-Θα πίνεις το αφέψημα
αυτό για μια βδομάδα και θα γίνεις περδίκι, θα φωνάζεις ακόμα πιο δυνατά από
πριν. Αλλά θα το πίνεις όλο, ε; Ζεστό ζεστό.
Το σγουρόμαλλο αγοράκι
έγνεψε καταφατικά και χαμογέλασε στην όμορφη κοπέλα που του μιλούσε. Εκείνη του
ανταπέδωσε το χαμόγελο και μετά στράφηκε στην μητέρα του.
-Δεν μπορεί να μιλήσει
γιατί ο λαιμός του έχει ερεθιστεί από την αρρώστια. Το αφέψημα θα τον μαλακώσει
και θα είναι εντάξει σε λίγες μέρες. Έπεσε και ο πυρετός.
-Σ’ ευχαριστώ, είπε η
γυναίκα, σ’ ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Πως να σου το ξεπληρώσω αυτό
το καλό;
-Δεν χρειάζεται, αφού
μπορούσα να βοηθήσω γιατί να μην το κάνω; Να πάτε στο καλό.
Η γυναίκα με το αγοράκι
της βγήκαν και η κοπέλα έμεινε μόνη της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασε.
Είχε τελειώσει για απόψε. Το όνομά της ήταν Μαριέττα Κόμπτον, ζούσε στο μικρό
αυτό χωριό της Αγγλίας από τον καιρό που είχε γεννηθεί. Ο πατέρας της ήταν
γιατρός και η μητέρα της ήξερε πολλά από βότανα. Και οι δύο, πεθαμένοι από
χρόνια, της είχαν μάθει όσα ήξεραν και εκείνοι τα είχε βάλει στην υπηρεσία των
συγχωριανών της.
Δεν ζητούσε αμοιβή ποτέ,
κάποιοι της έδιναν χρήματα, κάποιοι της έφερναν φαγητό ή κάτι άλλο σαν δώρο
ευχαριστώντας την για το καλό που τους έκανε. Στον μικρό κήπο γύρω από το σπίτι
της, μαζί με τα βότανα καλλιεργούσε και κάποια ζαρζαβατικά, και με όσα της
έδιναν οι συχωριανοί της κάλυπτε τις ανάγκες της, που δεν ήταν και πολλές.
Όσο όμορφη ήταν εσωτερικά
ήταν και εξωτερικά. Είχε ένα γλυκό ευγενικό πρόσωπο με εκφραστικά μαύρα μάτια
που πλαισιωνόταν από μαύρα μακριά μαλλιά. Το σώμα της ήταν δεμένο και σφριγηλό
από τις δουλειές που έκανε κάθε μέρα και το δέρμα της καθαρό από σημάδια και
ουλές.
Έλκυε την προσοχή των
ανδρών αλλά ακόμα δεν είχε υπάρξει μια πρόταση γάμου, αυτό δεν την πείραζε. Δεν
είχε ακόμα γνωρίσει εκείνον που θα ήθελε να γίνει σύζυγός της.
Τις σκέψεις της διέκοψε
ένα χτύπημα στην πόρτα. Φαίνεται ότι κάποιος ακόμα χρειαζόταν την βοήθειά της.
Πήγε να ανοίξει και μόλις είδες τον άνδρα στην πόρτα έκανε πίσω και υποκλίθηκε.
-Άρχοντα Ουέστον, είπε,
σε τι οφείλω την τιμή;
Ένας ψηλός και σωματώδης
άνδρας μπήκε στο σπίτι. Ακόμα και αν η ποιότητα των ρούχων του δεν μαρτυρούσε
την ταυτότητά του, το έκανε το οικόσημο στο στέρνο, ήταν δούκας της περιοχής.
Στάθηκε και έριξε μια ματιά, όλο και όλο ένα δωμάτιο το σπίτι ήταν και μπορούσε
να το δει όλο από εκεί που στεκόταν.
Απέναντί του ήταν μια
εστία όπου έκαιγε μια μικρή φωτιά για θέρμανση αλλά και μαγείρεμα. Από τη μια
πλευρά ένα τραπέζι και ένας πάγκος με διάφορα αντικείμενα που χρειαζόταν η
Μαριέττα στο λειτούργημά της όπως ένα γουδί αλλά και δοχεία για τα υλικά που χρησιμοποιούσε.
Από την άλλη ήταν ένα κρεβάτι και ένα μπαούλο για τα ρούχα. Από τα δοκάρια της
οροφής κρέμονταν βότανα πιασμένα σε μικρά ματσάκια.
-Χρειάζομαι τη βοήθειά
σου.
-Πέρι τίνος πρόκειται,
άρχοντά μου.
-Λέγε με Τζάσπερ. Έχω μια
κάψα… μια πύρωση…
-Που; Μια αλοιφή ίσως να
έκανε τη δουλειά που πρέπει.
-Δεν θέλω μια αλοιφή,
είπε πνιχτά ο Ουέστον ενώ την πλησίαζε και την άρπαζε στα χέρια του κρατώντας
την από τους ώμους. Θέλω το κορμί σου. Μόνο αυτό θα σβήσει τη φωτιά στα λαγόνια
μου.
-Άρχοντά μου!
Ο Ουέστον προσπάθησε να
την φιλήσει αλλά η κοπέλα κατάφερε να αποσπαστεί από την αγκαλιά του και να
κάνει πίσω.
-Έχετε γυναίκα και
παιδιά. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, είμαι εξάλλου παρθένα και έτσι θέλω να μείνω
ως…
-Θα γίνεις δική μου τώρα
ή θα πεθάνεις! την διέκοψε ο Ουέστον.
Κατάφερε να την
ξαναπιάσει στα χέρια του, δεν υπήρχε και πολύς χώρος για να διαφύγει η
Μαριέττα. Ο Ουέστον της έσκισε το φόρεμα και μούγκρισε με ικανοποίηση.
Απελπισμένη η κοπέλα άρπαξε ένα ματσάκι βότανα και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Για
κακή του τύχη είχαν αγκάθια που τον σημάδεψαν σε πολλά σημεία κάνοντάς τον να
ουρλιάξει και αφήνοντας σημάδια σαν να τον είχε χτυπήσει μαστίγιο.
-Φρουροί! φώναξε ο
Ουέστον.
Τρεις άνδρες μπήκαν στο
σπίτι έχοντας ήδη ξεθηκαρώσει τα σπαθιά τους.
-Αυτή η γυναίκα είναι
μάγισσα, προσπάθησε να με μαγέψει για να προβούμε σε ανόσια συνουσία εκτός
γάμου! Συλλάβετέ την!
Οι στρατιώτες έπιασαν την
Μαριέττα από τα μπράτσα.
-Θα καείς στην πυρά, είπε
ο Ουέστον, και θα είμαι εκεί να το ευχαριστηθώ.
Η κοπέλα τον κοίταξε
απελπισμένη. Δεν ήθελε να υποκύψει στις ορέξεις του αλλά φοβόταν τόσο πολύ να
πεθάνει.
«Θεέ μου,» σκέφτηκε,
«βοήθησέ με σε παρακαλώ. Ας με βοηθήσει κάποιος.»
Ο σερ Γουίλλιαμ Κάλεντον
ξύπνησε με ένα τίναγμα. Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω του. Δεν υπήρχε κάποιος
εμφανής λόγος για το ξύπνημα αυτό. Για όσο μπορούσε να δει γύρω του δεν υπήρχε
τίποτα, ούτε άνθρωπος ούτε ζώο. Μόνο η σπαρμένη γη. Από την άλλη πλευρά της
φωτιάς καθισμένος στα στρωσίδια του για τον ύπνο, καθόταν ο στενός φίλος και συνταξιδιώτης,
ο αδελφός Λάιαμ. Εκείνος ήταν αφοσιωμένος να διαβάζει το Μεσονυχτικό αλλά η
φωνή του ίσα που ακουγόταν πάνω από το τρίξιμο της φωτιάς:
«Ήρα τους οφθαλμούς μου
εις τα όρη όθεν ήξει η βοήθειά μου. Η βοήθειά μου παρά Κυρίου του ουρανού και
της γης…»
Όχι δεν ήταν αυτό που τον
είχε ξυπνήσει. Εξάλλου ο Λάιαμ διάβαζε την ακολουθία κάθε βράδυ όπως θα έκανε
και αν ήταν στο μοναστήρι του. Πρέπει να ήταν το όνειρο. Θα το συζητούσε μαζί
του μόλις τελείωνε την ακολουθία.
Κοίταξε τον έναστρο
ουρανό, του άρεσε να κοιμάται στην ύπαιθρο. Το θέαμα τον γέμιζε πάντα με δέος
και δεν χόρταινε να το κοιτάζει.
-Γιατί δεν κοιμάσαι;
Ο Λάιαμ είχε τελειώσει το
Μεσονυχτικό και είχε παρατηρήσει ότι ο φίλος του ήταν ξύπνιος.
-Είδα πάλι το όνειρο.
-Την κοπέλα που καίγεται
στην πυρά;
-Ναι, γιατί
επαναλαμβάνεται, Λάιαμ;
-Δεν ξέρω, Γουίλλιαμ.
Ξέρεις τι λένε για τα όνειρα, να μην τα πιστεύουμε. Ναι, τα όνειρα μπορεί να
είναι εκ Θεού, έτσι ώθησε ο Θεός τον απόστολο Παύλο να μεταβεί στην Μακεδονία
και να κηρύξει εκεί, έτσι ειδοποίησε τον Ιωσήφ να φύγει στην Αίγυπτο και πολλά
άλλα παραδείγματα. Αλλά μπορούν να είναι και εκ του πονηρού για να μας
παραπλανήσουν. Γι’ αυτό λέμε ότι δεν πρέπει να τους δίνουμε σημασία, ο Θεός
θέλει να μας οδηγήσει σε κάτι συγκεκριμένο θα το κάνει.
Ο Γουίλλιαμ ξάπλωσε και ο
Λάιαμ τον μιμήθηκε.
-Καλό ξημέρωμα, είπε ο
μοναχός.
-Γδύσου, μάγισσα!
Η Μαριέττα είχε περάσει
τη νύχτα της πεσμένη στο βρώμικο άχυρο στο πάτωμα ενός κελιού. Δεν είχε
κοιμηθεί καθόλου. Τις πρώτες ώρες έκλαιγε, μετά είχε αποκάμει και περίμενε σιωπηλή
το μοιραίο. Τώρα με τους στρατιώτες να μπαίνουν στο κελί της είχε σηκωθεί
όρθια. Η προσταγή τους όμως την είχε κάνει να παγώσει, θα υπέμενε και μια
τέτοια μοίρα πριν από το φρικτό της θάνατο; Θα την βίαζαν;
Σαν να μάντεψε τις
σκέψεις της, ο επικεφαλής της ομάδας είπε:
-Δεν θέλουμε να σε
βατέψουμε, δεν θα βάζαμε τον εαυτό μας σε κίνδυνο όσο και ποθητό να είναι το
κορμί σου. Αλλά πρέπει να βάλεις το πρέπον φόρεμα για την περίσταση!
Οι άλλοι στρατιώτες
γέλασαν και ένας της πέταξε έναν λευκό μανδύα με βαριά μυρουδιά. Ήξερε τι ήταν,
ο μανδύας ήταν εμποτισμένος με θείο για να επιταχύνει την καύση της στην πυρά.
Έβγαλε το φόρεμά της με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της και φόρεσε το
μανδύα.
-Προχώρα τώρα, είπε ο
επικεφαλής. Στην πλατεία σου έχουν θερμή υποδοχή!
«Θεέ μου, σε παρακαλώ.
Δεν έκανα τίποτα για να το αξίζω αυτό. Αλλά επαφίομαι σε Σένα. Ας είναι
γρήγορος ο θάνατός μου. Φοβάμαι τόσο πολύ.»
Τα γόνατά της λύγισαν και
η κοπέλα έπεσε στις πλάκες του διαδρόμου έξω από το κελί της. Δυο στρατιώτες
της έπιασαν και την σήκωσαν. Συνέχισαν τη διαδρομή σέρνοντάς την σχεδόν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου