεση με άλλες γυναίκες δεν ήταν αρκετή έπρεπε να τους προκαλεί πόνο για να νιώσει έστω και για λίγο ικανοποίηση.
Και τώρα που ήταν τόσο κοντά στον στόχο του ένιωθε τη φλόγα του πόθου να τον καίει απτή σαν να ήταν αληθινή φωτιά. Μια ακόμα ημέρα και μετά θα έφταναν εκεί. Οι πολεμιστές θα έκαναν ό,τι έπρεπε και θα έπαιρναν την αμοιβή τους και εκείνος το αντικείμενο του πόθου του.
Αλλά όσο κοντά ήταν τόσο τον έκαιγε ο πόθος, η ανάγκη για ένα γυναικείο κορμί ήταν επιτακτική σαν να είχε ένα μαχαίρι στο λαιμό. Είχε προνοήσει για αυτό. Ανασηκώθηκε και κοίταξε την υπηρέτριά του που κοιμόταν δίπλα του. Ανασήκωσε τα σκεπάσματά της και κοίταξε το γυμνό σώμα της, όπως είχε προστάξει κοιμόταν τελείως γυμνή. Άπλωσε το χέρι του στο χαλαρό από τον ύπνο σώμα της, αυτό ήταν καλό. Θα πονούσε ακόμα περισσότερο.

Ο Βίλνους έφτασε στη σκηνή του Καλ και στάθηκε, μπροστά στο άνοιγμα της σκηνής στέκονταν οι δύο υπηρέτες του μάγου με ρόπαλα στα χέρια και στο έδαφος ήταν πεσμένος ο Σάι.
-Τι έγινε εδώ; απαίτησε βλοσυρά ο πολεμιστής.
-Προσπάθησε να μπει στη σκηνή του εξοχότατου Καλ Μαλγκοράν και τον σταματήσαμε όπως έπρεπε.
-Σάι;
-Το ουρλιαχτό, Βίλνους, ακούστηκε από τη σκηνή.
Ο Βίλνους κοίταξε τον νεαρό τοξότη του. Δεν ήταν πεπειραμένος πολεμιστής, δεν είχε δει τι πάθαιναν οι γυναίκες σε πόλεις που έπεφταν σε εχθρικά χέρια, ακόμα και άτυχες χωριατοπούλες σε χωράφια που απλά περνούσε στρατός. Εκείνος ακόμα πίστευε ότι κάθε κοπέλα που θα ζητούσε βοήθεια έπρεπε να την έχει. Ο ίδιος ήταν πιο ρεαλιστής. Δεν θα προχωρούσε γι’ αυτό σε σύγκρουση με τον Καλ υπό φυσιολογικές συνθήκες. Αλλά τώρα τα πράγματα είχαν αλλάξει. Οι υπηρέτες είχαν χτυπήσει έναν από τους άνδρες του. Αυτό επουδενί  δεν θα έμενε ατιμώρητο.
Ο πολεμιστής κοίταξε τους δύο υπηρέτες.
-Είναι αλήθεια αυτό; ρώτησε.
-Ναι, είπε σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους ο ένας. Πιθανότατα ο κύριός μας πόνεσε την Αλόα.
-Και χτυπήσατε τον Σάι γι’ αυτό;
-Να μην ανακατευόταν.
Ήταν ο αδιάφορος τρόπος των απαντήσεων που εξόργισε τον πολεμιστή και επιτέθηκε. Αντίθετα με τον Σάι που ήταν ακόμα νέος και δεν είχε πείρα και επιπλέον ήταν τοξότης και όχι εκπαιδευμένος στη μάχη σώμα με σώμα, ο Βίλνους πολεμούσε πολλά χρόνια για να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τους δύο λακέδες. Με μερικά χτυπήματα ήταν και οι δύο πεσμένοι ανάσκελα ενώ εκείνος περνούσε την είσοδο της σκηνής για να βρει το μάγο να ριγεί από ηδονή. Τον άρπαξε από τους ώμους και τον πέταξε στο πλάι αποκαλύπτοντας το λεπτό σώμα μιας κοπέλας που έτρεμε από πόνο και φόβο.
Ο Βίλνους κοίταξε τον μάγο με αηδία. Εκείνος σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται.
-Δεν σου πέφτει λόγος τι κάνω, είπε απαντώντας στο βουβό κατηγορώ του πολεμιστή. Σε πληρώνω για μια αποστολή και αυτό απαιτώ από εσένα να κάνεις.
-Το ουρλιαχτό αυτό ακούστηκε σε όλη την περιοχή, αν το έκανες αύριο βράδυ θα μας πρόδιδες στο Ακροπύργιο και ποιος ξέρει τι θα ερχόταν πάνω μας. Και δεν είναι και ό,τι καλύτερο για το ηθικό των ανδρών μου, ξέρουν ότι δεν υπηρετούμε τυράννους και βασανιστές.
-Και τι θα κάνεις τώρα; Θα κάνεις πίσω;
-Όχι, είπε ο Βίλνους, αλλά θα σε εμποδίσω να το ξανακάνεις. Σάι!
Ο νεαρός πολεμιστής μπήκε στη σκηνή. Ο Βίλνους του έδειξε την κοπέλα και είπε:
-Πάρε την στην Σέλμιορ να την περιποιηθεί και μετά πάρε τη μαζί σου, θα την προστατεύσεις και δεν θα αφήσεις κανένα να την πειράξει. Κατάλαβες;
-Μάλιστα.
Ο Σάι βοήθησε την κοπέλα να σηκωθεί από τα δέρματα. Τα μάτια της έδειχναν τεράστια από τον τρόμο και τα δάκρυα. Αίμα έτρεχε στους μηρούς της και δεν φαινόταν να μπορεί να περπατήσει γι’ αυτό ο τοξότης την σήκωσε στα χέρια και βγήκε. Ο Βίλνους έριξε μια βλοσυρή ματιά στον Καλ και ακολούθησε.

Ημερολόγιο Συγγραφέα 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ακόμα και αυτήν την ώρα, αργά το βράδυ έχει τρομακτική ζέστη, βράζει το σύμπαν κατά το κοινώς λεγόμενο. Μόνο με μια φόρμα για να την αντέξω και με μια κούπα χυμό δίπλα μου συνεχίζω ωστόσο να γράφω μέχρι τελικής πτώσεως.
Από τους στόχους που έθεσα στην αρχή του έτους άλλοι επιτεύχθηκαν και άλλοι όχι, αιτία αυτού η δουλειά – άλλες δυσκολίες ευτυχώς δεν υπήρξαν φέτος – και κάποια πράγματα που έγραψα χωρίς να είναι αναμενόμενα κυρίως εξαιτίας του sff. Ας δούμε τι κάναμε.
Ο πρώτος στόχος ήταν να ολοκληρωθεί ο Θυρεός του Λέοντος. Συνεχίζεται, μεγαλώνει και πλουτίζει σε περιεχόμενο.
Ο δεύτερος στόχος ήταν η Πτήση 178, δεν ολοκληρώθηκε μέσα στον Ιανουάριο αλλά έγινε, οπότε αυτό αρκεί.
Ο τρίτος στόχος ήταν το Χωρίς Μάρτυρες, εδώ μείναμε πίσω δεν το έχω ακόμα ολοκληρώσει και έχει κάμποση δουλειά.
Ο τέταρτος στόχος ήταν οι Σταυροφόροι Ι και ολοκληρώθηκε, εκπρόθεσμα αλλά έγινε.
Ο πέμπτος στόχος ήταν η Επιχείρηση Υπεξαίρεση όπου έχουμε πάει άσχημα μιας και ακόμη δεν το έχω καν ξεκινήσει.
Ο έκτος στόχος ήταν η συνέχεια των Σταυροφόρων και θα ολοκληρωθεί μέσα στην εβδομάδα, αρκετά νωρίτερα από το προβλεπόμενο οπότε κάτι μπορεί να γίνει με το πρόγραμμα.
Πέρα από τους στόχους έγραψα εξαιτίας του sff τρεις ιστορίες – Άγνωστος Πλανήτης, Το Μάτι Του Μάρνους και την Κρύπτη Της Ναβίρα – για ισάριθμους διαγωνισμούς και ακόμα το Τέλειο Έγκλημα που γράφτηκε χάρη σε έναν φίλο από εκεί. Όλες αρκετά μεγάλες ιστορίες.
Ξεκίνησα επίσης μια καινούρια σειρά από νουβέλες φαντασίας που σύντομα θα δούμε και εδώ.
Και έχουμε συνέχεια, να δούμε τι άλλο θα επιτύχουμε στους επόμενους μήνες. Σχέδια υπάρχουν πολλά και όρεξη για γράψιμο πάντα αμείωτη.
Τέλος μια επισήμανση, οι παρατηρητικοί θα πρόσεξαν την αλλαγή στην αρίθμηση, αποφάσισα ότι είναι πιο πρακτικό οι καταχωρήσεις ημερολογίου να έχουν κάθε χρονιά αυτόνομη αρίθμηση.

Η Κρύπτη Της Ναβίρα 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

ΙΙΙ

Καθισμένη στον πέτρινο θρόνο στο μέσο του δωματίου η μάγισσα γέλασε με ικανοποίηση. Το σχέδιό της είχε δώσει τους καρπούς που έπρεπε. Σε λίγο θα ήταν ελεύθερη και τότε… Τότε όλοι θα ένιωθαν την οργή της και όσοι ζούσαν θα την λάτρευαν σαν θεά, όχι σαν μια θεότητα καλοσυνάτη και ελεήμονα αλλά σαν μια μοχθηρή και πανίσχυρη θεά που ένα καπρίτσιο της μπορούσε να βάλει φωτιά σε χωριά και να ξεκληρίσει οικογένειες. Θα τη λάτρευαν από φόβο για να συνεχίσουν να ζουν, ακριβώς όπως και οι πρόγονοί τους αιώνες πριν.
Αιώνες είχε βασιλέψει σαν απόλυτη κυρίαρχος και μετά οι μάγοι την είχαν νικήσει, είχαν διαλύσει τις στρατιές των πλασμάτων της και την είχαν φυλακίσει. Αδυνατώντας να την καταστρέψουν την είχαν κλείσει σε αυτό το κελί που θα την κρατούσε δέσμια για πάντα. Είχε γελάσει πιστεύοντας ότι μόλις ανέκαμπτε θα ήταν εύκολο να αποδράσει αλλά είχε διαπιστώσει ότι ήταν αδύνατο, το μαγικό πεδίο που είχαν δημιουργήσει οι μάγοι ήταν πανίσχυρο. Καταραμένη Συντεχνία!
Της πήρε αιώνες να βρει πως θα το κατέστρεφε. Το πεδίο την κρατούσε μέσα και δεν επέτρεπε σε κανένα ον με μαγική αύρα να περάσει προς εκείνη αλλά μπορούσε να περάσει οποιοσδήποτε άλλος που δεν είχε μαγικές δυνατότητες, κάθε φορά που αυτό συνέβαινε εξασθενούσε το πεδίο και κατά λίγο. Ο χρόνος όμως που περνούσε την είχε εξασθενήσει και οι προσπάθειες να βρει τη λύση είχαν καταναλώσει τις δυνάμεις της. Θα έμενε εκεί μέσα για πάντα, σαν ένα αξιοθρήνητο απομεινάρι της παλιάς της δόξας.
Δεν αποδέχτηκε αυτή τη μοίρα που ήθελε να της επιβάλλει η Συντεχνία. Με τις τελευταίες δυνάμεις της ύφανε δύο ξόρκια. Το πρώτο ξόρκι ήταν μια πανίσχυρη γητεία. Άρχισε να επισκέπτεται τα όνειρα ενός μάγου και εμπόρου, του παρουσιάστηκε σαν μια ατυχής πριγκίπισσα που είχε φυλακισθεί και θα γινόταν δική του αν την ελευθέρωνε μαζί με τα πλούτη της. Στην αρχή το είχε περάσει για όνειρο αλλά τον είχε πείσει ότι ήταν αλήθεια. Οι εκκλήσεις της αθώας κοπέλας ενέπνευσαν στον μάγο μια αγάπη που γρήγορα έγινε ανεξέλεγκτος πόθος. Και έκανε το παν για να τη σώσει.
Είχε στείλει πολλούς πολεμιστές να τη σώσουν. Κάποιοι δεν είχαν καταφέρει να περάσουν τους τρόμους του κάστρου, μερικά ήταν δικά της πλάσματα αποτρελαμένα από αιώνες που είχαν μείνει ακυβέρνητα, άλλα τα είχαν βάλει οι μάγοι για να απαγορεύουν την πρόσβαση στη φυλακή της. Οι περισσότεροι είχαν φτάσει ως εκείνη και είχαν περάσει χωρίς να το καταλάβουν το μαγικό πεδίο κάνοντας αυτό που έπρεπε.
Η γητεία όμως είχε στραγγίξει την δύναμή της και δεν θα επιζούσε από τη διαδικασία αν δεν ήταν το δεύτερο ξόρκι της. Αυτό της επέτρεπε να απορροφά από τα θύματά της την ζωτική τους ενέργεια. Έτσι διατηρούσε τη ζωή της και ανανέωνε τη νεότητά της απορροφώντας τη ζωή όσων έφταναν ως εκείνη. Όσο για τη δύναμή της… Είχε και για αυτή τη λύση από το ξόρκι που αφαιρούσε τα πάντα από τα θύματά της.
Σηκώθηκε από το θρόνο που αμέσως εξαφανίσθηκε σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Έπρεπε να ξεκουραστεί και να περιμένει την άφιξη των θυμάτων που θα τα άλλαζαν όλα.


  
IV

Ο Σάι Λάινγουολ ήταν ο πιο νεαρός πολεμιστής που είχε υπηρετήσει στις διαταγές του Βίλνους Ντρομέθια. Το έλεγε με καμάρι στα καπηλειά και τα κακόφημα σπίτια για να εντυπωσιάσει τις γυναίκες. Η καλή του εμφάνιση και τα μυώδη χέρια τοξότη που διέθετε βοηθούσαν επίσης. Ήταν ακριβώς η ικανότητά του με το τόξο που έκανε τον Βίλνους να τον πάρει στην ομάδα του παρά την ηλικία του. Και τώρα τα χρησιμοποιούσε ιδανικά αν έκρινε από τα επιφωνήματα της μελαχρινής καλλονής που τον είχε πάρει στο δωμάτιό της.
Ποτέ πριν δεν είχε πάει με γυναίκα αλλά ήθελε να δείξει έμπειρος. Ήθελε να δείξει άνδρας και όχι παιδαρέλι. Χάιδευε την κοπέλα με τα χέρια του στις πλούσιες καμπύλες της ενώ φιλούσε την κοιλιά της κατεβαίνοντας χαμηλά προς τη γυναικεία φύση της, είχε ακούσει από τους πολεμιστές στην εκστρατεία όταν μιλούσαν τα βράδια γύρω από τη φωτιά ότι άρεσε πολύ στις γυναίκες αυτό.
-Όταν πας με μια γυναίκα να βεβαιώνεσαι πρώτα ότι δε σκοπεύει να σε μαχαιρώσει μόλις χαλαρώσεις.
Ο Σάι τινάχθηκε. Δίπλα στο κρεβάτι στεκόταν ο Βίλνους με τη σπάθα στο χέρι να σημαδεύει το λαιμό της γυναίκας. Ο Σάι σηκώθηκε από το κρεβάτι κοιτώντας τη γυναίκα σαν να μην ήταν πια μια ποθητή ερωμένη αλλά κάποιο τρομερό ον. Ο Βίλνους τράβηξε το σεντόνι από την άκρη του κρεβατιού όπου είχε χωμένο το ένα της χέρι και αποκαλύπτοντας ένα κοφτερό μαχαίρι.
-Γιατί να με σκοτώσεις; είπε ο Σάι.
-Για το γεμάτο πουγκί, είπε εκείνη.
Ο Βίλνους κούνησε το κεφάλι του. Ύστερα με μια απότομη κίνηση βύθισε την αιχμή της λάμας στο λαιμό της. Η γυναίκα σπαρτάρισε μια στιγμή και έμεινε ακίνητη.
-Άλλη φορά να προσέχεις περισσότερο, είπε ο πολεμιστής στον νεαρό άνδρα.
-Ευχαριστώ Βίλνους, πως το έμαθες;
-Σε αναζήτησα γιατί βρέθηκε μια δουλειά για εμάς και μαθαίνοντας με ποια είχες φύγει από το καπηλειό βιάστηκα γιατί ήξερα ότι κινδυνεύεις. Είχε μια φήμη η συγκεκριμένη γυναίκα.
-Τι δουλειά; Που πάμε;
-Βόρεια, στο Ακροπύργιο Βάνγκαρντ. Προς το παρόν πάμε στο πανδοχείο της Βέρθρα, έχω μαζέψει και τους υπόλοιπους.

Το πανδοχείο ήταν ένα μεγάλο κτίσμα με ισόγειο και πρώτο όροφο, ένα από τα πιο καλοφτιαγμένα και διατηρημένα κτήρια της πόλης. Ο Βίλνους παραμέρισε την μεγάλη δίφυλλη πόρτα και μπήκε ακολουθούμενος από τον Σάι. Βρέθηκαν στην μεγάλη σάλα του πανδοχείου όπου βρίσκονταν μαζεμένοι πάνω από πενήντα άνδρες. Καθισμένοι στα τραπέζια περίμεναν την άφιξή του.
Μπροστά μπροστά, κοντά στον πάγκο του πανδοχέα ήταν μαζεμένοι οι συνήθεις σύντροφοί του στις εκστρατείες. Ο Σοκάρ Σαλάγια, που υπηρετούσε ως υπαρχηγός του, η πολεμίστρια Αδάρα, η μάγισσα Σέλμιορ και ο δίδυμος αδερφός της και επίσης μάγος Ράουμας, ο πολεμιστής Ντενάουμπις και ο πρώην κλέφτης, πειρατής και πολεμιστής Ντρέηκ. Μιλούσαν με τους υπόλοιπους και τους προέτρεπαν να περιμένουν την επιστροφή του Βίλνους για να μάθουν γιατί τους είχε μαζέψει.
-Θα έρθει και θα μας εξηγήσει! έλεγε με τη βαθιά του φωνή ο Ντενάουμπις.
Ο Βίλνους προχώρησε και τον ακολούθησε ο Σάι. Πολλοί τον αντελήφθησαν και άρχισαν να απευθύνουν σε αυτόν τις ερωτήσεις. Εκείνος σήκωσε τα χέρια ψηλά ζητώντας ησυχία ως που έφτασε μπροστά και είπε:
-Λοιπόν, μαζευτήκατε εδώ όλοι όσοι δεν προλάβατε να φύγετε από την πόλη.
Αυτό ήταν αλήθεια. Είχε μαζέψει τους μισούς από τις ταβέρνες και τα κακόφημα σπίτια της πόλης και τους υπόλοιπους από την τοπική φυλακή όπου είχαν καταλήξει μετά από καυγάδες. Συνέχισε:
-Υπάρχει μια δουλειά για’ μας στο Ακροπύργιο Βάνγκαρντ με καλή αμοιβή. Πόσοι είστε μαζί μου;
Μια ομαδική ιαχή ακούστηκε και ο Βίλνους χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. Η φήμη του σαν πολεμιστή και ηγέτη είχε κάνει τους άνδρες να τον εμπιστεύονται πάντα.
Καταγράφηκαν όλοι στο έγγραφο στρατολόγησης, ήταν 58 άνδρες και ο Βίλνους τους χώρισε σε τρεις ομάδες, δυο από δεκαεννιά πολεμιστών και μια με είκοσι. Στην πρώτη με τους δεκαεννιά είχε μαζέψει και όσους είχαν τόξα ή άλλο τηλέμαχο όπλο όπως η βαλλίστρα. Σε αυτήν θα ανήκε και ο Σάι.
-Ντενάουμπις θα είσαι επικεφαλής της τρίτης ομάδας, Αδάρα της δεύτερης, Ντρέηκ της πρώτης, Σοκάρ έλεγξε εξοπλισμό και προμήθειες. Θα ξεκινήσουμε με το πρώτο φως της αυγής.

Η Κρύπτη Της Ναβίρα 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ι

Περίμενε να δει κιούπια με φλουριά και πολύτιμα σκεύη, αλλά όχι. Είχε μπει σε φυλακή. Υγρό σκοτάδι, από κάπου αριστερά του ακούγονταν σταγόνες να πέφτουν κι ένα βαρύ αγκομαχητό. Οι μπότες του κολλούσαν στο κρύο πάτωμα. Είπε: «Ποιος είναι εδώ;» και ένας βασανισμένος στεναγμός ήρθε από τη μαυρίλα αντί για απάντηση. Δεν υπήρχαν θησαυροί, πουθενά. Η Συντεχνία τον είχε ξεγελάσει. Σήκωσε το μικρό του φανάρι: γκρεμισμένες πέτρες στη μία γωνία μαζί με ένα δοχείο, και στην άλλη ένας σωρός από άχυρα, όπου ξάπλωνε μία γριά γυναίκα σε άθλια χάλια. Ο πολεμιστής πλησίασε και άλλο: η γυναίκα είχε ένα εντελώς σκεβρωμένο κορμί, το στόμα της έχασκε φαφούτικο και βρωμερό και στο κρανίο της δεν φύτρωνε σχεδόν τρίχα μαλλιών. Τα μάτια της, θαμπά από τα χρόνια, είχαν μια γαλακτώδη όψη. Δεν ήταν δεμένη, αλλά φαινόταν ανίκανη να κινηθεί. Αγκομαχούσε με αγωνία, έλεγες πως η κάθε της αναπνοή θα μπορούσε να είναι η τελευταία. Είχε στραφεί προς το μέρος του πολεμιστή σαν να τον έβλεπε.
-Ήρθες... είπε η γυναίκα. Η φωνή της ερχόταν σαν από βάθη σπηλαίου. Να περίμενε άραγε το φαγητό της;
Γονάτισε στο πλάι της, αν και ήταν προφανές πως κάθε βοήθεια θα ήταν άκαρπη σε εκείνο το ρημαγμένο κορμί. Ώσπου η γριά άπλωσε και τον έπιασε από το μπράτσο, βυθίζοντας στη σάρκα του νύχια αρπαχτικού. Τον τράβηξε με αναπάντεχη δύναμη προς το μέρος της κι ανάσανε στο πρόσωπό του:
-Διψάω... Ο άντρας ζαλίστηκε, του φάνηκε πως το κελί αντιλάλησε από τον ψίθυρό της και τον πολλαπλασίασε. Διψάω – διψάω- διψάω... «Ποιος μου μιλάει; Τι…» Γιατί η γυναίκα μιλούσε με πολλές φωνές και είχε δύναμη πολλών ανθρώπων. Το φανάρι του κύλησε πέρα με μεταλλική κλαγγή. Η γριά τον ρούφηξε και άλλο, ώσπου το στόμα της έγινε ένα πηγάδι, ώσπου μια δίνη τον κατάπιε ολότελα, χωρίς να προφτάσει καν να σκεφτεί τίποτα. Τον κατάπιε το απύθμενο σκοτάδι του θανάτου και δευτερόλεπτα αργότερα το σώμα του είχε γίνει σκόνη.
Η γριά ανασηκώθηκε από το αχυρένιο της στρώμα. Στάθηκε παραπαίοντας σαν να ήταν έτοιμη να σωριαστεί και πάλι κάτω αν και με κάθε βήμα φαινόταν να σταθεροποιείται. Τα κουρέλια κύλισαν από πάνω της αποκαλύπτοντας το σκελετωμένο σώμα της, σκεβρωμένο από τους αιώνες, ισχνό και στεγνό σαν να ήταν κάτω από τον καυτό ήλιο της ερήμου για καιρό. Στάθηκε.
Κάτω από το δέρμα της φαινόταν κίνηση, σαν να την διέτρεχαν σκουλήκια ή φίδια και την άλλαζαν. Η διαδικασία όμως δεν έδειχνε να της προκαλεί πόνο, κάθε άλλο. Μαλλιά εμφανίστηκαν στο σχεδόν γυμνό κρανίο και μάκρυναν, πυρόξανθα με απαλούς βοστρύχους. Τα μάτια της έπαψαν να είναι γαλακτώδη, τυφλά, έγιναν πράσινα με ένα σπινθηροβόλο σκληρό βλέμμα. Χαμογέλασε και το στόμα της ήταν γεμάτο τέλεια λευκά δόντια. Χάιδεψε ικανοποιημένη τα λεία και αψεγάδιαστα μάγουλά της. Αυτό που ήταν πρώτα ένα σκέλεθρο τώρα γινόταν δεμένο, χυμώδες κορμί με δέρμα στο χρώμα του μελιού. Το δέρμα γινόταν τέλειο και αρυτίδιαστο, τα μέχρι πριν λίγο κρεμασμένα, μαραζωμένα στήθη είχαν γίνει στητά και προκλητικά.
Πλησίασε την έξοδο της σπηλιάς και αμέσως ένα ισχυρό μαγικό πεδίο έλαμψε κλείνοντάς της το δρόμο. Σήκωσε το χέρι της και πρόφερε ένα ξόρκι. Το πεδίο έλαμψε πάλι αλλάζοντας χρώμα. Έγινε πορφυρό, το χρώμα του αίματος, το χρώμα της αποπλάνησης.


  

ΙΙ

Η ταβέρνα ήταν πολύβουη, οι θαμώνες μιλούσαν μεταξύ τους δυνατά και φώναζαν τις παραγγελίες τους στην ταβερνιάρισσα και τις σερβιτόρες ακόμα πιο δυνατά. Οι μυρωδιές από τα ψητά κρέατα και τις πικάντικες σάλτσες συναγωνίζονταν την οσμή των ξύλων στη φωτιά από τα δύο τζάκια στους αντικρινούς τοίχους και τον καπνό που παρήγαγαν αυτές οι φωτιές.
Αντίθετα με τους περισσότερους από τους πελάτες της ταβέρνας ο Καλ Μαλγκοράν καθόταν μόνος του σε ένα γωνιακό τραπέζι σχεδόν δίπλα στο τζάκι με αποτέλεσμα να είναι κρυμμένος στη σκιά. Δεν τον πείραζε είχε επιδιώξει να κάτσει σε αυτό το τραπέζι, ήθελε να κάνει συναλλαγές που δεν ήταν συνετό να τις δουν πολλοί. Κοίταξε γύρω του για τον άνθρωπο που είχε έρθει να συναντήσει. Δεν ήταν εδώ. Θα είχε καθυστερήσει, αναρωτήθηκε που. Από όσο ήξερε ο Βίλνους Ντρομέθια δεν είχε κανέναν στην πόλη, δεν ήταν από αυτά τα μέρη και δεν ήξερε ψυχή εδώ.
Βέβαια υπήρχαν μέρη όπου ένας άνδρας μπορούσε να βρει όση οικειότητα θα ήθελε αλλά είχε μάθει ότι ο Βίλνους είχε άλλη άποψη για την επαφή με τις γυναίκες και δεν ήθελε την πληρωμένη ηδονή των πορνείων. Δεν τον ενδιέφερε, αρκεί που θα έκανε την δουλειά που τον ήθελε.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο πολεμιστής πέρασε την πόρτα της ταβέρνας. Ήταν ψηλός, πιο ψηλός από τους δύο μπράβους που η ταβερνιάρισσα είχε για να βοηθάνε στην τήρηση της τάξης και να αποφεύγονται επιζήμιοι για την ταβέρνα καυγάδες, και γεροδεμένος κάτι που δεν έκρυβε το παντελόνι και το χιτώνιο που φορούσε κάτω από το μανδύα που έβγαλε μπαίνοντας. Είχε ξανθά μαλλιά κομμένα κοντά και ένα σοβαρό πρόσωπο στο οποίο δέσποζαν δύο γαλανά μάτια με διαπεραστικό βλέμμα, τυπικό παρουσιαστικό βόρειου. Δεν φορούσε θώρακα αλλά στο πλευρό του ήταν θηκαρωμένη μια βαριά σπάθα. Τον εντόπισε και πλησίασε προς το μέρος του. Το παρουσιαστικό και το μέγεθός του βοηθούσε να ανοίγει εύκολα δρόμο και δεν άργησε να φτάσει στον Καλ.
Κάθισε βαριά απέναντι στον Καλ και έριξε το μανδύα του στην άδεια καρέκλα από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. Ο Καλ έριξε μια ματιά στον πολεμιστή. Διέκρινε το κορδόνι ενός φυλακτού να κατεβαίνει από τον λαιμό του και να χάνεται μέσα στο χιτώνιό του και το πουγκί που ήταν δεμένο στη ζώνη του. Δεν κουβαλούσε τίποτα άλλο. Ικανοποιημένος από την πρώτη εντύπωση ύφανε ένα ξόρκι που θα κρατούσε τη συνομιλία τους μυστική.
-Φοβάσαι μήπως μας ακούσει κάποιος μέσα σε αυτήν την φασαρία; σάρκασε ο Βίλνους.
Ο Καλ δεν απάντησε αμέσως. Αναρωτήθηκε αν ο άνδρας απέναντί του συμπέρανε με τη λογική τι είχε κάνει ή αναγνώριζε το ξόρκι. Αν ναι, ήταν χρήστης της τέχνης ή απλά ήξερε να αναγνωρίζει κάποια πράγματα για αυτό που ήταν; Αποφάσισε πως δεν ήταν του παρόντος και απάντησε:
-Δεν είναι να εμπιστεύεσαι εδώ μέσα, και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Ένας που καμώνεται τον μεθυσμένο δεν είναι απαραίτητα και οι σερβιτόρες έχουνε σίγουρα καλή ακοή και ξεχωρίζουν τις φωνές.
-Μπορεί, πες μου λοιπόν γιατί με ζήτησες και θέλεις να μην μπορεί να μας ακούσει κανείς;
-Είσαι πολεμιστής με αξιόλογη φήμη Βίλνους, θέλω να κάνεις κάτι για εμένα.
-Σαν τι; είπε κοφτά ο πολεμιστής.
-Έχεις ακουστά το κάστρο του Χάλθαρκ;
-Το Ακροπύργιο Βάνγκαρντ, είπε ο πολεμιστής βλοσυρά, ακόμα και εγώ που δεν είμαι από εδώ το έχω ακουστά. Είναι το απώτατο προς βορράν σημείο του βασιλείου και λέγεται ότι μέσα του ζουν ανήκουστοι τρόμοι.
-Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα εκεί. Μια κρύπτη, η κρύπτη της Ναβίρα. Μέσα σε αυτή μια υπέροχη γυναίκα, μια πραγματική καλλονή, μια παρθένα που περιμένει εμένα, μαζί με ένα θάλαμο θησαυρούς. Είναι και αυτή ένας θησαυρός, ο πιο πολύτιμος. Φέρε τη σε’ μένα, σώα και αβλαβή και ανέγγιχτη! Κράτα όλα τα υπόλοιπα για εσένα. Και δεν θα χάσεις, είναι πολλά.
Ο πολεμιστής το σκέφθηκε. Είχε μόλις γυρίσει από μια νικηφόρα εκστρατεία με τον αφέντη του τόπου και ήθελε να επιστρέψει στη δική του πατρίδα αλλά μερικά λάφυρα ακόμη δεν θα ήταν άσχημη ιδέα. Ωστόσο είχε πληρώσει τους άνδρες και τους είχε αφήσει να φύγουν εκτός από κάποιους που ταξίδευαν μαζί του και η εποχή ήταν προχωρημένη για να πάνε βόρεια.
-Θα γυρίσω την άνοιξη, είπε.
-Πρέπει να γίνει τώρα! είπε ο μάγος. Δεν μπορώ να περιμένω.
-Γιατί δεν πας τότε εσύ; Δεν είσαι μάγος;
-Γιατί κανείς δεν γύρισε από εκεί και εγώ είμαι μάγος αλλά δεν είμαι πολεμιστής και η μαγεία μου δεν είναι πολεμική.
-Ζήτα βοήθεια από τη Συντεχνία των Μάγων.
-Δεν γίνεται, απαγορεύεται και η αναφορά στο κάστρο.
Ο πολεμιστής συνοφρυώθηκε. Έριξε μια ματιά γύρω στους θαμώνες που έρχονταν και έφευγαν απορροφημένοι από τις συζητήσεις τους, το καλό φαγητό και την πλούσια, αφρώδη μπίρα. Όλα όπως έπρεπε. Εκτός από την πρόταση του Καλ, δεν του άρεσε αυτή. Ήταν ωστόσο και μια καλή ευκαιρία.
-Πέρα από το Φιν δεν πάνε τα άλογα, είπε, θα έχει πέσει χιόνι πλέον και θα έχει παγώσει, θα χρειαστούν έλκηθρα.
-Θα το φροντίσω εγώ αυτό, είπε ο μάγος, είσαι μέσα;
-Τι θα κερδίσω εγώ;
-Τους θησαυρούς, είμαι ήδη πάμπλουτος δεν τους χρειάζομαι, είπε ο μάγος και πρόσθεσε με εμφανή ένταση, εγώ θέλω μόνο εκείνη.
Η φράση αυτή έκανε τον Βίλνους να αναρωτηθεί ξανά σε τι θα έμπλεκε. Αλλά πάλι χωρίς κίνδυνο κανείς δεν κέρδισε ποτέ τίποτα αξιόλογο.
-Και αν αυτοί καταστραφούν ή χαθούν;
-Θα σε αποζημιώσω εγώ, είπε ο μάγος, είσαι μέσα;
-Ναι, είπε ο Βίλνους. Θα ξεκινήσουμε με το πρώτο φως της αυγής.