Μια Αθώα Στην Πυρά 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

-Θα σταματήσουμε στο χωριό; ρώτησε ο Λάιαμ.

Οι δύο ταξιδιώτες είχαν σηκωθεί με το πρώτο φως της αυγής. Είχαν φάει ένα γρήγορο πρωινό και είχαν ξεκινήσει και πάλι. Τώρα έβλεπαν το χωριό που απλωνόταν μπροστά τους και λίγο πιο πέρα το κάστρο του τοπικού άρχοντα.

-Όχι, δεν υπάρχει λόγος, είπε ο Γουίλλιαμ. Θα περάσουμε και θα συνεχίσουμε.

Δεν είχαν προχωρήσει πολύ όταν ο Γουίλλιαμ είπε:

-Τελικά θα σταματήσουμε. Ο σερ Ρούπερτ έχασε ένα πέταλο, δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι. Πρέπει να τον πάμε στον σιδερά.

Φτάνοντας στο χωριό δεν ήταν δύσκολο να βρουν έναν σιδερά για να πεταλώσει το άλογο. Το μαγαζί του ήταν στην γωνία που σχημάτιζε ο κεντρικός δρόμος με έναν παράδρομο.

-Φτιάξε το πέταλο, είπε ο Γουίλλιαμ, και δες και τα άλλα για παν ενδεχόμενο.

-Έγινε, είπε ο σιδεράς, αλλά θα πάρει κάμποσο.

-Δεν υπάρχει βιάση, είπε ο Γουίλλιαμ.

-Έχετε καμία γιορτή; ρώτησε ο Λάιαμ κοιτώντας έξω. Που πάνε όλοι βιαστικοί;

-Να δουν το θέαμα, μη χάσουν.

-Θέαμα;

-Θα κάψουν μια άτυχη σαν μάγισσα. Δεν λέω, το κορίτσι είναι λίγο απόμακρο και σιωπηλό αλλά δεν έκανε κακό ποτέ και είναι πολλοί που θα είχαν πεθάνει χωρίς τη φροντίδα της. Εγώ θα είχα χάσει το χέρι μου όταν το έσκισα με εκείνη την αναθεματισμένη τη λεπίδα αν δεν μου το είχε περιποιηθεί εκείνη.

Ο σιδεράς έριξε μερικά χτυπήματα με το σφυρί στο πέταλο και μετά είπε:

-Θα μείνετε εδώ να περιμένετε; Δεν πάτε μέχρι το καπηλειό; Θα στείλω έναν από τους παραγιούς να σας φωνάξει όταν είναι όλα έτοιμα.

-Εντάξει να μην είμαστε μέσα στα πόδια σου, είπε ο Γουίλλιαμ. Πάμε, Λάιαμ.

 

Η μεταφορά από το κάστρο στην πλατεία που θα γινόταν η εκτέλεση έγινε με ένα κάρο. Η Μαριέττα ήταν ευγνώμων γι’ αυτό, αφενός δεν είχε τη δύναμη να περπατήσει αυτήν την απόσταση, αφετέρου δεν μπορούσαν να την προπηλακίσουν οι διερχόμενοι. Από τη δεύτερη δοκιμασία δεν απαλλάχτηκε ωστόσο. Μόλις το κάρο σταμάτησε στην πλατεία και την κατέβασαν άρχισε να δέχεται χτυπήματα και βρισιές από πολλούς.

Την ανέβασαν στην πυρά και την έδεσαν στο στύλο που ήταν στερεωμένος στο κέντρο.

-Αυτή είναι η πόρνη που μας προειδοποιεί η γραφή. Η Βαβυλώνα, η πόρνη η μεγάλη που κερνάει από το ποτήριό της…

Η Μαριέττα έκλεισε τα μάτια. Ας ερχόταν το τέλος γρήγορα. Ας μην υπέφερε πολύ. Ανάμεσα σε όσους την χλεύαζαν ήταν και άνθρωποι που είχε βοηθήσει, τόσο εύκολα το ξεχνούσαν και έπαιρναν το μέρος των κατηγόρων της;

Ο Ουέστον δεν είχε έρθει ακόμα, το έκανε επίτηδες για να αφήσει να την βασανίσουν και να την εξευτελίσουν όπως αυτός ο αυτόκλητος ρήτορας.

-Μην χρησιμοποιείς αυτά τα χωρία, είπε μια ήσυχη φωνή, γιατί ανήκουν στην Αποκάλυψη και το νόημά τους δεν είναι γνωστό όπως σε κάθε προφητεία πριν αυτή πραγματοποιηθεί.

Ο ρήτορας δεν φάνηκε να πτοείται αλλά άλλαξε μοτίβο.

-Ανάμεσα στα πόδια της έχει σκορπιό με θανατερό κεντρί, είπε και η Μαριέττα ένιωσε τα μάγουλά της να βάφονται κόκκινα από ντροπή παρά τη θέση στην οποία βρισκόταν.

-Είμαι σίγουρος ότι αυτό το μένος πηγάζει ακριβώς επειδή εσύ δεν μπόρεσες να βρεθείς εκεί, ανάμεσα στα πόδια της.

Γέλια ακούστηκαν, αυτή τη φορά στόχος της χλεύης ήταν ο ρήτορας που είπε απότομα:

-Εσύ βρέθηκες φαντάζομαι, γι’ αυτό την υπερασπίζεσαι. Μήπως να πάρεις θέση δίπλα της στην πυρά;

-Άπλωσε χέρι πάνω μου και θα στο κόψω από την ρίζα!

Νεκρική σιωπή απλώθηκε και η Μαριέττα άνοιξε τα μάτια της ξαφνιασμένη. Μπροστά στην πυρά στεκόταν ένας νέος άνδρας, στα πόδια του ήταν ριγμένος ένας ταξιδιωτικός μανδύας. Τον είχε βγάλει και αυτό ήταν που είχε κάνει τους πάντες να σωπάσουν, γιατί στο χιτώνιό του είχε κεντημένο ένα έμβλημα, άρα ήταν ευγενής και ακόμα περισσότερο στον ώμο έφερε έναν κόκκινο σταυρό το αδιάψευστό διακριτικό ενός σταυροφόρου. Δεν ήταν μόνο άνθρωπος με κύρος ήταν επίσης ένας επικίνδυνος αντίπαλος αν δοκίμαζαν να του επιτεθούν.

-Και τώρα που έχω την προσοχή σας, είπε ο άνδρας ποια είναι η κατηγορία εναντίον αυτής της γυναίκας;

-Είναι μάγισσα.

-Και ποιος το βεβαιώνει αυτό;

-Εγώ!

Ο Ουέστον είχε μόλις καταφτάσει και δεν θα άφηνε κανέναν να αμφισβητήσει την εξουσία του. Η Μαριέττα ένιωσε τις ελπίδες της να σβήνουν.

 

Φτάνοντας στην πλατεία ο Γουίλλιαμ αναγνώρισε αμέσως την Μαριέττα, ήταν η κοπέλα στο όνειρό του. Η συμπεριφορά της τον έπειθε για την αθωότητά της και ο Λάιαμ συμφωνούσε. Εξάλλου οι δύο τους είχαν δει το πρόσωπο του Κακού σε παραπάνω από μια περιπτώσεις και πως ήταν οι άνθρωποι που το υπηρετούσαν. Έτσι είχαν σταματήσει την διαπόμπευσή της και τώρα βρίσκονταν απέναντι στον πολύ βλοσυρό Ουέστον.

-Εγώ τη δίκασα και την καταδίκασα, εσείς ποιοι είστε για να επεμβαίνετε έτσι;

-Είμαι ο σερ Γουίλλιαμ Κάλεντον, ιππότης του στέμματος, προασπιστής του Παναγίου Τάφου.

-Αν είναι δίκη μάγισσας, είπε ο Λάιαμ, δεν είσαι αρμόδιος να την δικάσεις. Πρέπει να δικαστεί από εκκλησιαστικό δικαστήριο.

-Ο επίσκοπος Άνσελμος εκοιμήθη.

-Τότε πρέπει να περιμένετε να ορισθεί ο διάδοχός του.

-Αρκεί η δική μου εξουσία.

-Και μάρτυρες;

-Εγώ και τρεις άνδρες μου.

-Δηλαδή κανένας μάρτυρας, είπε ο Γουίλλιαμ. Είστε λοιπόν τόσο ανόητοι; Καταδικάζετε κάποιον σε θάνατο χωρίς μάρτυρες;

-Είναι μάγισσα! είπε ο Ουέστον. Τέλος!

Ο Λάιαμ ανέβηκε στην πυρά, έβγαλε τον εγκόλπιο σταυρό του και τον έτεινε στην Μαριέττα, η κοπέλα τον φίλησε με σεβασμό.

-Ανόητε, είπε ο Λάιαμ στον Ουέστον, αν ήταν μάγισσα θα τραβιόταν από το σταυρό, αν ήταν δαιμονισμένη θα ούρλιαζε. Δεν είναι τίποτα από τα δύο.

-Και ένας χωριάτης ξέρει από αυτά.

-Κάθε ευσεβής τα καταλαβαίνει αυτά, είπε ο Λάιαμ.

Ήταν σειρά του να αποκαλύψει τι κρυβόταν κάτω από τον μανδύα του. Αποκάλυψε το μοναχικό σχήμα του και μουρμουρητά ακούστηκαν γύρω. Δεν ήταν μόνο γιατί ήταν μοναχός. Ήταν Δομινικανός, ένα μοναστικό τάγμα αφιερωμένο στην καταπολέμηση του κακού και της αιρέσεως.

-Δεν είναι μάγισσα, είπε ο Γουίλλιαμ. Αλλά μπορώ να φανταστώ γιατί είναι στην πυρά από τη φάτσα σου. Δοκίμασες να την κάνεις δική σου, σωστά;

Γύρισε και κοίταξε την Μαριέττα.

-Αυτό δεν έκανε κορίτσι μου;

Η κοπέλα ξέσπασε σε δάκρυα γνέφοντας καταφατικά. Τώρα είχαν αρχίσει οι διαμαρτυρίες και από το πλήθος. Οι άνθρωποι που είχαν βοηθηθεί από αυτήν έπαιρναν το θάρρος να μιλήσουν.

-Αδελφέ Λάιαμ, λύσε την, πρόσταξε ο Γουίλλιαμ.

Ο Λάιαμ έσπευσε να το κάνει και να την κατεβάσει από την πυρά. Το αγοράκι που είχε πάρει το αφέψημα το προηγούμενο βράδυ, έτρεξε και την αγκάλιασε. Εκείνη χάιδεψε τα μαλλιά του.

Ο Γουίλλιαμ στράφηκε στον Ουέστον.

-Πως σε λένε;

-Τζάσπερ Ουέστον, δούκας…

-Δεν με ενδιαφέρει, δεν έχεις τίτλο πλέον. Τζάσπερ Ουέστον, με την εξουσία που μου έχει δώσει η μεγαλειότης του ο βασιλιάς Ερρίκος ο Β’ Πλανταγενέτ σε καθαιρώ από κάθε βαθμό και αξίωμα. Θα παραμείνεις υπό κράτηση μέχρι την απόφασή του για την τύχη σου.

-Πως τολμάς; Θα απευθυνθώ στο βασιλιά.

-Έχεις το θάρρος; Γιατί εγώ το έχω, είπε ο Γουίλλιαμ, πάρτε τον!

 

-Λοιπόν; Αυτό το όνειρο ήταν από τον Θεό.

Ο Γουίλλιαμ και ο Λάιαμ κάθονταν δίπλα στην φωτιά σε έναν αγρό όχι πολύ μακριά από το χωριό που ακόμα γιόρταζε την αθώωση της Μαριέττας και την τιμωρία του άδικου άρχοντά του. Όταν είχε αποκατασταθεί η τάξη εκείνοι είχαν αφήσει το χωριό για να συνεχίσουν το ταξίδι τους με την ευγνωμοσύνη της κοπέλας και τις ευχές του χωριού να τους συντροφεύουν.

-Πράγματι, συμφώνησε ο μοναχός, αλλά θυμάσαι τι σου είπα; Αν ο Θεός θέλει να κάνουμε κάτι θα μας οδηγήσει. Ή νομίζεις ότι ο σερ Ρούπερτ έχασε τυχαία το πέταλό του;

-Τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι τυχαίο, είπε ο Γουίλλιαμ, αυτό το έμαθα πια καλά. Ούτε καν τα όνειρα.

-Και αυτό είναι μια πολύ παρήγορη σκέψη, είπε ο Λάιαμ με ένα χαμόγελο κοιτώντας τον έναστρο ουρανό.

 

 

Τέλος

Μια Αθώα Στην Πυρά 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

-Θα πίνεις το αφέψημα αυτό για μια βδομάδα και θα γίνεις περδίκι, θα φωνάζεις ακόμα πιο δυνατά από πριν. Αλλά θα το πίνεις όλο, ε; Ζεστό ζεστό.

Το σγουρόμαλλο αγοράκι έγνεψε καταφατικά και χαμογέλασε στην όμορφη κοπέλα που του μιλούσε. Εκείνη του ανταπέδωσε το χαμόγελο και μετά στράφηκε στην μητέρα του.

-Δεν μπορεί να μιλήσει γιατί ο λαιμός του έχει ερεθιστεί από την αρρώστια. Το αφέψημα θα τον μαλακώσει και θα είναι εντάξει σε λίγες μέρες. Έπεσε και ο πυρετός.

-Σ’ ευχαριστώ, είπε η γυναίκα, σ’ ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Πως να σου το ξεπληρώσω αυτό το καλό;

-Δεν χρειάζεται, αφού μπορούσα να βοηθήσω γιατί να μην το κάνω; Να πάτε στο καλό.

Η γυναίκα με το αγοράκι της βγήκαν και η κοπέλα έμεινε μόνη της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασε. Είχε τελειώσει για απόψε. Το όνομά της ήταν Μαριέττα Κόμπτον, ζούσε στο μικρό αυτό χωριό της Αγγλίας από τον καιρό που είχε γεννηθεί. Ο πατέρας της ήταν γιατρός και η μητέρα της ήξερε πολλά από βότανα. Και οι δύο, πεθαμένοι από χρόνια, της είχαν μάθει όσα ήξεραν και εκείνοι τα είχε βάλει στην υπηρεσία των συγχωριανών της.

Δεν ζητούσε αμοιβή ποτέ, κάποιοι της έδιναν χρήματα, κάποιοι της έφερναν φαγητό ή κάτι άλλο σαν δώρο ευχαριστώντας την για το καλό που τους έκανε. Στον μικρό κήπο γύρω από το σπίτι της, μαζί με τα βότανα καλλιεργούσε και κάποια ζαρζαβατικά, και με όσα της έδιναν οι συχωριανοί της κάλυπτε τις ανάγκες της, που δεν ήταν και πολλές.

Όσο όμορφη ήταν εσωτερικά ήταν και εξωτερικά. Είχε ένα γλυκό ευγενικό πρόσωπο με εκφραστικά μαύρα μάτια που πλαισιωνόταν από μαύρα μακριά μαλλιά. Το σώμα της ήταν δεμένο και σφριγηλό από τις δουλειές που έκανε κάθε μέρα και το δέρμα της καθαρό από σημάδια και ουλές.

Έλκυε την προσοχή των ανδρών αλλά ακόμα δεν είχε υπάρξει μια πρόταση γάμου, αυτό δεν την πείραζε. Δεν είχε ακόμα γνωρίσει εκείνον που θα ήθελε να γίνει σύζυγός της.

Τις σκέψεις της διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα. Φαίνεται ότι κάποιος ακόμα χρειαζόταν την βοήθειά της. Πήγε να ανοίξει και μόλις είδες τον άνδρα στην πόρτα έκανε πίσω και υποκλίθηκε.

-Άρχοντα Ουέστον, είπε, σε τι οφείλω την τιμή;

Ένας ψηλός και σωματώδης άνδρας μπήκε στο σπίτι. Ακόμα και αν η ποιότητα των ρούχων του δεν μαρτυρούσε την ταυτότητά του, το έκανε το οικόσημο στο στέρνο, ήταν δούκας της περιοχής. Στάθηκε και έριξε μια ματιά, όλο και όλο ένα δωμάτιο το σπίτι ήταν και μπορούσε να το δει όλο από εκεί που στεκόταν.

Απέναντί του ήταν μια εστία όπου έκαιγε μια μικρή φωτιά για θέρμανση αλλά και μαγείρεμα. Από τη μια πλευρά ένα τραπέζι και ένας πάγκος με διάφορα αντικείμενα που χρειαζόταν η Μαριέττα στο λειτούργημά της όπως ένα γουδί αλλά και δοχεία για τα υλικά που χρησιμοποιούσε. Από την άλλη ήταν ένα κρεβάτι και ένα μπαούλο για τα ρούχα. Από τα δοκάρια της οροφής κρέμονταν βότανα πιασμένα σε μικρά ματσάκια.

-Χρειάζομαι τη βοήθειά σου.

-Πέρι τίνος πρόκειται, άρχοντά μου.

-Λέγε με Τζάσπερ. Έχω μια κάψα… μια πύρωση…

-Που; Μια αλοιφή ίσως να έκανε τη δουλειά που πρέπει.

-Δεν θέλω μια αλοιφή, είπε πνιχτά ο Ουέστον ενώ την πλησίαζε και την άρπαζε στα χέρια του κρατώντας την από τους ώμους. Θέλω το κορμί σου. Μόνο αυτό θα σβήσει τη φωτιά στα λαγόνια μου.

-Άρχοντά μου!

Ο Ουέστον προσπάθησε να την φιλήσει αλλά η κοπέλα κατάφερε να αποσπαστεί από την αγκαλιά του και να κάνει πίσω.

-Έχετε γυναίκα και παιδιά. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, είμαι εξάλλου παρθένα και έτσι θέλω να μείνω ως…

-Θα γίνεις δική μου τώρα ή θα πεθάνεις! την διέκοψε ο Ουέστον.

Κατάφερε να την ξαναπιάσει στα χέρια του, δεν υπήρχε και πολύς χώρος για να διαφύγει η Μαριέττα. Ο Ουέστον της έσκισε το φόρεμα και μούγκρισε με ικανοποίηση. Απελπισμένη η κοπέλα άρπαξε ένα ματσάκι βότανα και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Για κακή του τύχη είχαν αγκάθια που τον σημάδεψαν σε πολλά σημεία κάνοντάς τον να ουρλιάξει και αφήνοντας σημάδια σαν να τον είχε χτυπήσει μαστίγιο.

-Φρουροί! φώναξε ο Ουέστον.

Τρεις άνδρες μπήκαν στο σπίτι έχοντας ήδη ξεθηκαρώσει τα σπαθιά τους.

-Αυτή η γυναίκα είναι μάγισσα, προσπάθησε να με μαγέψει για να προβούμε σε ανόσια συνουσία εκτός γάμου! Συλλάβετέ την!

Οι στρατιώτες έπιασαν την Μαριέττα από τα μπράτσα.

-Θα καείς στην πυρά, είπε ο Ουέστον, και θα είμαι εκεί να το ευχαριστηθώ.

Η κοπέλα τον κοίταξε απελπισμένη. Δεν ήθελε να υποκύψει στις ορέξεις του αλλά φοβόταν τόσο πολύ να πεθάνει.

«Θεέ μου,» σκέφτηκε, «βοήθησέ με σε παρακαλώ. Ας με βοηθήσει κάποιος.»

 

Ο σερ Γουίλλιαμ Κάλεντον ξύπνησε με ένα τίναγμα. Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω του. Δεν υπήρχε κάποιος εμφανής λόγος για το ξύπνημα αυτό. Για όσο μπορούσε να δει γύρω του δεν υπήρχε τίποτα, ούτε άνθρωπος ούτε ζώο. Μόνο η σπαρμένη γη. Από την άλλη πλευρά της φωτιάς καθισμένος στα στρωσίδια του για τον ύπνο, καθόταν ο στενός φίλος και συνταξιδιώτης, ο αδελφός Λάιαμ. Εκείνος ήταν αφοσιωμένος να διαβάζει το Μεσονυχτικό αλλά η φωνή του ίσα που ακουγόταν πάνω από το τρίξιμο της φωτιάς:

«Ήρα τους οφθαλμούς μου εις τα όρη όθεν ήξει η βοήθειά μου. Η βοήθειά μου παρά Κυρίου του ουρανού και της γης…»

Όχι δεν ήταν αυτό που τον είχε ξυπνήσει. Εξάλλου ο Λάιαμ διάβαζε την ακολουθία κάθε βράδυ όπως θα έκανε και αν ήταν στο μοναστήρι του. Πρέπει να ήταν το όνειρο. Θα το συζητούσε μαζί του μόλις τελείωνε την ακολουθία.

Κοίταξε τον έναστρο ουρανό, του άρεσε να κοιμάται στην ύπαιθρο. Το θέαμα τον γέμιζε πάντα με δέος και δεν χόρταινε να το κοιτάζει.

-Γιατί δεν κοιμάσαι;

Ο Λάιαμ είχε τελειώσει το Μεσονυχτικό και είχε παρατηρήσει ότι ο φίλος του ήταν ξύπνιος.

-Είδα πάλι το όνειρο.

-Την κοπέλα που καίγεται στην πυρά;

-Ναι, γιατί επαναλαμβάνεται, Λάιαμ;

-Δεν ξέρω, Γουίλλιαμ. Ξέρεις τι λένε για τα όνειρα, να μην τα πιστεύουμε. Ναι, τα όνειρα μπορεί να είναι εκ Θεού, έτσι ώθησε ο Θεός τον απόστολο Παύλο να μεταβεί στην Μακεδονία και να κηρύξει εκεί, έτσι ειδοποίησε τον Ιωσήφ να φύγει στην Αίγυπτο και πολλά άλλα παραδείγματα. Αλλά μπορούν να είναι και εκ του πονηρού για να μας παραπλανήσουν. Γι’ αυτό λέμε ότι δεν πρέπει να τους δίνουμε σημασία, ο Θεός θέλει να μας οδηγήσει σε κάτι συγκεκριμένο θα το κάνει.

Ο Γουίλλιαμ ξάπλωσε και ο Λάιαμ τον μιμήθηκε.

-Καλό ξημέρωμα, είπε ο μοναχός.

 

-Γδύσου, μάγισσα!

Η Μαριέττα είχε περάσει τη νύχτα της πεσμένη στο βρώμικο άχυρο στο πάτωμα ενός κελιού. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Τις πρώτες ώρες έκλαιγε, μετά είχε αποκάμει και περίμενε σιωπηλή το μοιραίο. Τώρα με τους στρατιώτες να μπαίνουν στο κελί της είχε σηκωθεί όρθια. Η προσταγή τους όμως την είχε κάνει να παγώσει, θα υπέμενε και μια τέτοια μοίρα πριν από το φρικτό της θάνατο; Θα την βίαζαν;

Σαν να μάντεψε τις σκέψεις της, ο επικεφαλής της ομάδας είπε:

-Δεν θέλουμε να σε βατέψουμε, δεν θα βάζαμε τον εαυτό μας σε κίνδυνο όσο και ποθητό να είναι το κορμί σου. Αλλά πρέπει να βάλεις το πρέπον φόρεμα για την περίσταση!

Οι άλλοι στρατιώτες γέλασαν και ένας της πέταξε έναν λευκό μανδύα με βαριά μυρουδιά. Ήξερε τι ήταν, ο μανδύας ήταν εμποτισμένος με θείο για να επιταχύνει την καύση της στην πυρά. Έβγαλε το φόρεμά της με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της και φόρεσε το μανδύα.

-Προχώρα τώρα, είπε ο επικεφαλής. Στην πλατεία σου έχουν θερμή υποδοχή!

«Θεέ μου, σε παρακαλώ. Δεν έκανα τίποτα για να το αξίζω αυτό. Αλλά επαφίομαι σε Σένα. Ας είναι γρήγορος ο θάνατός μου. Φοβάμαι τόσο πολύ.»

Τα γόνατά της λύγισαν και η κοπέλα έπεσε στις πλάκες του διαδρόμου έξω από το κελί της. Δυο στρατιώτες της έπιασαν και την σήκωσαν. Συνέχισαν τη διαδρομή σέρνοντάς την σχεδόν.

Γήπεδο Θανάτου

Author: Νυχτερινή Πένα /

Όταν ο δόκτωρ Γουίλομπι σκοτώνεται από κυνηγετικό όπλο, η σερίφης Λου Φέρις πιστεύει ότι μπορεί να είναι και ατύχημα. Όταν λίγες μέρες δολοφονείται και η ερωμένη του δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία ότι πρόκειται για δολοφονία. Αλλά ποιος θέλει να τον σκοτώσει τον γιατρό που όπως φαίνεται δεν είχε έλλειψη από εχθρούς;

Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα χωρίς κάτι το ιδιαίτερο, ιδανικό για ένα ταξίδι για να κρατήσει παρά στους φίλους του είδους που θα προσπαθούν να βρουν το δολοφόνο μαζί με την σερίφη.

Ιστολόγιο του μήνα – Αύγουστος 2025

Author: Νυχτερινή Πένα /

Σήμερα θα γνωρίσουμε ένα συνάδερφο συγγραφέα με τη διαφορά ότι εκείνος δεν λέει όσα θέλει με πεζό αλλά με έμμετρο λόγο, είναι ποιητής και έχει εκδώσει ήδη βιβλία με τις ποιητικές του συλλογές. Ο λόγος για τον Στρατή Παρέλη.

Το ιστολόγιό του είναι ένας ποταμός ποίησης απ’ όπου ορμητικοί ξεχύνονται οι στίχοι. Υπάρχουν ποιήματα πρακτικά αναρίθμητα για κάθε θέμα που θα μπορούσε να εμπνεύσει έναν ποιητή και δεν είναι καθόλου λίγα. Αντίθετα θα μπορούσε να πει κάποιος ότι τίποτα δεν είναι ανάξιο ή λίγο να του δώσει τροφή για σκέψη και έμπνευση.

Τον Στρατή και τα ποιήματά του θα τα βρείτε εδώ: http://stratisparelis.blogspot.gr/

Το Ακροπύργιο Του Θανάτου 6 - Φινάλε

Author: Νυχτερινή Πένα /

Χ

 

Με το πρώτο φως της ημέρας ετοιμάστηκαν να ξεκινήσουν, δεν θα μετέφεραν άλλα εφόδια ή εξοπλισμό πέρα από τα όπλα τους. Θα έφερναν εις πέρας την αποστολή τους και θα επέστρεφαν, δεν θα διανυκτέρευαν στο Ακροπύργιο.

Ο Βίλνους πέρασε από τη σκηνή των τραυματισμένων ανδρών του να δει πως τα πήγαιναν. Τους συνεχάρη για τη γενναιότητα που είχαν επιδείξει στην νυχτερινή μάχη και τους υποσχέθηκε μερίδιο από την αμοιβή και ας μην έπαιρναν μέρος σε όλη την επιχείρηση.

Αφήνοντας τη σκηνή πήγε να συναντήσει την Αδάρα. Η νομάδας πολεμίστρια ήταν με την Αχούκ στη μεγάλη σκηνή καθισμένες κοντά στη φωτιά. Μόλις τον είδε σηκώθηκε και πήγε κοντά του.

-Ξεκινάμε; ρώτησε.

-Εσύ θα μείνεις εδώ, είπε ο Βίλνους. Τώρα έχεις άλλα καθήκοντα και άλλες ευθύνες. Θα οδηγήσεις τον λαό αυτό, είναι μικρός αλλά σίγουρα υπό την ηγεσία σου θα γίνει μεγάλος και σημαντικός. Μόνο μια χάρη θέλω.

-Ποια είναι αυτή;

-Να προσέχεις τους δύο άνδρες που είναι τραυματίες και να τους πάρετε μαζί αν μετακινηθείτε μαζί και τον Σάι με την κοπέλα, την Αλόα, νομίζω ότι θα μείνουν μαζί αυτοί οι δύο. Όπως ξέρεις αφήσαμε τα άλογα στο Υψίκωμο, είναι δικά σας αν δεν επιστρέψουμε.

-Να προσέχετε, είπε η Αδάρα.

-Πάντα, της απάντησε ο Βίλνους και έφυγε.

Ξεκίνησαν για το Ακροπύργιο ο Βίλνους, ο Σοκάρ, ο Ντρέηκ και οι τέσσερις πολεμιστές που είχαν επιζήσει, ο Ράουμας και η Σέλμιορ. Ο Καλ Μάλγκοραν φυσικά ακολούθησε αν και φαινόταν να δίνει ελάχιστη σημασία σε όλους τους.

Δεν αντιμετώπισαν κανένα πρόβλημα για να φτάσουν στο άκρο της πεδιάδας και το Ακροπύργιο. Από κοντά έδειχνε ακόμα πιο επιβλητικό με την αψιδωτή πύλη που περίμενε ανοιχτή και τα ψηλά τείχη πίσω από τα οποία υψώνονταν τα μουντά κύρια οικοδομήματα του κάστρου με τις αιχμηρές στέγες σαν βέλη που προσπαθούσαν να τρυπήσουν τον ουρανό.

Άρχισαν να ανεβαίνουν την φαρδιά σκάλα που οδηγούσε στην πύλη με τα όπλα τους έτοιμα. Τα βήματά τους αντηχούσαν στην σιγαλιά. Πέρα από την πύλη το φως είχε μια κόκκινη απόχρωση σαν από φωτιά αλλά δεν υπήρχε κανένα ίχνος ζωής. Ο Σοκάρ είπε χαμηλόφωνα:

Απ’ την Πύλη της Μοίρας μην περάσεις καραβάνι

Και αν ο δρόμος σου εκεί σε φέρει

Μην περνάς τραγουδώντας

Ακούς; Στη νεκρή σιωπή τα πουλιά βουβάθηκαν

Κι όμως κάτι τρεμίζει στον αέρα

Σαν πένθιμη τρίλια πουλιού.

Έκανε μια προστατευτική χειρονομία πάνω του σαν για να διώξει το κακό και πρόσθεσε:

-Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το μέρος. Εδώ βασιλεύει η σιωπή και ο θάνατος.

-Δεν είναι μέρος που θέλουμε να καθυστερήσουμε, συμφώνησε ο Βίλνους και στράφηκε στον Καλ, ξέρεις το δρόμο για την κρύπτη που λες;

-Ναι, είπε εκείνος με μάτια που γυάλιζαν από προσμονή.

Πέρασαν την πύλη και ο Σοκάρ έκανε πάλι το σημάδι για να ξορκίσει το κακό. Η αυλή μετά την πύλη ήταν βυθισμένη στο ημίφως, τώρα που είχαν μπει δεν φαινόταν κοκκινωπό αλλά πιο πολύ προς κοκκινοκίτρινο των πυρσών. Ο Σοκάρ κοίταξε τους πυρσούς και δεν ήταν δύσκολο για τον Βίλνους να μαντέψει τι σκεφτόταν, το μέρος ήταν εγκαταλελειμμένο για αιώνες, πως μπορούσαν να καίνε ακόμα πυρσοί;

Αιωρούμενοι πολεμιστές άρχισαν να εμφανίζονται από τις εισόδους που ανοίγονταν στην αυλή. Πλησίαζαν αθόρυβα εφοδιασμένοι με μεγάλα πολεμικά τσεκούρια, έτοιμοι να προσφέρουν το θάνατο. Μαζί τους και ένας άνδρας τυλιγμένος σε έναν μαύρο μανδύα με αποκρυφιστικά σύμβολα κεντημένα με ασημένια κλωστή, ένας μάγος Απολινάρι.

-Καλ, προχώρησε προς την κρύπτη, ας πάρουμε την πριγκίπισσά σου και να φύγουμε. Ντρέηκ και Σαλαχάρ μαζί του.

Ο Ντρέηκ και ακόμα ένας πολεμιστής ένευσαν και ακολούθησαν τον Καλ Μαλγκοράν που κινήθηκε προς μια είσοδο από την οποία φαινόταν μια σκάλα που οδηγούσε κάτω,. Δυο αιωρούμενοι πολεμιστές έκλειναν το δρόμο τους αλλά ο Ντρέηκ τους εξουδετέρωσε. Διαλύθηκαν αφήνοντας μια θρηνητική οιμωγή που πάγωνε το αίμα.

-Α γίνονται όλο και καλύτερα τα πράγματα… μουρμούρισε ο Ντρέηκ αλλά η φωνή του χάθηκε από μια κραυγή του Καλ:

-Έρχομαι αγαπημένη μου Εγίρα! Έρχομαι να σε σώσω!

Ακολούθησε τον Ντρέηκ και τον άλλο μισθοφόρο στη σκάλα ενώ ο Βίλνους και οι υπόλοιποι κάλυπταν την είσοδο.

-Είπε Εγίρα; έκανε ο Ράουμας και καθώς η αδερφή του το επιβεβαίωνε συνέχισε: Πρέπει να τον σταματήσεις Βίλνους, η Εγίρα ήταν μια μοχθηρή μάγισσα που φυλακίστηκε για τα εγκλήματά της αιώνες πριν. Είναι η μητέρα όλων των Απολινάρι αλλά δεν ήξερα ότι είναι ακόμη ζωντανή. Δεν πρέπει να ελευθερωθεί.

Ο Βιλνους μπλόκαρε με τη σπάθα του το όπλο ενός από τους απόκοσμους αντιπάλους τους και μετά τον έσπρωξε πάνω σε έναν άλλο επιτρέποντας στον Σοκάρ να τους αποκεφαλίσει με ένα χτύπημα. Κοίταξε τη σκάλα διστακτικός.

-Πήγαινε! τον προέτρεψε ο μάγος. Πρέπει να την σταματήσεις οπωσδήποτε. Εμείς θα φροντίσουμε για τον Απολινάρι και τα δημιουργήματά του!

 

Ο Ντρέηκ και ο Σαλαχάρ στάθηκαν μπροστά στο άνοιγμα της κρύπτης με τον μάγο να έρχεται ασθμαίνοντας λίγο πιο πίσω. Ο Ντρέηκ έβαλε το σπαθί του στο μαγικό πεδίο και μετά το τράβηξε πίσω. Είδε πως ήταν αλώβητο και κοίταξε τον συμπολεμιστή του που ανασήκωσε τους ώμους. Πέρασε το πεδίο και στάθηκε στην υγρή σπηλιά, τον ακολούθησε ο Σαλαχάρ βλέποντας ότι δεν είχε πάθει τίποτα. Η μάγισσα τους περίμενε χαμογελώντας γοητευτικά.

-Ελάτε κοντά μου, είπε με ένα σιροπιαστό τρόπο και εκείνοι δεν ήθελαν τίποτα άλλο όσο το να υπακούσουν.

-Κάνετε στην άκρη πληρωμένοι φονιάδες, είπε περιφρονητικά ο Καλ Μαλγκοράν ξυπνώντας τους από την ονειροπόληση και μπήκε στην κρύπτη. Πριγκίπισσά μου, δούλος σου.

Πλησίασε την μάγισσα μη χορταίνοντας να κοιτάει τα κάλλη της και εκείνη τον διευκόλυνε αφήνοντας το φόρεμα να κυλίσει από πάνω της. Την αγκάλιασε και την φίλησε στα χείλη, το φιλί της ήταν αισθησιακό, υποσχόμενο ηδονές. Η Εγίρα έλυσε το παντελόνι του και ένιωσε το χέρι της να χαϊδεύει τη στύση του. Παραδόθηκε στο χάδι της, είχε ονειρευτεί αλλιώς την πρώτη φορά που θα τελείωνε μαζί της αλλά ήταν τόσο απολαυστικό το χάδι της που δεν τον πείραζε και έτσι. Τελείωσε με έναν σπασμό. Δεν ντράπηκε που τελείωνε στο χέρι της και αυτή δε φάνηκε να την ενοχλεί.

Ξαφνικά ένιωσε ότι και κάτι άλλο έφευγε από μέσα του, δεν ήταν μόνο το αποτέλεσμα της ερωτικής του διέγερσης, εξάλλου δεν μπορούσε να διαρκεί τόσο η εκσπερμάτωση. Κάτι άλλο συνέβαινε που τον άφηνε αδύναμο, εξασθενημένο. Με ένα βογγητό πόνου έπεσε στα γόνατα, για μια τρομερή στιγμή κατάλαβε την αλήθεια, πόσο λάθος είχε κάνει. Ύστερα διαλύθηκε σε στάχτες.

Η Εγίρα στράφηκε στους πολεμιστές. Τώρα δεν ήταν δύο αλλά τρεις και της έφραζαν την έξοδο. Μπορούσε με ένα ξόρκι να τους εξοντώσει και να περάσει, τώρα τίποτα δεν την εμπόδιζε να φύγει, το μαγικό πεδίο είχε εξαφανιστεί για πάντα. Σήκωσε το χέρι της να εξαπολύσει μια κατάρα αλλά πρόσεξε τον άνδρα στη μέση.

-Βίλνους Ντρομέθια, είπε. Χαίρομαι που σε συναντώ από κοντά. Έλα σε’ μένα. Έλα και παραδώσου στην ηδονή μου, στάσου στο πλευρό μου και θα κυβερνήσουμε τον κόσμο με τη μαγεία μου και το σπαθί σου.

Ο Βίλνους την κοίταξε. Τον έλκυε το γυμνό χυμώδες σώμα της. Θα μπορούσε να σταθεί δίπλα της σαν βασιλιάς, οι μέρες τους γεμάτες δύναμη και οι νύχτες γεμάτες πάθος. Ύστερα την είδε όπως ήταν πραγματικά, μια γριά, σκελετωμένη και ζαρωμένη από το πέρασμα αιώνων. Την πλησίασε, και ήταν πάλι μια χυμώδης νέα γυναίκα, ολόγυμνη και ποθητή.

Την πλησίασε με το σπαθί χαμηλωμένο.

-Έλα, είπε η Εγίρα. Έλα και λάτρεψέ με.

Ο Βίλνους έφτασε κοντά της. Έσκυψε προς το μέρος της.

-Σε βλέπω όπως είσαι, είπε ήσυχα, ένα σκεβρωμένο πλάσμα που η ζωή του παρατάθηκε αφύσικα για αιώνες αλλά όχι πια.

Την διαπέρασε με τη σπάθα. Δεν έτρεξε αίμα. Το σώμα της άρχισε να ρυτιδιάζει και να ζαρώνει και ύστερα διαλύθηκε, έγινε σκόνη και μαζεύτηκε σε ένα σωρό στα πόδια του πολεμιστή. Το Ακροπύργιο τραντάχτηκε συθέμελα. Ο Βίλνους ένευσε στους άνδρες, του που έμοιαζαν να ξυπνούν από όνειρο, να φύγουν.

Στην αυλή βρήκαν τον Ράουμας και τη Σελμιόρ μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες να περιμένουν, τη στιγμή που η μάγισσα πέθανε οι φρουροί της χάθηκαν, δεν είχαν πια λόγο ύπαρξης. Ο Ράουμας είχε ρίξει μια ματιά στα δωμάτια γύρω από την αυλή και είχε επιστρέψει με έναν βαρύ δερματόδετο και εμφανώς αρχαίο τόμο ξορκιών που ανυπομονούσε να μελετήσει. Άφησαν αμέσως πίσω τους το Ακροπύργιο.

-Αρχηγέ, είπε ο Ντρέηκ, όταν πήγες κοντά της εκεί μέσα, είπα τώρα είμαστε χαμένοι.

-Δεν μπήκα στον πειρασμό παρά για δευτερόλεπτα, μετά μια ανάμνηση από τη νύχτα τα έκανε όλα πολύ ξεκάθαρα.

Η απάντηση ήταν αινιγματική για όλους εκτός από την Σέλμιορ που χαμογέλασε και ένιωσε μια ζεστασιά να την πλημμυρίζει. Ο Βίλνους συνέχισε:

- Όσο για το ότι την έβλεπα, ήταν αλήθεια, το μενταγιόν έκανε τη δουλειά του.

-Κάναμε ένα καλό σήμερα, είπε ο Ράουμας, δεν χωράει αμφιβολία, κρίμα που είναι χωρίς αμοιβή. Πέρα από ένα σημαντικό εύρημα για εμένα δηλαδή.

-Δεν θα το έλεγα, είπε ο Βίλνους, το συμβόλαιο του Καλ προέβλεπε αμοιβή αν δεν βρίσκαμε τίποτα εδώ. Και τώρα που είναι νεκρός μένουμε εμείς κύριοι και νομείς της περιουσίας του.

Οι υπόλοιποι τον κοίταξαν έκπληκτοι και ο μάγος είπε:

-Ο Μαλγκοράν ήταν ζάμπλουτος, μήπως θα έπρεπε να σκεφθείς να αφήσεις τις περιπλανήσεις πλέον και να εγκατασταθείς στην πόλη; Θα γίνεις μεγάλος άρχοντας εδώ, θα αρχίσεις το δικό σου οίκο αν κάνεις οικογένεια.

-Οίκος της Ντρομέθια, είπε ο Ντρέηκ, μου αρέσει όπως ακούγεται. Ίσως βγουν και βασιλείς μια μέρα από αυτόν.

-Θα πιώ σ’ αυτό, είπε ο Βίλνους, και στους γενναίους άνδρες που έπεσαν για να τα καταφέρουμε.

Κοίταξε μπροστά προς τον καταυλισμό που είχαν ταφεί οι πεσόντες πολεμιστές του και… το μέλλον.

 

 

Τέλος

Το Ακροπύργιο Του Θανάτου 5

Author: Νυχτερινή Πένα /

VΙΙΙ

 

Ο Βίλνους ξύπνησε από τον ύπνο και ανασηκώθηκε νιώθοντας ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Είχε δει ένα όνειρο άκρως ερωτικό και τελείως στερούμενου λογικής. Αν και είχε ιδιαίτερη αδυναμία στην Σέλμιορ, δεν είχε ποτέ ποθήσει την Αδάρα και όμως στο όνειρο είχε συνευρεθεί και με τις δύο με έναν σχεδόν μανιακό τρόπο. Ανακάθισε, είχε μια στύση που σχεδόν τον πονούσε και δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του το όνειρο. Το άρωμα του στήθους της νεαρής μάγισσας, την υφή των χειλιών της και την αίσθηση των γοφών της στα χέρια του καθώς την έκανε δική του.

Αυτό είναι το ζητούμενο, μια γητεία για να σε αποπροσανατολίσει! Η σκέψη δεν ήταν δική του, γεννήθηκε από το πουθενά στο μυαλό του σαν να την είχε ψιθυρίσει κάποιος στο αυτί του.

Ο Βίλνους δεν ξαφνιάστηκε από αυτό το γεγονός. Το προκαλούσε το μενταγιόν που φορούσε, δώρο ενός ερημίτη πριν από χρόνια, ήταν ευλογημένο να του αποκαλύπτει ποιες μαγικές ενέργειες υπήρχαν γύρω του και με ποιο σκοπό.

Αναρωτήθηκε ποιος το είχε κάνει αυτό. Και για ποιο λόγο ήθελε να τον αποπροσανατολίσει; Αυτό ήταν ένα ερώτημα που θα μπορούσε να το απαντήσει μόνο ένας μάγος. Βγήκε από τη σκηνή και πήγε σε αυτήν του Ράουμας αλλά την βρήκε άδεια. Σκέφθηκε ότι μπορεί να ήταν με την αδερφή του και έσπευσε στη δική της σκηνή. Άνοιξε το φύλλο που χρησίμευε ως πόρτα και μπήκε στην σκηνή. Στο φως ενός λυχναριού που έκαιγε είδε ότι κοιμόταν. Γονάτισε δίπλα της και ακούμπησε απαλά τον ώμο της.

-Σέλμιορ…

Η μάγισσα άνοιξε τα μάτια της και τεντώθηκε. Όπως την κοιτούσε, ακόμα γλαρωμένη από τον ύπνο, τα χείλη της μισάνοιχτα και τα στήθη της να προβάλλουν από τα σκεπάσματα καλυμμένα από το νυχτικό της μόνο, ένιωσε την επιθυμία του να φουντώνει και πάλι. Αλλά τώρα δεν μπορούσε να αφεθεί σε αυτήν, έπρεπε να μάθει ποιος είχε υφάνει τη γητεία και για ποιο λόγο.

Η Σέλμιορ ανακάθισε και εκείνος της εξήγησε τι είχε συμβεί χωρίς να της αποκαλύψει το όνειρο που είδε.

-Μπορώ να το ανιχνεύσω με μια γητεία, αλλά πρέπει να βγάλεις το μενταγιόν αλλιώς θα εμποδίσει και τη δική μου γητεία.

-Την άλλη δεν την εμπόδισε.

-Αν δεν την είχε εμποδίσει τώρα θα ήσουν σε πνευματική σύγχυση, το ότι κατάλαβες τι συνέβη είναι άμυνα.

Ο Βίλνους έβγαλε το μενταγιόν ενώ η Σέλμιορ έλεγε τα λόγια μιας γητείας. Ύστερα έμεινε σιωπηλή. Ένα χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της.

-Η γητεία υφάνθηκε από το Ακροπύργιο… Δεν είσαι ο μόνος στόχος… Σε εσένα στάλθηκε ένα όνειρο… Βίλνους! είπε και τον κοίταξε.

-Τι;

-Δεν φανταζόμουν…

Δεν πρόλαβε να του πει τι δε φανταζόταν. Ένα ουρλιαχτό έσκισε τη σιγαλιά της νύχτας και ύστερα οι κραυγές των φρουρών που καλούσαν στα όπλα.

 

-Ο Βίλνους είναι μια χαρά διοικητής, και γενναιόδωρος με τις αμοιβές, και πάντα σε καλές δουλειές. Έχει μόνο ένα ελάττωμα, που δεν αφήνει πόρνες στο στρατό του, είπε ο ένας φρουρός, το μόνο που θέλω μόλις τελειώσει η βάρδια είναι να πάρω μία. Λες να είναι πρόθυμη καμία νομάδα;

Ο συνάδερφός του γέλασε καθώς στέκονταν ανάμεσα σε δύο σκηνές κοιτώντας την σκοτεινή περιδινούμενη χιονοθύελλα που συνεχιζόταν.

-Αμφιβάλλω, άσε που είσαι κοντός γι’ αυτές.

Ο άλλος γέλασε αλλά σταμάτησε ξαφνικά.

-Τι είναι αυτό; είπε ανήσυχος κοιτώντας τις ριπές του χιονιού που χώριζαν καθώς έβρισκαν αντίσταση σε κάτι μεγάλο που πλησίαζε.

Την επόμενη στιγμή το είδαν, ένα ον σαν λύκο αλλά σε μέγεθος αλόγου, με τεράστιο κεφάλι και σπηλαιώδες στόμα γεμάτο με δόντια καθένα μεγάλο σαν σπαθί. Και δεν ήταν μόνο του, ακολουθούσαν και άλλα του είδους του και μαζί τους ένα ον σαν χταπόδι με τεράστιο κεφάλι και άκρα που το βοηθούσαν να σέρνεται στο χιόνι. Γύρω από τα τέρατα αυτά έρχονταν φιγούρες με μαύρες πανοπλίες και κράνη, έμοιαζαν με κανονικούς πολεμιστές μόνο που αιωρούνταν ένα μέτρο από το έδαφος και από τη μέση και κάτω δεν υπήρχε τίποτα.

Οι δυο σκοποί έμειναν άφωνοι. Ο απόκοσμος αυτός στρατός επιτέθηκε, ένας από τους αφύσικους αυτούς πολεμιστές έφτασε τον σκοπό που ονειρευόταν μια γυναίκα για μετά. Εκεί που θα έπρεπε να είναι το πρόσωπο ήταν ένα μαύρο αβυσσαλέο κενό. Την επόμενη στιγμή ο αιωρούμενος πολεμιστής βύθισε το χέρι του στο στήθος του σκοπού. Ένας αγωνιώδης πόνος τον κατέλαβε και ούρλιαξε ενώ ο σύντροφός του καλούσε στα όπλα.

Χάος ακολούθησε καθώς ο εχθρός από το πουθενά επιτιθόταν στον καταυλισμό.

-Μαμούκ! Μαμούκ! ακούστηκε από την πλευρά των Εού που είχαν αντιμετωπίσει ξανά τα μεγάλα αρπακτικά αλλά όχι και τους τρομακτικούς συντρόφους τους.

Ο απόκοσμος πολεμιστής τράβηξε το χέρι του μέσα από το στήθος του σκοπού και εκείνος σωριάστηκε νεκρός. Στράφηκε στον άλλο σκοπό που όρμησε μπροστά και διαπέρασε τον απόκοσμο πολεμιστή με το σπαθί του. Απτόητος εκείνος πλησίασε και βύθισε το χέρι στην κοιλιά του σκοπού που ένιωσε σαν ένα χέρι να του ξερίζωνε τα σωθικά, ένιωσε τη γεύση αίματος και χολής στο στόμα του και μετά τίποτα.

 

Ο Βίλνους αντίκρισε ένα χάος βγαίνοντας από τη σκηνή. Ο εχθρός βρισκόταν ανάμεσα στις σκηνές και έσφαζε αμείλικτα. Πολλοί ήταν ήδη νεκροί αλλά οι επιζώντες είχαν αρχίσει να οργανώνονται για άμυνα. Διέκρινε το Σοκάρ με μια ομάδα πολεμιστών ανάμεσά τους και ο Σάι να έχουν σχηματίσει κύκλο και να αμύνονται. Ο Σάι και άλλοι δύο τοξότες ήταν στο εσωτερικό του κύκλου για να μπορούν να τοξεύουν ενώ οι υπόλοιποι μάχονταν εκ του σύνεγγυς. Στα πόδια του Σάι μπορούσε να δει κουλουριασμένη την υπηρέτρια του Καλ.

Αναζήτησε το μάγο αλλά δεν τον διέκρινε πουθενά. Εντόπισε την Αδάρα να μάχεται. Η Αδάρα κοιμόταν γυμνή και είχε περάσει κατευθείαν στη μάχη χωρίς να ντυθεί, παρά το κρύο ιδρώτας γυάλιζε στο κορμί της όπως με το μεγάλο τσεκούρι της πολεμούσε. Ήταν μόνη της στο σημείο εκείνο αλλά δεν έδειχνε κανέναν φόβο. Αποκεφάλισε έναν αιωρούμενο πολεμιστή που μεταμορφώθηκε σε μια τολύπη καπνού και εξαφανίσθηκε.

-Χτυπάτε τα κεφάλια! φώναξε ο Βίλνους πλησιάζοντας την οργανωμένη άμυνα με την Σέλμιορ. Η μάγισσα πέρασε στο εσωτερικό και εκεί στάθηκε, άρχισε να αυτοσυγκεντρώνεται.

Ο Βίλνους μπήκε στη μάχη. Αποκεφάλισε έναν αιωρούμενο πολεμιστή και μετά επιτέθηκε σε έναν λύκο βυθίζοντας την λάμα του στο λαιμό του τέρατος. Την τράβηξε και στράφηκε να πολεμήσει τον επόμενο εχθρό. Η Σέλμιορ του πέταξε το μενταγιόν και το φόρεσε. Η μάγισσα έδειξε με το δεξί της χέρι και με το δείκτη τεντωμένο δύο φασματικούς πολεμιστές και έμειναν τελείως ακίνητοι. Ο Βίλνους εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία από το ξόρκι ακινητοποίησης για να τους εξουδετερώσει.

Ένας λύκος έριξε κάτω έναν πολεμιστή και βύθισε τη μουσούδα στην κοιλιά του ξεσκίζοντας τα σωθικά του ενώ ήταν ακόμα ζωντανός, ο Σάι έστειλε ένα βέλος στο λαιμό του βάζοντας τέλος στο μαρτύριό του. Ύστερα τόξευσε τον λύκο που μούγκρισε καθώς το βέλος καρφώθηκε στο πλευρό του. Στράφηκε προς τον νεαρό πολεμιστή που διατήρησε την ψυχραιμία του και πέρασε ακόμα ένα βέλος στο τόξο και το έστειλε κατευθείαν στο μάτι του θηρίου που σωριάστηκε νεκρό.

Μια πορφυρή φλόγα έκαψε το χταποδόμορφο τέρας. Ο Βίλνους στράφηκε και εντόπισε την πηγή της. Οι Εού είχαν μαζευτεί όλοι γύρω από την κεντρική σκηνή του καταυλισμού όπου είχαν καταφύγει τα παιδιά και οι γυναίκες και αμύνονταν εναντίον των λύκων, οι αιωρούμενοι πολεμιστές δεν είχαν πάει εκεί, είχαν προτιμήσει τους άνδρες του Βίλνους. Δίπλα στην Αχούκ στεκόταν ο Ράουμας που ήταν ο αυτουργός της πύρινης επίθεσης. Σήκωσε το χέρι του και μια νέα πύρινη μπάλα εμφανίστηκε. Αυτή τη φορά ανέφλεξε δύο λύκους μαζί.

Από το σκοτάδι ξεπρόβαλλε ένα ον που έκανε την Αλόα να ουρλιάξει από φόβο. Έμοιαζε με εκείνα τα έντομα που έτρεχαν στα πατώματα των πιο βρώμικων πανδοχείων που είχαν δει οι πολεμιστές αλλά είχε το μέγεθος πόνυ.

-Μα τι τρώνε και γίνονται έτσι; αγανάκτησε ο Σάι στέλνοντας ένα βέλος στο ον αυτό που εξοστρακίστηκε πάνω στο σκληρό κέλυφός του.

-Εμάς θα φάει αυτό, μούγκρισε ο Σοκάρ και επιτέθηκε στο τεράστιο τέρας τσακίζοντας με το γιαταγάνι του τα μακριά πόδια ως που να το αναγκάσει να χαμηλώσει και να βυθίσει τη λάμα του στο μακρόστενο κεφάλι του.

Ένας λύκος όρμησε στο εκτεθειμένο πλευρό του αλλά το τσεκούρι της Αδάρα που είχε φτάσει δίπλα τους έβαλε τέλος σε αυτόν τον κίνδυνο.

Ο Βίλνους απέκρουσε την επίθεση ενός φασματικού πολεμιστή και ένας δεύτερος έσπευσε να επιτεθεί όσο ήταν μπλοκαρισμένη η σπάθα του αλλά καθώς το χέρι του άγγιζε το στέρνο του πάγωσε και διαλύθηκε σε καπνό όπως και οι άλλοι. Το μενταγιόν είχε δράσει και πάλι. Έριξε μια ματιά στο πεδίο της μάχης γύρω του, τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Παρά τις προσπάθειες του Ράουμας και των πολεμιστών η μάχη έβαινε κατά τους, ελάχιστοι άνδρες είχαν απομείνει όρθιοι να πολεμούν γύρω από τον Σοκάρ και δεν άντεχαν για πολύ ακόμα.

Ο Ράουμας άρχισε να απομακρύνεται από τους Εού προς την ανοιχτή έκταση που απλωνόταν ως το Ακροπύργιο. Μια άλως λευκού φωτός τον τύλιγε και τον έκανε να φεγγοβολάει στο σκοτάδι ενώ τα τέρατα και οι αιωρούμενοι πολεμιστές κινούνταν προς το μέρος του. Όταν απομακρύνθηκε αρκετά από τον καταυλισμό γύρισε αντικρίζοντας τον εχθρό. Το φως γύρω του έγινε πιο έντονο και τα τέρατα άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος του. Ο μάγος τέντωσε τα χέρια του μπροστά και η γη άρχισε να δονείται και ξαφνικά ένα χάσμα δημιουργήθηκε μπροστά στα πόδια του καταπίνοντας τους επιτιθέμενους. Το χάσμα συνέχισε να διευρύνεται μέχρι που δεν έμεινε κανένα από τα τέρατα. Ύστερα άρχισε να κλείνει, μόλις το έδαφος αποκαταστάθηκε ο μάγος έκανε να επιστρέψει. Σε λίγα βήματα τρέκλισε και έπεσε κάτω.

-Ράουμας!

Η Σέλμιορ έτρεξε κοντά του όπως και η Αχούκ. Ο Βίλνους στράφηκε στον Σοκάρ, παρά την κούρασή του είπε τυπικά:

-Αναφορά κατάστασης.

Ο Σοκάρ ένευσε και απομακρύνθηκε. Ο Βίλνους είδε τέσσερις άνδρες του να στέκονται εκεί κοντά, ήταν οι μόνοι που έβλεπε επιζώντες ένα γύρω και ο Σάι λίγο πιο πέρα που στεκόταν δίπλα στην Αλόα, φρουρός της όπως τον είχε διατάξει. Κάθισε σε ένα έλκηθρο που ήταν αναποδογυρισμένο εκεί δίπλα και κάρφωσε τη σπάθα στο έδαφος. Είδε τον Ράουμας να συνέρχεται και να επιστρέφει στον καταυλισμό στηριγμένος στην Αχούκ και την αδερφή του.

Ο Σοκάρ επέστρεψε και στάθηκε μπροστά στον Βίλνους.

-Ο Ντενάουμπις είναι νεκρός, έχουμε επτά επιζώντες, δύο είναι τραυματίες και δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν. Η Αδάρα είναι εντάξει και τα μαγικά παιδιά το ίδιο. Ο Ντρέηκ είναι τραυματισμένος αλλά θα συνεχίσει.

-Να θάψουμε τους νεκρούς μας και να ξεκουραστούμε λίγο και το πρωί θα συνεχίσουμε.

-Θα έχει νόημα; ρώτησε ο Σοκάρ. Είμαστε πολύ λίγοι τώρα.

-Πρέπει να προκαλέσαμε και στον εχθρό ανάλογη αιμορραγία, και έχουμε το πλεονέκτημα των μάγων μας. Αλήθεια που είναι αυτό το θρασύδειλο ον ο εργοδότης μας;

-Είχε κρυφτεί κάτω από μια πεσμένη σκηνή σε όλη τη μάχη. Οι υπηρέτες του δεν ήταν τόσο τυχεροί. Τους κατακρεούργησαν οι λύκοι.

Ο Βίλνους κούνησε το κεφάλι του και σηκώθηκε.

-Ας κάνουμε το καθήκον μας προς τους συντρόφους μας.

Μάζεψαν τα σώματα των νεκρών τους και τα έθαψαν με τα όπλα τους αγκαλιά όπως αρμόζει σε πολεμιστές. Το έδαφος ήταν πολύ παγωμένο για να σκαφτεί αλλά ο Ράουμας άνοιξε έναν μεγάλο λάκκο όπου έβαλαν δίπλα δίπλα τα σώματα και μετά τον σκέπασε. Εν τω μεταξύ ο Σοκάρ έγραψε τα ονόματά τους και η Σέλμιορ τα μετέφερε σε μια πλάκα που έστησαν για να θυμίζει τον τόπο της ύστατης μάχης και της ταφής τους μαγεύοντάς την να μείνει για πολλά χρόνια άφθαρτη και να κρατάει ζωντανή τη μνήμη.

Μαζεύτηκαν μετά όλοι οι επιζώντες και ο Βίλνους είπε μερικά λόγια για τους πεσόντες ευχόμενος να βρουν την ανάπαυση στον κόσμο μετά ετούτον εδώ.

Είχαν τελειώσει με όλα αυτά και συγκέντρωναν τα όπλα και τα εφόδια που θα τους ήταν ακόμα χρήσιμα όταν η Αχούκ πλησίασε τον Βίλνους.

-Η αυγή είναι ακόμη μακριά, πρέπει να ξεκουραστείτε. Καλύτερα να έρθετε στον καταυλισμό μας μην έρθουν ξανά αυτά τα πλάσματα της αβύσσου.

Δεν είχε άδικο, ήταν λίγοι τώρα για να αμυνθούν, καλύτερα να βρίσκονταν ανάμεσα στους Εού. Μετέφεραν τα εφόδιά τους στη μεγάλη σκηνή όπου και θα φιλοξενούνταν. Εξαίρεση αποτελούσαν οι δύο τραυματίες και ο Ράουμας που πήραν μια άλλη σκηνή για να ξεκουραστούν και όπου θα παρέμεναν οι δύο τραυματίες. Ο μάγος είχε εξαντλήσει και την τελευταία ικμάδα της δυνάμεώς του και χρειαζόταν σίγουρα ανάπαυση.

Όταν τακτοποιήθηκαν όλα ο Βίλνους ξάπλωσε να κοιμηθεί και αυτός μιας και λίγο είχε προλάβει πριν αρχίσει η επίθεση. Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας και αφού μόνο η φωτιά σιγόκαιγε ο Βίλνιους ένιωσε κάποιον να τρυπώνει κάτω από τα δέρματα δίπλα του και δυο απαλά χείλη να χαϊδεύουν το λαιμό του.

Αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε καμία παρέμβαση για να ονειρευτεί την Σέλμιορ γυμνή στην αγκαλιά του. Πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και η κοπέλα μαζεύτηκε στο πλευρό του ακουμπώντας το κεφάλι της στο στέρνο του.

 

Ο Σάι καθόταν ακουμπισμένος σε έναν από τους στύλους που στήριζαν τη σκηνή. Αφουγκραζόταν την ησυχία της νύχτα που έδειχνε τόσο αφύσικη μετά τη σφαγή που είχε προηγηθεί και αναρωτιόταν τι θα έφερνε το πρωινό.

-Πρέπει να ξεκουραστείς.

Ήταν η Αλόα που του είχε μιλήσει. Η κοπέλα είχε ξαπλώσει κοντά του αλλά νόμιζε ότι είχε αποκοιμηθεί. Διαπίστωνε τώρα ότι δεν κοιμόταν αλλά τον κοιτούσε με μάτια μέσα στα οποία μπορούσε να δει το καθρέφτισμα της φωτιάς που έκαιγε στο κέντρο της σκηνής.

-Δύσκολο πριν από μια μάχη, της είπε.

-Τώρα είμαστε μετά από μία.

-Θα έχουμε και άλλη το πρωί στο Ακροπύργιο.

-Οι Εού το φοβούνται αυτό το μέρος, άκουσα να λένε ότι δεν έχουμε ελπίδα.

-Δεν ξέρουν τον Βίλνους, και απόψε δεν θα είχαμε κινδυνεύσει αν δεν είμασταν τόσο λίγοι, βλέπεις η δουλειά παρουσιάστηκε όταν οι περισσότεροι είχαν φύγει από την πόλη και είμασταν λίγοι για να εκστρατεύσουμε.

-Είσαι περήφανος για τον αρχηγό σου, είπε με απορία εκείνη.

-Και εκείνος είναι για εμάς και νοιάζεται.

Ο Σάι έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μετά την κοίταξε πάλι.

-Κοιμήσου εσύ όμως, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι.

-Έλα, ξάπλωσε και εσύ, είπε η κοπέλα.

Μετακινήθηκε κάνοντάς του χώρο να ξαπλώσει και αυτός κάτω από τα δέρματα που τη σκέπαζαν. Ο Σάι το έκανε υπακούοντας στο παρακλητικό βλέμμα της. Ήταν ζεστά έτσι όπως είχε ξαπλώσει στα ήδη χρησιμοποιημένα δέρματα και το δικό της σώμα δίπλα του ήταν ακόμα πιο ζεστό. Ο νεαρός τοξότης γύρισε και την κοίταξε. Το πρόσωπό της ήταν σε απόσταση αναπνοής και πρόσεξε το πόσο γλυκό ήταν, και εκείνος ο βάναυσος αφέντης της να την κακοποιεί έτσι! Ο ίδιος δεν θα άντεχε ούτε να τη δει να κλαίει. Ασυναίσθητα σχεδόν τη φίλησε απαλά στα χείλη απλώνοντας το χέρι του να χαϊδέψει τα μαλλιά της και εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά του.

Αυτή τη φορά δεν χρειαζόταν να φοβάται ή να έχει το νου του για δόλο και κρυμμένα μαχαίρια. Ήταν ξεκάθαρα όλα, και όλα όσα είχαν και οι δύο ανάγκη. Γεύθηκαν την χαρά και την απόλαυση της πρώτης φοράς με κάποιον που σημαίνει κάτι και κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι. Δεν πήραν είδηση τους υπόλοιπους που ξύπνησαν για να ετοιμαστούν ούτε τον Βίλνους που στάθηκε για λίγο κοιτώντας τους με ένα χαμόγελο πριν βγει από τη σκηνή για την τελευταία μάχη αυτής της εκστρατείας. Για εκείνους όλα αυτά είχαν τελειώσει, ένα νέο κεφάλαιο άρχιζε.

Νυχτερινή Πένα Ετών Δεκαέξι

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ναι γίνανε δεκαέξι χρόνια, ποιος θα το φανταζόταν; Έχω μια ανιψιά μόλις μερικούς μήνες πιο μεγάλη. Είναι τόσα πολλά αυτά που περάσανε σε αυτά τα χρόνια. Πριν δεκαέξι χρόνια σαν σήμερα ξεκίνησα δειλά - δειλά να κάνω τα πρώτα μου βήματα στον χώρο των ιστολογίων. Είχα πολλά να μάθω τεχνικά και μη.

Τώρα έχω ένα ιστολόγιο σε ηλικία παιδιού στο λύκειο και έχω μάθει πολλά όχι μόνο για την τεχνολογία αλλά και – κυρίως – για τους ανθρώπους. Γνώρισα τόσους πολλούς μέσα σε αυτά χρόνια, εύχομαι να γνωρίσω και άλλους ακόμα. Έγραψα πολύ, αυτός ήταν και ο λόγος που το ξεκίνησα. Σκέψεις, απόψεις, βιβλιοκριτικές, πράγματα μικρά για να εκδοθούν βρήκαν εδώ τη στέγη τους. Ακόμα ιστορίες σε συνέχειες αλλά και ολοκληρωμένες για όποιον θέλει να τις κατεβάσει. Τέλος μοιράστηκα τα νέα μου σαν συγγραφέας και την χαρά μου φτάνοντας στην έκδοση (κάτι για το οποίο θα μιλήσουμε πάλι σύντομα).

Και σε όλα αυτά είχα όλους εσάς να με συντροφεύετε. Χαίρομαι που σας γνώρισα όλους εκεί έξω, είναι ένα πολύ όμορφο συναίσθημα να ξέρεις την ώρα που γράφεις ότι κάποιος εκεί έξω σε διαβάζει. Σας ευχαριστώ που μου το δίνετε αυτό.