Οι Ιππότες Του Θεού ΙΙ - 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Δεύτερο

 

Σηκώθηκε πριν χαράξει και διάβασε το μεσονυχτικό, ύστερα άφησε το πανδοχείο και πήγε στην εκκλησία, αντίθετα με τους τεράστιους καθεδρικούς που είχε δει στα ταξίδια του η εκκλησία του χωριού ήταν ένας πολύ μικρός ναός, χωρίς καμία πολυτέλεια και επιτήδευση.

Χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε τα λόγια ενός αγιασμένου μοναχού στους Αγίους Τόπους.

«Η χάρις του Θεού δεν χρειάζεται παλάτια αδερφέ Λάιαμ, αρκεί η είσοδός μας να γίνεται με πίστη και κάθε χώρος καθαγιάζεται.»

Έκανε το σταυρό του και πήγε σε μια άκρη του δεξιού κλίτους να προσευχηθεί. Διάβασε τον όρθρο και μετά τις ώρες εκτός από την ενάτη που η θέση της ήταν το απόγευμα μαζί με τον εσπερινό.

Βγήκε από την εκκλησία και διαπίστωσε ότι είχε ξημερώσει για τα καλά. Κοίταξε προς το δρόμο από τον οποίο είχε έρθει, δεν είδε κανένα ίχνος των συντρόφων του και ξεκίνησε να επιστρέψει στο πανδοχείο. Δεν είχε κάτι άλλο να κάνει στο χωριό αυτό και επέστρεψε στο δωμάτιό του σκοπεύοντας να μείνει εκεί μελετώντας.

Τη μελέτη του διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα. Άφησε τη θέση του δίπλα στο παράθυρο και πήγε και άνοιξε. Μια γυναίκα στεκόταν έξω από το δωμάτιό του. Δεν ήταν ψηλή σαν αυτόν αλλά όχι και κοντή με μακριά ξανθοκόκκινα μαλλιά πιασμένα σε μια περίτεχνη κόμμωση. Φορούσε ακριβά ρούχα και το φόρεμά της αποκάλυπτε το πλούσιο μπούστο της με έναν τρόπο που καμία κοπέλα του λαού δεν θα τολμούσε. Είχε πράσινα μάτια και λευκό δέρμα σαν το γάλα, άλλη μια ένδειξη υψηλής καταγωγής αφού μπορούσε να αποφεύγει τον ήλιο.

-Παρακαλώ; είπε ευγενικά.

-Θέλω να εξομολογηθώ πάτερ, είπε.

-Αφού έχετε ιερέα στο χωριό σας, απάντησε  ο Λάιαμ.

-Άκουσα ότι είστε αγιασμένος άνθρωπος και έρχεστε από τους Αγίους Τόπους.

-Το δεύτερο είναι αλήθεια, είπε ο νεαρός μοναχός, από εκεί έρχομαι αλλά απέχω πολύ από το να γίνω άγιος.

-Εγώ όμως θέλω να εξομολογηθώ, είπε η γυναίκα και μπήκε στο δωμάτιο.

-Σας ακούω, είπε ο Λάιαμ.

Η γυναίκα πήγε κοντά του. Τον κοίταξε στα μάτια.

-Με πολεμάει ο πόλεμος της σάρκας, θέλω ακόρεστα την ηδονή της, δεν μπορώ να την χορτάσω, δεν είναι δυνατόν και να την σταματήσω.

-Θα πρέπει να την πολεμήσετε για να σταματήσει, να προσεύχεστε όταν πυρώνεστε, να κρατάτε τη σκέψη σας μακριά, να απέχετε από πιθανές αιτίες και αφορμές, είπε ο Λάιαμ.

-Μα δε θέλω να την αποφύγω, είπε η γυναίκα, θέλω να την απολαύσω στο έπακρο! Θέλω να ζήσω κάθε μορφή και έκστασή της.

Αγκάλιασε τον νεαρό άνδρα και τον φίλησε στα χείλη, η γλώσσα της γλίστρησε ανάμεσα στα χείλη του αναζητώντας τη δική του. Το χέρι της κατέβηκε χαμηλά στη μέση του και μετά πιο κάτω, βρήκε και αγκάλιασε τον ανδρισμό του. Άρχισε να τον χαϊδεύει.

Τραβήχτηκε λίγο και ψιθύρισε αποπλανητικά.

-Θέλω δύναμη, ξέρω τι έχεις και θέλω να μου το παραδώσεις και να με βοηθήσεις να το εκμεταλλευτώ. Παράτα αυτό το αδύναμο σχήμα και έλα μαζί μου, θα αποκτήσεις δύναμη που δεν έχεις ποτέ ονειρευθεί και θα απολαύσεις ηδονές που ούτε καν έχεις φανταστεί ότι υπάρχουν.

Ο Λάιαμ την έσπρωξε πίσω βαριανασαίνοντας. Η προσφορά δεν τον είχε βάλει σε πειρασμό αλλά το σωματικό άγγιγμα ήταν άλλη ιστορία, ένιωσε έναν οξύ πόνο στα λαγόνια καθώς σταματούσε ο ευχάριστος ερεθισμός τόσο απότομα.

-Ύπαγε οπίσω μου σατανά.

-Θα μου το δώσεις ακόμα και αν χρειαστεί να σε κάψω ζωντανό.

-Δεν πρόκειται, είπε ο Λάιαμ, και οφείλω να σε προειδοποιήσω για την συνέπεια του θανάτου μου.

-Θα πέσει φωτιά να με κάψει; ειρωνεύθηκε η γυναίκα.

-Όχι, αλλά θα με αναζητήσουν κάποιοι πολεμιστές και αυτοί δεν φοβούνται τίποτα, πολεμήσανε τον Μπαϊμπάρς με δυνάμεις που υστερούσαν αριθμητικά και θα κάνουν και εδώ το ίδιο για να με εκδικηθούν αν με δολοφονήσεις.

-Θα γίνει δικό μου το βιβλίο ό,τι και αν λες! φρύαξε η γυναίκα. Για τελευταία φορά, θα μου το παραδώσεις;

-Όχι!

Η γυναίκα άρπαξε το γιακά του φορέματός της και τον τράβηξε σκίζοντάς το και αποκαλύπτοντας τα στήθη της.

-Βοήθεια! φώναξε.

Τρεις μεγαλόσωμοι άνδρες μπήκαν στο δωμάτιο.

-Αρχόντισσά μου; είπε ο ένας.

-Αυτός ο άνθρωπος μου επιτέθηκε για να με βιάσει.

Οι άνδρες πλησίασαν τον Λάιαμ.

-Τώρα θα δεις τι παθαίνουν εκείνοι που επιτίθονται στους καλύτερούς τους.

Τον χτύπησαν, ήταν προσεκτικά δοσμένα χτυπήματα, να πονέσει αλλά όχι να του κάνουν ζημιά ή να επιφέρουν το θάνατο, έπρεπε να υποφέρει. Μετά τον αλυσόδεσαν σε έναν στύλο στην πλατεία του χωριού για διαπόμπευση θα τον εκτελούσαν το επόμενο πρωί.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου