Αποφάσεις Ζωής 13

Author: Νυχτερινή Πένα /

5.

Το πρωί ξύπνησε εξαιρετικά ευδιάθετος μιας και είχε απολαύσει έναν ήσυχο και βαθύ ύπνο που κανένας εφιάλτης δεν είχε έρθει να διαταράξει. Αντίθετα το μόνο όνειρο που είχε δει ήταν ένα πολύ όμορφο μιας και αφορούσε την Κριστίν.
Είχε ονειρευθεί ότι περπατούσαν μαζί σε μια αμμουδερή παραλία εκεί που ερχόταν να σβήσει το κύμα κάτω από τον έναστρο ουρανό συζητώντας. Την κρατούσε έχοντας περάσει το ένα χέρι γύρω από τη μέση της και εκείνη ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του.
Με την διάθεση του τόσο καλή ξεκίνησε να δουλεύει πολύ πριν έρθουν οι κοπέλες που δούλευαν στο λογιστήριο. Όταν έγινε αυτό τις καλημέρισε κεφάτα και τις κέρασε καφέ.
-Δεν σε έχω ξαναδεί τόσο χαρούμενο, τι έγινε; είπε η Τζάνις.
-Όντως αφεντικό, είπε η Φαίη, τι έγινε; Κέρδισες λαχείο;
Προσπαθούσε να κάνει την φωνή της ανάλαφρη και φιλική αλλά ο Μιχάλης μπορούσε να διακρίνει την ανυπομονησία να μεταφέρει στο αληθινό της αφεντικό ό,τι θα μάθαινε. Ετοιμάστηκε να της πει ψέμματα όταν ξαφνικά θυμήθηκε τον Αλέξανδρο και με ένα μακιαβελικό χαμόγελο είπε κάτι που ήξερε ότι θα ενοχλούσε την Καρς και ταυτόχρονα ήταν απολύτως αλήθεια.
-Υπάρχει μια υπέροχη κοπέλα στη ζωή μου.
-Αλήθεια; αυτό είναι υπέροχο, είπε η Τζάνις που τον είχε συμπαθήσει στον καιρό που δούλευαν μαζί.
-Ποια είναι; ρώτησε η Φαίη και πρόσθεσε, ελπίζω όχι εκείνη η άρρωστη στην οποία έχεις τόση αδυναμία.
-Τι έχει να κάνει αυτό; είπε η Τζάνις.
-Ε μα δεν είναι δυνατόν να τα φτιάξει με κάποια εδώ μέσα, πως θα βγαίνουν;
-Για' σενα αυτό είναι η ουσία μιας σχέσης; ρώτησε η Τζάνις. Οι βόλτες;
-Φυσικά, το να περνάω καλά.
-Πολύ ώριμο, είπε η Τζάνις και επέστεψε στο γραφείο της γα να ξεκινησει με τη δουλειά της μέρας.
-Εσύ συμφωνείς; ρώτησε η Φαίη τον Μιχάλη.
-Φυσικά, είπε ο Μιχάλης, το πιο σημαντικό είναι τι έχεις κοινό και τι μπορείς να μοιραστείς με κάποιον για να δεις αν θα κάνεις σχέση μαζί του, όχι αν έχει κάποιο πρόβλημα ή ό,τι άλλο.
Ο Μιχάλης επέστρεψε στο γραφείο του και κάθισε να δουλέψει ενώ γρήγορα είχε αντίγραφο από την ενημέρωση που έκανε στην Καρς η Φαίη. Έπρεπε να της το αναγνωρίσει είχε μεταφέρει τη συζήτηση πιστά, λέξη προς λέξη.
Συνέχισε να δουλεύει ως που έφυγαν οι κοπέλες και έμεινε μόνος του στο λογιστήριο. Ησυχία είχε απλωθεί και στο υπόλοιπο νοσοκομείο. Η βραδυνή, επίσκεψη των γιατρών είχε τελειώσει όπως και το επισκεπτήριο. Μόνο οι ασθενείς και το προσωπικό που είχε υπηρεσία βρίσκονταν εδώ.
Σταμάτησε την δουλειά του και σηκώθηκε από την πολυθρόνα πίσω από το γραφείο. Έκανε μερικά βήματα για να ξεμουδιάσει το γόνατό του. Το μυαλό του ήταν ωστόσο πολύ μακριά από αυτό. Σκεφτόταν την Κριστίν. Δεν είχε υπερβάλλει στην Φαίη με όσα είχε πει. Τα πίστευε απόλυτα. Και ήξερε πολύ καλά τι ένιωθε για την κοπέλα με την δροσερή ομορφιά και το γλυκό χαρακτήρα.
Τις σκέψεις του διέκοψε το άνοιγμα της πόρτας του λογιστηρίου και στράφηκε προς αυτήν την κατεύθυνση για να αντικρίσει τον Άλφρεντ.
-Καλησπέρα γιατρέ, πως από' δω;
-Σε ήθελα, είπε ο Άλφρεντ και κάθισε σε μια καρέκλα κοιτώντας τον. Πως είσαι;
-Καλά, δεν πονάω πολύ παρά την υγρασία.
-Καλό αυτό. Άκου τι σε ήθελα. Θυμάσαι την ημέρα που έδωσες αίμα για να σωθεί ένα κοριτσάκι;
-Φυσικά, δεν είναι κάτι που ξεχνιέται, χαίρομαι που βοήθησα. Αλλά γιατί ρωτάς;
-Θυμάσαι πως σου πήραν αίμα για να το μεταγγίσουν; Στην αρχή πήραμε το δείγμα για να δούμε αν είναι συμβατό το αίμα σου με το δικό της.
-Δεν το πρόσεξα, κοίταζα τη μικρούλα.
-Παρότι μόλις είδα ότι ταιριάζετε ξεκίνησα την επέμβαση και πρόσεχα μόνο την καρδιά σου πρόσεξα κάτι που μου κίνησε το ενδιαφέρον.
-Τι;
-Αν στο πω επιστημονικά θα σε μπερδέψω, απλά είναι μια ένδειξη ότι μπορεί να είσαι συμβατός δότης για μια άλλη μου ασθενή αλλά χρειάζονται κάποιες εξετάσεις.
Ο Μιχάλης κάθισε στη θέση του και έκανε ένα νόημα αποδοχής. Ο γιατρός το δέχθηκε με ένα χαμόγελο.
-Ωραία, είπε και σηκώθηκε. Α και κάτι άλλο από περιέργεια, έχεις αντισώματα μεγαϊών, έχεις περάσει ποτέ κάποια φλεγμονή λοιμώδους φύσεως;
-Δυο φορές, απάντησε με ένα χαμόγελο ο Μιχάλης. Τίποτα δεν ξέφευγε από την ιατρική αντίληψη του Άλφρεντ. Κοίταξε το γιατρό και μετά πήγε ως την πόρτα και εκείνος. Έβησε τα φώτα και μετά κάθισε και πάλι στη θέση του με τη σκέψη του στην Κρστίν.
Τράβηξε μια λευκή κόλα χαρτί και άρχισε να σημειώνει γράφοντας ένα ποίημα για εκείνη που μέσα του είχε αρχίσει να αποκαλεί πριγκίπισσα της καρδιάς του. Όμως μια δεύτερη επίσκεψη ήρθε να τον διακόψει. Στο λογιστήριο είχε μπει η Μάρθα Καρς.
-Για όνομα του Θεού! Τι θες εδώ; είπε ο Μιχάλης και σηκώθηκε όρθιος.
-Ήθελα να σε δω.
-Γιατί; Τι δεν μπορούσε να περιμένει ως το πρωί;
Η Καρς πλησίασε και διέκρινε το χαρτί και το στυλό στο γραφείο του στο λίγο φως που ερχόταν απ’ έξω
-Έγραφες; ρώτησε. Στο σκοτάδι;
-Δεν είναι δουλειά σου, απάντησε ο Μιχάλης, αλλά ναι έγραφα. Και μιας και η ώρα είναι περασμένη θα έλεγα να πηγαίνεις.
Η Καρς τον πλησίασε αγνοώντας την τελευταία φράση του.
-Το σκοτάδι δεν είναι για γράψιμο, είπε με έναν απαλό προκλητικό τόνο, είναι για άλλες χαρές.
Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Ήταν ένα φιλί άγριου πάθους, έντονο απαιτητικό. Το χέρι της γλίστρισε στο σώμα του χαιδεύοντάς τον πρόστυχα, προκαλώντας τον να αφεθεί. Και ήταν εύκολο να το κάνει. Ήταν εύκολο να αφεθεί στο ένστικτο να σμίξει μαζί της μέσα στο σχεδόν απόλυτο σκοτάδι, να ικανοποιήσει τον πόθο που ενστάλλαζε στο σώμα του με τις κινήσεις της η Καρς. Ένιωθε τον εαυτό του να διχάζεται ανάμεσα στην επιθυμία και τη λογική, μια τρομακτική αίσθηση σαν να αντιμαχόταν τον εαυτό του. Η Καρς συνέχιζε να τον χαϊδεύει λάγνα και να τον φιλάει, προκαλώντας τον να αφεθεί.
Ο Μιχάλης την έσπρωξε μακριά και έμεινε να στέκεται ξέπνοος ανακτώντας την ψυχραιμία του.
-Φύγε! είπε κοφτά.
-Είσαι δικός μου, το ξέρεις, με θέλεις και ας μην το παραδεχεσαι.
-Προτιμώ μια γυναίκα που να αισθάνεται κάτι πριν πάει στο κρεβάτι, είπε ο Μιχάλης, και είσαι παντρεμένη.
-Δεν έχει σημασία.
-Εγώ έχω άλλη γνώμη, είπε ο Μιχάλης, το αν την συμμερίζεσαι δεν με απασχολεί καθόλου. Και τώρα μπορείς να φύγεις, έχω και δουλειές να κάνω.
-Με απορρίπτεις για εκείνη τη μικρή; είπε με ένα σφυρικτό τόνο η Μάρθα.
-Σε απορρίπτω γιατί δεν έχουμε τίποτα και χωρίς σχέση δεν έχει κανένα νόημα να κοιμηθώ μαζί σου.
-Πως δεν έχει, την ευχαρίστηση.
-Διαφέρουμε όσο το φως με το σκοτάδι, νομίζω ότι αυτό τα λέει όλα.
Η Μάρθα Καρς έκανε μεταβολή και προχώρησε προς στην έξοδο. Ένιωθε ταπεινωμένη, πρώτη φορά είχε αποτύχει έτσι με έναν άνδρα και τώρα ήθελε εκδίκηση. Φτάνοντας στην πόρτα γύρισε και κοίταξε τον Μιχάλη.
-Ελπίζω το χειρότερο για’ σενα.
Βγαίνοντας έξω συνειδητοποίησε τι θα ήταν το χειρότερο για το Μιχάλη και ευχήθηκε ολόψυχα την επιδείνωση της κατάστασης της Κριστίν Τέηλορ.

Ο Μιχάλης ανάσαινε βαριά, η επίσκεψη της Καρς είχε δοκιμάσει όχι μόνο την ακεραιότητα του χαρακτήρα του αλλά και την ικανότητά του να συγκρατεί την οργή του, έτρεμε από την προσπάθεια που είχε καταβάλλει. Αυτήν την δοκιμασία στην οποία τον είχε υποβάλλει θα την πλήρωνε.
Χαλάρωσε τις γροθιές του, οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει από την πίεση. Μια πλευρά του μετάνιωνε που δεν είχε χαστουκίσει την Καρς. Κάθισε στην πολυθρόνα του κουρασμένος. Δεν είχε δύναμη ούτε να αναπνεύσει και τότε το βλέμμα του στάθηκε στο όνομά της Κριστίν.
Μια απρόσμενη ηρεμία τον κατέλαβε και ένιωσε να χαλαρώνει, την οργή να σβήνει και να μένει μόνο μια αίσθηση αηδίας για το γεγονός που είχε προηγηθεί. Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο, έριξε νερό στο πρόσωπό του και ένιωσε καλύτερα.
Αποφάσισε να πάει να καθίσει στο σαλονάκι και να πιει έναν καφέ ως την ώρα που θα πήγαινε να δει την Κριστίν στο δωμάτιό της, η κοπέλα είχε υποβληθεί πάλι σε θεραπεία και δεν είχε τη δύναμη να μετακινηθεί. Το έκανε και λίγα λεπτά αργότερα καθόταν στην συνηθισμένη του θέση με την κούπα του στο χέρι. Η ησυχία τον βοήθησε να επιστρέψει στη γαλήνη του αλλά δεν ήταν το ίδιο χωρίς την Κριστίν και είχε πολύ καιρό να βρεθεί εδώ χωρίς την παρέα της.
Μετά από όσα είχε ζήσει στην ζωή του, που παρότι δεν ήταν περιπετειώδης ή ασυνήθιστη περιλάμβανε πολλά, πίστευε ότι δεν θα ξαναζούσε όλα αυτά που τώρα ένιωθε για την Κριστίν. Δεν περίμενε ότι θα υπήρχε κάποια κοπέλα που θα διαπερνούσε την άμυνα που είχε χτίσει γύρω του και θα τον κέρδιζε τόσο γρήγορα. Αλλά πάλι ήταν μοναδική.
Αποφάσισε να πάει να δει το αντικείμενο των σκέψεών του και έτσι πήρε τον ανελκυστήρα για τον τέταρτο. Βγήκε στην ησυχία του ορόφου και προχώρησε στο δωμάτιο της Κριστίν. Ήταν μισοσκότεινο, φωτισμένο μόνο από το ειδικό φωτάκι νυχτός. Η κοπέλα είχε αποκοιμηθεί με τα ακουστικά ενός φορητού cd player, στα αυτιά της. Την πλησίασε ελαφροπατώντας και της έβγαλε τα ακουστικά, άφησε τη συσκευή στο κομοδίνο δίπλα της. Εκείνη την στιγμή η Κριστίν άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε μισοκοιμισμένη.
-Αποκοιμήθηκα, είπε απαλά.
-Δεν πειράζει, ξανακοιμίσου, ψιθύρισε ο Μιχάλης και τη σκέπασε. Κάθισε δίπλα της και χάιδευσε τα μαλλιά της, εκείνη ξανακοιμήθηκε.
Ο Μιχάλης την κοίταξε για λίγο και μετά έσκυψε και την φίλησε απαλά στο μέτωπο ψιθυρίζοντάς της μια καληνύχτα. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου