Μυστικά 19

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η Χριστίνα βγήκε από το μπάνιο και έψαξε να βρει την πετσέτα στο ημίφως. Μπορεί να είχαν ζεστό νερό μιας και το καλοριφέρ ήταν εφοδιασμένο με σύστημα μπόιλερ αλλά φως δεν υπήρχε και έκανε τη δουλειά της με ένα κερί. Πήρε την πετσέτα αλλά ανακάλυψε ότι είχε δύο ακόμα χέρια να βοηθούν με τη δουλειά. Ή βοηθούσαν ως που έκλεισαν γύρω από τα στήθη της.
-Ρωμανέ, είπε με κομμένη ανάσα καθώς τα χέρια χάιδευαν τις θηλές και πρόθυμα χείλη φιλούσαν το λαιμό της.
-Ναι κυρά και βασίλισσά μου: της ψιθύρισε ο αγαπημένος της ενώ τη γυρνούσε προς το μέρος του και τη φιλούσε στα χείλη αυτή τη φορά.
-Τίποτα… είπε η Χριστίνα καθώς εκείνος την ανασήκωνε και φιλούσε τα στήθη της. Έλεγα να σου κάνω μια παρατήρηση…
Τύλιξε τα πόδια της γύρω από τους γοφούς του καθώς τον ένιωθε ερεθισμένο και έτοιμο για ένα ακόμα παθιασμένο σμίξιμο.
-Πρέπει να προσέχουμε λίγο, ψιθύρισε ο Ρωμανός, μη σε κάνουμε μανούλα.
-Πολύ αργά γι’ αυτό… είπε η Χριστίνα χωρίς να συνειδητοποιεί τι της ξέφυγε.
-Τι λες; είπε ο Ρωμανός.
-Ναι, είμαι έγκυος, είπε η Χριστίνα, ακόμα δεν το χώνεψα και’ γω. Πριν λίγο έκανα το τεστ, έχω μια εβδομάδα καθυστέρηση και ναι περιμένω παιδί. Δεν είναι υπέροχο;
-Μόνο υπέροχο; είπε ο Ρωμανός. Είναι τέλειο!
Τη φίλησε με πάθος, εκείνη το ανταπέδωσε και λίγο αργότερα έμεναν ξέπνοοι από τον ταυτόχρονο οργασμό τους και απόλυτα ευτυχισμένοι. Αλλά έχοντας ξεχάσει τον Δημήτρη Ντούντα.
Αν ήταν δυνατόν για το Ρωμανό και τη Χριστίνα να χαίρονται τον έρωτά τους ακόμα και με το χωριό ολόκληρο μαζεμένο ήταν γιατί η παρέα των εφήβων που είχαν περάσει τη νύχτα στην αποθήκη είχε αποφασίσει ότι θα ήταν ωραία να κατασκηνώσουν μαζί και πάλι, ειδικά τώρα που θα ήταν και στα ζεστά. Είχαν πιάσει ένα δωμάτιο μαζί αντίθετα με το πιο σύνηθες που ήταν οικογένειες να πιάνουν ένα δωμάτιο μαζί.
Για οικονομία είχαν κλείσει τα σώματα στους διαδρόμους και θερμαίνονταν μόνο τα δωμάτια και η μεγάλη τραπεζαρία με το σαλόνι που είχε και το τζάκι. Στους διαδρόμους η κυκλοφορία γινόταν στα γρήγορα για να καταφύγουν στην ζέστη των δωματίων και πάλι. Οι ξένοι είχαν διατηρήσει τα δωμάτιά τους αν και η Κλωντίν είχε μετακομίσει με τον Έρικ για να ελευθερώσει ένα δωμάτιο.
Ο Κρίστιαν με τη σειρά του είχε προσφερθεί να φιλοξενήσει την Άννα και τη μικρή της κόρη κάτι που εκείνη δεν δέχθηκε για να μην τον ξεβολέψει και πήρε ένα με την Φωτεινή που τα παιδιά της είχαν κατασκηνώσει με τους φίλους τους.

Ο Μιχάλης κάθισε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του. Ακόμα είχε ρεύμα για το λάπτοπ και μπορούσε να ασχοληθεί με τα ενδιαφέροντά του. Δεν είχε ακόμα καταφέρει να λύσει το πρόβλημα της Μαρίας. Φαινόταν ότι η κοπέλα δεν είχε που αλλού να κοιμηθεί. Αν έμενε στο δικό του δωμάτιο δεν θα κοιμόταν και ο ίδιος εδώ αλλά θα πήγαινε να κοιμηθεί κάπου αλλού. Ίσως στο σαλόνι σε κάποια άκρη.
Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο να δει έξω καθώς έπεφτε το σκοτάδι. Ξαναγύρισε και κάθισε στο γραφείο του. Άνοιξε ένα έγγραφο που ήθελε και άρχισε να γράφει. Σταμάτησε μόνο για να κατέβει για το δείπνο όπου έφαγε αμίλητος παρακολουθώντας τους κατοίκους του Αρχάγγελου.

Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και μέσα στον ξενώνα βασίλευε βαθύ σκοτάδι που το διέκοπταν μικρές εστίες φωτός από κάποια λάμπα ή κερί. Λίγοι ήταν αυτοί που ξαγρυπνούσαν. Ένας ήταν ο Σαμουήλ που κατά την συνήθειά του διάβαζε το μεσονυχτικό. Ακόμα ένας ήταν ο Μιχάλης που συνέχιζε να γράφει. Λίγοι ακόμα εδώ και εκεί ξαγρυπνούσαν στην αγκαλιά του έρωτα οι περισσότεροι.
Ο Μιχάλης έγραφε ως που ένα χτύπημα στην πόρτα τον διέκοψε.
-Εμπρός, είπε, δεν είναι κλειδωμένα.
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε η Μαρία.
-Δεν βρήκα πουθενά αλλού να κοιμηθώ, μπορούμε να μοιραστούμε το κρεβάτι σου;
Κατάλαβε πως ακούστηκε η φράση της και κοκκίνισε.
-Δεν εννοούσα… μόνο να κοιμηθώ δίπλα σου…
-Ξάπλωσε, είπε ο Μιχάλης, εγώ δεν έχω ακόμα ανάγκη για ύπνο.
Η κοπέλα τον κοίταξε.
-Δεν θέλω να σου στερήσω την ξεκούραση. Αν νιώθεις άβολα να φύγω, δεν πειράζει. Έχεις κάνει ήδη πολύ περισσότερα για εμένα από ό,τι θα μπορούσα να ζητήσω ακόμα και αν με αγαπούσες και είχαμε σχέση.
Ο Μιχάλης είχε αρχίσει και πάλι να γράφει αλλά σταμάτησε με την τελευταία φράση. Σηκώθηκε από το γραφείο και στάθηκε όρθιος απέναντί της.
-Μαρία τι ζητάς από εμένα; Δεν είμαι εκείνος που μπορεί να σου προσφέρει την ευτυχία.
-Επειδή είσαι μεγαλύτερός μου; είπε η κοπέλα.
-Όχι, επειδή είμαι ένας άνθρωπος που έχω δει πολλά και έχω κάνει πολλά και επειδή η γυναίκα που αγάπησα είναι νεκρή.
-Και δεν θα αγαπήσεις ποτέ; είπε η κοπέλα. Είσαι νέος για μια τέτοια απόφαση.
Ο Μιχάλης χαμογέλασε.
-Ήμουν ακόμα πιο νέος όταν την πήρα.
-Μα γιατί; Γιατί;
-Για πολλούς λόγους. Μαρία δεν μπορώ να σου δώσω αυτό που ζητάς αλλά είσαι ελεύθερη να κοιμηθείς εδώ.
-Και αν δεν θέλω την ελεημοσύνη σου αλλά την αγάπη σου;
-Πραγματικά την έχεις, όχι την ερωτική που είναι πια νεκρή για εμένα αλλά την αγάπη ενός φίλου.
Η Μαρία τον αγκάλιασε.
-Θα είμαι εδώ για’ σενα.
-Σε ευχαριστώ, είπε ο Μιχάλης, ξάπλωσε να ξεκουραστείς τώρα.
Η κοπέλα άρχισε να γδύνεται, ο Μιχάλης την κοίταξε για μια στιγμή και μετά επέστρεψε στο έργο του.





Κεφάλαιο Ενδέκατο

Η Χριστίνα μπήκε στο δωμάτιό που έμεναν οι γονείς της, ο Δημήτρης Ντούντας διάβαζε μερικά έγγραφα που τα είχε δίπλα στην λάμπα για να βλέπει. Η μητέρα της κοίταζε έξω. Ο καιρός είχε αλλάξει, η θύελλα υποχωρούσε και την επόμενη ή την μεθεπόμενη μέρα θα άνοιγε και πάλι ο δρόμος.
-Θέλω να σας μιλήσω, είπε.
Οι γονείς την κοίταξαν. Εκείνη πήρε βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκε για την πιο δύσκολη στιγμή της ζωής της.
-Είμαι έγκυος, είπε απαλά. Θέλω να το κρατήσω και να γίνω μητέρα.
Η μητέρα της είχε μείνει άφωνη.
-Ποιος είναι ο πατέρας; απαίτησε να μάθει ο Ντούντας.
Η Χριστίνα έκλεισε τα μάτια πριν πει αυτό που ήξερε ότι θα απέκλειε κάθε περίπτωση συνεννόησης, κάθε δυνατότητα αποδοχής.
-Ο Ρωμανός Μεληδόνης.
-Ο γιος του προδότη! βρυχήθηκε ο Ντούντας.
Σηκώθηκε από το κάθισμά του και διέσχισε το δωμάτιο με δυο δρασκελιές. Άρπαξε την κοπέλα από τα μαλλιά.
-Πηδήχτηκες με τον γιο του προδότη; Θέλεις να με ατιμάσεις; Αλλά θα τα πούμε τώρα… Πάμε.
-Δημήτρη! έκανε η σύζυγός του. Θα διαπομπεύσεις την κόρη σου;
-Και αυτήν και εκείνον. Τώρα αμέσως.
Ο Ντούντας κατέβηκε στο σαλόνι σέρνοντας την κόρη του και με ένα τίναγμα του χεριού την έριξε στο χαλί μέσα στη μέση κάνοντας κάθε συζήτηση να σταματήσει.
-Χριστίνα! έκανε ο Ρωμανός. Τι κάνετε κύριε Ντούντα;
-Αυτό που πρέπει στις πόρνες! Δεν είναι η πόρνη σου;
-Είναι η κοπέλα μου, θα γίνει η γυναίκα μου.
Ο Ντούντας στράφηκε στον πατέρα του Ρωμανού.
-Σιχαμένε προδότη, δεν φτάνει το κακό που έχει κάνει η οικογένειά σου; Θες να μολύνεις το αίμα μου τώρα;
-Πατέρα, σε παρακαλώ, είπε η Χριστίνα με δάκρυα στα μάτια, δεν μπορούμε να τα ξεχάσουμε όλα; Με το Ρωμανό αγαπιόμαστε, θα παντρευτούμε. Θα σπουδάσω, δεν θα εγκαταλείψω τα όνειρά μου αλλά θα είμαι και μητέρα.
-Δεν θέλω να ακούσω άλλο.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου