Έγκλημα Στο Αγρόκτημα

Author: Νυχτερινή Πένα /

Στον απόηχο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, η Μέηπλ μια χήρα που έχασε τον άνδρα της στην Ευρώπη και παλεύει με τις οικονομικές δυσκολίες. Είναι ικανή στην κατασκευή κουκλόσπιτων και έχει μια μνήμη ικανή να κρατάει και τις πιο μικρές λεπτομέρειες οπότε ξεκινάει να φτιάχνει τέτοια μικρά σπιτάκια. Το ξεκίνημα είναι καλό αλλά την φέρνει και σε επαφή με έναν φόνο στον οποίο εκείνη βρίσκει το πτώμα… και αποφασίζει να τον εξιχνιάσει.

Ένα αστυνομικό σε μια εποχή που ακόμα η διαλεύκανση ενός εγκλήματος ήταν κυρίως έργο της αναλυτικής σκέψης μιας και δεν υπήρχαν και πολλά τεχνολογικά βοηθήματα. Μια καλή αστυνομική ιστορία με αυθεντική αναπαράσταση της εποχής. Στα αρνητικά ο αργός ρυθμός του βιβλίου.

 

Μια Αθώα Στην Πυρά 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

-Θα σταματήσουμε στο χωριό; ρώτησε ο Λάιαμ.

Οι δύο ταξιδιώτες είχαν σηκωθεί με το πρώτο φως της αυγής. Είχαν φάει ένα γρήγορο πρωινό και είχαν ξεκινήσει και πάλι. Τώρα έβλεπαν το χωριό που απλωνόταν μπροστά τους και λίγο πιο πέρα το κάστρο του τοπικού άρχοντα.

-Όχι, δεν υπάρχει λόγος, είπε ο Γουίλλιαμ. Θα περάσουμε και θα συνεχίσουμε.

Δεν είχαν προχωρήσει πολύ όταν ο Γουίλλιαμ είπε:

-Τελικά θα σταματήσουμε. Ο σερ Ρούπερτ έχασε ένα πέταλο, δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι. Πρέπει να τον πάμε στον σιδερά.

Φτάνοντας στο χωριό δεν ήταν δύσκολο να βρουν έναν σιδερά για να πεταλώσει το άλογο. Το μαγαζί του ήταν στην γωνία που σχημάτιζε ο κεντρικός δρόμος με έναν παράδρομο.

-Φτιάξε το πέταλο, είπε ο Γουίλλιαμ, και δες και τα άλλα για παν ενδεχόμενο.

-Έγινε, είπε ο σιδεράς, αλλά θα πάρει κάμποσο.

-Δεν υπάρχει βιάση, είπε ο Γουίλλιαμ.

-Έχετε καμία γιορτή; ρώτησε ο Λάιαμ κοιτώντας έξω. Που πάνε όλοι βιαστικοί;

-Να δουν το θέαμα, μη χάσουν.

-Θέαμα;

-Θα κάψουν μια άτυχη σαν μάγισσα. Δεν λέω, το κορίτσι είναι λίγο απόμακρο και σιωπηλό αλλά δεν έκανε κακό ποτέ και είναι πολλοί που θα είχαν πεθάνει χωρίς τη φροντίδα της. Εγώ θα είχα χάσει το χέρι μου όταν το έσκισα με εκείνη την αναθεματισμένη τη λεπίδα αν δεν μου το είχε περιποιηθεί εκείνη.

Ο σιδεράς έριξε μερικά χτυπήματα με το σφυρί στο πέταλο και μετά είπε:

-Θα μείνετε εδώ να περιμένετε; Δεν πάτε μέχρι το καπηλειό; Θα στείλω έναν από τους παραγιούς να σας φωνάξει όταν είναι όλα έτοιμα.

-Εντάξει να μην είμαστε μέσα στα πόδια σου, είπε ο Γουίλλιαμ. Πάμε, Λάιαμ.

 

Η μεταφορά από το κάστρο στην πλατεία που θα γινόταν η εκτέλεση έγινε με ένα κάρο. Η Μαριέττα ήταν ευγνώμων γι’ αυτό, αφενός δεν είχε τη δύναμη να περπατήσει αυτήν την απόσταση, αφετέρου δεν μπορούσαν να την προπηλακίσουν οι διερχόμενοι. Από τη δεύτερη δοκιμασία δεν απαλλάχτηκε ωστόσο. Μόλις το κάρο σταμάτησε στην πλατεία και την κατέβασαν άρχισε να δέχεται χτυπήματα και βρισιές από πολλούς.

Την ανέβασαν στην πυρά και την έδεσαν στο στύλο που ήταν στερεωμένος στο κέντρο.

-Αυτή είναι η πόρνη που μας προειδοποιεί η γραφή. Η Βαβυλώνα, η πόρνη η μεγάλη που κερνάει από το ποτήριό της…

Η Μαριέττα έκλεισε τα μάτια. Ας ερχόταν το τέλος γρήγορα. Ας μην υπέφερε πολύ. Ανάμεσα σε όσους την χλεύαζαν ήταν και άνθρωποι που είχε βοηθήσει, τόσο εύκολα το ξεχνούσαν και έπαιρναν το μέρος των κατηγόρων της;

Ο Ουέστον δεν είχε έρθει ακόμα, το έκανε επίτηδες για να αφήσει να την βασανίσουν και να την εξευτελίσουν όπως αυτός ο αυτόκλητος ρήτορας.

-Μην χρησιμοποιείς αυτά τα χωρία, είπε μια ήσυχη φωνή, γιατί ανήκουν στην Αποκάλυψη και το νόημά τους δεν είναι γνωστό όπως σε κάθε προφητεία πριν αυτή πραγματοποιηθεί.

Ο ρήτορας δεν φάνηκε να πτοείται αλλά άλλαξε μοτίβο.

-Ανάμεσα στα πόδια της έχει σκορπιό με θανατερό κεντρί, είπε και η Μαριέττα ένιωσε τα μάγουλά της να βάφονται κόκκινα από ντροπή παρά τη θέση στην οποία βρισκόταν.

-Είμαι σίγουρος ότι αυτό το μένος πηγάζει ακριβώς επειδή εσύ δεν μπόρεσες να βρεθείς εκεί, ανάμεσα στα πόδια της.

Γέλια ακούστηκαν, αυτή τη φορά στόχος της χλεύης ήταν ο ρήτορας που είπε απότομα:

-Εσύ βρέθηκες φαντάζομαι, γι’ αυτό την υπερασπίζεσαι. Μήπως να πάρεις θέση δίπλα της στην πυρά;

-Άπλωσε χέρι πάνω μου και θα στο κόψω από την ρίζα!

Νεκρική σιωπή απλώθηκε και η Μαριέττα άνοιξε τα μάτια της ξαφνιασμένη. Μπροστά στην πυρά στεκόταν ένας νέος άνδρας, στα πόδια του ήταν ριγμένος ένας ταξιδιωτικός μανδύας. Τον είχε βγάλει και αυτό ήταν που είχε κάνει τους πάντες να σωπάσουν, γιατί στο χιτώνιό του είχε κεντημένο ένα έμβλημα, άρα ήταν ευγενής και ακόμα περισσότερο στον ώμο έφερε έναν κόκκινο σταυρό το αδιάψευστό διακριτικό ενός σταυροφόρου. Δεν ήταν μόνο άνθρωπος με κύρος ήταν επίσης ένας επικίνδυνος αντίπαλος αν δοκίμαζαν να του επιτεθούν.

-Και τώρα που έχω την προσοχή σας, είπε ο άνδρας ποια είναι η κατηγορία εναντίον αυτής της γυναίκας;

-Είναι μάγισσα.

-Και ποιος το βεβαιώνει αυτό;

-Εγώ!

Ο Ουέστον είχε μόλις καταφτάσει και δεν θα άφηνε κανέναν να αμφισβητήσει την εξουσία του. Η Μαριέττα ένιωσε τις ελπίδες της να σβήνουν.

 

Φτάνοντας στην πλατεία ο Γουίλλιαμ αναγνώρισε αμέσως την Μαριέττα, ήταν η κοπέλα στο όνειρό του. Η συμπεριφορά της τον έπειθε για την αθωότητά της και ο Λάιαμ συμφωνούσε. Εξάλλου οι δύο τους είχαν δει το πρόσωπο του Κακού σε παραπάνω από μια περιπτώσεις και πως ήταν οι άνθρωποι που το υπηρετούσαν. Έτσι είχαν σταματήσει την διαπόμπευσή της και τώρα βρίσκονταν απέναντι στον πολύ βλοσυρό Ουέστον.

-Εγώ τη δίκασα και την καταδίκασα, εσείς ποιοι είστε για να επεμβαίνετε έτσι;

-Είμαι ο σερ Γουίλλιαμ Κάλεντον, ιππότης του στέμματος, προασπιστής του Παναγίου Τάφου.

-Αν είναι δίκη μάγισσας, είπε ο Λάιαμ, δεν είσαι αρμόδιος να την δικάσεις. Πρέπει να δικαστεί από εκκλησιαστικό δικαστήριο.

-Ο επίσκοπος Άνσελμος εκοιμήθη.

-Τότε πρέπει να περιμένετε να ορισθεί ο διάδοχός του.

-Αρκεί η δική μου εξουσία.

-Και μάρτυρες;

-Εγώ και τρεις άνδρες μου.

-Δηλαδή κανένας μάρτυρας, είπε ο Γουίλλιαμ. Είστε λοιπόν τόσο ανόητοι; Καταδικάζετε κάποιον σε θάνατο χωρίς μάρτυρες;

-Είναι μάγισσα! είπε ο Ουέστον. Τέλος!

Ο Λάιαμ ανέβηκε στην πυρά, έβγαλε τον εγκόλπιο σταυρό του και τον έτεινε στην Μαριέττα, η κοπέλα τον φίλησε με σεβασμό.

-Ανόητε, είπε ο Λάιαμ στον Ουέστον, αν ήταν μάγισσα θα τραβιόταν από το σταυρό, αν ήταν δαιμονισμένη θα ούρλιαζε. Δεν είναι τίποτα από τα δύο.

-Και ένας χωριάτης ξέρει από αυτά.

-Κάθε ευσεβής τα καταλαβαίνει αυτά, είπε ο Λάιαμ.

Ήταν σειρά του να αποκαλύψει τι κρυβόταν κάτω από τον μανδύα του. Αποκάλυψε το μοναχικό σχήμα του και μουρμουρητά ακούστηκαν γύρω. Δεν ήταν μόνο γιατί ήταν μοναχός. Ήταν Δομινικανός, ένα μοναστικό τάγμα αφιερωμένο στην καταπολέμηση του κακού και της αιρέσεως.

-Δεν είναι μάγισσα, είπε ο Γουίλλιαμ. Αλλά μπορώ να φανταστώ γιατί είναι στην πυρά από τη φάτσα σου. Δοκίμασες να την κάνεις δική σου, σωστά;

Γύρισε και κοίταξε την Μαριέττα.

-Αυτό δεν έκανε κορίτσι μου;

Η κοπέλα ξέσπασε σε δάκρυα γνέφοντας καταφατικά. Τώρα είχαν αρχίσει οι διαμαρτυρίες και από το πλήθος. Οι άνθρωποι που είχαν βοηθηθεί από αυτήν έπαιρναν το θάρρος να μιλήσουν.

-Αδελφέ Λάιαμ, λύσε την, πρόσταξε ο Γουίλλιαμ.

Ο Λάιαμ έσπευσε να το κάνει και να την κατεβάσει από την πυρά. Το αγοράκι που είχε πάρει το αφέψημα το προηγούμενο βράδυ, έτρεξε και την αγκάλιασε. Εκείνη χάιδεψε τα μαλλιά του.

Ο Γουίλλιαμ στράφηκε στον Ουέστον.

-Πως σε λένε;

-Τζάσπερ Ουέστον, δούκας…

-Δεν με ενδιαφέρει, δεν έχεις τίτλο πλέον. Τζάσπερ Ουέστον, με την εξουσία που μου έχει δώσει η μεγαλειότης του ο βασιλιάς Ερρίκος ο Β’ Πλανταγενέτ σε καθαιρώ από κάθε βαθμό και αξίωμα. Θα παραμείνεις υπό κράτηση μέχρι την απόφασή του για την τύχη σου.

-Πως τολμάς; Θα απευθυνθώ στο βασιλιά.

-Έχεις το θάρρος; Γιατί εγώ το έχω, είπε ο Γουίλλιαμ, πάρτε τον!

 

-Λοιπόν; Αυτό το όνειρο ήταν από τον Θεό.

Ο Γουίλλιαμ και ο Λάιαμ κάθονταν δίπλα στην φωτιά σε έναν αγρό όχι πολύ μακριά από το χωριό που ακόμα γιόρταζε την αθώωση της Μαριέττας και την τιμωρία του άδικου άρχοντά του. Όταν είχε αποκατασταθεί η τάξη εκείνοι είχαν αφήσει το χωριό για να συνεχίσουν το ταξίδι τους με την ευγνωμοσύνη της κοπέλας και τις ευχές του χωριού να τους συντροφεύουν.

-Πράγματι, συμφώνησε ο μοναχός, αλλά θυμάσαι τι σου είπα; Αν ο Θεός θέλει να κάνουμε κάτι θα μας οδηγήσει. Ή νομίζεις ότι ο σερ Ρούπερτ έχασε τυχαία το πέταλό του;

-Τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι τυχαίο, είπε ο Γουίλλιαμ, αυτό το έμαθα πια καλά. Ούτε καν τα όνειρα.

-Και αυτό είναι μια πολύ παρήγορη σκέψη, είπε ο Λάιαμ με ένα χαμόγελο κοιτώντας τον έναστρο ουρανό.

 

 

Τέλος

Μια Αθώα Στην Πυρά 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

-Θα πίνεις το αφέψημα αυτό για μια βδομάδα και θα γίνεις περδίκι, θα φωνάζεις ακόμα πιο δυνατά από πριν. Αλλά θα το πίνεις όλο, ε; Ζεστό ζεστό.

Το σγουρόμαλλο αγοράκι έγνεψε καταφατικά και χαμογέλασε στην όμορφη κοπέλα που του μιλούσε. Εκείνη του ανταπέδωσε το χαμόγελο και μετά στράφηκε στην μητέρα του.

-Δεν μπορεί να μιλήσει γιατί ο λαιμός του έχει ερεθιστεί από την αρρώστια. Το αφέψημα θα τον μαλακώσει και θα είναι εντάξει σε λίγες μέρες. Έπεσε και ο πυρετός.

-Σ’ ευχαριστώ, είπε η γυναίκα, σ’ ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Πως να σου το ξεπληρώσω αυτό το καλό;

-Δεν χρειάζεται, αφού μπορούσα να βοηθήσω γιατί να μην το κάνω; Να πάτε στο καλό.

Η γυναίκα με το αγοράκι της βγήκαν και η κοπέλα έμεινε μόνη της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασε. Είχε τελειώσει για απόψε. Το όνομά της ήταν Μαριέττα Κόμπτον, ζούσε στο μικρό αυτό χωριό της Αγγλίας από τον καιρό που είχε γεννηθεί. Ο πατέρας της ήταν γιατρός και η μητέρα της ήξερε πολλά από βότανα. Και οι δύο, πεθαμένοι από χρόνια, της είχαν μάθει όσα ήξεραν και εκείνοι τα είχε βάλει στην υπηρεσία των συγχωριανών της.

Δεν ζητούσε αμοιβή ποτέ, κάποιοι της έδιναν χρήματα, κάποιοι της έφερναν φαγητό ή κάτι άλλο σαν δώρο ευχαριστώντας την για το καλό που τους έκανε. Στον μικρό κήπο γύρω από το σπίτι της, μαζί με τα βότανα καλλιεργούσε και κάποια ζαρζαβατικά, και με όσα της έδιναν οι συχωριανοί της κάλυπτε τις ανάγκες της, που δεν ήταν και πολλές.

Όσο όμορφη ήταν εσωτερικά ήταν και εξωτερικά. Είχε ένα γλυκό ευγενικό πρόσωπο με εκφραστικά μαύρα μάτια που πλαισιωνόταν από μαύρα μακριά μαλλιά. Το σώμα της ήταν δεμένο και σφριγηλό από τις δουλειές που έκανε κάθε μέρα και το δέρμα της καθαρό από σημάδια και ουλές.

Έλκυε την προσοχή των ανδρών αλλά ακόμα δεν είχε υπάρξει μια πρόταση γάμου, αυτό δεν την πείραζε. Δεν είχε ακόμα γνωρίσει εκείνον που θα ήθελε να γίνει σύζυγός της.

Τις σκέψεις της διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα. Φαίνεται ότι κάποιος ακόμα χρειαζόταν την βοήθειά της. Πήγε να ανοίξει και μόλις είδες τον άνδρα στην πόρτα έκανε πίσω και υποκλίθηκε.

-Άρχοντα Ουέστον, είπε, σε τι οφείλω την τιμή;

Ένας ψηλός και σωματώδης άνδρας μπήκε στο σπίτι. Ακόμα και αν η ποιότητα των ρούχων του δεν μαρτυρούσε την ταυτότητά του, το έκανε το οικόσημο στο στέρνο, ήταν δούκας της περιοχής. Στάθηκε και έριξε μια ματιά, όλο και όλο ένα δωμάτιο το σπίτι ήταν και μπορούσε να το δει όλο από εκεί που στεκόταν.

Απέναντί του ήταν μια εστία όπου έκαιγε μια μικρή φωτιά για θέρμανση αλλά και μαγείρεμα. Από τη μια πλευρά ένα τραπέζι και ένας πάγκος με διάφορα αντικείμενα που χρειαζόταν η Μαριέττα στο λειτούργημά της όπως ένα γουδί αλλά και δοχεία για τα υλικά που χρησιμοποιούσε. Από την άλλη ήταν ένα κρεβάτι και ένα μπαούλο για τα ρούχα. Από τα δοκάρια της οροφής κρέμονταν βότανα πιασμένα σε μικρά ματσάκια.

-Χρειάζομαι τη βοήθειά σου.

-Πέρι τίνος πρόκειται, άρχοντά μου.

-Λέγε με Τζάσπερ. Έχω μια κάψα… μια πύρωση…

-Που; Μια αλοιφή ίσως να έκανε τη δουλειά που πρέπει.

-Δεν θέλω μια αλοιφή, είπε πνιχτά ο Ουέστον ενώ την πλησίαζε και την άρπαζε στα χέρια του κρατώντας την από τους ώμους. Θέλω το κορμί σου. Μόνο αυτό θα σβήσει τη φωτιά στα λαγόνια μου.

-Άρχοντά μου!

Ο Ουέστον προσπάθησε να την φιλήσει αλλά η κοπέλα κατάφερε να αποσπαστεί από την αγκαλιά του και να κάνει πίσω.

-Έχετε γυναίκα και παιδιά. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, είμαι εξάλλου παρθένα και έτσι θέλω να μείνω ως…

-Θα γίνεις δική μου τώρα ή θα πεθάνεις! την διέκοψε ο Ουέστον.

Κατάφερε να την ξαναπιάσει στα χέρια του, δεν υπήρχε και πολύς χώρος για να διαφύγει η Μαριέττα. Ο Ουέστον της έσκισε το φόρεμα και μούγκρισε με ικανοποίηση. Απελπισμένη η κοπέλα άρπαξε ένα ματσάκι βότανα και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Για κακή του τύχη είχαν αγκάθια που τον σημάδεψαν σε πολλά σημεία κάνοντάς τον να ουρλιάξει και αφήνοντας σημάδια σαν να τον είχε χτυπήσει μαστίγιο.

-Φρουροί! φώναξε ο Ουέστον.

Τρεις άνδρες μπήκαν στο σπίτι έχοντας ήδη ξεθηκαρώσει τα σπαθιά τους.

-Αυτή η γυναίκα είναι μάγισσα, προσπάθησε να με μαγέψει για να προβούμε σε ανόσια συνουσία εκτός γάμου! Συλλάβετέ την!

Οι στρατιώτες έπιασαν την Μαριέττα από τα μπράτσα.

-Θα καείς στην πυρά, είπε ο Ουέστον, και θα είμαι εκεί να το ευχαριστηθώ.

Η κοπέλα τον κοίταξε απελπισμένη. Δεν ήθελε να υποκύψει στις ορέξεις του αλλά φοβόταν τόσο πολύ να πεθάνει.

«Θεέ μου,» σκέφτηκε, «βοήθησέ με σε παρακαλώ. Ας με βοηθήσει κάποιος.»

 

Ο σερ Γουίλλιαμ Κάλεντον ξύπνησε με ένα τίναγμα. Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω του. Δεν υπήρχε κάποιος εμφανής λόγος για το ξύπνημα αυτό. Για όσο μπορούσε να δει γύρω του δεν υπήρχε τίποτα, ούτε άνθρωπος ούτε ζώο. Μόνο η σπαρμένη γη. Από την άλλη πλευρά της φωτιάς καθισμένος στα στρωσίδια του για τον ύπνο, καθόταν ο στενός φίλος και συνταξιδιώτης, ο αδελφός Λάιαμ. Εκείνος ήταν αφοσιωμένος να διαβάζει το Μεσονυχτικό αλλά η φωνή του ίσα που ακουγόταν πάνω από το τρίξιμο της φωτιάς:

«Ήρα τους οφθαλμούς μου εις τα όρη όθεν ήξει η βοήθειά μου. Η βοήθειά μου παρά Κυρίου του ουρανού και της γης…»

Όχι δεν ήταν αυτό που τον είχε ξυπνήσει. Εξάλλου ο Λάιαμ διάβαζε την ακολουθία κάθε βράδυ όπως θα έκανε και αν ήταν στο μοναστήρι του. Πρέπει να ήταν το όνειρο. Θα το συζητούσε μαζί του μόλις τελείωνε την ακολουθία.

Κοίταξε τον έναστρο ουρανό, του άρεσε να κοιμάται στην ύπαιθρο. Το θέαμα τον γέμιζε πάντα με δέος και δεν χόρταινε να το κοιτάζει.

-Γιατί δεν κοιμάσαι;

Ο Λάιαμ είχε τελειώσει το Μεσονυχτικό και είχε παρατηρήσει ότι ο φίλος του ήταν ξύπνιος.

-Είδα πάλι το όνειρο.

-Την κοπέλα που καίγεται στην πυρά;

-Ναι, γιατί επαναλαμβάνεται, Λάιαμ;

-Δεν ξέρω, Γουίλλιαμ. Ξέρεις τι λένε για τα όνειρα, να μην τα πιστεύουμε. Ναι, τα όνειρα μπορεί να είναι εκ Θεού, έτσι ώθησε ο Θεός τον απόστολο Παύλο να μεταβεί στην Μακεδονία και να κηρύξει εκεί, έτσι ειδοποίησε τον Ιωσήφ να φύγει στην Αίγυπτο και πολλά άλλα παραδείγματα. Αλλά μπορούν να είναι και εκ του πονηρού για να μας παραπλανήσουν. Γι’ αυτό λέμε ότι δεν πρέπει να τους δίνουμε σημασία, ο Θεός θέλει να μας οδηγήσει σε κάτι συγκεκριμένο θα το κάνει.

Ο Γουίλλιαμ ξάπλωσε και ο Λάιαμ τον μιμήθηκε.

-Καλό ξημέρωμα, είπε ο μοναχός.

 

-Γδύσου, μάγισσα!

Η Μαριέττα είχε περάσει τη νύχτα της πεσμένη στο βρώμικο άχυρο στο πάτωμα ενός κελιού. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Τις πρώτες ώρες έκλαιγε, μετά είχε αποκάμει και περίμενε σιωπηλή το μοιραίο. Τώρα με τους στρατιώτες να μπαίνουν στο κελί της είχε σηκωθεί όρθια. Η προσταγή τους όμως την είχε κάνει να παγώσει, θα υπέμενε και μια τέτοια μοίρα πριν από το φρικτό της θάνατο; Θα την βίαζαν;

Σαν να μάντεψε τις σκέψεις της, ο επικεφαλής της ομάδας είπε:

-Δεν θέλουμε να σε βατέψουμε, δεν θα βάζαμε τον εαυτό μας σε κίνδυνο όσο και ποθητό να είναι το κορμί σου. Αλλά πρέπει να βάλεις το πρέπον φόρεμα για την περίσταση!

Οι άλλοι στρατιώτες γέλασαν και ένας της πέταξε έναν λευκό μανδύα με βαριά μυρουδιά. Ήξερε τι ήταν, ο μανδύας ήταν εμποτισμένος με θείο για να επιταχύνει την καύση της στην πυρά. Έβγαλε το φόρεμά της με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της και φόρεσε το μανδύα.

-Προχώρα τώρα, είπε ο επικεφαλής. Στην πλατεία σου έχουν θερμή υποδοχή!

«Θεέ μου, σε παρακαλώ. Δεν έκανα τίποτα για να το αξίζω αυτό. Αλλά επαφίομαι σε Σένα. Ας είναι γρήγορος ο θάνατός μου. Φοβάμαι τόσο πολύ.»

Τα γόνατά της λύγισαν και η κοπέλα έπεσε στις πλάκες του διαδρόμου έξω από το κελί της. Δυο στρατιώτες της έπιασαν και την σήκωσαν. Συνέχισαν τη διαδρομή σέρνοντάς την σχεδόν.

Γήπεδο Θανάτου

Author: Νυχτερινή Πένα /

Όταν ο δόκτωρ Γουίλομπι σκοτώνεται από κυνηγετικό όπλο, η σερίφης Λου Φέρις πιστεύει ότι μπορεί να είναι και ατύχημα. Όταν λίγες μέρες δολοφονείται και η ερωμένη του δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία ότι πρόκειται για δολοφονία. Αλλά ποιος θέλει να τον σκοτώσει τον γιατρό που όπως φαίνεται δεν είχε έλλειψη από εχθρούς;

Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα χωρίς κάτι το ιδιαίτερο, ιδανικό για ένα ταξίδι για να κρατήσει παρά στους φίλους του είδους που θα προσπαθούν να βρουν το δολοφόνο μαζί με την σερίφη.

Ιστολόγιο του μήνα – Αύγουστος 2025

Author: Νυχτερινή Πένα /

Σήμερα θα γνωρίσουμε ένα συνάδερφο συγγραφέα με τη διαφορά ότι εκείνος δεν λέει όσα θέλει με πεζό αλλά με έμμετρο λόγο, είναι ποιητής και έχει εκδώσει ήδη βιβλία με τις ποιητικές του συλλογές. Ο λόγος για τον Στρατή Παρέλη.

Το ιστολόγιό του είναι ένας ποταμός ποίησης απ’ όπου ορμητικοί ξεχύνονται οι στίχοι. Υπάρχουν ποιήματα πρακτικά αναρίθμητα για κάθε θέμα που θα μπορούσε να εμπνεύσει έναν ποιητή και δεν είναι καθόλου λίγα. Αντίθετα θα μπορούσε να πει κάποιος ότι τίποτα δεν είναι ανάξιο ή λίγο να του δώσει τροφή για σκέψη και έμπνευση.

Τον Στρατή και τα ποιήματά του θα τα βρείτε εδώ: http://stratisparelis.blogspot.gr/