3.
Συνέχισαν να
συναντιούνται ονειρικά, κάθε νύχτα τους έφερνε πιο κοντά να ανακαλύπτουν πόσα
κοινά είχαν, πόσο ταίριαζαν, πόσο θα μπορούσαν να είναι μαζί. Κάθε νύχτα
ένιωθαν πιο οικεία και τελικά ο Άγγελος εξομολογήθηκε στην Ελπίδα πως ένιωθε.
Εκείνη δεν αρνήθηκε ότι ένιωθε το ίδιο.
-Αύριο το βράδυ είμαι
υποχρεωμένη να πάω σε ένα μεγάλο πάρτι σε έναν πολυχώρο λίγο έξω από το σταθμό
του τραίνου στην Αυλώνα, θέλεις να έρθεις να με βρεις εκεί; Θα είναι και μια
ευκαιρία να απαλλαγώ από αυτήν την υποχρέωση γρήγορα.
-Ναι, θα έρθω, είπε ο
Άγγελος πανευτυχής.
Δεν ήταν δύσκολο να το
κανονίσει να πάει. Το πάρτι ήταν αργά το βράδυ. Δεν είχε πρόβλημα με τη
δουλειά. Δούλεψε κανονικά, ακόμα πιο έντονα από το συνηθισμένο μιας και ήταν
ένας τρόπος να περάσει η ώρα και να ξεκινήσει για να συναντήσει την Ελπίδα,
κάτι για το οποίο ανυπομονούσε.
Πήγε με τα πόδια στο
σταθμό Λαρίσης και πήρε το τραίνο για την Αυλώνα. Στάθηκε στην αποβάθρα και
περίμενε τον συρμό με το μυαλό του στην Ελπίδα και την συνάντησή του με εκείνη.
Μια ημίγυμνη νεαρή πέρασε από μπροστά του λικνίζοντας τους γοφούς της αλλά δεν
της έδωσε σημασία. Ένας άνδρας στάθηκε δίπλα του περιμένοντας και αυτός το
συρμό.
Ο συρμός κατέφτασε και μπήκαν
μέσα. Ο άνδρας φορούσε έναν μακρύ ταξιδιωτικό μανδύα που παρέπεμπε σε άλλες
εποχές και στηριζόταν σε ένα μακρύ μπαστούνι ψηλότερο από τον εαυτό του. Ο
Άγγελος κάθισε δίπλα στο παράθυρο και ο άνδρας δίπλα του. Απέναντι ήλθε και
κάθισε μια γυναίκα. Είχε μακριά μαλλιά και φορούσε ένα επίσημο ταγιέρ. Ο
Άγγελος πάλι δεν έδωσε σημασία με το μυαλό του στην Ελπίδα.
Το τραίνο ξεκίνησε. Έξω
το σκοτάδι έπεφτε γρήγορα. Ο Άγγελος έκλεισε τα μάτια του. Άραγε αν
αποκοιμιόταν τώρα θα συναντούσε την Ελπίδα;
Ένιωσε ένα άγγιγμα στο
πόδι του και έκπληκτος κατάλαβε ότι ήταν η γυναίκα απέναντί του. Το πόδι της
χάιδευε τη γάμπα του. Την κοίταξε και κείνη χαμογέλασε, πέρασε τη γλώσσα της
προκλητικά πάνω από τα χείλη της. Ο Άγγελος τράβηξε το πόδι του. Ξανάκλεισε τα
μάτια του και σκέφτηκε την Ελπίδα, η κοπέλα που πήγαινε να συναντήσει ήταν τόσο
γλυκιά που αυτό που έκανε η γυναίκα απέναντί του, του φαινόταν εξαιρετικά
πρόστυχο. Δεν είχε ακόμα σχέση με την Ελπίδα αλλά το έκρινε λάθος να ενδώσει σε
αυτό που του προσέφερε η γυναίκα.
Το άγγιγμα επαναλήφθηκε,
πιο τολμηρό, η γυναίκα ανέβασε το πόδι της ψηλότερα στην γάμπα του. Άνοιξε τα
μάτια του και βρέθηκε να την κοιτάζει κατάματα, το ταγιέρ της είχε ανοίξει
αποκαλύπτοντας από κάτω γυμνό το σώμα της. Ένα τατουάζ φιδιού ανέβαινε από την
κοιλιά της προς τα στήθη της.
-Μπορώ να σου προσφέρω
ηδονές που δεν έχεις καν φανταστεί.
Το βλέμμα της φαινόταν να
τον μαγνητίζει, δεν μπορούσε να τραβήξει το δικό του. Άθελά του ένιωσε
ερεθίζεται.
-Έλα… Έλα μαζί μου να
δοκιμάσεις κάθε απαγορευμένη ηδονή.
-Ελπίδα… το όνομα της
κοπέλας ανέβηκε στα χείλη του σαν φυλαχτό.
-Τι ξέρει αυτή η
ρομαντική παρθένα από αυτό που θέλει ο άνδρας; Δεν μπορεί να σε ικανοποιήσει
όπως εγώ.
Ο Άγγελος ένιωθε να
χάνεται, σαν ένα βαμπίρ να ρουφούσε όχι το αίμα αλλά τη θέλησή του. Τι μπορούσε
να κάνει; Πως να ξεφύγει;
Ο συνταξιδιώτης του
φαινόταν να μην έχει αντιληφθεί τίποτα ως τότε αλλά εκείνη τη στιγμή γύρισε
προς τη γυναίκα. Άπλωσε το ραβδί του στο πόδι της και εκείνη το τράβηξε σαν να
την είχε κάψει το άγγιγμά του.
-Άσε τον ήσυχο, ερπετό!
πρόσταξε αυστηρά ο άνδρας. Η βούληση είναι ελεύθερη, δεν σου επιτρέπεται να την
παραβιάσεις!
Το πρόσωπο της γυναίκας
συσπάστηκε σε μια γκριμάτσα βαθύτατου μίσους και για μια στιγμή η εικόνα της
αντικαταστάθηκε από ένα φίδι κουλουριασμένο που ετοιμάζεται να χτυπήσει. Την
επόμενη στιγμή τα φώτα έσβησαν και όταν άναψαν πάλι, ο άντρας και η γυναίκα είχαν
εξαφανιστεί.
Τι είχε συμβεί; Είχε
αποκοιμηθεί και τα είχε ονειρευτεί όλα αυτά; Ήταν τόσο αληθινά αλλά πάλι ήταν
δυνατόν να μην είναι όνειρο; Οι άνθρωποι δεν εξαφανίζονται εν ριπή οφθαλμού.
Το τραίνο έφτασε στην
Αυλώνα και ο Άγγελος αποβιβάστηκε. Ξέχασε το γεγονός στο ταξίδι, ό,τι και αν
ήταν, και προχώρησε να βρει την Ελπίδα.
Δεν άργησε να βρει τον
χώρο του πάρτι. Ήταν ένας τεράστιος, ημιυπόγειος χώρος που ήταν βυθισμένος σε
ένα πολύχρωμο ημίφως ενώ υπήρχαν και τεχνητοί ατμοί που θόλωναν την ατμόσφαιρα.
Σε αυτό το περιβάλλον δεν θα μπορούσε να βρει την Ελπίδα, αν δεν είχαν
συνεννοηθεί που θα βρίσκονταν. Μέσα στο μισοσκόταδο του πήρε λίγο χρόνο να
διασχίσει το πλήθος που χόρευε στον ήχο της έντονης ηλεκτρονικής μουσικής, και
να φτάσει εκεί που τον περίμενε η κοπέλα.
Στάθηκε μπροστά της και
κοιτάχτηκαν. Ύστερα αγκαλιάστηκαν.
Η μουσική έπαψε και στην
ησυχία ακούστηκαν δυνατά χειροκροτήματα. Ο Άγγελος και η Ελπίδα κοίταξαν προς
την σκηνή όπου στεκόταν ένας άνδρας και χειροκροτούσε.
-Μπράβο, μπράβο! είπε με
αφύσικα δυνατή φωνή. Πάντα έλεγα ότι η αγάπη μου είναι τόσο χρήσιμη!
Καταστρέφει πιο καλά από κάθε τι άλλο.
Ο Άγγελος και η Ελπίδα
τον κοίταξαν χωρίς να καταλαβαίνουν. Η κακεντρέχεια στη φωνή του και το ύφος
του είχαν κάτι το τρομακτικό όμως και η κοπέλα γλίστρησε το χέρι της σε αυτό
του αγαπημένου της. Εκείνος την τράβηξε κοντά του.
-Α, ο γενναίος ιππότης!
Προστατεύεις την δεσποσύνη που κινδυνεύει; Μόνο που δεν είναι τίποτα τέτοιο.
Είναι μια πρεζογκόμενα που δεν αξίζει ούτε να χαλάσεις λεφτά για να την
καβαλήσεις.
Ο Άγγελος κοίταξε την Ελπίδα.
Εκείνη κούνησε θλιμμένα το κεφάλι.
-Ήμουν χρήστης… πάλεψα
πολλά χρόνια για να ξεφύγω. Θα στο έλεγα και αυτό αλλά ήταν τόσο όμορφες οι
συναντήσεις μας, δεν ήθελα να τις μαγαρίσω.
Ο Άγγελος την κοίταξε στα
μάτια και είδε όλα όσα χρειαζόταν να ξέρει, του έλεγε αλήθεια.
-Δεν με ενδιαφέρει το παρελθόν,
ούτε καν το παρόν. Μόνο το μέλλον που μπορούμε να έχουμε… Έλα, Ελπίδα μου, πάμε
να φύγουμε.
-Μη βιάζεσαι τόσο! είπε ο
άνδρας και η φωνή του ήχησε βροντερή στο χώρο. Μου χρωστάς!
-Τι σου χρωστώ; Ποιος
είσαι τέλος πάντων;
Ο άνδρας γέλασε με ένα
γέλιο που δεν είχε τίποτα το εύθυμο, ένα γέλιο, φρικαλέα μοχθηρό, καθαρά
σατανικό.
-Με λένε Μπέλτεζορ και
ήμουν εδώ πριν καν φτιαχτεί ο κόσμος. Ξέρεις γιατί την άφησα να ζήσει; Γιατί
την άφησα να απεξαρτηθεί; Γιατί είδα τι θα μπορούσα να σου κάνω. Εγώ σας ένωσα
τα όνειρα. Δεν είναι υπέροχο πράγμα η αγάπη; κατέληξε χλευαστικά ο δαίμονας.
-Τι θες από’ μας;
-Δεν μπορείτε να φύγετε
και οι δύο. Ένας μόνο, ο άλλος θα πεθάνει.
-Τότε θα φύγει εκείνη,
είπε ο Άγγελος.
-Όχι, είπε η Ελπίδα, δεν
μου αξίζει! Ήμουν μια ναρκομανής, ένα άθλιο πλάσμα…
Ο Άγγελος την αγκάλιασε
και την έσφιξε πάνω του.
-Μου χάρισες κάτι που
νόμιζα ότι δεν θα ζήσω ποτέ. Άσε με να σου χαρίσω εγώ κάτι τώρα.
-Όχι, σε παρακαλώ, όχι.
Ο Άγγελος στράφηκε στο
δαιμονικό ον που τώρα ήταν τυλιγμένο σε μια σκοτεινή αύρα έντονη ακόμα και στο
σκοτάδι αυτού του χώρου.
-Θα πεθάνω για εκείνη.
Είμαι στη διάθεσή σου.
-Κάνε το, είπε ο
Μπέλτεζορ, πέθανε.
Ένα μαχαίρι εμφανίστηκε
στο χέρι του Άγγελου ξαφνιάζοντάς τον τόσο που παραλίγο να το ρίξει κάτω. Ήταν
μεγάλο με μια κοφτερή λάμα. Πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε την Ελπίδα.
-Κοίτα με στα μάτια, της
είπε.
Η κοπέλα το έκανε με
μάτια βουρκωμένα. Ο Άγγελος έστρεψε το μαχαίρι στην κοιλιά του και με μια
απότομη κίνηση το βύθισε στη σάρκα του. Ο πόνος ήταν κάτι πολύ χειρότερο από
όσο μπορούσε να φανταστεί ποτέ. Με ένα βογγητό έπεσε στα γόνατα και μετά στο
δάπεδο. Η Ελπίδα γονάτισε δίπλα του και τον ανασήκωσε απιθώνοντας το κεφάλι του
στην ποδιά της.
-Τι γλυκό! χλεύασε ο
Μπέλτεζορ. Όσο και να προσπαθείς δεν μπορείς να γλυκάνεις την οδύνη του,
πεθαίνει και πεθαίνει με φρικτούς πόνους. Και η ψυχή του είναι δική μου!
Τώρα δάκρυα κυλούσαν από
τα μάτια της κοπέλας και στάλαζαν στο πρόσωπό του Αγγέλου.
-Μην κλαις, της είπε,
όλοι πεθαίνουν. Χαίρομαι που σώζω εσένα. Ο θάνατός μου έχει νόημα έτσι.
-Ελάτε εσείς, οι φοβεροί,
οι σκοτεινοί, για μια ψυχή καταδικασμένη αιώνια στην ακοίμητη φλόγα, στον τόπο
των βασάνων, κραύγασε πανηγυρικά ο Μπέλτεζορ. Ελάτε να τον πάρετε.
-Πεθαίνει για να με
σώσει! ούρλιαξε η Ελπίδα κλαίγοντας ακόμα. Δεν έκανε κακό.
-Είναι αυτόχειρας, δεν
υπάρχει σωτηρία για εκείνον.
-Εσύ τον έβαλες!
-Η απόφαση ήταν δική του.
Είναι καταδικασμένος τώρα. Δεν είναι υπέροχο πράγμα η αγάπη;
Όσοι βρίσκονταν στον χώρο
είχαν μαζευτεί γύρω από τον ετοιμοθάνατο Άγγελο και την Ελπίδα αλλά η κοπέλα
έβλεπε ότι κανένας δεν ήταν άνθρωπος, όλοι είχαν πρόσωπα στρεβλά, παραμορφωμένα
σε φρικτές εκφράσεις.
-Στα βαθύτερα της
κολάσεως εκεί θα βασανιστεί για μια αιωνιότητα γιατί πίστεψε στην αγάπη…
-ΑΡΚΕΤΑ!
Ένας άντρας είχε μπει στο
χώρο και προχωρούσε προς τον πεσμένο Άγγελο με κάθε βήμα του να αντηχεί σαν να
μην ήταν άνθρωπος αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο και βαρύ. Ο ετοιμοθάνατος τον
κοίταξε και τον αναγνώρισε, ο συνταξιδιώτης του στο τραίνο. Εδώ όμως φαινόταν
να έχει μια αύρα όπως και ο Μπέλτεζορ, μόνο που εκεί που η αύρα εκείνου ήταν
βαθύ σκοτάδι του άνδρα ήταν φωτεινή σαν να προσπαθούσε να κρύψει ένα δυνατό φως
μέσα στα ρούχα του.
-Αυτοκτόνησε, δεν έχει
γυρισμό, είπε ο Μπέλτεζορ.
-Ακόμα δεν πέθανε, είπε ο
άνδρας.
-Θα πεθάνει, αυτό το
τραύμα δεν μπορεί να ιαθεί.
-Βρίσκεις;
Ο άνδρας άπλωσε το ραβδί
του και άγγιξε το τραύμα του Άγγελου, το μαχαίρι εξαφανίστηκε και το τραύμα
έκλεισε χωρίς καν να αφήσει ουλή, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Ακόμα και τα
ρούχα του είχαν αποκατασταθεί.
-Ουριήλ! έφτυσε το όνομα
ο Μπέλτεζορ.
-Ο Κύριος επιτιμά σε
δαίμονα! είπε αυστηρά ο Ουριήλ. Η δοκιμασία τους σταματά εδώ. Θα τους αφήσεις
ήσυχους!
-Όχι!
Δεν είναι αθώοι…
-Αυτό είναι η φιλανθρωπία
του Κυρίου και το έλεός του. Αρκετά βασίλεψε το σκοτάδι εδώ πέρα, είπε ο
Ουριήλ, ας λάμψει το φως.
Με τα λόγια αυτά πήρε την
αληθινή μορφή του και ένα εκτυφλωτικό φως απλώθηκε κάνοντας τον Μπέλτεζορ να
ουρλιάξει με ανήμπορη μανία. Ο Άγγελος και η Ελπίδα έκλεισαν τα μάτια τους.
Όταν άνοιξαν τα μάτια
τους ήταν πρωί και βρίσκονταν στο ίδιο σημείο μόνο που ήταν μόνοι, όλα και όλοι
είχαν εξαφανιστεί. Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν. Φιλήθηκαν.
Αόρατος από εκείνους ο
Ουριήλ τους παρακολουθούσε. Τους ευλόγησε και ευχήθηκε το καλύτερο για την,
κοινή πια, ζωή τους και ύστερα έφυγε. Ο Μπέλτεζορ είχε πάει κάπου αλλού και
έπρεπε να δει τι σχεδίαζε. Η μάχη τους, η μάχη καλού και κακού δεν σταματούσε ποτέ.
Τέλος