Χρέος Αίματος 4

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Ελ Άιον ήταν ένας πλανήτης με κατακερματισμένη μορφολογία και έντονο ανάγλυφο κάτι που είχε υποχρεώσει τους κατοίκους του να εξοικειωθούν με την αναρρίχηση σχεδόν τόσο σύντομα όσο και με το βάδισμα. Η Λεάνα ήταν από τους καλύτερους του λαού της. Είχε επιδέξια δάκτυλα και δυνατά μέλη και παρότι ο τοίχος προσέφερε λιγότερα στηρίγματα από ένα φυσικό ανάγλυφο ανέβαινε αρκετά γοργά. Ο αέρας που φυσούσε της προσέφερε μια βοήθεια επιπλέον μιας και είχε φορά που την ωθούσε προς τον τοίχο.
Έφτασε στον όροφο που ήθελε και σταμάτησε σε ένα μεγάλο παράθυρο. Οποιοσδήποτε άλλος θα χρειαζόταν ένα μηχανικό μέσο για να κόψει το γυαλί του παραθύρου αλλά όχι εκείνη. Η φύση την είχε εξοπλίσει με αυτό το μέσο, τα νύχια του δεξιού της χεριού βγήκαν από τις μαλακές θήκες στο χέρι της και με μια κυκλική κίνηση χάραξε το τζάμι. Τα νύχια της φτιαγμένα από μια αδαμαντίνη, ένα από τα πιο σκληρά υλικά στο σύμπαν, έκοψαν το υλικό σχεδόν καμία αντίσταση. Κράτησε και το γυαλί και το κατέβασε απαλά στο δάπεδο του δωματίου, μετά πέρασε μέσα χωρίς να ακουστεί κανένας ήχος.
Ήξερε που να αναζητήσει την Ντέλο, πολλά χρόνια πριν είχε βρεθεί στην ίδια θέση με την έφηβη. Ο Γκρόμους την είχε απαγάγει από τον καταυλισμό των προσφύγων Λεοντιδών από τον πόλεμο και την είχε φέρει εδώ με σκοπό να την πουλήσει για σκλάβα. Ήταν ο Όρεμους και ο Μάλντοβαρ που την είχαν σώσει. Ένα χαμόγελο φώτισε τα λιονταρίσια της χαρακτηριστικά στη σκέψη του συντρόφου της καρδιάς της, τον μόνο που θα είχε ποτέ αφού έπαιρναν μόνο ένα ταίρι σε όλη τη ζωή τους οι λέαινες.
Άρχισε να ψάχνει τα δωμάτια, δίπλα σε κάθε πόρτα υπήρχε ένα μόνιτορ που έδειχνε το εσωτερικό και τον κάτοικο του δωματίου. Τα περισσότερα ήταν κατειλημμένα με κορίτσια ανθρώπινης και μη προέλευσης. Η Λεάνα τις λυπόταν, ευχόταν να μπορούσε να τις πάρει όλες από εδώ μέσα αλλά ήξερε ότι δεν ήταν δυνατό.
Δεν άργησε να βρει την Ντέλο. Ήταν μόνη σε ένα δωμάτιο όλο τοίχους χωρίς παράθυρα, καθισμένη πάνω σε ένα ανάκλιντρο. Είχε το πρόσωπο στα χέρια της και από το τράνταγμα των ώμων της ήταν φανερό ότι έκλαιγε. Ήταν ντυμένη με ένα αραχνοΰφαντο ρούχο που δεν έκρυβε σχεδόν τίποτα, ο Γκρόμους την είχε ντύσει σαν σεχόρ, τις σκλάβες που είχαν όλοι οι ευκατάστατοι Σαλάριαν σαν επίδειξη κύρους και πλούτου.
-Ντέλο; είπε σιγανά.
Το κορίτσι σήκωσε το πρόσωπο και την κοίταξε. Τρόμαξε από την εμφάνισή της αλλά έκανε μια γενναία προσπάθεια να το κρύψει. Η Λεάνα της χαμογέλασε.
-Ήρθα να σε πάρω και να σε πάω πίσω στο σπίτι σου.
Δεν χρειάστηκε να το πει δεύτερη φορά. Το κορίτσι σηκώθηκε από το ανάκλιντρο και έτρεξε κοντά της. Η Λεάνα της ένευσε να την ακολουθήσει και βγήκαν στο διάδρομο. Προχώρησαν γρήγορα στην έξοδο του ορόφου και εκεί σταμάτησαν. Ένα ανδροειδές στεκόταν σκοπός οπλισμένο με ένα τυφέκιο λέηζερ.

-Ένα μέγκαρτ, είπε ο Μπόροντιν με δέος.
Ήταν πάνω από δύο μέτρα ψηλό, και έγερνε λίγο μπροστά. Είχε σταχτί χρώμα και ένα μεγάλο μακρόστενο κεφάλι στο οποίο δέσποζαν δύο κόκκινα σαν τρωκτικού μάτια. Στεκόταν στα δύο άκρα και είχε απλωμένα μπροστά τα άλλο δύο που ήταν μυώδη και έτοιμα να αρπάξουν τη λεία του. Ήταν ένα γηγενές στον πλανήτη αρπακτικό αλλά ποτέ δεν είχε δει ένα τόσο μεγάλο.
Ο Όρεμους προχώρησε μπροστά και τράβηξε μέσα από το μανδύα του ένα μακρόστενο αντικείμενο που ο Μπόροντιν δεν συνειδητοποίησε τι είναι μέχρι που ξεπετάχτηκε η φωτεινή λεπίδα, ένα σπαθί νετρονίων. Το χρώμα της λεπίδας έφερε στο μυαλό του μια ανάμνηση από το μακρινό παρελθόν, αλλά δεν μπορούσε να την θυμηθεί ακριβώς, είχε ξαναδεί το ασυνήθιστο αυτό σμαραγδένιο χρώμα.
Ο Όρεμους επιτέθηκε στο μέγκαρτ, ήταν γρήγορος και προφανώς απόλυτα εξοικειωμένος με το όπλο του. Το μέγκαρτ δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει, ήταν ένα άγριο ζώο αλλά συνήθως είχε να αντιμετωπίσει άλλα ζώα ή ανύποπτους μεταλλωρύχους σε ερημικές στοές, όχι έναν πολεμιστή. Τράπηκε σε φυγή αφήνοντας πίσω μεγάλες κηλίδες από το φαιοκίτρινο φωσφορίζων αίμα του.
Συνέχισαν το δρόμο τους βιαστικοί και αμίλητοι ως που έφτασαν στον προορισμό τους. Ένας τοίχος με μια συμπαγή μεταλλική πόρτα εμπόδιζε την πρόσβαση στο υπόγειο του φρουρίου και σπιτιού του Γκρόμους αλλά η επαφή της λεπίδας του σπαθιού του Όρεμους με την κλειδαριά της πόρτας τους άνοιξε το δρόμο με το λιώσιμο της τελευταίας. Ο Όρεμους μπήκε ακολουθούμενος από τον Μπόροντιν. Τέτοια ώρα όλοι κοιμούνταν και δεν δυσκολεύθηκαν να βρουν την κουζίνα και τις αποθήκες τροφίμων και ποτών.
-Η κουζίνα, είπε ο Όρεμους και η φωνή του φανέρωνε την άποψή του για την μαγειρική και τις διατροφικές συνήθειες των Σελάριαν.
Ο Όρεμους πήγε σε μια συσκευή και την ενεργοποίησε.
-Αυτό εδώ είναι για την γρήγορη ικανοποίηση της πείνας του Γκρόμους, είπε. Από εδώ ανεβάζουν γρήγορα τα γεύματα όταν είναι έτοιμα. Αλλά στην περίπτωσή μας θα φανεί χρήσιμο.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή το μηχάνημα τέθηκε σε λειτουργία.
-Ωραία, είπε ο Όρεμους.
-Δεν καταλαβαίνω, είπε ο Μπόροντιν.
Το πορτάκι του μηχανήματος μεταφοράς άνοιξε και αντίκρισαν κουλουριασμένες μέσα στο θαλαμίσκο την Λεάνα και την Ντέλο.
-Κοριτσάκι μου! είπε ο Μπόροντιν βοηθώντας την κόρη του να βγει και σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του.
Ο Όρεμους βοήθησε τη Λεάνα να βγει και ρώτησε:΅
-Όλα εντάξει;
-Αναγκάστηκα να αντιμετωπίσω ένα ανδροειδές και να το καταστρέψω αλλά δεν θα μπορέσουν να βρουν τι έγινε, εκτός και αν υποθέσουν ότι τρύπωσε κάποιο Γούκι και τον κομμάτιασε.
Ο Μπόροντιν ανέλαβε να τους οδηγήσει πίσω και ξεκίνησαν πάλι μέσα από την υπόγεια στοά βιαστικοί. Στο τέλος της ωστόσο ο Μπόροντιν δεν παρέλειψε να κλειδώσει και πάλι την πόρτα.
-Μη γίνει κάποιο ατύχημα ή βγει κανένα από αυτά τα τέρατα έξω, είπε, και ας μην είμαι πια εδώ.
Φτάσανε στο σπίτι και ο Μπόροντιν άνοιξε και μπήκαν. Βρήκε την γυναίκα του και το γιο του να κάθονται στο τραπέζι ενώ ο σύντροφος του Όρεμους στεκόταν κοντά στην πόρτα. Η Ντελέρια αγκάλιασε την κόρη της κλαίγοντας από συγκίνηση. Ο Μπόροντιν της έδωσε λίγο χρόνο και μετά είπε:
-Πρέπει να φύγουμε το συντομότερο. Να μαζέψουμε…
-Δεν χρειάζεται, είπε ο Όρεμους. Μάλντοβαρ;
-Το τακτοποίησα, απάντησε ο φίλος του. Ο Δαλ Ντοράς θα βρει μια προσπάθεια παραβίασης της ασφάλειάς του και τα ψηφιακά ίχνη θα τον οδηγήσουν στον Γκρόμους. Δεν θα είναι καθόλου ευγενικός, να είστε σίγουροι. Επίσης δεν θα είναι αγνώμων και απέναντι σε εκείνον που τον προειδοποίησε.
Ο Μπόροντιν κοίταξε τον Όρεμους έκπληκτος.
-Δεν έχω λόγια, είπε. Έκανες τα πάντα για εμένα! Πώς να στο ξεπληρώσω;
-Δεν χρειάζεται, απαλλάχτηκες από το χρέος και είσαι πια ελεύθερος να ζήσεις με την οικογένειά σου, μπορείς να χρησιμοποιήσεις και τα χρήματα που έχεις φυλάξει για να βελτιώσεις τη ζωή σας.
-Είμαι υπόχρεος σε’ σενα, όμως! Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
-Δεν χρειάζεται, είπε ο Όρεμους, πριν πολλά χρόνια όταν ήσουν στρατιώτης πολέμησες στον Φήλιξ 3 στη μάχη του Χροθ.
Ο Μπόροντιν ένευσε καταφατικά, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει τη θυμόταν αυτή τη μάχη, θα τη θυμόταν ακόμα και αν είχαν περάσει τα διπλά χρόνια.
-Έσωσες μια ζωή σε εκείνη τη μάχη, έναν νεαρό ενθουσιώδη στρατιώτη που δεν ξανασυνάντησες έκτοτε.
-Είσαι εσύ;
-Ναι, είπε ο Όρεμους και φάνηκε στη φωνή του ότι χαμογελούσε. Είχα και εγώ ένα χρέος να αποπληρώσω μετά από χρόνια. Εύχομαι ευημερία και μακροημέρευση σε εσένα και την οικογένειά σου.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε μαζί με τους συντρόφους του. Χάθηκαν στο σκοτάδι του δρόμου. Ο Μπόροντιν έκλεισε και γύρισε να κοιτάξει την οικογένειά του που σαν από θαύμα ήταν όλη μαζί και αλώβητη. Ύστερα έγιναν όλοι μια αγκαλιά.


Τέλος      

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου