Dead In The Deep

Author: Νυχτερινή Πένα /

In the thirtieth book of the series, the hero is called upon to undertake the most challenging mission he has ever faced. After a fierce battle in southern Summerland, not far from the cursed chasm of Maakengorge, our hero takes on the task of finding a fellow Kai who went missing in the ruins of Emolyria, a city perched on the edge of the chasm. The city and its vast underground are in the hands of the forces of Darkness; entering and escaping with his lost brother-in-arms seems impossible—but that word does not exist in the vocabulary of the Kai.

This is a powerful adventure, one of the best in the series, and among the most challenging missions, filled with obvious dangers—as the hero must infiltrate enemy territory—as well as unpredictable threats, along with some foes and old allies returning from the past.

Νεκρός Στα Βαθιά

Author: Νυχτερινή Πένα /

Στο τριακοστό βιβλίο της σειράς, ο ήρωας καλείται στην πλέον δύσκολη αποστολή που έχει ποτέ αναλάβει. Μετά από μια σκληρή μάχη στην νότια Σάμμερλαντ, όχι μακριά από το καταραμένο χάσμα του Μάακενγκορτζ, ο ήρωάς μας αναλαμβάνει να βρει έναν συμπολεμιστή που χάθηκε στα ερείπια της Ιμολύρια, μιας πόλης στο χείλος του χάσματος. Η πόλη και τα αχανή υπόγειά της είναι στα χέρια των δυνάμεων του Σκότους, το να μπει και να βγει μαζί με τον εξαφανισμένο εν όπλοις αδελφό του μοιάζει αδύνατο, αλλά αυτή η λέξη δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο των Κάι.

Είναι μια δυνατή περιπέτεια, από τις καλύτερες της σειράς και μια από τις πλέον δύσκολες αποστολές με πολλούς κινδύνους που είναι προφανείς αφού ο ήρωάς μας πρέπει να διεισδύσει σε εχθρικό έδαφος καθώς και απρόβλεπτους, μαζί με μερικούς εχθρούς αλλά και φίλους από τα παλιά.

Ο Δολοφόνος Με Το Σημάδι Του Σταυρού

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ένα πτώμα που ανακαλύπτεται σε ένα άδειο σπίτι έξω από το Λος Άντζελες δημιουργεί ένα διπλό πρόβλημα στον Ρόμπερτ Χάντερ, όχι μόνο έχει ένα αποτρόπαιο έγκλημα στα χέρια του αλλά φαίνεται να είναι ένα θύμα ενός μανιακού που ήταν γνωστός ως Ο Δολοφόνος Με Το Σημάδι Του Σταυρού. Μόνο που αυτός ο δολοφόνος είναι νεκρός. Ή μήπως όχι;

Μια καλή αστυνομική ιστορία με δυνατή ιδέα και ανατροπές. Ωστόσο οι υπερβολικά αιματηρές και φρικαλέες σκηνές των εγκλημάτων κάνουν το βιβλίο να χάνει πολύ και να απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό.

Η Δοκιμασία Της Αγάπης - 3 Φινάλε

Author: Νυχτερινή Πένα /

3.

 

Συνέχισαν να συναντιούνται ονειρικά, κάθε νύχτα τους έφερνε πιο κοντά να ανακαλύπτουν πόσα κοινά είχαν, πόσο ταίριαζαν, πόσο θα μπορούσαν να είναι μαζί. Κάθε νύχτα ένιωθαν πιο οικεία και τελικά ο Άγγελος εξομολογήθηκε στην Ελπίδα πως ένιωθε. Εκείνη δεν αρνήθηκε ότι ένιωθε το ίδιο.

-Αύριο το βράδυ είμαι υποχρεωμένη να πάω σε ένα μεγάλο πάρτι σε έναν πολυχώρο λίγο έξω από το σταθμό του τραίνου στην Αυλώνα, θέλεις να έρθεις να με βρεις εκεί; Θα είναι και μια ευκαιρία να απαλλαγώ από αυτήν την υποχρέωση γρήγορα.

-Ναι, θα έρθω, είπε ο Άγγελος πανευτυχής.

 

Δεν ήταν δύσκολο να το κανονίσει να πάει. Το πάρτι ήταν αργά το βράδυ. Δεν είχε πρόβλημα με τη δουλειά. Δούλεψε κανονικά, ακόμα πιο έντονα από το συνηθισμένο μιας και ήταν ένας τρόπος να περάσει η ώρα και να ξεκινήσει για να συναντήσει την Ελπίδα, κάτι για το οποίο ανυπομονούσε.

Πήγε με τα πόδια στο σταθμό Λαρίσης και πήρε το τραίνο για την Αυλώνα. Στάθηκε στην αποβάθρα και περίμενε τον συρμό με το μυαλό του στην Ελπίδα και την συνάντησή του με εκείνη. Μια ημίγυμνη νεαρή πέρασε από μπροστά του λικνίζοντας τους γοφούς της αλλά δεν της έδωσε σημασία. Ένας άνδρας στάθηκε δίπλα του περιμένοντας και αυτός το συρμό.

Ο συρμός κατέφτασε και μπήκαν μέσα. Ο άνδρας φορούσε έναν μακρύ ταξιδιωτικό μανδύα που παρέπεμπε σε άλλες εποχές και στηριζόταν σε ένα μακρύ μπαστούνι ψηλότερο από τον εαυτό του. Ο Άγγελος κάθισε δίπλα στο παράθυρο και ο άνδρας δίπλα του. Απέναντι ήλθε και κάθισε μια γυναίκα. Είχε μακριά μαλλιά και φορούσε ένα επίσημο ταγιέρ. Ο Άγγελος πάλι δεν έδωσε σημασία με το μυαλό του στην Ελπίδα.

Το τραίνο ξεκίνησε. Έξω το σκοτάδι έπεφτε γρήγορα. Ο Άγγελος έκλεισε τα μάτια του. Άραγε αν αποκοιμιόταν τώρα θα συναντούσε την Ελπίδα;

Ένιωσε ένα άγγιγμα στο πόδι του και έκπληκτος κατάλαβε ότι ήταν η γυναίκα απέναντί του. Το πόδι της χάιδευε τη γάμπα του. Την κοίταξε και κείνη χαμογέλασε, πέρασε τη γλώσσα της προκλητικά πάνω από τα χείλη της. Ο Άγγελος τράβηξε το πόδι του. Ξανάκλεισε τα μάτια του και σκέφτηκε την Ελπίδα, η κοπέλα που πήγαινε να συναντήσει ήταν τόσο γλυκιά που αυτό που έκανε η γυναίκα απέναντί του, του φαινόταν εξαιρετικά πρόστυχο. Δεν είχε ακόμα σχέση με την Ελπίδα αλλά το έκρινε λάθος να ενδώσει σε αυτό που του προσέφερε η γυναίκα.

Το άγγιγμα επαναλήφθηκε, πιο τολμηρό, η γυναίκα ανέβασε το πόδι της ψηλότερα στην γάμπα του. Άνοιξε τα μάτια του και βρέθηκε να την κοιτάζει κατάματα, το ταγιέρ της είχε ανοίξει αποκαλύπτοντας από κάτω γυμνό το σώμα της. Ένα τατουάζ φιδιού ανέβαινε από την κοιλιά της προς τα στήθη της.

-Μπορώ να σου προσφέρω ηδονές που δεν έχεις καν φανταστεί.

Το βλέμμα της φαινόταν να τον μαγνητίζει, δεν μπορούσε να τραβήξει το δικό του. Άθελά του ένιωσε ερεθίζεται.

-Έλα… Έλα μαζί μου να δοκιμάσεις κάθε απαγορευμένη ηδονή.

-Ελπίδα… το όνομα της κοπέλας ανέβηκε στα χείλη του σαν φυλαχτό.

-Τι ξέρει αυτή η ρομαντική παρθένα από αυτό που θέλει ο άνδρας; Δεν μπορεί να σε ικανοποιήσει όπως εγώ.

Ο Άγγελος ένιωθε να χάνεται, σαν ένα βαμπίρ να ρουφούσε όχι το αίμα αλλά τη θέλησή του. Τι μπορούσε να κάνει; Πως να ξεφύγει;

Ο συνταξιδιώτης του φαινόταν να μην έχει αντιληφθεί τίποτα ως τότε αλλά εκείνη τη στιγμή γύρισε προς τη γυναίκα. Άπλωσε το ραβδί του στο πόδι της και εκείνη το τράβηξε σαν να την είχε κάψει το άγγιγμά του.

-Άσε τον ήσυχο, ερπετό! πρόσταξε αυστηρά ο άνδρας. Η βούληση είναι ελεύθερη, δεν σου επιτρέπεται να την παραβιάσεις!

Το πρόσωπο της γυναίκας συσπάστηκε σε μια γκριμάτσα βαθύτατου μίσους και για μια στιγμή η εικόνα της αντικαταστάθηκε από ένα φίδι κουλουριασμένο που ετοιμάζεται να χτυπήσει. Την επόμενη στιγμή τα φώτα έσβησαν και όταν άναψαν πάλι, ο άντρας και η γυναίκα είχαν εξαφανιστεί.

Τι είχε συμβεί; Είχε αποκοιμηθεί και τα είχε ονειρευτεί όλα αυτά; Ήταν τόσο αληθινά αλλά πάλι ήταν δυνατόν να μην είναι όνειρο; Οι άνθρωποι δεν εξαφανίζονται εν ριπή οφθαλμού.

Το τραίνο έφτασε στην Αυλώνα και ο Άγγελος αποβιβάστηκε. Ξέχασε το γεγονός στο ταξίδι, ό,τι και αν ήταν, και προχώρησε να βρει την Ελπίδα.

Δεν άργησε να βρει τον χώρο του πάρτι. Ήταν ένας τεράστιος, ημιυπόγειος χώρος που ήταν βυθισμένος σε ένα πολύχρωμο ημίφως ενώ υπήρχαν και τεχνητοί ατμοί που θόλωναν την ατμόσφαιρα. Σε αυτό το περιβάλλον δεν θα μπορούσε να βρει την Ελπίδα, αν δεν είχαν συνεννοηθεί που θα βρίσκονταν. Μέσα στο μισοσκόταδο του πήρε λίγο χρόνο να διασχίσει το πλήθος που χόρευε στον ήχο της έντονης ηλεκτρονικής μουσικής, και να φτάσει εκεί που τον περίμενε η κοπέλα.

Στάθηκε μπροστά της και κοιτάχτηκαν. Ύστερα αγκαλιάστηκαν.

Η μουσική έπαψε και στην ησυχία ακούστηκαν δυνατά χειροκροτήματα. Ο Άγγελος και η Ελπίδα κοίταξαν προς την σκηνή όπου στεκόταν ένας άνδρας και χειροκροτούσε.

-Μπράβο, μπράβο! είπε με αφύσικα δυνατή φωνή. Πάντα έλεγα ότι η αγάπη μου είναι τόσο χρήσιμη! Καταστρέφει πιο καλά από κάθε τι άλλο.

Ο Άγγελος και η Ελπίδα τον κοίταξαν χωρίς να καταλαβαίνουν. Η κακεντρέχεια στη φωνή του και το ύφος του είχαν κάτι το τρομακτικό όμως και η κοπέλα γλίστρησε το χέρι της σε αυτό του αγαπημένου της. Εκείνος την τράβηξε κοντά του.

-Α, ο γενναίος ιππότης! Προστατεύεις την δεσποσύνη που κινδυνεύει; Μόνο που δεν είναι τίποτα τέτοιο. Είναι μια πρεζογκόμενα που δεν αξίζει ούτε να χαλάσεις λεφτά για να την καβαλήσεις.

Ο Άγγελος κοίταξε την Ελπίδα. Εκείνη κούνησε θλιμμένα το κεφάλι.

-Ήμουν χρήστης… πάλεψα πολλά χρόνια για να ξεφύγω. Θα στο έλεγα και αυτό αλλά ήταν τόσο όμορφες οι συναντήσεις μας, δεν ήθελα να τις μαγαρίσω.

Ο Άγγελος την κοίταξε στα μάτια και είδε όλα όσα χρειαζόταν να ξέρει, του έλεγε αλήθεια.

-Δεν με ενδιαφέρει το παρελθόν, ούτε καν το παρόν. Μόνο το μέλλον που μπορούμε να έχουμε… Έλα, Ελπίδα μου, πάμε να φύγουμε.

-Μη βιάζεσαι τόσο! είπε ο άνδρας και η φωνή του ήχησε βροντερή στο χώρο. Μου χρωστάς!

-Τι σου χρωστώ; Ποιος είσαι τέλος πάντων;

Ο άνδρας γέλασε με ένα γέλιο που δεν είχε τίποτα το εύθυμο, ένα γέλιο, φρικαλέα μοχθηρό, καθαρά σατανικό.

-Με λένε Μπέλτεζορ και ήμουν εδώ πριν καν φτιαχτεί ο κόσμος. Ξέρεις γιατί την άφησα να ζήσει; Γιατί την άφησα να απεξαρτηθεί; Γιατί είδα τι θα μπορούσα να σου κάνω. Εγώ σας ένωσα τα όνειρα. Δεν είναι υπέροχο πράγμα η αγάπη; κατέληξε χλευαστικά ο δαίμονας.

-Τι θες από’ μας;

-Δεν μπορείτε να φύγετε και οι δύο. Ένας μόνο, ο άλλος θα πεθάνει.

-Τότε θα φύγει εκείνη, είπε ο Άγγελος.

-Όχι, είπε η Ελπίδα, δεν μου αξίζει! Ήμουν μια ναρκομανής, ένα άθλιο πλάσμα…

Ο Άγγελος την αγκάλιασε και την έσφιξε πάνω του.

-Μου χάρισες κάτι που νόμιζα ότι δεν θα ζήσω ποτέ. Άσε με να σου χαρίσω εγώ κάτι τώρα.

-Όχι, σε παρακαλώ, όχι.

Ο Άγγελος στράφηκε στο δαιμονικό ον που τώρα ήταν τυλιγμένο σε μια σκοτεινή αύρα έντονη ακόμα και στο σκοτάδι αυτού του χώρου.

-Θα πεθάνω για εκείνη. Είμαι στη διάθεσή σου.

-Κάνε το, είπε ο Μπέλτεζορ, πέθανε.

Ένα μαχαίρι εμφανίστηκε στο χέρι του Άγγελου ξαφνιάζοντάς τον τόσο που παραλίγο να το ρίξει κάτω. Ήταν μεγάλο με μια κοφτερή λάμα. Πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε την Ελπίδα.

-Κοίτα με στα μάτια, της είπε.

Η κοπέλα το έκανε με μάτια βουρκωμένα. Ο Άγγελος έστρεψε το μαχαίρι στην κοιλιά του και με μια απότομη κίνηση το βύθισε στη σάρκα του. Ο πόνος ήταν κάτι πολύ χειρότερο από όσο μπορούσε να φανταστεί ποτέ. Με ένα βογγητό έπεσε στα γόνατα και μετά στο δάπεδο. Η Ελπίδα γονάτισε δίπλα του και τον ανασήκωσε απιθώνοντας το κεφάλι του στην ποδιά της.

-Τι γλυκό! χλεύασε ο Μπέλτεζορ. Όσο και να προσπαθείς δεν μπορείς να γλυκάνεις την οδύνη του, πεθαίνει και πεθαίνει με φρικτούς πόνους. Και η ψυχή του είναι δική μου!

Τώρα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της κοπέλας και στάλαζαν στο πρόσωπό του Αγγέλου.

-Μην κλαις, της είπε, όλοι πεθαίνουν. Χαίρομαι που σώζω εσένα. Ο θάνατός μου έχει νόημα έτσι.

-Ελάτε εσείς, οι φοβεροί, οι σκοτεινοί, για μια ψυχή καταδικασμένη αιώνια στην ακοίμητη φλόγα, στον τόπο των βασάνων, κραύγασε πανηγυρικά ο Μπέλτεζορ. Ελάτε να τον πάρετε.

-Πεθαίνει για να με σώσει! ούρλιαξε η Ελπίδα κλαίγοντας ακόμα. Δεν έκανε κακό.

-Είναι αυτόχειρας, δεν υπάρχει σωτηρία για εκείνον.

-Εσύ τον έβαλες!

-Η απόφαση ήταν δική του. Είναι καταδικασμένος τώρα. Δεν είναι υπέροχο πράγμα η αγάπη;

Όσοι βρίσκονταν στον χώρο είχαν μαζευτεί γύρω από τον ετοιμοθάνατο Άγγελο και την Ελπίδα αλλά η κοπέλα έβλεπε ότι κανένας δεν ήταν άνθρωπος, όλοι είχαν πρόσωπα στρεβλά, παραμορφωμένα σε φρικτές εκφράσεις.

-Στα βαθύτερα της κολάσεως εκεί θα βασανιστεί για μια αιωνιότητα γιατί πίστεψε στην αγάπη…

-ΑΡΚΕΤΑ!

Ένας άντρας είχε μπει στο χώρο και προχωρούσε προς τον πεσμένο Άγγελο με κάθε βήμα του να αντηχεί σαν να μην ήταν άνθρωπος αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο και βαρύ. Ο ετοιμοθάνατος τον κοίταξε και τον αναγνώρισε, ο συνταξιδιώτης του στο τραίνο. Εδώ όμως φαινόταν να έχει μια αύρα όπως και ο Μπέλτεζορ, μόνο που εκεί που η αύρα εκείνου ήταν βαθύ σκοτάδι του άνδρα ήταν φωτεινή σαν να προσπαθούσε να κρύψει ένα δυνατό φως μέσα στα ρούχα του.

-Αυτοκτόνησε, δεν έχει γυρισμό, είπε ο Μπέλτεζορ.

-Ακόμα δεν πέθανε, είπε ο άνδρας.

-Θα πεθάνει, αυτό το τραύμα δεν μπορεί να ιαθεί.

-Βρίσκεις;

Ο άνδρας άπλωσε το ραβδί του και άγγιξε το τραύμα του Άγγελου, το μαχαίρι εξαφανίστηκε και το τραύμα έκλεισε χωρίς καν να αφήσει ουλή, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Ακόμα και τα ρούχα του είχαν αποκατασταθεί.

-Ουριήλ! έφτυσε το όνομα ο Μπέλτεζορ.

-Ο Κύριος επιτιμά σε δαίμονα! είπε αυστηρά ο Ουριήλ. Η δοκιμασία τους σταματά εδώ. Θα τους αφήσεις ήσυχους!

-Όχι! Δεν είναι αθώοι…

-Αυτό είναι η φιλανθρωπία του Κυρίου και το έλεός του. Αρκετά βασίλεψε το σκοτάδι εδώ πέρα, είπε ο Ουριήλ, ας λάμψει το φως.

Με τα λόγια αυτά πήρε την αληθινή μορφή του και ένα εκτυφλωτικό φως απλώθηκε κάνοντας τον Μπέλτεζορ να ουρλιάξει με ανήμπορη μανία. Ο Άγγελος και η Ελπίδα έκλεισαν τα μάτια τους.

Όταν άνοιξαν τα μάτια τους ήταν πρωί και βρίσκονταν στο ίδιο σημείο μόνο που ήταν μόνοι, όλα και όλοι είχαν εξαφανιστεί. Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν. Φιλήθηκαν.

 

Αόρατος από εκείνους ο Ουριήλ τους παρακολουθούσε. Τους ευλόγησε και ευχήθηκε το καλύτερο για την, κοινή πια, ζωή τους και ύστερα έφυγε. Ο Μπέλτεζορ είχε πάει κάπου αλλού και έπρεπε να δει τι σχεδίαζε. Η μάχη τους, η μάχη καλού και κακού δεν σταματούσε ποτέ.

 

 

Τέλος

Η Δοκιμασία Της Αγάπης - 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

2.

 

Το κουδούνισμα που ανήγγειλε την έλευση ενός μέηλ διέκοψε τον Άγγελο από τη δουλειά του. Πάτησε το εικονίδιο που αναβόσβηνε και διάβασε το περιεχόμενο ενώ έπαιρνε από το κουτί δίπλα του ένα ακόμα κομμάτι πίτσα πεπερόνι. Άρχισε να το τρώει ενώ ολοκλήρωνε την ανάγνωση.

-Ωραία, μονολόγησε, γίνεται.

Το μέηλ περιλάμβανε τις αλλαγές που ήθελε η εταιρία να κάνει στον κώδικα που έγραφε. Σκούπισε τα χέρια του και επέστρεψε στο πληκτρολόγιο:

toVisit[len++]=0;

Visit [0] =1;

Curr=0;

While (curr<len) {

u=toVisit [curr++];

For (Integer v: edges.get (u)) {

If (! visit [v]) {

ToVisit [len++]=v;

Ήταν ειδικός στην πληροφορική και η δουλειά του ήταν να συνεργάζεται με εταιρείες στην δημιουργία προγραμμάτων. Τώρα βρισκόταν στο μέσον μιας τέτοιας δουλειάς και η εταιρεία με την οποία συνεργαζόταν του είχε στείλει κάποιες επιμέρους παραμέτρους και δεδομένα που ήθελαν να περιέχονται στον κώδικα που έγραφε για το νέο πρόγραμμα.

Σταμάτησε να πληκτρολογεί και κοίταξε την οθόνη επιθεωρώντας τη δουλειά του. Πήρε και το τελευταίο κομμάτι από το κουτί της πίτσας. Αυτό ήταν το βραδινό του. Το τελείωσε και επέστρεψε στη δουλειά του.

Ολοκλήρωσε τις αλλαγές που είχε ζητήσει η εταιρία και τις αποθήκευσε ενώ έστελνε και σε εκείνους τα δεδομένα.

Τεντώθηκε.

Ήταν ώρα για ύπνο. Κοίταξε το ρολόι του, δεν ήταν αργά αλλά είχε δουλέψει αρκετά απόψε και είχε κουραστεί. Έκλεισε τον υπολογιστή και σηκώθηκε, δεν πήγε μακριά, το κρεβάτι του ήταν παραδίπλα από το μεγάλο γραφείο στο οποίο δούλευε.

Ξάπλωσε και σκεπάστηκε. Δεν άργησε να αποκοιμηθεί.

 

Περπατούσε σε μια παραλία. Ήταν βραδάκι ο ήλιος είχε μόλις δύσει και τα σύννεφα που γέμιζαν τον ουρανό σε εκείνη την πλευρά είχαν πάρει μενεξελί αποχρώσεις. Στο γλυκό φως του σούρουπου εκείνος περπατούσε στην γραμμή που το κύμα της θάλασσα ερχόταν να σβήσει στην υγρή άμμο.

Ήταν μια όμορφη βραδιά και ο ίδιος ένιωθε χαλαρός και γαλήνιος. Από μακριά φάνηκε να πλησιάζει μια κοπέλα. Ήταν ντυμένη στα λευκά, μια μπλούζα και ένα φαρδύ παντελόνι ανασηκωμένο στα μπατζάκια για να μη βραχεί από τη θάλασσα που ερχόταν να τυλίξει τα γυμνά πόδια της.

Καθώς πλησίαζε, είδε ότι ήταν μια όμορφη κοπέλα με καθαρό πρόσωπο και λαμπερά καστανά μάτια. Χαμογέλασε και τον καλησπέρισε όταν έφτασε κοντά.

-Καλησπέρα, είπε ο Άγγελος. Ωραία βραδιά.

-Ναι, είπε η κοπέλα, η πιο όμορφη που έχω δει εδώ και καιρό.

-Με λένε Άγγελο.

-Ελπίδα, χάρηκα πολύ.

Συνέχισε να περπατάει αλλά του χάρισε ένα χαμόγελο.

-Θα τα ξαναπούμε.

 

Ξύπνησε και βρέθηκε να κοιτάει το ταβάνι. Δεν του άρεσε που ήταν μονότονα λευκό και το είχε διακοσμήσει με ένα πανόραμα του γαλαξία. Του άρεσε να αποκοιμιέται βλέποντας έστω και με αυτόν τον τρόπο τα αστέρια. Τώρα κοιτώντας τα σκέφτηκε ότι ήταν κρίμα που ήταν όνειρο.

-Φυσικά, είπε μια φωνή μέσα του, αλλιώς θα γυρνούσε να σε κοιτάξει;

-Σωστά, μονολόγησε, αλλά ήταν τόσο ζωντανό όνειρο.

Δεν ήταν άσχημος, ήταν απλά συνηθισμένος. Ένας νέος άνδρας με ένα μάλλον αδιάφορο παρουσιαστικό που δεν πρόσεχαν οι γυναίκες όταν έβγαινε έξω. Πράγμα που δεν συνέβαινε και τόσο συχνά.

Κοιμήθηκε πάλι. Χωρίς όνειρα αυτή τη φορά.

 

Το επόμενο πρωί ξύπνησε με μια αδιόρατη θλίψη να τον διακατέχει. Ήταν κρίμα που ήταν όνειρο αυτή η συνάντηση, και τι δεν θα έδινε να είχε συμβεί στην πραγματικότητα.

-Τέλος πάντων, μονολόγησε, ώρα για δουλειά.

Πέρασε την ημέρα του με τον κώδικα της Noviteck αλλά συχνά πυκνά το μυαλό του επέστρεφε στην όμορφη κοπέλα του ονείρου του.

-Μεγάλε, μονολόγησε, στον ύπνο σου είσαι το ίδιο γκαντέμης με τις γυναίκες όσο είσαι και στην πραγματική ζωή.

Ολοκλήρωσε την δουλειά της ημέρας και πέρασε λίγη ώρα παίζοντας ένα από τα αγαπημένα του RPGs. Σταμάτησε και κοίταξε την πιο κοντινή ακόλουθο του χαρακτήρα του, την Τάρα. Ήταν μια θεραπεύτρια ξωτικό. Πολύ ευαίσθητη και συναισθηματική. Θα ήθελε να γνωρίσει μια τέτοια κοπέλα.

-Ναι, καλά, μονολόγησε. Στα όνειρά σου…

Ετοιμάστηκε για ύπνο με βαριά διάθεση.

 

Βρέθηκε να περπατάει στην ίδια παραλία. Ο καιρός ήταν λίγο πιο χειμωνιάτικος, είχε πιο δυνατό αέρα και συννεφιά. Αλλά από μακριά είδε να πλησιάζει η ίδια κοπέλα. Ακόμα και κοιμισμένος σκέφτηκε ότι το υποσυνείδητό του είχε συνέπεια αν μη τι άλλο. Την πλησίασε και το βλέμμα του βρήκε το δικό της. Εκείνη του χαμογέλασε.

-Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.

-Και εγώ, παρότι δεν περίμενα ότι θα σε ξαναδώ.

-Γιατί όχι;

-Τα όνειρα δεν γίνονται κατά παραγγελία.

-Δεν γίνονται αλλά μερικές φορές μας φέρνουν αυτό που επιθυμούμε. Με λένε Ελπίδα.

-Είμαι ο Άγγελος.

-Θέλεις να περπατήσουμε μαζί;

-Βεβαίως.

Άρχισαν να βαδίζουν κατά μήκος της ακτής όπως πήγαινε ο Άγγελος.

-Ωραίο μέρος, είπε ο νεαρός. Αναρωτιέμαι που να είναι, όχι κάπου που έχω πάει.

-Μπορεί να είναι οπουδήποτε, ή και να μην είναι πουθενά. Στο κάτω κάτω της γραφής είναι ένα όνειρο. Μπορεί αυτό το μέρος να μην υπάρχει.

-Σωστό και αυτό.

-Έχει σημασία;

Ο Άγγελος το σκέφθηκε.

-Όχι, δεν έχει. Μίλησέ μου για σένα, Ελπίδα.

-Είμαι είκοσι δύο ετών και μου αρέσει πολύ ο χορός. Εσύ;

-Είμαι επίσης είκοσι δύο, από χορό δεν σκαμπάζω πολλά πολλά αλλά ασχολούμαι με το gaming και με τα μοντέλα. Εργάζομαι ως προγραμματιστής.

-Θα χρειάζεσαι μεγάλη υπομονή για να κάνεις αυτό το πράγμα και να φτιάχνεις μοντέλα.

-Θέλει λεπτούς χειρισμούς αλλά δεν με πειράζει οπότε δεν θέλει υπομονή γι’ αυτό. Εκτός και αν εννοείς τη δουλειά που χρειάζεται ως που να ολοκληρωθεί ένα μοντέλο.

-Και τα δυο φαντάζομαι, είπε η Ελπίδα. Και στον χορό θες υπομονή ως που να μάθεις αλλά με απελευθερώνει τόσο πολύ που το αξίζει. Υποθέτω ότι κάπως έτσι δουλεύει για σένα με το μοντελισμό.

-Δεν έχεις άδικο.

Συνέχισαν να συζητούν περπατώντας στο σημείο που ερχόταν να σβήσει το κύμα στην άμμο.

 

Ο Άγγελος ξύπνησε νιώθοντας ξεκούραστος και γαλήνιος. Ανασηκώθηκε κοιτάζοντας το ρολόι του. Είχε κοιμηθεί οκτώ ώρες και μάλιστα συνεχόμενες, αυτό και αν ήταν ασυνήθιστο. Και όλες αυτές είχε παρέα!

-Σύνελθε, μονολόγησε. Τα όνειρα διαρκούν δευτερόλεπτα άσχετο με το πόσο φαίνονται ότι διαρκούν.

Η μέρα πέρασε γρήγορα. Σαν το όνειρο να του είχε εμφυσήσει νέα ζωή δούλεψε με κέφι σταματώντας για φαγητό μόνο. Το βράδυ τελειώνοντας με την δουλειά έφαγε στα γρήγορα και πήγε για ύπνο.

 

Βρέθηκε στην ίδια παραλία. Η κοπέλα ήταν ήδη εδώ, καθισμένη σε ένα βραχάκι αγνάντευε την θάλασσα. την πλησίασε και εκείνη γύρισε και τον κοίταξε με ένα γλυκό χαμόγελο να χαράσσεται στα χείλη της.

-Εντάξει έχει σίγουρα συνέπεια το υποσυνείδητό μου, μονολόγησε ο Άγγελος και πλησίασε προς το μέρος της.

Η Ελπίδα τον χαιρέτησε και ο Άγγελος της το ανταπέδωσε και κάθισε δίπλα της.

-Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, είπε η κοπέλα.

-Και εγώ, είπε ο Άγγελος με ειλικρίνεια. Αν και δεν το περίμενα.

-Επειδή είναι ένα όνειρο;

-Ναι, έχεις δει πολλές φορές συνεχόμενο όνειρο; Ή ακόμα και τα ίδια πρόσωπα;

-Όχι, δεν θα το έλεγα αλλά είμαι χαρούμενη που συμβαίνει με σένα. Συνήθως ονειρεύομαι ανθρώπους από την καθημερινότητά μου και είναι ό,τι χειρότερο, δεν φαντάζεσαι! Μιλάμε για την βαρεμάρα προσωποποιημένη.

Ο Άγγελος την κοίταξε έκπληκτος. Αυτό πάλι δεν θα έπρεπε να συμβαίνει ακόμα και αν το όνειρο ήταν δικό του. Ήταν πολλά που ταίριαζαν τόσο καλά αλλά δεν ήταν…

-Τι; έκανε η κοπέλα. Έχεις πιο ενδιαφέρον περίγυρο;

-Βασικά δεν έχω καθόλου αλλά δεν περίμενα να είναι έτσι με εσένα που είσαι στο όνειρό μου.

Η κοπέλα γέλασε.

-Και εσύ στο δικό μου. Σε τι αλλάζει αυτό;

-Στο δικό σου; Τι θες να πεις;

-Τι να θέλω να πω; Όπως βλέπεις εσύ όνειρα, αλλόκοτα ή μη, βλέπω και εγώ. Γιατί σε ξαφνιάζει;

Ο Άγγελος την κοίταξε εξεταστικά.

-Ε… δεν… Μια κοπέλα στο όνειρο να είναι τόσο αληθινή ώστε να βλέπει και όνειρα…

-Τι εννοείς μια κοπέλα να βλέπει όνειρα; Πως αλλιώς θα βρισκόμουν εδώ;

Ο Άγγελος κοίταξε την κοπέλα σκεφτικός αλλά πριν προλάβει να πει κάτι εκείνη τον πρόλαβε:

-Ω κατάλαβα! Νομίζεις ότι είμαι πλάσμα του ονείρου σου!

-Ε ναι… Δεν είσαι;

-Όχι!

-Αλήθεια;

-Ναι, είμαι μια γυναίκα με σάρκα και οστά.

-Απίστευτο, έκανε ο Άγγελος.

-Σε αυτό συμφωνώ. Δεν ξέρω πως συμβαίνει και συναντιόμαστε στα όνειρά μας αλλά είναι απίστευτο. Και καταπληκτικό…

-Μου αρέσει πολύ.

-Και μένα. Είσαι υπέροχη παρέα και εξαιρετικός άνθρωπος.

 

Άρχισαν να συναντιούνται κάθε νύχτα στον ύπνο τους, να περνάνε ώρες μαζί συζητώντας, μαθαίνοντας ο ένας για τον άλλο. Μιλούσαν για τις δουλειές τους αλλά και σχέδια για το μέλλον, για τα όνειρα και τις ελπίδες τους, μάθαιναν ο ένας τον άλλον.

Ο Άγγελος συνέχισε τη ζωή που ζούσε ως τότε, το ίδιο μοναχική και αποκομμένη από τον κόσμο με το μυαλό του στη νύχτα και τις ονειρικές του συναντήσεις.

Μετά από αρκετές τέτοιες συναντήσεις, ο Άγγελος ρώτησε την Ελπίδα:

-Θα μπορούσα να σε συναντήσω από κοντά;

 

Και ο Μπέλτεζορ κραύγασε θριαμβευτικά.

Η Δοκιμασία Της Αγάπης - 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

1.

 

Το πλοίο έπλεε με ταχύτητα παρά τα κύματα που υψώνονταν σαν βουνά γύρω του. Ο αξιωματικός στη γέφυρα και το πλήρωμα που είχε υπηρεσία, ήταν σε πλήρη εγρήγορση παρακολουθώντας τον καιρό και την πορεία του πλοίου. Δεν είχαν το φόβο κάποιας σύγκρουσης, ήταν χιλιόμετρα μακριά από κάθε στεριά και δεν υπήρχαν άλλα πλοία στην περιοχή. Στο κάτω κατάστρωμα οι υπόλοιποι του πληρώματος κοιμούνταν μιας και η νύχτα ήταν προχωρημένη.

Οι δύο μορφές που παρακολουθούσαν το πλοίο δεν ήταν ορατές από το πλήρωμά του. Δεν θα ήταν ακόμα και αν ήταν μέρα και είχε αίθριο καιρό. Αυτό συνέβαινε γιατί οι δύο μορφές δεν ήταν κάτι που μπορούσαν να αντιληφθούν οι ναυτικοί. Είχαν σώμα αλλά δεν ήταν από την ύλη που εκείνοι ήξεραν, γεγονός που εξηγούσε και το ότι στέκονταν στην επιφάνεια της κυματισμένης θάλασσας χωρίς να βυθίζονται ή να επηρεάζονται από τα κύματα.

-Ένα ρήγμα στο κύτος και πάει αύτανδρο, είπε η μια μορφή. Είκοσι ένας νεκροί.

-Δεν είναι η ώρα τους, είπε η άλλη μορφή.

-Γιατί όχι, ξέρεις τι έκανε ο τιμονιέρης στην ακτή, δεν ξέρεις; Πήγε στις πόρνες.

-Ξέρω ακόμα ότι έχει μια γριούλα μάνα και δύο παιδιά που αυτόν έχουν μόνο να τα βοηθήσει.

-Γιατί να μην πεθάνει μέσα στην αμαρτία του; είπε η μια μορφή που ήταν πιο σκοτεινή από την αντάρα γύρω της, ακόμα και από το βαθύτερο σκοτάδι.

Η άλλη μορφή ήταν φωτεινή, λαμπρότερη και από την πιο ηλιόλουστη μέρα. Κάποτε ήταν και οι δύο όμοιοι, μετά ο σκοτεινός είχε εκπέσει από το φως, σε μια εποχή πριν από την κτίση, πριν καν από τον ίδιο τον χρόνο.

-Γιατί είναι γραμμένο ότι ου θελήσει θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού έως του επιστρέψαι και ζήσεται αυτόν.

Ο σκοτεινός έκανε μια κίνηση σαν να αψηφούσε τον φωτεινό και μετά εξαφανίστηκε. Ο φωτεινός ευλόγησε το πλοίο και τους ναυτικούς και τους ευχήθηκε να φτάσουν γρήγορα στον προορισμό τους. Μετά έφυγε και εκείνος.

 

Ήταν ένα μικρό δωμάτιο νοσοκομείου με ένα μόνο κρεβάτι στο κέντρο του κυκλωμένο από ειδικά μηχανήματα που παρακολουθούσαν τις ζωτικές ενδείξεις του ασθενούς και εκτελούσαν εργασίες που τον κρατούσαν στη ζωή, όπως η αναπνοή και η χορήγηση φαρμάκων.

Απόψε ο ασθενής ήταν ένα μικρό κοριτσάκι, χλομό και μικρόσωμο, που έδειχνε ακόμα πιο μικρόσωμο όπως ήταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι με τα μακριά μαλλιά του απλωμένα στο μαξιλάρι. Τα μάτια του ήταν κλειστά και το στήθος του δεν ανέβαινε σχεδόν καθόλου από την αναπνοή.

Σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι καθόταν μια γυναίκα, η μητέρα του κοριτσιού και το κοιτούσε σαν να προσπαθούσε να του δώσει δύναμη για να νικήσει την αρρώστια. Αλλά ήταν φανερό ότι έχανε τις ελπίδες της. Από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα και συχνά πυκνά έφερνε στα χείλη της το χέρι του κοριτσιού που το κρατούσε στα δικά της.

Οι δύο μορφές στάθηκαν στα πόδια του κρεβατιού. Ο σκοτεινός στράφηκε στον φωτεινό σύντροφό του.

-Γιατί με ακολούθησες εδώ, Ουριήλ;

-Για να δω τι έχεις κατά νου, Μπέλτεζορ, είπε ο φωτεινός και κοίταξε το άρρωστο κοριτσάκι.

Ο σκοτεινός πήγε κοντά στη μητέρα που έκλαιγε.

-Τι περιμένεις; είπε. Ο Θεός σου το παίρνει το κοριτσάκι σου. Είναι σκληρός και ανηλεής. Θα στο πάρει και θα πονάς για πάντα. Άσε το θυμό να σε γεμίσει, φώναξέ του. Βλαστήμα τον!

Η γυναίκα σταμάτησε να κλαίει σαν να τον είχε ακούσει. Και τον είχε, όχι στα αυτιά της αλλά στις σκέψεις της που έρχονταν απρόσκλητες να την ταράξουν. Ύστερα κούνησε το κεφάλι της. Νέα δάκρυα κύλισαν.

-Μωρό μου, ψέλλισε, κοριτσάκι μου. Θεέ μου, σε παρακαλώ…

Ο Ουριήλ άγγιξε το κοριτσάκι.

-Σήκω, μικρό κοριτσάκι, δεν ήρθε ακόμα η ώρα σου.

Το κορίτσι άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε τη μητέρα του. Εκείνη για μια στιγμή δεν πίστευε στα μάτια της. Μετά ξέσπασε σε δάκρυα χαράς.

-Γιατί; βρυχήθηκε ο Μπέλτεζορ.

-Γιατί δεν σε άκουσε, και κράτησε την πίστη της. Η πίστη προηγείται του θαύματος. Και δεν ήταν ακόμη ώρα του κοριτσιού να φύγει.

-Αλλά η αγάπη λίγο έλειψε να την κάνει να αμαρτήσει. Είναι η αδυναμία τους.

-Αντιθέτως, είναι η μεγαλύτερή τους δύναμη. Η αγάπη θα καλύψει πλήθος αμαρτιών.

-Λες δηλαδή ότι η αγάπη δεν μπορεί να καταστρέψει κάποιον;

-Όχι, μόνο να τον λυτρώσει!

-Αυτό θα το δούμε, είπε ο Μπέλτεζορ και εξαφανίστηκε.


Ο Γλύπτης

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο πρώην εισαγγελέας Ντέρεκ Νίκολσον δολοφονείται με έναν αγριότατο τρόπο αφού ο δολοφόνος τον ακρωτηριάζει ως που να πεθάνει από τον πόνο ή την αιμορραγία. Αφήνει πίσω του ένα ακατανόητο γλυπτό από τα μέλη που έχει κόψει από το θύμα. Εκτός από φρικτός ο φόνος φαίνεται και άσκοπος, ο Ντέρεκ έπασχε από καρκίνο στο τελικό στάδιο, είχε μέρες ζωής. Ο ντετέκτιβ Ρόμπερτ Χάντερ πρέπει να βρει γρήγορα τον σαδιστή δολοφόνο πριν κάνει καινούριο γκροτέσκο έγκλημα.

Σαν ιδέα και σαν ιστορία είναι μια καλή αστυνομική ιστορία με έναν αστυνομικό που μπορεί να γίνει συμπαθής. Ωστόσο οι υπερβολικά αιματηρές και φρικαλέες σκηνές των εγκλημάτων κάνουν το βιβλίο να χάνει πολύ και να απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό.