Το Σμαραγδένιο Μενταγιόν ΙΙ

Author: Νυχτερινή Πένα /

ΙΙ.

Ο Βοτανειάτης βγήκε από το νερό και αφού σκουπίστηκε καλά με την πετσέτα άρχισε να ντύνεται. Μετά τις φυλακές είχαν αφήσει τον αυλικό και είχαν μεταβεί στα λουτρά του Πανδρόσου όπου θα μπορούσαν να ξεπλύνουν από πάνω τους τη βρώμα της φυλακής πριν ντυθούν με καινούρια καθαρά ρούχα.
Τώρα με τα πάντα καθαρά, από τις μαύρες μπότες μέχρι τον ίδιου χρώματος μανδύα του, άρχισε να ζώνεται τα όπλα του, πολεμούσε με μια μεγάλη σπάθα αλλά έφερε πάντα μαζί του και ένα εγχειρίδιο. Πέρασε την καμάρα για τον επόμενο χώρο και στάθηκε. Μπορούσε να δει στην απέναντι κάμαρα την Αλίμα να ντύνεται. Ήξερε ότι δεν ήταν σωστό αλλά δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα από την γυμνή μορφή της. Το δέρμα της ήταν στο χρώμα της κανέλλας, λείο και αψεγάδιαστο, τα πόδια της καλοσχηματισμένα, οι γοφοί της γεμάτοι και τα στήθη της πλούσια, τα μακριά μαλλιά της ήταν κατάμαυρα και έπεφταν ως την πλάτη της όπου σταγόνες νερού λαμπύριζαν ακόμα. Φόρεσε μια από τις παραδοσιακές ρόμπες του λαού της στο χρώμα της άμμου και ένα κάλυμμα της κεφαλής που άφηνε μόνο το πρόσωπο ακάλυπτο. Προχώρησε προς το μέρος του και υποκλίθηκε.
-Είμαι έτοιμη άρχοντά μου.
Βγήκαν στον προθάλαμο όπου τους συνάντησαν οι άλλοι τρεις άνδρες. Ο Λέων Νεστάνης, ο υπασπιστής του, είχε πλυθεί και είχε χτενίσει τη γενειάδα του, αυτός και ο Βάλρους είχαν προλάβει να απολαύσουν και τις χάρες δυο γυναικών από τις υπηρέτριες των λουτρών. Σίγουρα είχαν στερηθεί τη γυναικεία συντροφιά τόσο καιρό. Ο Λαόνικος είχε κάνει ένα  γερό μπάνιο και μετά από αυτό είχε ασχοληθεί με το να τους βρει καλά άλογα. Ο Λέων είχε οπλισθεί με ξίφος και ασπίδα, όπως και όταν πολεμούσαν με τον αυτοκρατορικό στρατό, ο Βάλρους Οστράγκεν, με τα δύο που χρησιμοποιούσε όντας αμφιδέξιος.
-Τι θα κάνουμε τώρα στρατηγέ; ρώτησε ο Λέων.
-Θα συναντήσουμε στην πύλη τον ευνούχο Χρυσάφιο και θα ξεκινήσουμε για την αποστολή μας.
-Γιατί δεν εξαφανιζόμαστε τώρα που μπορούμε; ρώτησε ο Λέων.
-Γιατί τιμώ τις συμφωνίες που κάνω, απάντησε ο Βοτανειάτης, και δεν έχουμε ακόμα κλείσει τους λογαριασμούς μας με το Μαρδοχαίο.
-Θα τολμούσες να τα βάλεις και πάλι μαζί του;
-Αμέσως μόλις επιστρέψουμε, είπε ο Βοτανειάτης.
-Αν επιστρέψουμε, είπε ο Λαόνικος βλοσυρά, δεν είναι ένα απλό ταξίδι αυτό που πάμε να κάνουμε.

Ο Χρυσάφιος ήταν ένας χοντρός πλαδαρός άνδρας, όπως ήταν σχεδόν πάντα οι ευνούχοι, με ξυρισμένο κεφάλι και φανταχτερό χιτώνα. Τους περίμενε κοντά στην πύλη και συστήθηκε με το όνομά του και το αξίωμά του, πρωτονοτάριος του άρχοντα Μαρδοχαίου.
-Είμαι ο εξ’ απορρήτων της εξοχότητάς του, είπε ενώ κοίταζε με εξεταστικό μάτι την Αλίμα.
-Νόμιζα ότι αυτός ήταν ο Αξιώτης, είπε ο Βοτανειάτης.
-Ένας άρχοντας έχει πολλά να σκεφθεί και πολλές αρμοδιότητες, δεν έχει μόνο έναν εξ’ απορρήτων. Διάλεξες καλά, είπε ενώ κοίταζε ακόμα την Αλίμα.
-Είναι εδώ γιατί χρειάζεται και όχι για την απόλαυση, είπε ο Λέων, όχι ότι κινδυνεύει από’ σενα.
-Κάνε ακόμα ένα σχόλιο για’ μένα και θα πέσει το κεφάλι σου! είπε ο Χρυσάφιος χολωμένα.
-Δεν έχουμε χρόνο για τέτοια, παρενέβη ο Βοτανειάτης, έχουμε μια αποστολή να εκτελέσουμε.

Ο πύργος του Ντραζάκ του ανηλεούς ορθωνόταν στην δυτική πλευρά των ορέων του Κρίκου. Στην παλιά εποχή, όταν η περιοχή βρισκόταν ακόμα στον έλεγχο της αυτοκρατορίας ήταν γνωστός σαν οχυρό των Βουρκελιωτών αλλά μετά είχε γίνει άντρο ληστών, από έναν διαβόητο λήσταρχο είχε πάρει και το τωρινό του όνομα, και τώρα ήταν η κατοικία της μάγισσας. Απείχε από την Ακροκώμη και τα σύνορα δύο περίπου ημερών δρόμο. Η μικρή ομάδα του Βοτανειάτη άφησε πίσω της την πόλη και προχώρησε στους πρόποδες του βουνού. Οι τρεις πολεμιστές μιλούσαν μεταξύ τους για όσα είχαν ζήσει και τι τους περίμενε στον προορισμό τους. Ο Λαόνικος ήταν λαλίστατος και μοιραζόταν μαζί τους παλιές του περιπέτειες ενώ η Αλίμα μιλούσε σπάνια. Ο Χρυσάφιος μιλούσε σπάνια και ήταν συνήθως για να κάνει δηκτικές παρατηρήσεις.
Περνούσαν ένα σπαρμένο χωράφι όταν η Αλίμα έβγαλε μια κραυγή και έδειξε με φρίκη στην απέναντι άκρη του. Εκεί ήταν στημένο ένα μεγάλο κλουβί με σιδερένιες μπάρες. Μέσα στο κλουβί βρίσκονταν μερικοί άνθρωποι. Καθώς πλησίαζαν μπορούσαν να διακρίνουν πως στο δάπεδο βρισκόταν ένας άνδρας ξαπλωμένος, δίπλα του ήταν πεσμένο ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι με μια γυναίκα καθισμένη δίπλα με την πλάτη στην πλευρά του κλουβιού και με το κεφάλι του κοριτσιού στην ποδιά της. Τα χέρια της που θα πρέπει να το χάιδευαν όσο άντεχε, κρέμονταν τώρα άτονα στα πλευρά της. Μια πινακίδα αναρτημένη στην πόρτα ανέφερε την καταδίκη αυτών των ανθρώπων σε θάνατο γιατί δεν είχαν πληρώσει την εισφορά σε αγαθά στον έπαρχο.
-Η δικαιοσύνη του Μαρδοχαίου, έκανε ο Βοτανειάτης με μια έκφραση απέχθειας στο πρόσωπό του.
Η φωνή του συνέφερε τη γυναίκα που άνοιξε τα μάτια της.
-Έλεος, είπε σχηματίζοντας με κόπο τις λέξεις με τα ξεραμένα από τη δίψα χείλη της.
Ο Βοτανειάτης στράφηκε στον Βάλρους που κοιτούσε τους εξαθλιωμένους  ανθρώπους σκυθρωπός Έκανε ένα νόημα και εκείνος τράβηξε το ένα από τα σπαθιά του, με ένα χτύπημα διέλυσε την κλειδαριά του κλουβιού. Μετά έριξε στα χέρια της ένα σακούλι με τρόφιμα και ένα ασκί νερό.
-Ευχαριστώ, ο Ύψιστος να σας έχει καλά, είπε η γυναίκα κλαίγοντας από χαρά.
-Με ποιο δικαίωμα το κάνεις αυτό; φώναξε ο Χρυσάφιος. Έκανε να υψώσει τη φωνή του αλλά βγήκε ψιλή σαν τσιρίδα παγιδευμένου ποντικιού.
-Το Δικαίωμα της Χάρης, είπε ο Βάλρους ψυχρά. Είμαι τουρμάρχης της Αυτοκρατορικής Φρουράς.
Ο Λέων χαμογέλασε κάτω από τα μουστάκια του. Εκείνος το ήξερε. Ο Βάλρους είχε έρθει από τη μακρινή πατρίδα του για να υπηρετήσει στην Αυτοκρατορική Φρουρά όπως έκαναν πολλοί πατριώτες του, ακόμα και ο βασιλιάς τους είχε υπάρξει μέλος και διοικητής της φρουράς.
Καθώς περνούσαν μπροστά από το κλουβί ο Λαόνικος έριξε ένα πουγκί με νομίσματα στα πόδια της γυναίκας που σήκωνε την οικογένειά της για να φύγουν από τον τόπο του μαρτυρίου τους.
-Δεν φανταζόμουν ότι ένας κλέφτης θα ήταν τόσο φιλεύσπλαχνος, είπε ο Λέων.
-Δεν ήταν δικό μου, είπε ο κλέφτης κάνοντας ένα νόημα προς το Χρυσάφιο και ο Λέων άρχισε να γελάει.

Σταμάτησαν για να περάσουν τη νύχτα τους στα ερείπια ενός παλιού φυλακίου. Δύο τοίχοι που σχημάτιζαν γωνία είχαν διασωθεί όρθιοι και οι πλάκες του δαπέδου είχαν επιζήσει της μανίας της φύσης οπότε ήταν ένα καλό μέρος. Το ότι παραδίπλα βρισκόταν και μια πηγή με τρεχούμενο νερό το έκανε ακόμα πιο κατάλληλο. Ο Λέων μάζεψε ξύλα και άναψαν φωτιά ενώ ο Λαόνικος μαγείρεψε ένα δείπνο που έκανε ακόμα και τον Χρυσάφιο να αφήσει για λίγο την ξινισμένη του έκφραση. Οι τρεις πολεμιστές μοιράστηκαν τις βάρδιες για να φυλάξουν σκοπιά και μετά έπεσαν όλοι για ύπνο εκτός από τον Βάλρους που είχε την πρώτη βάρδια.

Το Σμαραγδένιο Μενταγιόν Ι

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ι.

Τα τύμπανα ήχησαν ρυθμικά καθώς ο κρατούμενος ανέβηκε στο ικρίωμα και σταμάτησαν. Η πλατεία γύρω ήταν ασφυκτικά γεμάτη με κόσμο που είχε συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσει την εκτέλεση, νέοι και γέροι, επαγγελματίες και αγρότες, άνδρες και γυναίκες. Όλοι αυτοί πίεζαν τη γραμμή των στρατιωτών για μια καλύτερη θέση κοντά στο χώρο της εκτέλεσης ώστε να έχουν καλύτερη θέα.
Πάνω στο ικρίωμα βρίσκονταν τρείς άνδρες μόνο. Ο μελλοθάνατος, ντυμένος με ένα απλό πουκάμισο και ένα παντελόνι, ο δήμιος ντυμένος στα μαύρα και με την κουκούλα να κρύβει τα χαρακτηριστικά του, και ο δικαστής με την επίσημη στολή του και το χαρακτηριστικό κόκκινο σκούφο.
-Μιχαήλ Βοτανειάτη, καταδικάστηκες σε θάνατο για στάση και υποκίνηση σε στάση, έχεις να δηλώσεις τίποτα;
-Ότι χαίρομαι που θα πεθάνω και δε θα ακούω τη φλυαρία σου, απάντησε ο κρατούμενος αρκετά δυνατά για να τον ακούσουν όλοι.
Γέλια ακούστηκαν από το πλήθος. Με μια γκριμάτσα απέχθειας ο δικαστής ένευσε στο δήμιο που τον γονάτισε και έσπρωξε το κεφάλι του στην αιματοβαμμένη επιφάνεια του κούτσουρου εκτέλεσης. Ύψωσε το τσεκούρι που γυάλισε στο φως του πρωινού.
-Σταματήστε την εκτέλεση! Ακούστηκε μια φωνή συνοδευόμενη από μουρμουρητά απογοήτευσης του πλήθους.
Ένας άνδρας είχε μπει στην πλατεία, ήταν έφιππος και ντυμένος με ρούχα αυλικού στο Μεγάλο Παλάτιο.
-Κρατούμενε, ο δούκας Αξιώτης, έχει μια πρόταση για εσένα.
Ο δήμιος σήκωσε όρθιο τον μελλοθάνατο που αντίκριζε τώρα κατά πρόσωπο τον αυλικό.
-Θα σου δοθεί χάρη αν δεχθείς να ταξιδέψεις στον πύργο του Ντραζάκ του ανηλεούς και να φέρεις πίσω κάτι που η εξοχότης του θέλει.
Μουρμουρητά διέτρεξαν το πλήθος, η επιλογή που δινόταν στον κατάδικο δεν ήταν και αξιοζήλευτη. Θα γλίτωνε προσωρινά τη ζωή του αλλά θα έπρεπε να πολεμήσει για να επιβιώσει εκεί που τον έστελναν και ο σχεδόν βέβαιος θάνατος που τον περίμενε εκεί έκανε την καρατόμηση να δείχνει μια πράξη ελέους. Κανείς δεν είχε γυρίσει ζωντανός από εκεί και ο μόνος που είχε επιστρέψει, έστω και νεκρός πάνω στο άλογό του, είχε μια επιθανάτια έκφραση που μαρτυρούσε ότι είχε αντικρίσει ανείπωτους τρόμους.
-Δέχομαι, είπε ο μελλοθάνατος αγέρωχα κάνοντας και πάλι το κοινό να επιδοθεί σε ψιθύρους.
Χωρίς πολλές τυπικότητες τον κατέβασαν από το ικρίωμα και παραδόθηκε στην φροντίδα του αυλικού που τον επιβίβασε σε ένα δεύτερο άλογο και πήραν το δρόμο για το παλάτι του διοικητή της πόλης,
-Τι αναζητώ στον πύργο του Ντραζάκ; ρώτησε ο μέχρι πριν λίγο μελλοθάνατος διασχίζοντας τους δρόμους της πόλης της Ακροκώμης.
-Στον πύργο ζει μια φοβερή μάγισσα, είναι πανίσχυρη και τα μάγια της ανίκητα. Δεν πρέπει να την κοιτάξεις για να την σκοτώσεις. Αν την κοιτάξεις θα χαθείς, αν κοιτάξεις τα μάτια της θα πλανηθείς για πάντα μέσα τους, θα μείνεις εκεί μέχρι ο χρόνος να διαλύσει το κορμί σου, αν κοιτάξεις τα χείλη της θα την φιλήσεις και τότε θα ρουφήξει την ψυχή σου, αν κοιτάξεις τα στήθη της θα την ποθήσεις και τότε θα ζευγαρώσεις μαζί της και θα είσαι σκλάβος στις ορέξεις της, αν κοιτάξεις τα πόδια της έστω θα τη λατρέψεις σαν θεά σου και θα είσαι πιστός της υπηρέτης ως που να θέσει τέλος ο χρόνος στο μαρτύριό σου.
-Αν δεν μπορώ να την κοιτάξω πως θα τη σκοτώσω;
-Θα έχεις μαζί σου έναν ευνούχο, για εκείνους οι γυναίκες δεν αποτελούν πειρασμό, θα μπορεί να την κοιτάζει άφοβα και να σε κατευθύνει. Έχεις πολεμήσει ποτέ με κλειστά τα μάτια;
-Ναι, σε μια πολιορκία πολεμώντας τους Χουσίτες είχα εκτεθεί σε φωτιά και για λίγο είχα αναγκαστεί να το κάνω.
-Πολύ ωραία, μόλις τη σκοτώσεις θα πάρεις το φυλαχτό που φοράει με μια αλυσίδα γύρω από το λαιμό της, το Σμαραγδένιο Μενταγιόν. Αυτό είναι που θέλει ο δούκας Αξιώτης.
-Θα το φέρω.
-Έξοχα, να υποθέσω ότι δέχεσαι λοιπόν.
-Με μερικούς όρους, είπε ο Μιχαήλ Βοτανειάτης, θέλω τα όπλα μου και τους συντρόφους μου που είναι στα μπουντρούμια της φυλακής του Ιελισσαίου.
-Εντάξει.
-Και θέλω και τριάντα χρυσά νομίσματα, χρειάζομαι ρούχα και θα χρειάζονται και αυτοί.
Ο άλλος άνδρας έβγαλε από μια τσέπη της πολυτελούς ενδυμασίας του ένα πουγκί και του το έδωσε. Πήρανε ένα μακρύ λασπωμένο δρόμο αλλάζοντας προορισμό.
-Σαράντα, και για τα έξοδα του ταξιδιού, κανόνισε να φτάσουν.
Φτάσανε στις φυλακές. Είχαν πάρει το όνομά τους από τον έπαρχο που είχε χτίσει το αρχικό κτίσμα κάπου τρεις αιώνες πριν, και ήταν σκοτεινές και γεμάτες υγρασία. Με οδηγό τον αυλικό ο Βοτανειάτης πέρασε την πύλη από την οποία είχε βγει μόλις λίγες ώρες πριν και κατέβηκε τα σκαλιά για τα υπόγεια όπου κρατούνταν οι μελλοθάνατοι. Εδώ κινούνταν με το φως πυρσών που κρατούσαν οι δεσμοφύλακες ενώ ο αυλικός συνοδός του κρατούσε ένα αρωματισμένο μαντήλι στη μύτη του. Ο Βοτανειάτης σταμάτησε μπροστά σε ένα κελί που βρίσκονταν δύο αλυσοδεμένοι άνδρες. Αυτοί στην αρχή δεν κινήθηκαν αλλά συνειδητοποιώντας ποιος στεκόταν στο διάδρομο σηκώθηκαν όρθιοι.
-Στρατηγέ, είπε ο ένας, είσαι εσύ; Σε φέρανε πίσω;
-Μου δίνουν, και σε’ σας αν έρθετε μαζί μου, χάρη αρκεί να εκτελέσουμε μια αποστολή.
-Μαζί σου στρατηγέ και στην κόλαση, είπε ο ίδιος άνδρας.
-Βάλρους; είπε στον άλλο ο Βοτανειάτης.
-Χειρότερα από εδώ δεν πρόκειται να είναι, είπε ο πολεμιστής που το κεφάλι του σχεδόν άγγιζε την οροφή.
Ο αυλικός έκανε ένα νόημα να ανοίξουν το κελί και να λύσουν τους άνδρες. Πήραν το δρόμο της επιστροφής. Πλησίαζαν την έξοδο όταν ένας κρατούμενος φώναξε μέσα από τη σκοτεινιά του κελιού του:
-Άρχοντά μου, βγάλε με από’ δω μέσα σε εκλιπαρώ.
Ο Βοτανειάτης πλησίασε την σιδερένια πόρτα του κελιού και ρώτησε:
-Πως σε λένε; Και γιατί είσαι εδώ;
-Με λένε Λαόνικο Σκορδουμίτη και έχω καταδικαστεί σε δέκα χρόνια ειρκτή για κλοπές.
Ο Βοτανειάτης συνοφρυώθηκε. Επρόκειτο για έναν κοινό κλέφτη και το αίσθημα δικαίου του δεν είχε αμβλυνθεί από τη στάση που είχε επιχειρήσει, ούτε καν αν επρόκειτο για τη δικαιοσύνη του Μαρδοχαίου. Όμως πήγαιναν να κλέψουν ένα φυλακτό από μια μάγισσα. Ίσως να ήταν χρήσιμος.
-Πόσα χρόνια έχεις εκτίσει;
-Τρία, δεν θα αντέξω άλλα επτά εδώ μέσα.
-Αν έρθεις μαζί μου στο εγχείρημα που έχω αναλάβει θα σου χαρισθούν τα υπόλοιπα χρόνια.
-Άρχοντά μου, είμαι παντοτινός δούλος σου.
Ο Βοτανειάτης στράφηκε στον αυλικό που έκανε μια κίνηση αδιαφορίας και ο δεσμοφύλακας απελευθέρωσε τον άνδρα. Ήταν ένας λεπτοκαμωμένος ασθενικός άνθρωπος με καστανά μαλλιά που είχαν αρχίσει να αραιώνουν στην κορυφή του κεφαλιού.
Βγήκαν και πάλι στην αυλή της φυλακής και όλοι πήραν βαθιά ανάσα στον κρύο αλλά καθαρό αέρα. Στο κέντρο της αυλής ο δήμιος που λίγο πριν είχε χάσει την ευκαιρία να του πάρει το κεφάλι ακόνιζε το τσεκούρι του. Το κούτσουρο ήταν ήδη στημένο και μια πόρτα άνοιξε. Βγάλανε μια φιγούρα ντυμένη στα λευκά με το μανδύα της να αναδίδει έντονα την μυρωδιά θείου. Αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα, μάγισσα, αφού θα της έπαιρναν το κεφάλι θα την έκαιγαν γιατί λεγόταν πως μπορούσαν να επιστρέψουν από το θάνατο αν δεν καίγονταν.
-Πάμε να φύγουμε, άρχοντά μου, είπε ο Λαόνικος, είναι καταραμένα όντα αυτές οι μάγισσες.
-Πάμε να αντιμετωπίσουμε μια, είπε ο Μιχαήλ, ίσως θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμη.
Πλησίασε τον εκτελεστή και είπε στην καταδικασμένη κοπέλα.
-Κοίταξέ με.
Εκείνη το έκανε. Τα μάτια της είχαν το πιο ζεστό καστανό χρώμα που είχε δει ποτέ και το δέρμα της είχε την απόχρωση των νομάδων της Ανατολής.
-Από πού είσαι;
-Από τη φυλή των Ασάρ, είπε η κοπέλα σε άψογη κοινή.
-Είσαι πραγματικά μάγισσα; Πηγαίνω να αντιμετωπίσω μία και αν με βοηθήσεις θα σε αφήσω ελεύθερη.
Η γυναίκα τον κοίταξε για μια στιγμή και μετά ένευσε καταφατικά.
-Είμαι γητεύτρα, είπε, και θα σε βοηθήσω με κάθε τρόπο που μπορώ.
-Πως σε λένε;
-Αλίμα.
-Η Αλίμα θα έρθει μαζί μας, είπε ο Βοτανειάτης.
Ο αυλικός το σκέφθηκε λίγο πιο πολύ από πριν αλλά με την ίδια κίνηση αδιαφορίας έδωσε την έγκρισή του.
-Μου έχεις χαλάσει τη μέρα σήμερα, μούγκρισε ο δήμιος.

Ο Χάρι Πότερ Και Το Καταραμένο Παιδί

Author: Νυχτερινή Πένα /

Δεν περίμενα ποτέ ότι θα το πω αλλά ναι κάτι σχετικό με τον Χάρι Πότερ με απογοήτευσε. Εντάξει δεν περίμενα την πληρότητα των προηγουμένων βιβλίων μιας και ήταν θεατρικό και όχι μυθιστόρημα, περίμενα όμως μια ιστορία που θα μας έδινε τον κόσμο των μάγων δυο δεκαετίες μετά τη μάχη του Χόγκουαρτς, έναν κόσμο σε ειρήνη ή έναν κόσμο με άλλα προβλήματα από το παρελθόν. Δυστυχώς δεν το πήρα αυτό, η ιστορία όλη παρότι πολλά χρόνια μετά διαδραματίζεται σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε.
Οι χαρακτήρες δεν έπειθαν, κανείς βέβαια δεν είναι ίδιος στα 17 και τα 40 αλλά εδώ είχαμε τρομερές αλλαγές, θα περίμενε κανείς ότι ο Χάρι μετά την σκληρότητα που βίωσε θα έχει γίνει ένας τρυφερός και γεμάτος αγάπη πατέρας, ή ότι η Τζίνι θα ήταν μια ξεχωριστή γυναίκα και όχι μια κουρασμένη νοικοκυρά.
Η πλοκή με χάλασε στην καταγωγή της Ντελφίνι και όχι για την ιδέα της χρονομηχανής που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί μαζί με τα διδάγματα του παρελθόντος στο ίδιο αντικείμενο. Αν η Ντελφίνι είχε μια άλλη καταγωγή και ένα κίνητρο να αποκαταστήσει το μεγαλείο της εποχή του Βόλντεμορτ ας πούμε, θα ήταν πολύ πιο λογικά όλα. Οι συνέπειες μικρών αλλαγών που είναι τεράστιες αν και όχι και τόσο προφανείς, έχουν βάση, πολλές φορές αρκεί κάτι ελάχιστο για να φέρει τεράστιες αλλαγές.
Σε γενικές γραμμές μου έδωσε την εντύπωση μιας αρπακτής για τα λεφτά και όχι ενός συγγραφικού, έστω και θεατρικού, έργου που γράφηκε για να πει μια ιστορία. 

Επτακόσιες Αναρτήσεις

Author: Νυχτερινή Πένα /

Αυτή είναι η επτακοσιοστή μου ανάρτηση. Επτακόσιες αναρτήσεις με ιστορίες σε συνέχειες, κείμενα, απόψεις σκέψεις, συγγραφή. Επτακόσιες αναρτήσεις που μοιράστηκα με όλους εσάς εκεί έξω.
Εκατό αναρτήσεις πριν, στις εξακόσιες δηλαδή, είχα προβλέψει ότι μέσα στο 2016 ο αριθμός των αναρτήσεών μου θα περνούσε τον αριθμό των έργων μου, τελικά δε συνέβη αυτό επειδή το έτος αυτό που βαίνει πλέον προς το τέλος του αποδείχθηκε ένα από τα πιο δημιουργικά μου και στο οποίο έφτασα στα 716 έργα. Για να δούμε αν θα συμβεί μέσα στο 2017. Λογικά ναι.
Προς το παρόν χαίρομαι για τις 700 αναρτήσεις και εύχομαι να έρθουν στο μέλλον ακόμα περισσότερες, μια ευχή κατάλληλη για την ημέρα μιας και σήμερα κλείνω 27 χρόνια συγγραφής.