Το Ακροπύργιο Του Θανάτου 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

ΙΙΙ

 

Καθισμένη στον πέτρινο θρόνο στο μέσο του δωματίου η μάγισσα γέλασε με ικανοποίηση. Το σχέδιό της είχε δώσει τους καρπούς που έπρεπε. Σε λίγο θα ήταν ελεύθερη και τότε… Τότε όλοι θα ένιωθαν την οργή της και όσοι ζούσαν θα την λάτρευαν σαν θεά, όχι σαν μια θεότητα καλοσυνάτη και ελεήμονα αλλά σαν μια μοχθηρή και πανίσχυρη θεά που ένα καπρίτσιο της μπορούσε να βάλει φωτιά σε χωριά και να ξεκληρίσει οικογένειες. Θα τη λάτρευαν από φόβο για να συνεχίσουν να ζουν, ακριβώς όπως και οι πρόγονοί τους αιώνες πριν.

Αιώνες είχε βασιλέψει σαν απόλυτη κυρίαρχος και μετά είχαν έλθει η Αυτοκρατορία και ο Αγκερόν. Οι Απολινάρι, οι μάγοι που μέχρι τότε της ήταν πιστοί, είχαν αλλάξει στρατόπεδο. Είχε ηττηθεί, είχαν διαλύσει τις στρατιές των πλασμάτων της και την είχαν φυλακίσει. Αδυνατώντας να την καταστρέψουν την είχαν κλείσει σε αυτό το κελί που θα την κρατούσε δέσμια για πάντα. Είχε γελάσει πιστεύοντας ότι μόλις ανέκαμπτε θα ήταν εύκολο να αποδράσει αλλά είχε διαπιστώσει ότι ήταν αδύνατο, το μαγικό πεδίο που είχαν δημιουργήσει οι μάγοι ήταν πανίσχυρο. Καταραμένοι προδότες!

Της πήρε αιώνες να βρει πως θα το κατέστρεφε. Το πεδίο την κρατούσε μέσα και δεν επέτρεπε σε κανένα ον με μαγική αύρα να περάσει προς εκείνη αλλά μπορούσε να περάσει οποιοσδήποτε άλλος που δεν είχε μαγικές δυνατότητες, κάθε φορά που αυτό συνέβαινε εξασθενούσε το πεδίο και κατά λίγο. Ο χρόνος όμως που περνούσε την είχε εξασθενήσει και οι προσπάθειες να βρει τη λύση είχαν καταναλώσει τις δυνάμεις της. Θα έμενε εκεί μέσα για πάντα, σαν ένα αξιοθρήνητο απομεινάρι της παλιάς της δόξας.

Σε αυτούς τους αιώνες τα πράγματα γύρω από τη φυλακή της είχαν αλλάξει. Οι Φενρίρ είχαν κυριεύσει τη χώρα δημιουργώντας το βασίλειό τους. Σαν σύμμαχοι της Αυτοκρατορίας και των Απολινάρι ήξεραν πολύ καλά τι βρισκόταν στο Ακροπύργιο Βάνγκαρντ και δεν είχαν πλησιάσει ποτέ. Μόνο είχαν τοποθετήσει μια φρουρά σε μια απόσταση κοντά στους μάγους που ήταν επιφορτισμένος να επιβλέπει τη φυλακή της.

Δεν αποδέχτηκε αυτή τη μοίρα που ήθελαν να της επιβάλουν. Αφουγκραζόταν τους αιώνες να περνούν και περίμενε για την ευκαιρία της. Η Αυτοκρατορία ηττήθηκε, οι Φενρίρ συνέχιζαν να πολεμούν τον Αλέξανδρο αλλά οι Απολινάρι είχαν άλλα προβλήματα να ασχοληθούν. Μόνο ένας μάγος επέβλεπε το Ακροπύργιο τώρα πια.

Με τις δυνάμεις που της είχαν απομείνει ύφανε δύο ξόρκια. Το πρώτο ξόρκι ήταν μια πανίσχυρη γητεία. Άρχισε να επισκέπτεται τα όνειρα ενός μάγου και εμπόρου, του παρουσιάστηκε σαν μια ατυχής πριγκίπισσα που είχε φυλακισθεί και θα γινόταν δική του, αν την ελευθέρωνε, μαζί με τα πλούτη της. Στην αρχή το είχε περάσει για όνειρο αλλά τον είχε πείσει ότι ήταν αλήθεια. Οι εκκλήσεις της αθώας κοπέλας ενέπνευσαν στον μάγο μια αγάπη που γρήγορα έγινε ανεξέλεγκτος πόθος. Και έκανε το παν για να τη σώσει.

Είχε στείλει πολλούς πολεμιστές να τη σώσουν και εκείνη τους βοηθούσε να διαφύγουν της προσοχής του Απολινάρι. Κάποιοι δεν είχαν καταφέρει να περάσουν τους τρόμους του κάστρου, μερικά ήταν δικά της πλάσματα αποτρελαμένα από αιώνες που είχαν μείνει ακυβέρνητα, άλλα τα είχαν βάλει οι Απολινάρι για να απαγορεύουν την πρόσβαση στη φυλακή της. Οι περισσότεροι είχαν φτάσει ως εκείνη και είχαν περάσει χωρίς να το καταλάβουν το μαγικό πεδίο κάνοντας αυτό που έπρεπε.

Η γητεία όμως είχε στραγγίσει την δύναμή της και δεν θα επιζούσε από τη διαδικασία αν δεν ήταν το δεύτερο ξόρκι της. Αυτό της επέτρεπε να απορροφά από τα θύματά της την ζωτική τους ενέργεια. Έτσι διατηρούσε τη ζωή της και ανανέωνε τη νεότητά της απορροφώντας τη ζωή όσων έφταναν ως εκείνη. Όσο για τη δύναμή της… Είχε και για αυτή τη λύση από το ξόρκι που αφαιρούσε τα πάντα από τα θύματά της.

Σηκώθηκε από το θρόνο που αμέσως εξαφανίσθηκε σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Έπρεπε να ξεκουραστεί και να περιμένει την άφιξη των θυμάτων που θα τα άλλαζαν όλα.


IV

 

Ο Σάι Λάινγουολ ήταν ο πιο νεαρός πολεμιστής που είχε υπηρετήσει στις διαταγές του Βίλνους Ντρομέθια. Το έλεγε με καμάρι στα καπηλειά και τα κακόφημα σπίτια για να εντυπωσιάσει τις γυναίκες. Η καλή του εμφάνιση και τα μυώδη χέρια τοξότη που διέθετε βοηθούσαν επίσης. Ήταν ακριβώς η ικανότητά του με το τόξο που έκανε τον Βίλνους να τον πάρει στην ομάδα του παρά την ηλικία του. Και τώρα χρησιμοποιούσε τα χέρια του ιδανικά αν έκρινε από τα επιφωνήματα της μελαχρινής καλλονής που τον είχε πάρει στο δωμάτιό της.

Ποτέ πριν δεν είχε πάει με γυναίκα αλλά ήθελε να δείξει έμπειρος. Ήθελε να δείξει άνδρας και όχι παιδαρέλι. Χάιδευε την κοπέλα με τα χέρια του στις πλούσιες καμπύλες της ενώ φιλούσε την κοιλιά της κατεβαίνοντας χαμηλά προς τη γυναικεία φύση της, είχε ακούσει από τους πολεμιστές στην εκστρατεία όταν μιλούσαν τα βράδια γύρω από τη φωτιά ότι άρεσε πολύ στις γυναίκες αυτό.

-Όταν πας με μια γυναίκα να βεβαιώνεσαι πρώτα ότι δε σκοπεύει να σε μαχαιρώσει μόλις χαλαρώσεις.

Ο Σάι τινάχθηκε. Δίπλα στο κρεβάτι στεκόταν ο Βίλνους με τη σπάθα στο χέρι να σημαδεύει το λαιμό της γυναίκας. Ο Σάι σηκώθηκε από το κρεβάτι κοιτώντας τη γυναίκα σαν να μην ήταν πια μια ποθητή ερωμένη αλλά κάποιο τρομερό ον. Ο Βίλνους τράβηξε το σεντόνι από την άκρη του κρεβατιού όπου είχε χωμένο το ένα της χέρι και αποκαλύπτοντας ένα κοφτερό μαχαίρι.

-Γιατί να με σκοτώσεις; είπε ο Σάι.

-Για το γεμάτο πουγκί, είπε εκείνη.

Ο Βίλνους κούνησε το κεφάλι του. Ύστερα με μια απότομη κίνηση βύθισε την αιχμή της λάμας στο λαιμό της. Η γυναίκα σπαρτάρισε μια στιγμή και έμεινε ακίνητη.

-Άλλη φορά να προσέχεις περισσότερο, είπε ο πολεμιστής στον νεαρό άνδρα.

-Ευχαριστώ Βίλνους, πως το έμαθες;

-Σε αναζήτησα γιατί βρέθηκε μια δουλειά για εμάς και μαθαίνοντας με ποια είχες φύγει από το καπηλειό βιάστηκα γιατί ήξερα ότι κινδυνεύεις. Είχε μια φήμη η συγκεκριμένη γυναίκα.

-Τι δουλειά; Που πάμε;

-Βόρεια, στο Ακροπύργιο Βάνγκαρντ. Προς το παρόν πάμε στο πανδοχείο της Βέρθρα, έχω μαζέψει και τους υπόλοιπους. Αφού κάνουμε μια στάση στο Καπηλειό του Ταξιδευτή εδώ πιο κάτω.

-Γιατί;

-Πιστεύω ότι έχει πάει εκεί η Αδάρα για διασκέδαση.

-Δηλαδή για να παλέψει.

-Αυτό ακριβώς, είπε ο Βίλνους με ένα χαμόγελο.

Το καπηλειό ήταν ένα μικρό πέτρινο οικοδόμημα με καρέκλες και τραπέζια γύρω γύρω με τους συνδαιτημόνες να τρώνε και να πίνουν ενώ παρακολουθούσαν αγώνες αντιπάλων που γίνονταν σε μια εξέδρα στο κέντρο του χώρου.

Αυτή τη στιγμή στο κέντρο βρίσκονταν ένας σωματώδης άνδρας και μια γυναίκα που δεν ήταν το ίδιο ογκώδης αλλά ήταν ψηλή και γεροδεμένη. Ο Βίλνους σταμάτησε και την κοίταξε. Αυτή ήταν η Αδάρα, μια πολεμίστρια από τους νομάδες της Κεμί είχε αφήσει την πατρίδα της χρόνια πριν και είχε ακολουθήσει τον Βίλνους στα μήκη και τα πλάτη της Έρεμορ. Ο Σάι κοίταξε την Αδάρα με ένα βλέμμα έκπληξης αλλά και σαγήνης. Ο Βίλνους χαμογέλασε, η Αδάρα ήταν ντυμένη πάντα με τα ρούχα της από δέρμα που δεν επέτρεπαν ιδιαίτερη θηλυκότητα αλλά τώρα ήταν σχεδόν ολόγυμνη. Φορούσε μόνο ένα εσώρουχο γύρω από τα λαγόνια της και ένα πανί που συγκρατούσε τα σφιχτά, γεμάτα στήθη της. Για τον νεαρό πολεμιστή ήταν ένα ελκυστικό θέαμα και ο Βίλνους ήταν σίγουρος ότι πολλοί θεατές αντί να παρακολουθούν την μονομαχία θα κοιτούσαν το γεροδεμένο σώμα της νομάδα.

Εκείνη τη στιγμή με μια δυνατή γροθιά, η οποία έσπασε τη μύτη του αντιπάλου της με ένα ηχηρό κρακ, η Αδάρα ξάπλωσε κάτω τον αντίπαλό της κερδίζοντας τον αγώνα. Η νομάδας πήγε σε ένα κοντινό τραπέζι και πήρε μια κούπα μπύρα που την άδειασε μονορούφι. Στην πατρίδα της δεν υπήρχαν καλλιέργειες και δεν υπήρχαν και ποτά ως εκ τούτου αλλά στα χρόνια που πολεμούσε με τον Βίλνους είχε μάθει να πίνει μπύρα και της άρεσε.

Ο Βίλνους την πλησίασε ενώ άφηνε την κούπα πίσω στο τραπέζι.

-Βίλνους, είπε εκείνη με έκπληξη. Δεν περίμενα να σε ξαναδώ τόσο σύντομα.

-Βρέθηκε μια δουλειά.

-Πολύ ωραία, να πάω λίγο στα λουτρά και να ντυθώ και θα μου πεις.

 

Το πανδοχείο της Βέρθας ήταν ένα μεγάλο κτίσμα με ισόγειο και πρώτο όροφο, ένα από τα πιο καλοφτιαγμένα και διατηρημένα κτήρια της πόλης. Ο Βίλνους παραμέρισε την μεγάλη δίφυλλη πόρτα και μπήκε ακολουθούμενος από τον Σάι. Βρέθηκαν στην μεγάλη σάλα του πανδοχείου όπου βρίσκονταν μαζεμένοι πάνω από πενήντα άνδρες. Καθισμένοι στα τραπέζια περίμεναν την άφιξή του.

Μπροστά μπροστά, κοντά στον πάγκο του πανδοχέα ήταν μαζεμένοι οι συνήθεις σύντροφοί του στις εκστρατείες. Ο Σοκάρ Σαλάγια, που υπηρετούσε ως υπαρχηγός του, η μάγισσα Σέλμιορ και ο δίδυμος αδερφός της και επίσης μάγος Ράουμας, ο πολεμιστής Ντενάουμπις και ο πρώην κλέφτης, πειρατής και πολεμιστής Ντρέηκ. Μιλούσαν με τους υπόλοιπους και τους προέτρεπαν να περιμένουν την επιστροφή του Βίλνους για να μάθουν γιατί τους είχε μαζέψει.

-Θα έρθει και θα μας εξηγήσει! έλεγε με τη βαθιά του φωνή ο Ντενάουμπις.

Ο Βίλνους προχώρησε και τον ακολούθησε η Αδάρα και ο Σάι. Πολλοί τον αντελήφθησαν και άρχισαν να απευθύνουν σε αυτόν τις ερωτήσεις. Εκείνος σήκωσε τα χέρια ψηλά ζητώντας ησυχία ως που έφτασε μπροστά και είπε:

-Λοιπόν, μαζευτήκατε εδώ όλοι όσοι δεν προλάβατε να φύγετε από την πόλη.

Αυτό ήταν αλήθεια. Είχε μαζέψει τους μισούς από τις ταβέρνες και τα κακόφημα σπίτια της πόλης και τους υπόλοιπους από την τοπική φυλακή όπου είχαν καταλήξει μετά από καυγάδες. Συνέχισε:

-Υπάρχει μια δουλειά για’ μας στο Ακροπύργιο Βάνγκαρντ με καλή αμοιβή. Πόσοι είστε μαζί μου;

Μια ομαδική ιαχή ακούστηκε και ο Βίλνους χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. Η φήμη του σαν πολεμιστή και ηγέτη είχε κάνει τους άνδρες να τον εμπιστεύονται πάντα.

Καταγράφηκαν όλοι στο έγγραφο στρατολόγησης, ήταν 58 άνδρες και ο Βίλνους τους χώρισε σε τρεις ομάδες, δυο από δεκαεννιά πολεμιστών και μια με είκοσι. Στην πρώτη με τους δεκαεννιά είχε μαζέψει και όσους είχαν τόξα ή άλλο τηλέμαχο όπλο όπως η βαλλίστρα. Σε αυτήν θα ανήκε και ο Σάι.

-Ντενάουμπις θα είσαι επικεφαλής της τρίτης ομάδας, Αδάρα της δεύτερης, Ντρέηκ της πρώτης, Σοκάρ έλεγξε εξοπλισμό και προμήθειες. Θα ξεκινήσουμε με το πρώτο φως της αυγής.


Το Ακροπύργιο Του Θανάτου 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ι

 

Σκοτάδι επικρατούσε στο μεγάλο θολωτό δωμάτιο, ένα σκοτάδι που ίσα κάπως διαλυόταν από το φως του δαυλού που κρατούσε. Το πάτωμα έτριζε κάτω από τα πόδια του, είχε σχηματιστεί πάγος. Αυτό το περίμενε, ήταν ήδη χειμώνας η χειρότερη εποχή σε αυτές τις περιοχές της Έρεμορ. Αυτό που δεν περίμενε ήταν το δωμάτιο να είναι άδειο. Περίμενε να δει σωρούς από χρυσάφι, νομίσματα και πολύτιμα σκεύη, λάφυρα των τόσων πολέμων των Φενρίρ. Άκουσε ένα θόρυβο κάπου στο βάθος. Βήματα και μια απαλή ανάσα.

-Ποιος είναι εδώ; ρώτησε. και ένας βασανισμένος στεναγμός ήρθε για απάντηση από το βαθύ σκοτάδι.

Μια μορφή αναδύθηκε από το σκοτάδι. Ήταν μια γυναίκα αλλά θύμιζε περισσότερο σκελετό, το σώμα της ήταν αποστεωμένο, τα κόκαλα διαγράφονταν κάτω από το δέρμα που τεντωνόταν πάνω τους. Φορούσε έναν τελετουργικό μαύρο μανδύα με αποκρυφιστικά σύμβολα κεντημένα με ασημένια κλωστή. Άκουσε θόρυβο και στράφηκε πίσω του. Δεν είδε τίποτα και γύρισε στην γριά. Μόνο που τώρα δεν ήταν μια γριά που στεκόταν μπροστά του. Ήταν μια πανέμορφη γυναίκα με πληθωρικό κορμί που ξεχείλιζε από τον μανδύα.

-Μια προφύλαξη… Για τους Φενρίρ, του είπε. Έλα κοντά μου.

Δεν μπορούσε να αντισταθεί στο κάλεσμά της. Δεν ήθελε να αντισταθεί.

Ο δαυλός έπεσε από το χέρι του ακολούθησε και το σπαθί, δεν άκουσε καν τον κρότο που έκανε στο πέτρινο δάπεδο.

Στάθηκε μπροστά στη γυναίκα. Εκείνη του χαμογέλασε μαργιόλικα.

-Έλα, του είπε.

Εκείνος την αγκάλιασε.

-Με το αίμα σου ξανανιώνω, με την ψυχή σου δυναμώνω, πρόφερε η γυναίκα και τον φίλησε στο στόμα. Εκείνος παραδόθηκε στο φιλί με ευχαρίστηση.

Κάτι δεν πήγαινε καλά, ωστόσο. Ένιωθε όλο και περισσότερο να εξασθενεί, τα πόδια του δεν τον κρατούσαν σαν να ήταν φτιαγμένα από πηλό που έλιωνε. Η γυναίκα ήταν και πάλι γριά, ένα τρομακτικό σκέλεθρο που απομυζούσε την ζωή από μέσα του. Προσπάθησε να αποτραβηχτεί μα ήταν αδύνατο. Η γριά ρούφηξε την ζωή από μέσα του. Τον κατάπιε το απύθμενο σκοτάδι του θανάτου και δευτερόλεπτα αργότερα το σώμα του είχε γίνει σκόνη.

Η γριά στάθηκε παραπαίοντας σαν να ήταν έτοιμη να σωριαστεί αν και με κάθε βήμα φαινόταν να σταθεροποιείται. Ο χιτώνας έπεσε από πάνω της αποκαλύπτοντας το σκελετωμένο σώμα της, σκεβρωμένο από τους αιώνες, ισχνό και στεγνό σαν να ήταν κάτω από τον καυτό ήλιο της Αλμυρής Ερήμου για καιρό.

Κάτω από το δέρμα της φαινόταν κίνηση, σαν να την διέτρεχαν σκουλήκια ή φίδια και την άλλαζαν. Η διαδικασία όμως δεν έδειχνε να της προκαλεί πόνο, κάθε άλλο. Μαλλιά εμφανίστηκαν στο σχεδόν γυμνό κρανίο και μάκρυναν, πυρόξανθα με απαλούς βοστρύχους. Τα μάτια της έπαψαν να είναι γαλακτώδη, τυφλά, έγιναν πράσινα με ένα σπινθηροβόλο σκληρό βλέμμα. Χαμογέλασε και το στόμα της ήταν γεμάτο τέλεια λευκά δόντια. Χάιδεψε ικανοποιημένη τα λεία και αψεγάδιαστα μάγουλά της. Αυτό που ήταν πρώτα ένα σκέλεθρο τώρα γινόταν δεμένο, χυμώδες κορμί με δέρμα στο χρώμα του μελιού. Το δέρμα γινόταν τέλειο και αρυτίδιαστο, τα μέχρι πριν λίγο κρεμασμένα, μαραζωμένα στήθη είχαν γίνει στητά και προκλητικά.

Πλησίασε την έξοδο της σπηλιάς και αμέσως ένα ισχυρό μαγικό πεδίο έλαμψε κλείνοντάς της το δρόμο. Σήκωσε το χέρι της και πρόφερε ένα ξόρκι. Το πεδίο έλαμψε πάλι αλλάζοντας χρώμα. Έγινε πορφυρό, το χρώμα του αίματος, το χρώμα της αποπλάνησης.


 

ΙΙ

 

Η ταβέρνα ήταν πολύβουη, οι θαμώνες μιλούσαν μεταξύ τους δυνατά και φώναζαν τις παραγγελίες τους στην ταβερνιάρισσα και τις σερβιτόρες ακόμα πιο δυνατά. Οι μυρωδιές από τα ψητά κρέατα και τις πικάντικες σάλτσες συναγωνίζονταν την οσμή των ξύλων στην φωτιά από τα δύο τζάκια στους αντικρινούς τοίχους και τον καπνό που παρήγαγαν αυτές οι φωτιές.

Δεν ήταν περίεργο που η αίθουσα ήταν γεμάτη. Η Χρυσή Κούπα ήταν η καλύτερη ταβέρνα του Βίναλοντ και με τον χειμώνα να έχει προχωρήσει τόσο πολύ ήταν από τα λίγα μέρη της πόλης που μπορούσαν να πάνε όσοι ήθελαν να αφήσουν για λίγο το σπίτι.

Αντίθετα με τους περισσότερους από τους πελάτες της ταβέρνας, ο Καλ Μαλγκοράν καθόταν μόνος του σε ένα γωνιακό τραπέζι, σχεδόν δίπλα στο τζάκι, με αποτέλεσμα να είναι κρυμμένος στην σκιά. Δεν τον πείραζε, είχε επιδιώξει να κάτσει σε αυτό το τραπέζι αφού ήθελε να κάνει συναλλαγές που δεν ήταν συνετό να τις δουν πολλοί. Κοίταξε γύρω του για τον άνθρωπο που είχε έρθει να συναντήσει. Δεν ήταν εδώ. Θα είχε καθυστερήσει, αναρωτήθηκε πού. Από όσο ήξερε, ο Βίλνους Ντρομέθια δεν είχε κανέναν στην πόλη, δεν ήταν από αυτά τα μέρη και δεν ήξερε ψυχή εδώ.

Βέβαια υπήρχαν μέρη όπου ένας άνδρας μπορούσε να βρει όση οικειότητα θα ήθελε, αλλά είχε μάθει ότι ο Βίλνους είχε άλλη άποψη για την επαφή με τις γυναίκες και δεν ήθελε την πληρωμένη ηδονή των πορνείων. Δεν τον ενδιέφερε, αρκεί που θα έκανε την δουλειά που τον χρειαζόταν.

Εκείνη ακριβώς την στιγμή ο πολεμιστής πέρασε την πόρτα της ταβέρνας. Ήταν ψηλός, πιο ψηλός από τους δύο μπράβους που η ταβερνιάρισσα είχε για να βοηθάνε στην τήρηση της τάξης και να αποφεύγονται επιζήμιοι για την ταβέρνα καυγάδες, και γεροδεμένος, κάτι που δεν έκρυβε το παντελόνι και το χιτώνιο που φορούσε κάτω από τον μανδύα που έβγαλε μπαίνοντας. Είχε ξανθά μαλλιά κομμένα κοντά και ένα σοβαρό πρόσωπο στο οποίο δέσποζαν δύο γαλανά μάτια με διαπεραστικό βλέμμα, τυπικό παρουσιαστικό βόρειου. Δεν φορούσε θώρακα αλλά στο πλευρό του ήταν θηκαρωμένη μια βαριά σπάθα. Τον εντόπισε και πλησίασε προς το μέρος του. Το παρουσιαστικό και το μέγεθός του βοηθούσε να ανοίγει εύκολα δρόμο και δεν άργησε να φτάσει στον Καλ.

Όπως και ο ίδιος ο Καλ, δεν ήταν ντόπιος. Αλλά αν ο Καλ ήταν από την γειτονική Οπέλια, ο Βίλνους Ντρομέθια ήταν από την μακρινή Αϊόνα, την πατρίδα των περισσότερων μισθοφόρων στην Έρεμορ. Προφανώς βρισκόταν εδώ πολεμώντας για τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο στους συνεχείς πολέμους της με τους Φενρίρ.

Ο μισθοφόρος κάθισε βαριά απέναντι στον Καλ και έριξε τον μανδύα του στην άδεια καρέκλα από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. Ο Καλ έριξε μια ματιά στον πολεμιστή. Διέκρινε το κορδόνι ενός φυλακτού να κατεβαίνει από τον λαιμό του και να χάνεται μέσα στο χιτώνιό του και το πουγκί που ήταν δεμένο στη ζώνη του. Δεν κουβαλούσε τίποτα άλλο. Ικανοποιημένος από την πρώτη εντύπωση ύφανε ένα ξόρκι που θα κρατούσε την συνομιλία τους μυστική.

-Φοβάσαι μήπως μας ακούσει κάποιος μέσα σε αυτήν την φασαρία; σάρκασε ο Βίλνους.

Ο Καλ δεν απάντησε αμέσως. Αναρωτήθηκε αν ο άνδρας απέναντί του συμπέρανε με την λογική τι είχε κάνει ή είχε αναγνωρίσει το ξόρκι. Αν ναι, ήταν χρήστης της τέχνης ή απλά ήξερε να αντιλαμβάνεται κάποια πράγματα και τι ακριβώς ήταν; Αποφάσισε πως δεν ήταν του παρόντος και απάντησε:

-Δεν είναι να εμπιστεύεσαι εδώ μέσα, και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Ένας που καμώνεται τον μεθυσμένο δεν είναι απαραίτητα και οι σερβιτόρες έχουνε σίγουρα καλή ακοή και ξεχωρίζουν τις φωνές.

-Μπορεί, πες μου λοιπόν γιατί με ζήτησες και θέλεις να μην μπορεί να μας ακούσει κανείς;

-Είσαι πολεμιστής με αξιόλογη φήμη, Βίλνους, θέλω να κάνεις κάτι για εμένα.

-Σαν τι; είπε κοφτά ο πολεμιστής.

-Έχεις ακουστά το κάστρο του Χάλθαρκ;

-Το Ακροπύργιο Βάνγκαρντ, είπε ο πολεμιστής βλοσυρά, ακόμα και εγώ που δεν είμαι από εδώ το έχω ακουστά. Ήταν το απώτατο προς βορρά σημείο του βασιλείου αλλά τώρα είναι στο έδαφος των Φενριρ και σαν να μην είναι αυτό αρκετό, λέγεται ότι μέσα του ζουν ανήκουστοι τρόμοι. Γιατί εντάξει οι Φενρίρ είναι επικίνδυνος εχθρός αλλά είναι άνθρωποι θνητοί, πεθαίνουν όπως ο καθένας μας από ένα σπαθί. Εκεί μέσα, όμως, λένε ότι υπάρχουν όντα που δεν αρκεί ένα σπαθί για να τα σκοτώσεις.

-Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα εκεί. Μια κρύπτη, μια κρύπτη θαμμένη στα υπόγεια του κάστρου. Μια που ακόμα και οι Φενρίρ δεν μπόρεσαν να βρουν. Μέσα σε αυτή βρίσκεται μια υπέροχη γυναίκα, μια πραγματική καλλονή, μια παρθένα που περιμένει εμένα, μαζί με ένα θάλαμο θησαυρούς. Είναι και αυτή ένας θησαυρός, ο πιο πολύτιμος. Φέρε τη σε’ μένα, σώα και αβλαβή και ανέγγιχτη! Κράτα όλα τα υπόλοιπα για εσένα. Και δεν θα χάσεις, είναι πολλά!

-Μια γυναίκα; Από πότε; Οι Φενρίρ κατέχουν την περιοχή πάνω από έναν αιώνα τώρα.

-Είναι μια μαγική φυλακή, την κρατάει νέα και αγέραστη. Αυτή είναι η κατάρα της, είναι εκεί κλεισμένη με τους θησαυρούς της, μια πριγκίπισσα από τα παλιά. Δεν θα πεθάνει αλλά είναι αιώνια φυλακισμένη.

Ο πολεμιστής το σκέφθηκε. Είχε μόλις γυρίσει από μια νικηφόρα εκστρατεία με τον Αλέξανδρο εναντίον των Φενρίρ και ήθελε να επιστρέψει στην δική του πατρίδα ως την άνοιξη που θα συνεχιζόταν η εκστρατεία εναντίον τους, αλλά μερικά λάφυρα ακόμη δεν θα ήταν άσχημη ιδέα. Ωστόσο είχε πληρώσει τους άνδρες και τους είχε αφήσει να φύγουν εκτός από κάποιους που ταξίδευαν μαζί του και η εποχή ήταν προχωρημένη για να πάνε βόρεια.

-Θα γυρίσω την άνοιξη, είπε.

-Πρέπει να γίνει τώρα! είπε ο Καλ. Δεν μπορώ να περιμένω.

-Γιατί δεν πας τότε εσύ; Δεν είσαι μάγος;

-Γιατί κανείς δεν γύρισε από εκεί και εγώ είμαι μάγος αλλά δεν είμαι πολεμιστής και η μαγεία μου δεν είναι πολεμική.

-Αν είναι θέμα μαγείας, γιατί δεν ζητάς την βοήθεια της Αδελφότητας του Κρυστάλλινου Σκήπτρου;

-Δεν θέλω να ανακατευτώ με τους μάγους της Αδελφότητας. Απαγορεύουν ακόμα και την αναφορά στο κάστρο. Εσύ έχεις όμως μαζί σου δύο, έτσι δεν είναι; Θα σας πληρώσω καλά, και θα πάρετε τους θησαυρούς από την κρύπτη, εγώ θέλω μόνο την γυναίκα. Η Αδελφότητα δεν χρειάζεται να το μάθει και θα βγούμε όλοι κερδισμένοι.

Ο πολεμιστής συνοφρυώθηκε. Έριξε μια ματιά γύρω στους θαμώνες που έρχονταν και έφευγαν απορροφημένοι από τις συζητήσεις τους, το καλό φαγητό και την πλούσια, αφρώδη μπίρα. Όλα όπως έπρεπε. Εκτός από την πρόταση του Καλ, δεν του άρεσε αυτή. Ήταν ωστόσο και μια καλή ευκαιρία.

-Πέρα από το Υψίκωμο δεν πάνε τα άλογα, είπε, θα έχει πέσει χιόνι πλέον και θα έχει παγώσει, θα χρειαστούν έλκηθρα.

-Θα το φροντίσω εγώ αυτό, είπε ο μάγος, είσαι μέσα;

-Είσαι σίγουρος για την αμοιβή μου;

-Σου είπα, μπορείς να πάρεις τους θησαυρούς, είμαι ήδη πάμπλουτος δεν τους χρειάζομαι, είπε ο Καλ και πρόσθεσε με εμφανή ένταση, εγώ θέλω μόνο εκείνη.

Η φράση αυτή έκανε τον Βίλνους να αναρωτηθεί ξανά σε τι θα έμπλεκε. Αλλά πάλι χωρίς κίνδυνο κανείς δεν κέρδισε ποτέ τίποτα αξιόλογο.

-Και αν αυτοί καταστραφούν ή χαθούν;

-Θα σου δώσω εγώ χρήματα, όπως είπα. Θα το κάνεις;

-Ναι, είπε ο Βίλνους. Θα ξεκινήσουμε με το πρώτο φως της αυγής.

The Dusk of Eternal Night

Author: Νυχτερινή Πένα /

In the penultimate book of the series, things become increasingly complex. Naar, the lord of all evil, resurrects Vashna, the most powerful of the Darklords, whose spirit had been imprisoned in the Maakengorge. And as if that weren’t enough, southern Magnamund faces a deadly threat. Naar also resurrects Agarash the Damned. Can the forces of good repel this double tide of darkness, or will a new Age of Eternal Night begin?

A powerful adventure that pushes our hero’s strength and endurance to their absolute limits. If it has one drawback, it’s that now we must wait for the series finale in the 32nd book, Light of Kai.

Το Σούρουπο Της Αιώνιας Νύχτας

Author: Νυχτερινή Πένα /

Στο προτελευταίο βιβλίο της σειράς τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα. Ο άρχων κάθε κακού Ναάρ επαναφέρει από τους νεκρούς τον Βάσνα, τον πιο ισχυρό από τους Άρχοντες του Σκότους, που το πνεύμα του ήταν φυλακισμένο στο χάσμα του Μάακεν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η νότια Μάγκναμουντ αντιμετωπίζει έναν ολέθριο κίνδυνο. Ο Ναάρ επαναφέρει τον Άγκαρας τον Καταραμένο. Μπορούν οι δυνάμεις του καλού να απωθήσουν την διπλή αυτή πλημμυρίδα του σκότους ή θα αρχίσει ένας νέος Αιώνας της Αιώνιας Νύχτας;

Μια δυνατή περιπέτεια που δοκιμάζει στα άκρα τις δυνάμεις και τις αντοχές του ήρωά μας. Αν έχει ένα μειονέκτημα είναι ότι τώρα πρέπει να περιμένουμε το φινάλε της σειράς με το 32ο βιβλίο, φως του Κάι.

Μαριονέτες

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο αρχιφύλακας Ουάσιγκτον Πόου είναι ένας ικανότατος αστυνομικός που δεν εγκαταλείπει ποτέ μια έρευνα αν δεν την φέρει σε πέρας. Αυτό τον βάζει σε μπελάδες αλλά και τον κάνει ικανότατο στην διαλεύκανση εγκλημάτων. Τώρα καλείται να λύσει το μυστήριο του Πυρπολητή, ενός δολοφόνου που καίει τα θύματά του μέσα στους προϊστορικού λίθινους κύκλους της Κάμπρια. Μαζί με την Τίλι Μπράντσο, την ευφυή αλλά κοινωνικά αδέξια αναλύτρια, πρέπει να λύσει το μυστήριο πριν αυξηθούν τα θύματα.

Ένα εξαιρετικό αστυνομικό από τον Μάικ Κρέηβεν, με πολλές ανατροπές και καλό ρυθμό. Τόσο ο Πόου όσο και η Τίλι είναι συμπαθείς χαρακτήρες που μπορεί ο αναγνώστης να ταυτιστεί μαζί τους και η ιστορία κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον. Συστήνεται ανεπιφύλακτα.

Ο Βιβλιοθηκάριος

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ενώ πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ ένας γηραιός εκατομμυριούχος προσλαμβάνει έναν βιβλιοθηκάριο να τακτοποιήσει τα βιβλία και τα έγγραφά του με σκοπό να αφήσει μια παρακαταθήκη στις επόμενες γενεές. Ο βιβλιοθηκάριος δέχεται γιατί έχει ανάγκη το εισόδημα. Μόνο που ξαφνικά βρίσκεται στο στόχο σκοτεινών ανθρώπων χωρίς να ξέρει το γιατί. Τι υπάρχει στα έγγραφα του γέρου που απειλεί την επανεκλογή του προέδρου, πρέπει να το βρει πριν να είναι αργά.

Μια ιστορία που θα μπορούσε να γίνει ένα καλό πολιτικό θρίλερ αλλά αποτυγχάνει καθώς ο συγγραφέας κρατάει έναν πολύ αργό ρυθμό ενώ αναλίσκεται σε λεπτομέρειες που πολλές φορές δεν βοηθούν την ιστορία.

Ιστολόγιο του μήνα – Ιούλιος 2025

Author: Νυχτερινή Πένα /

Αν θα έπρεπε να ονομάσω ένα φιλικό πρόσωπο στον κόσμο των ιστολογίων, αυτό δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο. Ο ένας αυτός θα ήταν ο φίλος (και όχι μόνο δικός μου) Ο SΚΡΟΥΤΖΑΚΟS Ο JKOK. Ξεχωρίζει για τη θετική του σκέψη και την αισιοδοξία του όπως και για την ευγένεια του. Παρότι πλέον δεν είναι τόσο ενεργός όσο παλιά, δεν παραλείπει να περνάει από τα ιστολόγια και να μας αφήνει ευχές για καλό μήνα ή καλή βδομάδα ή στις γιορτές και πάντα έχει έναν καλό λόγο να πει για όλους και για όσα γράφουμε.

Ξεκίνησε το ιστολόγιό του στις 26 Δεκεμβρίου του 2008, είναι από τους πιο παλιούς πια μπλόγκερς που συνεχίζουν, και πολύ χαρακτηριστικά ξεκίνησε με ευχές για το νέο έτος, ακριβώς αυτό που θα περίμενε κάποιος από έναν τόσο αισιόδοξο και χαρούμενο άνθρωπο. Έμβλημά του όχι μόνο στον τίτλο μα και σε άλλα σημεία, είναι ένας από τους γνωστότερους χαρακτήρες του Disney, ο Σκρουτζ, το πάμπλουτο αλλά και τσιγκούνικο παπί.

Σίγουρα του ταιριάζει το παπί αυτό, προσφέρει και εκείνος με το ιστολόγιό του άφθονο γέλιο (χμ του ταιριάζει και ένα βραβείο χιουμορίστα και χαρούμενου μπλόγκερ, τώρα που το σκέφτομαι) αφού στα χρόνια που περάσανε έχει αναρτήσει πάμπολλα ανέκδοτα και σκίτσα ή αστείες φωτογραφίες. Ανάμεσά τους και κάποια άλλα κείμενα πάντα ενδιαφέροντα και πάντα με κατάθεση ψυχής.

Για μια επίσκεψη που θα σας φτιάξει τη διάθεση και σίγουρα θα σας κάνει να γελάσετε επισκεφθείτε τον JK στο http://scroodgejkok.blogspot.com/

Ένοχος Χωρίς Αποδείξεις

Author: Νυχτερινή Πένα /

Μια κοπέλα βρίσκεται νεκρή σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι. Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως πρόκειται για σεξουαλικό έγκλημα. Ο αστυνομικός που το αναλαμβάνει δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για την δημοσιότητα και την προβολή που θα του φέρει η διαλεύκανση του μυστηρίου. Ο μόνος άλλος που ενδιαφέρεται το κάνει γιατί αν δεν βρεθεί ο ένοχος κινδυνεύει να κατηγορηθεί ο ίδιος.

Μια καλή αστυνομική ιδέα αλλά με ένα σοβαρό μειονέκτημα, δεν καταφέρνει να κάνει συμπαθή κάποιον χαρακτήρα και αυτό κάνει δύσκολη την ανάγνωση. Στα μείον και κάποιες λεπτομέρειες που δεν χρειάζονται και απλά βαραίνουν την αφήγηση.

Ο Εκτελεστής

Author: Νυχτερινή Πένα /

Σε μια εκκλησία, μπροστά στην Αγία Τράπεζα, βρίσκεται δολοφονημένος ένας ιεράς. Το σώμα έχει τοποθετηθεί όπως κάνουν στους νεκρούς με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος αλλά στη θέση του κεφαλιού έχει τοποθετηθεί ένα κεφάλι σκύλου. Ο ντετέκτιβ Χάντερ υποψιάζεται ότι πρόκειται για τελετουργική δολοφονία αλλά όταν ακολουθεί και δεύτερο πτώμα βεβαιώνεται ότι έχει να κάνει με έναν διαβολικό δολοφόνο. 

Μια καλή αστυνομική ιστορία με δυνατή ιδέα και ανατροπές. Ωστόσο οι υπερβολικά αιματηρές και φρικαλέες σκηνές των εγκλημάτων κάνουν το βιβλίο να χάνει πολύ και να απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό.

Ιστολόγιο του μήνα – Ιούνιος 2025

Author: Νυχτερινή Πένα /

Μπορεί το φανταστικό από πολλούς να αντιμετωπίζεται με ένα σήκωμα του φρυδιού και την περιφρονητική ετικέτα παραλογοτεχνία και τα δράσης και τα αστυνομικά λίγο καλύτερα, αλλά εγώ θεωρώ ότι εμείς που προτιμούμε αυτά τα είδη είμαστε φίλοι της λογοτεχνίας όσο και κάθε άλλος που διαβάζει.

Γιατί το θυμήθηκα τώρα αυτό; Βρήκα ένα ιστολόγιο με αυτόν ακριβώς τον τίτλο, Φίλοι της Λογοτεχνίας. Και αφού θεωρώ ότι όλοι όσοι διαβάζουν ανήκουν στην κατηγορία αυτή, το επισκέφθηκα. Τι βρήκα; Πολλές παρουσιάσεις και κριτικές σε βιβλία για όλα τα γούστα, μεγάλες περιγραφές και αναλύσεις σε βάθος που μπορούν να γνωρίσουν σε κάποιον συγγραφείς και έργα που δεν γνωρίζει και να τον κάνουν να ενδιαφερθεί.

Για τους φίλους της λογοτεχνίας λοιπόν, μια επίσκεψη εδώ: http://filoithslogotexnias.blogspot.com/

Σεμινάρια Φονικής Γραφής

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο υφυπουργός Ραψάνης δολοφονείται και ο αστυνόμος Χαρίτος καλείται να διαλευκάνει το έγκλημα. Αλλά τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά. Ποιος είναι ο δολοφόνος κάποιος που είχε προηγούμενα τον πρώην ακαδημαϊκό και νυν πολιτικό ή πρόκειται για τρομοκρατική επίθεση; Ο Ραψάνης δολοφονήθηκε με μια δηλητηριασμένη τούρτα. Αυτό υποδεικνύει ότι κάποιος τον ήξερε και ήξερε ότι είναι γνωστός λιχούδης και είναι απίθανο όπλο για τρομοκράτη. Όταν όμως ένας δεύτερος πολιτικός δολοφονείται όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά και ο αστυνόμος πρέπει να βρει το δολοφόνο γρήγορα πιεσμένος από τους ανωτέρους του αλλά και την κοινή γνώμη.

Μια καλή ιστορία από τον Πέτρο Μάρκαρη που κρατάει το ενδιαφέρον. Στα συν το ρεαλιστικό κλίμα της Ελληνικής πραγματικότητας του 21ου αιώνα και το μυστήριο που κρατάει καλά ως το τέλος. Στο μείον ο αργός ρυθμός της αφήγησης σε μερικά σημεία, και ναι όλοι γνωρίζουμε ότι το κέντρο της Αθήνας είναι κανονικό μαρτύριο για τους οδηγούς τις ώρες αιχμής.

Dead In The Deep

Author: Νυχτερινή Πένα /

In the thirtieth book of the series, the hero is called upon to undertake the most challenging mission he has ever faced. After a fierce battle in southern Summerland, not far from the cursed chasm of Maakengorge, our hero takes on the task of finding a fellow Kai who went missing in the ruins of Emolyria, a city perched on the edge of the chasm. The city and its vast underground are in the hands of the forces of Darkness; entering and escaping with his lost brother-in-arms seems impossible—but that word does not exist in the vocabulary of the Kai.

This is a powerful adventure, one of the best in the series, and among the most challenging missions, filled with obvious dangers—as the hero must infiltrate enemy territory—as well as unpredictable threats, along with some foes and old allies returning from the past.

Νεκρός Στα Βαθιά

Author: Νυχτερινή Πένα /

Στο τριακοστό βιβλίο της σειράς, ο ήρωας καλείται στην πλέον δύσκολη αποστολή που έχει ποτέ αναλάβει. Μετά από μια σκληρή μάχη στην νότια Σάμμερλαντ, όχι μακριά από το καταραμένο χάσμα του Μάακενγκορτζ, ο ήρωάς μας αναλαμβάνει να βρει έναν συμπολεμιστή που χάθηκε στα ερείπια της Ιμολύρια, μιας πόλης στο χείλος του χάσματος. Η πόλη και τα αχανή υπόγειά της είναι στα χέρια των δυνάμεων του Σκότους, το να μπει και να βγει μαζί με τον εξαφανισμένο εν όπλοις αδελφό του μοιάζει αδύνατο, αλλά αυτή η λέξη δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο των Κάι.

Είναι μια δυνατή περιπέτεια, από τις καλύτερες της σειράς και μια από τις πλέον δύσκολες αποστολές με πολλούς κινδύνους που είναι προφανείς αφού ο ήρωάς μας πρέπει να διεισδύσει σε εχθρικό έδαφος καθώς και απρόβλεπτους, μαζί με μερικούς εχθρούς αλλά και φίλους από τα παλιά.

Ο Δολοφόνος Με Το Σημάδι Του Σταυρού

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ένα πτώμα που ανακαλύπτεται σε ένα άδειο σπίτι έξω από το Λος Άντζελες δημιουργεί ένα διπλό πρόβλημα στον Ρόμπερτ Χάντερ, όχι μόνο έχει ένα αποτρόπαιο έγκλημα στα χέρια του αλλά φαίνεται να είναι ένα θύμα ενός μανιακού που ήταν γνωστός ως Ο Δολοφόνος Με Το Σημάδι Του Σταυρού. Μόνο που αυτός ο δολοφόνος είναι νεκρός. Ή μήπως όχι;

Μια καλή αστυνομική ιστορία με δυνατή ιδέα και ανατροπές. Ωστόσο οι υπερβολικά αιματηρές και φρικαλέες σκηνές των εγκλημάτων κάνουν το βιβλίο να χάνει πολύ και να απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό.

Η Δοκιμασία Της Αγάπης - 3 Φινάλε

Author: Νυχτερινή Πένα /

3.

 

Συνέχισαν να συναντιούνται ονειρικά, κάθε νύχτα τους έφερνε πιο κοντά να ανακαλύπτουν πόσα κοινά είχαν, πόσο ταίριαζαν, πόσο θα μπορούσαν να είναι μαζί. Κάθε νύχτα ένιωθαν πιο οικεία και τελικά ο Άγγελος εξομολογήθηκε στην Ελπίδα πως ένιωθε. Εκείνη δεν αρνήθηκε ότι ένιωθε το ίδιο.

-Αύριο το βράδυ είμαι υποχρεωμένη να πάω σε ένα μεγάλο πάρτι σε έναν πολυχώρο λίγο έξω από το σταθμό του τραίνου στην Αυλώνα, θέλεις να έρθεις να με βρεις εκεί; Θα είναι και μια ευκαιρία να απαλλαγώ από αυτήν την υποχρέωση γρήγορα.

-Ναι, θα έρθω, είπε ο Άγγελος πανευτυχής.

 

Δεν ήταν δύσκολο να το κανονίσει να πάει. Το πάρτι ήταν αργά το βράδυ. Δεν είχε πρόβλημα με τη δουλειά. Δούλεψε κανονικά, ακόμα πιο έντονα από το συνηθισμένο μιας και ήταν ένας τρόπος να περάσει η ώρα και να ξεκινήσει για να συναντήσει την Ελπίδα, κάτι για το οποίο ανυπομονούσε.

Πήγε με τα πόδια στο σταθμό Λαρίσης και πήρε το τραίνο για την Αυλώνα. Στάθηκε στην αποβάθρα και περίμενε τον συρμό με το μυαλό του στην Ελπίδα και την συνάντησή του με εκείνη. Μια ημίγυμνη νεαρή πέρασε από μπροστά του λικνίζοντας τους γοφούς της αλλά δεν της έδωσε σημασία. Ένας άνδρας στάθηκε δίπλα του περιμένοντας και αυτός το συρμό.

Ο συρμός κατέφτασε και μπήκαν μέσα. Ο άνδρας φορούσε έναν μακρύ ταξιδιωτικό μανδύα που παρέπεμπε σε άλλες εποχές και στηριζόταν σε ένα μακρύ μπαστούνι ψηλότερο από τον εαυτό του. Ο Άγγελος κάθισε δίπλα στο παράθυρο και ο άνδρας δίπλα του. Απέναντι ήλθε και κάθισε μια γυναίκα. Είχε μακριά μαλλιά και φορούσε ένα επίσημο ταγιέρ. Ο Άγγελος πάλι δεν έδωσε σημασία με το μυαλό του στην Ελπίδα.

Το τραίνο ξεκίνησε. Έξω το σκοτάδι έπεφτε γρήγορα. Ο Άγγελος έκλεισε τα μάτια του. Άραγε αν αποκοιμιόταν τώρα θα συναντούσε την Ελπίδα;

Ένιωσε ένα άγγιγμα στο πόδι του και έκπληκτος κατάλαβε ότι ήταν η γυναίκα απέναντί του. Το πόδι της χάιδευε τη γάμπα του. Την κοίταξε και κείνη χαμογέλασε, πέρασε τη γλώσσα της προκλητικά πάνω από τα χείλη της. Ο Άγγελος τράβηξε το πόδι του. Ξανάκλεισε τα μάτια του και σκέφτηκε την Ελπίδα, η κοπέλα που πήγαινε να συναντήσει ήταν τόσο γλυκιά που αυτό που έκανε η γυναίκα απέναντί του, του φαινόταν εξαιρετικά πρόστυχο. Δεν είχε ακόμα σχέση με την Ελπίδα αλλά το έκρινε λάθος να ενδώσει σε αυτό που του προσέφερε η γυναίκα.

Το άγγιγμα επαναλήφθηκε, πιο τολμηρό, η γυναίκα ανέβασε το πόδι της ψηλότερα στην γάμπα του. Άνοιξε τα μάτια του και βρέθηκε να την κοιτάζει κατάματα, το ταγιέρ της είχε ανοίξει αποκαλύπτοντας από κάτω γυμνό το σώμα της. Ένα τατουάζ φιδιού ανέβαινε από την κοιλιά της προς τα στήθη της.

-Μπορώ να σου προσφέρω ηδονές που δεν έχεις καν φανταστεί.

Το βλέμμα της φαινόταν να τον μαγνητίζει, δεν μπορούσε να τραβήξει το δικό του. Άθελά του ένιωσε ερεθίζεται.

-Έλα… Έλα μαζί μου να δοκιμάσεις κάθε απαγορευμένη ηδονή.

-Ελπίδα… το όνομα της κοπέλας ανέβηκε στα χείλη του σαν φυλαχτό.

-Τι ξέρει αυτή η ρομαντική παρθένα από αυτό που θέλει ο άνδρας; Δεν μπορεί να σε ικανοποιήσει όπως εγώ.

Ο Άγγελος ένιωθε να χάνεται, σαν ένα βαμπίρ να ρουφούσε όχι το αίμα αλλά τη θέλησή του. Τι μπορούσε να κάνει; Πως να ξεφύγει;

Ο συνταξιδιώτης του φαινόταν να μην έχει αντιληφθεί τίποτα ως τότε αλλά εκείνη τη στιγμή γύρισε προς τη γυναίκα. Άπλωσε το ραβδί του στο πόδι της και εκείνη το τράβηξε σαν να την είχε κάψει το άγγιγμά του.

-Άσε τον ήσυχο, ερπετό! πρόσταξε αυστηρά ο άνδρας. Η βούληση είναι ελεύθερη, δεν σου επιτρέπεται να την παραβιάσεις!

Το πρόσωπο της γυναίκας συσπάστηκε σε μια γκριμάτσα βαθύτατου μίσους και για μια στιγμή η εικόνα της αντικαταστάθηκε από ένα φίδι κουλουριασμένο που ετοιμάζεται να χτυπήσει. Την επόμενη στιγμή τα φώτα έσβησαν και όταν άναψαν πάλι, ο άντρας και η γυναίκα είχαν εξαφανιστεί.

Τι είχε συμβεί; Είχε αποκοιμηθεί και τα είχε ονειρευτεί όλα αυτά; Ήταν τόσο αληθινά αλλά πάλι ήταν δυνατόν να μην είναι όνειρο; Οι άνθρωποι δεν εξαφανίζονται εν ριπή οφθαλμού.

Το τραίνο έφτασε στην Αυλώνα και ο Άγγελος αποβιβάστηκε. Ξέχασε το γεγονός στο ταξίδι, ό,τι και αν ήταν, και προχώρησε να βρει την Ελπίδα.

Δεν άργησε να βρει τον χώρο του πάρτι. Ήταν ένας τεράστιος, ημιυπόγειος χώρος που ήταν βυθισμένος σε ένα πολύχρωμο ημίφως ενώ υπήρχαν και τεχνητοί ατμοί που θόλωναν την ατμόσφαιρα. Σε αυτό το περιβάλλον δεν θα μπορούσε να βρει την Ελπίδα, αν δεν είχαν συνεννοηθεί που θα βρίσκονταν. Μέσα στο μισοσκόταδο του πήρε λίγο χρόνο να διασχίσει το πλήθος που χόρευε στον ήχο της έντονης ηλεκτρονικής μουσικής, και να φτάσει εκεί που τον περίμενε η κοπέλα.

Στάθηκε μπροστά της και κοιτάχτηκαν. Ύστερα αγκαλιάστηκαν.

Η μουσική έπαψε και στην ησυχία ακούστηκαν δυνατά χειροκροτήματα. Ο Άγγελος και η Ελπίδα κοίταξαν προς την σκηνή όπου στεκόταν ένας άνδρας και χειροκροτούσε.

-Μπράβο, μπράβο! είπε με αφύσικα δυνατή φωνή. Πάντα έλεγα ότι η αγάπη μου είναι τόσο χρήσιμη! Καταστρέφει πιο καλά από κάθε τι άλλο.

Ο Άγγελος και η Ελπίδα τον κοίταξαν χωρίς να καταλαβαίνουν. Η κακεντρέχεια στη φωνή του και το ύφος του είχαν κάτι το τρομακτικό όμως και η κοπέλα γλίστρησε το χέρι της σε αυτό του αγαπημένου της. Εκείνος την τράβηξε κοντά του.

-Α, ο γενναίος ιππότης! Προστατεύεις την δεσποσύνη που κινδυνεύει; Μόνο που δεν είναι τίποτα τέτοιο. Είναι μια πρεζογκόμενα που δεν αξίζει ούτε να χαλάσεις λεφτά για να την καβαλήσεις.

Ο Άγγελος κοίταξε την Ελπίδα. Εκείνη κούνησε θλιμμένα το κεφάλι.

-Ήμουν χρήστης… πάλεψα πολλά χρόνια για να ξεφύγω. Θα στο έλεγα και αυτό αλλά ήταν τόσο όμορφες οι συναντήσεις μας, δεν ήθελα να τις μαγαρίσω.

Ο Άγγελος την κοίταξε στα μάτια και είδε όλα όσα χρειαζόταν να ξέρει, του έλεγε αλήθεια.

-Δεν με ενδιαφέρει το παρελθόν, ούτε καν το παρόν. Μόνο το μέλλον που μπορούμε να έχουμε… Έλα, Ελπίδα μου, πάμε να φύγουμε.

-Μη βιάζεσαι τόσο! είπε ο άνδρας και η φωνή του ήχησε βροντερή στο χώρο. Μου χρωστάς!

-Τι σου χρωστώ; Ποιος είσαι τέλος πάντων;

Ο άνδρας γέλασε με ένα γέλιο που δεν είχε τίποτα το εύθυμο, ένα γέλιο, φρικαλέα μοχθηρό, καθαρά σατανικό.

-Με λένε Μπέλτεζορ και ήμουν εδώ πριν καν φτιαχτεί ο κόσμος. Ξέρεις γιατί την άφησα να ζήσει; Γιατί την άφησα να απεξαρτηθεί; Γιατί είδα τι θα μπορούσα να σου κάνω. Εγώ σας ένωσα τα όνειρα. Δεν είναι υπέροχο πράγμα η αγάπη; κατέληξε χλευαστικά ο δαίμονας.

-Τι θες από’ μας;

-Δεν μπορείτε να φύγετε και οι δύο. Ένας μόνο, ο άλλος θα πεθάνει.

-Τότε θα φύγει εκείνη, είπε ο Άγγελος.

-Όχι, είπε η Ελπίδα, δεν μου αξίζει! Ήμουν μια ναρκομανής, ένα άθλιο πλάσμα…

Ο Άγγελος την αγκάλιασε και την έσφιξε πάνω του.

-Μου χάρισες κάτι που νόμιζα ότι δεν θα ζήσω ποτέ. Άσε με να σου χαρίσω εγώ κάτι τώρα.

-Όχι, σε παρακαλώ, όχι.

Ο Άγγελος στράφηκε στο δαιμονικό ον που τώρα ήταν τυλιγμένο σε μια σκοτεινή αύρα έντονη ακόμα και στο σκοτάδι αυτού του χώρου.

-Θα πεθάνω για εκείνη. Είμαι στη διάθεσή σου.

-Κάνε το, είπε ο Μπέλτεζορ, πέθανε.

Ένα μαχαίρι εμφανίστηκε στο χέρι του Άγγελου ξαφνιάζοντάς τον τόσο που παραλίγο να το ρίξει κάτω. Ήταν μεγάλο με μια κοφτερή λάμα. Πήρε βαθιά ανάσα και κοίταξε την Ελπίδα.

-Κοίτα με στα μάτια, της είπε.

Η κοπέλα το έκανε με μάτια βουρκωμένα. Ο Άγγελος έστρεψε το μαχαίρι στην κοιλιά του και με μια απότομη κίνηση το βύθισε στη σάρκα του. Ο πόνος ήταν κάτι πολύ χειρότερο από όσο μπορούσε να φανταστεί ποτέ. Με ένα βογγητό έπεσε στα γόνατα και μετά στο δάπεδο. Η Ελπίδα γονάτισε δίπλα του και τον ανασήκωσε απιθώνοντας το κεφάλι του στην ποδιά της.

-Τι γλυκό! χλεύασε ο Μπέλτεζορ. Όσο και να προσπαθείς δεν μπορείς να γλυκάνεις την οδύνη του, πεθαίνει και πεθαίνει με φρικτούς πόνους. Και η ψυχή του είναι δική μου!

Τώρα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της κοπέλας και στάλαζαν στο πρόσωπό του Αγγέλου.

-Μην κλαις, της είπε, όλοι πεθαίνουν. Χαίρομαι που σώζω εσένα. Ο θάνατός μου έχει νόημα έτσι.

-Ελάτε εσείς, οι φοβεροί, οι σκοτεινοί, για μια ψυχή καταδικασμένη αιώνια στην ακοίμητη φλόγα, στον τόπο των βασάνων, κραύγασε πανηγυρικά ο Μπέλτεζορ. Ελάτε να τον πάρετε.

-Πεθαίνει για να με σώσει! ούρλιαξε η Ελπίδα κλαίγοντας ακόμα. Δεν έκανε κακό.

-Είναι αυτόχειρας, δεν υπάρχει σωτηρία για εκείνον.

-Εσύ τον έβαλες!

-Η απόφαση ήταν δική του. Είναι καταδικασμένος τώρα. Δεν είναι υπέροχο πράγμα η αγάπη;

Όσοι βρίσκονταν στον χώρο είχαν μαζευτεί γύρω από τον ετοιμοθάνατο Άγγελο και την Ελπίδα αλλά η κοπέλα έβλεπε ότι κανένας δεν ήταν άνθρωπος, όλοι είχαν πρόσωπα στρεβλά, παραμορφωμένα σε φρικτές εκφράσεις.

-Στα βαθύτερα της κολάσεως εκεί θα βασανιστεί για μια αιωνιότητα γιατί πίστεψε στην αγάπη…

-ΑΡΚΕΤΑ!

Ένας άντρας είχε μπει στο χώρο και προχωρούσε προς τον πεσμένο Άγγελο με κάθε βήμα του να αντηχεί σαν να μην ήταν άνθρωπος αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο και βαρύ. Ο ετοιμοθάνατος τον κοίταξε και τον αναγνώρισε, ο συνταξιδιώτης του στο τραίνο. Εδώ όμως φαινόταν να έχει μια αύρα όπως και ο Μπέλτεζορ, μόνο που εκεί που η αύρα εκείνου ήταν βαθύ σκοτάδι του άνδρα ήταν φωτεινή σαν να προσπαθούσε να κρύψει ένα δυνατό φως μέσα στα ρούχα του.

-Αυτοκτόνησε, δεν έχει γυρισμό, είπε ο Μπέλτεζορ.

-Ακόμα δεν πέθανε, είπε ο άνδρας.

-Θα πεθάνει, αυτό το τραύμα δεν μπορεί να ιαθεί.

-Βρίσκεις;

Ο άνδρας άπλωσε το ραβδί του και άγγιξε το τραύμα του Άγγελου, το μαχαίρι εξαφανίστηκε και το τραύμα έκλεισε χωρίς καν να αφήσει ουλή, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Ακόμα και τα ρούχα του είχαν αποκατασταθεί.

-Ουριήλ! έφτυσε το όνομα ο Μπέλτεζορ.

-Ο Κύριος επιτιμά σε δαίμονα! είπε αυστηρά ο Ουριήλ. Η δοκιμασία τους σταματά εδώ. Θα τους αφήσεις ήσυχους!

-Όχι! Δεν είναι αθώοι…

-Αυτό είναι η φιλανθρωπία του Κυρίου και το έλεός του. Αρκετά βασίλεψε το σκοτάδι εδώ πέρα, είπε ο Ουριήλ, ας λάμψει το φως.

Με τα λόγια αυτά πήρε την αληθινή μορφή του και ένα εκτυφλωτικό φως απλώθηκε κάνοντας τον Μπέλτεζορ να ουρλιάξει με ανήμπορη μανία. Ο Άγγελος και η Ελπίδα έκλεισαν τα μάτια τους.

Όταν άνοιξαν τα μάτια τους ήταν πρωί και βρίσκονταν στο ίδιο σημείο μόνο που ήταν μόνοι, όλα και όλοι είχαν εξαφανιστεί. Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν. Φιλήθηκαν.

 

Αόρατος από εκείνους ο Ουριήλ τους παρακολουθούσε. Τους ευλόγησε και ευχήθηκε το καλύτερο για την, κοινή πια, ζωή τους και ύστερα έφυγε. Ο Μπέλτεζορ είχε πάει κάπου αλλού και έπρεπε να δει τι σχεδίαζε. Η μάχη τους, η μάχη καλού και κακού δεν σταματούσε ποτέ.

 

 

Τέλος

Η Δοκιμασία Της Αγάπης - 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

2.

 

Το κουδούνισμα που ανήγγειλε την έλευση ενός μέηλ διέκοψε τον Άγγελο από τη δουλειά του. Πάτησε το εικονίδιο που αναβόσβηνε και διάβασε το περιεχόμενο ενώ έπαιρνε από το κουτί δίπλα του ένα ακόμα κομμάτι πίτσα πεπερόνι. Άρχισε να το τρώει ενώ ολοκλήρωνε την ανάγνωση.

-Ωραία, μονολόγησε, γίνεται.

Το μέηλ περιλάμβανε τις αλλαγές που ήθελε η εταιρία να κάνει στον κώδικα που έγραφε. Σκούπισε τα χέρια του και επέστρεψε στο πληκτρολόγιο:

toVisit[len++]=0;

Visit [0] =1;

Curr=0;

While (curr<len) {

u=toVisit [curr++];

For (Integer v: edges.get (u)) {

If (! visit [v]) {

ToVisit [len++]=v;

Ήταν ειδικός στην πληροφορική και η δουλειά του ήταν να συνεργάζεται με εταιρείες στην δημιουργία προγραμμάτων. Τώρα βρισκόταν στο μέσον μιας τέτοιας δουλειάς και η εταιρεία με την οποία συνεργαζόταν του είχε στείλει κάποιες επιμέρους παραμέτρους και δεδομένα που ήθελαν να περιέχονται στον κώδικα που έγραφε για το νέο πρόγραμμα.

Σταμάτησε να πληκτρολογεί και κοίταξε την οθόνη επιθεωρώντας τη δουλειά του. Πήρε και το τελευταίο κομμάτι από το κουτί της πίτσας. Αυτό ήταν το βραδινό του. Το τελείωσε και επέστρεψε στη δουλειά του.

Ολοκλήρωσε τις αλλαγές που είχε ζητήσει η εταιρία και τις αποθήκευσε ενώ έστελνε και σε εκείνους τα δεδομένα.

Τεντώθηκε.

Ήταν ώρα για ύπνο. Κοίταξε το ρολόι του, δεν ήταν αργά αλλά είχε δουλέψει αρκετά απόψε και είχε κουραστεί. Έκλεισε τον υπολογιστή και σηκώθηκε, δεν πήγε μακριά, το κρεβάτι του ήταν παραδίπλα από το μεγάλο γραφείο στο οποίο δούλευε.

Ξάπλωσε και σκεπάστηκε. Δεν άργησε να αποκοιμηθεί.

 

Περπατούσε σε μια παραλία. Ήταν βραδάκι ο ήλιος είχε μόλις δύσει και τα σύννεφα που γέμιζαν τον ουρανό σε εκείνη την πλευρά είχαν πάρει μενεξελί αποχρώσεις. Στο γλυκό φως του σούρουπου εκείνος περπατούσε στην γραμμή που το κύμα της θάλασσα ερχόταν να σβήσει στην υγρή άμμο.

Ήταν μια όμορφη βραδιά και ο ίδιος ένιωθε χαλαρός και γαλήνιος. Από μακριά φάνηκε να πλησιάζει μια κοπέλα. Ήταν ντυμένη στα λευκά, μια μπλούζα και ένα φαρδύ παντελόνι ανασηκωμένο στα μπατζάκια για να μη βραχεί από τη θάλασσα που ερχόταν να τυλίξει τα γυμνά πόδια της.

Καθώς πλησίαζε, είδε ότι ήταν μια όμορφη κοπέλα με καθαρό πρόσωπο και λαμπερά καστανά μάτια. Χαμογέλασε και τον καλησπέρισε όταν έφτασε κοντά.

-Καλησπέρα, είπε ο Άγγελος. Ωραία βραδιά.

-Ναι, είπε η κοπέλα, η πιο όμορφη που έχω δει εδώ και καιρό.

-Με λένε Άγγελο.

-Ελπίδα, χάρηκα πολύ.

Συνέχισε να περπατάει αλλά του χάρισε ένα χαμόγελο.

-Θα τα ξαναπούμε.

 

Ξύπνησε και βρέθηκε να κοιτάει το ταβάνι. Δεν του άρεσε που ήταν μονότονα λευκό και το είχε διακοσμήσει με ένα πανόραμα του γαλαξία. Του άρεσε να αποκοιμιέται βλέποντας έστω και με αυτόν τον τρόπο τα αστέρια. Τώρα κοιτώντας τα σκέφτηκε ότι ήταν κρίμα που ήταν όνειρο.

-Φυσικά, είπε μια φωνή μέσα του, αλλιώς θα γυρνούσε να σε κοιτάξει;

-Σωστά, μονολόγησε, αλλά ήταν τόσο ζωντανό όνειρο.

Δεν ήταν άσχημος, ήταν απλά συνηθισμένος. Ένας νέος άνδρας με ένα μάλλον αδιάφορο παρουσιαστικό που δεν πρόσεχαν οι γυναίκες όταν έβγαινε έξω. Πράγμα που δεν συνέβαινε και τόσο συχνά.

Κοιμήθηκε πάλι. Χωρίς όνειρα αυτή τη φορά.

 

Το επόμενο πρωί ξύπνησε με μια αδιόρατη θλίψη να τον διακατέχει. Ήταν κρίμα που ήταν όνειρο αυτή η συνάντηση, και τι δεν θα έδινε να είχε συμβεί στην πραγματικότητα.

-Τέλος πάντων, μονολόγησε, ώρα για δουλειά.

Πέρασε την ημέρα του με τον κώδικα της Noviteck αλλά συχνά πυκνά το μυαλό του επέστρεφε στην όμορφη κοπέλα του ονείρου του.

-Μεγάλε, μονολόγησε, στον ύπνο σου είσαι το ίδιο γκαντέμης με τις γυναίκες όσο είσαι και στην πραγματική ζωή.

Ολοκλήρωσε την δουλειά της ημέρας και πέρασε λίγη ώρα παίζοντας ένα από τα αγαπημένα του RPGs. Σταμάτησε και κοίταξε την πιο κοντινή ακόλουθο του χαρακτήρα του, την Τάρα. Ήταν μια θεραπεύτρια ξωτικό. Πολύ ευαίσθητη και συναισθηματική. Θα ήθελε να γνωρίσει μια τέτοια κοπέλα.

-Ναι, καλά, μονολόγησε. Στα όνειρά σου…

Ετοιμάστηκε για ύπνο με βαριά διάθεση.

 

Βρέθηκε να περπατάει στην ίδια παραλία. Ο καιρός ήταν λίγο πιο χειμωνιάτικος, είχε πιο δυνατό αέρα και συννεφιά. Αλλά από μακριά είδε να πλησιάζει η ίδια κοπέλα. Ακόμα και κοιμισμένος σκέφτηκε ότι το υποσυνείδητό του είχε συνέπεια αν μη τι άλλο. Την πλησίασε και το βλέμμα του βρήκε το δικό της. Εκείνη του χαμογέλασε.

-Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.

-Και εγώ, παρότι δεν περίμενα ότι θα σε ξαναδώ.

-Γιατί όχι;

-Τα όνειρα δεν γίνονται κατά παραγγελία.

-Δεν γίνονται αλλά μερικές φορές μας φέρνουν αυτό που επιθυμούμε. Με λένε Ελπίδα.

-Είμαι ο Άγγελος.

-Θέλεις να περπατήσουμε μαζί;

-Βεβαίως.

Άρχισαν να βαδίζουν κατά μήκος της ακτής όπως πήγαινε ο Άγγελος.

-Ωραίο μέρος, είπε ο νεαρός. Αναρωτιέμαι που να είναι, όχι κάπου που έχω πάει.

-Μπορεί να είναι οπουδήποτε, ή και να μην είναι πουθενά. Στο κάτω κάτω της γραφής είναι ένα όνειρο. Μπορεί αυτό το μέρος να μην υπάρχει.

-Σωστό και αυτό.

-Έχει σημασία;

Ο Άγγελος το σκέφθηκε.

-Όχι, δεν έχει. Μίλησέ μου για σένα, Ελπίδα.

-Είμαι είκοσι δύο ετών και μου αρέσει πολύ ο χορός. Εσύ;

-Είμαι επίσης είκοσι δύο, από χορό δεν σκαμπάζω πολλά πολλά αλλά ασχολούμαι με το gaming και με τα μοντέλα. Εργάζομαι ως προγραμματιστής.

-Θα χρειάζεσαι μεγάλη υπομονή για να κάνεις αυτό το πράγμα και να φτιάχνεις μοντέλα.

-Θέλει λεπτούς χειρισμούς αλλά δεν με πειράζει οπότε δεν θέλει υπομονή γι’ αυτό. Εκτός και αν εννοείς τη δουλειά που χρειάζεται ως που να ολοκληρωθεί ένα μοντέλο.

-Και τα δυο φαντάζομαι, είπε η Ελπίδα. Και στον χορό θες υπομονή ως που να μάθεις αλλά με απελευθερώνει τόσο πολύ που το αξίζει. Υποθέτω ότι κάπως έτσι δουλεύει για σένα με το μοντελισμό.

-Δεν έχεις άδικο.

Συνέχισαν να συζητούν περπατώντας στο σημείο που ερχόταν να σβήσει το κύμα στην άμμο.

 

Ο Άγγελος ξύπνησε νιώθοντας ξεκούραστος και γαλήνιος. Ανασηκώθηκε κοιτάζοντας το ρολόι του. Είχε κοιμηθεί οκτώ ώρες και μάλιστα συνεχόμενες, αυτό και αν ήταν ασυνήθιστο. Και όλες αυτές είχε παρέα!

-Σύνελθε, μονολόγησε. Τα όνειρα διαρκούν δευτερόλεπτα άσχετο με το πόσο φαίνονται ότι διαρκούν.

Η μέρα πέρασε γρήγορα. Σαν το όνειρο να του είχε εμφυσήσει νέα ζωή δούλεψε με κέφι σταματώντας για φαγητό μόνο. Το βράδυ τελειώνοντας με την δουλειά έφαγε στα γρήγορα και πήγε για ύπνο.

 

Βρέθηκε στην ίδια παραλία. Η κοπέλα ήταν ήδη εδώ, καθισμένη σε ένα βραχάκι αγνάντευε την θάλασσα. την πλησίασε και εκείνη γύρισε και τον κοίταξε με ένα γλυκό χαμόγελο να χαράσσεται στα χείλη της.

-Εντάξει έχει σίγουρα συνέπεια το υποσυνείδητό μου, μονολόγησε ο Άγγελος και πλησίασε προς το μέρος της.

Η Ελπίδα τον χαιρέτησε και ο Άγγελος της το ανταπέδωσε και κάθισε δίπλα της.

-Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, είπε η κοπέλα.

-Και εγώ, είπε ο Άγγελος με ειλικρίνεια. Αν και δεν το περίμενα.

-Επειδή είναι ένα όνειρο;

-Ναι, έχεις δει πολλές φορές συνεχόμενο όνειρο; Ή ακόμα και τα ίδια πρόσωπα;

-Όχι, δεν θα το έλεγα αλλά είμαι χαρούμενη που συμβαίνει με σένα. Συνήθως ονειρεύομαι ανθρώπους από την καθημερινότητά μου και είναι ό,τι χειρότερο, δεν φαντάζεσαι! Μιλάμε για την βαρεμάρα προσωποποιημένη.

Ο Άγγελος την κοίταξε έκπληκτος. Αυτό πάλι δεν θα έπρεπε να συμβαίνει ακόμα και αν το όνειρο ήταν δικό του. Ήταν πολλά που ταίριαζαν τόσο καλά αλλά δεν ήταν…

-Τι; έκανε η κοπέλα. Έχεις πιο ενδιαφέρον περίγυρο;

-Βασικά δεν έχω καθόλου αλλά δεν περίμενα να είναι έτσι με εσένα που είσαι στο όνειρό μου.

Η κοπέλα γέλασε.

-Και εσύ στο δικό μου. Σε τι αλλάζει αυτό;

-Στο δικό σου; Τι θες να πεις;

-Τι να θέλω να πω; Όπως βλέπεις εσύ όνειρα, αλλόκοτα ή μη, βλέπω και εγώ. Γιατί σε ξαφνιάζει;

Ο Άγγελος την κοίταξε εξεταστικά.

-Ε… δεν… Μια κοπέλα στο όνειρο να είναι τόσο αληθινή ώστε να βλέπει και όνειρα…

-Τι εννοείς μια κοπέλα να βλέπει όνειρα; Πως αλλιώς θα βρισκόμουν εδώ;

Ο Άγγελος κοίταξε την κοπέλα σκεφτικός αλλά πριν προλάβει να πει κάτι εκείνη τον πρόλαβε:

-Ω κατάλαβα! Νομίζεις ότι είμαι πλάσμα του ονείρου σου!

-Ε ναι… Δεν είσαι;

-Όχι!

-Αλήθεια;

-Ναι, είμαι μια γυναίκα με σάρκα και οστά.

-Απίστευτο, έκανε ο Άγγελος.

-Σε αυτό συμφωνώ. Δεν ξέρω πως συμβαίνει και συναντιόμαστε στα όνειρά μας αλλά είναι απίστευτο. Και καταπληκτικό…

-Μου αρέσει πολύ.

-Και μένα. Είσαι υπέροχη παρέα και εξαιρετικός άνθρωπος.

 

Άρχισαν να συναντιούνται κάθε νύχτα στον ύπνο τους, να περνάνε ώρες μαζί συζητώντας, μαθαίνοντας ο ένας για τον άλλο. Μιλούσαν για τις δουλειές τους αλλά και σχέδια για το μέλλον, για τα όνειρα και τις ελπίδες τους, μάθαιναν ο ένας τον άλλον.

Ο Άγγελος συνέχισε τη ζωή που ζούσε ως τότε, το ίδιο μοναχική και αποκομμένη από τον κόσμο με το μυαλό του στη νύχτα και τις ονειρικές του συναντήσεις.

Μετά από αρκετές τέτοιες συναντήσεις, ο Άγγελος ρώτησε την Ελπίδα:

-Θα μπορούσα να σε συναντήσω από κοντά;

 

Και ο Μπέλτεζορ κραύγασε θριαμβευτικά.