Η Κρύπτη Της Ναβίρα 7

Author: Νυχτερινή Πένα /

Χ

Με το πρώτο φως της ημέρας ετοιμάστηκαν να ξεκινήσουν, δεν θα μετέφεραν άλλα εφόδια ή εξοπλισμό πέρα από τα όπλα τους. Θα έφερναν εις πέρας την αποστολή τους και θα επέστρεφαν, δεν θα διανυκτέρευαν στο Ακροπύργιο.
Ο Βίλνους πέρασε από τη σκηνή των τραυματισμένων ανδρών του να δει πως τα πήγαιναν. Τους συνεχάρη για τη γενναιότητα που είχαν επιδείξει στην νυχτερινή μάχη και τους υποσχέθηκε μερίδιο από την αμοιβή και ας μην έπαιρναν μέρος σε όλη την επιχείρηση.
Αφήνοντας τη σκηνή πήγε να συναντήσει την Αδάρα. Η νομάδας πολεμίστρια ήταν με την Αχούκ στη μεγάλη σκηνή καθισμένες κοντά στη φωτιά. Μόλις τον είδε σηκώθηκε και πήγε κοντά του.
-Ξεκινάμε; ρώτησε.
-Εσύ θα μείνεις εδώ, είπε ο Βίλνους. Τώρα έχεις άλλα καθήκοντα και άλλες ευθύνες. Θα οδηγήσεις τον λαό αυτό, είναι μικρός αλλά σίγουρα υπό την ηγεσία σου θα γίνει μεγάλος και σημαντικός. Μόνο μια χάρη θέλω.
-Ποια είναι αυτή;
-Να προσέχεις τους δύο άνδρες που είναι τραυματίες και να τους πάρετε μαζί αν μετακινηθείτε μαζί και τον Σάι με την κοπέλα, την Αλόα, νομίζω ότι θα μείνουν μαζί αυτοί οι δύο. Όπως ξέρεις αφήσαμε τα άλογα στο Φιν, είναι δικά σας αν δεν επιστρέψουμε.
-Να προσέχετε, είπε η Αδάρα.
-Πάντα, της απάντησε ο Βίλνους και έφυγε.
Ξεκίνησαν για το Ακροπύργιο ο Βίλνους, ο Σοκάρ, ο Ντρέηκ και οι τέσσερις πολεμιστές που είχαν επιζήσει, ο Ράουμας και η Σέλμιορ. Ο Καλ Μάλγκοραν φυσικά ακολούθησε αν και φαινόταν να δίνει ελάχιστη σημασία σε όλους τους.
Δεν αντιμετώπισαν κανένα πρόβλημα για να φτάσουν στο άκρο της πεδιάδας και το Ακροπύργιο. Από κοντά έδειχνε ακόμα πιο επιβλητικό με την αψιδωτή πύλη που περίμενε ανοιχτή και τα ψηλά τείχη πίσω από τα οποία υψώνονταν τα μουντά κύρια οικοδομήματα του κάστρου με τις αιχμηρές στέγες σαν βέλη που προσπαθούσαν να τρυπήσουν τον ουρανό.
Άρχισαν να ανεβαίνουν την φαρδιά σκάλα που οδηγούσε στην πύλη με τα όπλα τους έτοιμα. Τα βήματά τους αντηχούσαν στην σιγαλιά. Πέρα από την πύλη το φως είχε μια κόκκινη απόχρωση σαν από φωτιά αλλά δεν υπήρχε κανένα ίχνος ζωής. Ο Σοκάρ είπε χαμηλόφωνα:
Απ’ την Πύλη της Μοίρας μην περάσεις καραβάνι
Και αν ο δρόμος σου εκεί σε φέρει
Μην περνάς τραγουδώντας
Ακούς; Στη νεκρή σιωπή τα πουλιά βουβάθηκαν
Κι όμως κάτι τρεμίζει στον αέρα
Σαν πένθιμη τρίλια πουλιού.
Έκανε μια προστατευτική χειρονομία πάνω του σαν για να διώξει το κακό και πρόσθεσε:
-Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το μέρος. Εδώ βασιλεύει η σιωπή και ο θάνατος.
-Δεν είναι μέρος που θέλουμε να καθυστερήσουμε, συμφώνησε ο Βίλνους και στράφηκε στον Καλ, ξέρεις το δρόμο για την κρύπτη που λες;
-Ναι, είπε εκείνος με μάτια που γυάλιζαν από προσμονή.
Πέρασαν την πύλη και ο Σοκάρ έκανε πάλι το σημάδι για να ξορκίσει το κακό. Η αυλή μετά την πύλη ήταν βυθισμένη στο ημίφως, τώρα που είχαν μπει δεν φαινόταν κοκκινωπό αλλά πιο πολύ προς κοκκινοκίτρινο των πυρσών. Ο Σοκάρ κοίταξε τους πυρσούς και δεν ήταν δύσκολο για τον Βίλνους να μαντέψει τι σκεφτόταν, το μέρος ήταν εγκαταλελειμμένο για αιώνες, πως μπορούσαν να καίνε ακόμα πυρσοί;
Αιωρούμενοι πολεμιστές άρχισαν να εμφανίζονται από τις εισόδους που ανοίγονταν στην αυλή. Πλησίαζαν αθόρυβα εφοδιασμένοι με μεγάλα πολεμικά τσεκούρια, έτοιμοι να προσφέρουν το θάνατο.
-Καλ, προχώρησε προς την κρύπτη, ας πάρουμε την πριγκίπισσά σου και να φύγουμε. Ντρέηκ και Σαλαχάρ μαζί του.
Ο Ντρέηκ και ακόμα ένας πολεμιστής ένευσαν και ακολούθησαν τον Καλ Μαλγκοράν που κινήθηκε προς μια είσοδο από την οποία φαινόταν μια σκάλα που οδηγούσε κάτω,. Δυο αιωρούμενοι πολεμιστές έκλειναν το δρόμο τους αλλά ο Ντρέηκ τους εξουδετέρωσε. Διαλύθηκαν αφήνοντας μια θρηνητική οιμωγή που πάγωνε το αίμα.
-Α γίνονται όλο και καλύτερα τα πράγματα… μουρμούρισε ο Ντρέηκ αλλά η φωνή του χάθηκε από μια κραυγή του Καλ:
-Έρχομαι αγαπημένη μου Ναβίρα! Έρχομαι να σε σώσω!
Ακολούθησε τον Ντρέηκ και τον άλλο μισθοφόρο στη σκάλα ενώ ο Βίλνους και οι υπόλοιποι κάλυπταν την είσοδο.
-Είπε Ναβίρα; έκανε ο Ράουμας και καθώς η αδερφή του το επιβεβαίωνε συνέχισε: Πρέπει να τον σταματήσεις Βίλνους, η Ναβίρα ήταν μια μοχθηρή μάγισσα που φυλακίστηκε για τα εγκλήματά της αιώνες πριν. Δεν ήξερα ότι είναι ακόμη ζωντανή. Πρέπει.
Ο Βιλνους μπλόκαρε με τη σπάθα του το όπλο ενός από τους απόκοσμους αντιπάλους τους και μετά τον έσπρωξε πάνω σε έναν άλλο επιτρέποντας στον Σοκάρ να τους αποκεφαλίσει με ένα χτύπημα. Κοίταξε τη σκάλα διστακτικός.
-Πήγαινε! τον προέτρεψε ο μάγος. Πρέπει να την σταματήσεις οπωσδήποτε.

Ο Ντρέηκ και ο Σαλαχάρ στάθηκαν μπροστά στο άνοιγμα της κρύπτης με τον μάγο να έρχεται ασθμαίνοντας λίγο πιο πίσω. Ο Ντρέηκ έβαλε το σπαθί του στο μαγικό πεδίο και μετά το τράβηξε πίσω. Είδε πως ήταν αλώβητο και κοίταξε τον συμπολεμιστή του που ανασήκωσε τους ώμους. Πέρασε το πεδίο και στάθηκε στην υγρή σπηλιά, τον ακολούθησε ο Σαλαχάρ βλέποντας ότι δεν είχε πάθει τίποτα. Η μάγισσα τους περίμενε χαμογελώντας γοητευτικά.
-Ελάτε κοντά μου, είπε με ένα σιροπιαστό τρόπο και εκείνοι δεν ήθελαν τίποτα άλλο όσο το να υπακούσουν.
-Κάνετε στην άκρη πληρωμένοι φονιάδες, είπε περιφρονητικά ο Καλ Μαλγκοράν ξυπνώντας τους από την ονειροπόληση και μπήκε στην κρύπτη. Πριγκίπισσά μου, δούλος σου.
Πλησίασε την μάγισσα μη χορταίνοντας να κοιτάει τα κάλλη της και εκείνη τον διευκόλυνε αφήνοντας το φόρεμα να κυλίσει από πάνω της. Την αγκάλιασε και την φίλησε στα χείλη, το φιλί της ήταν αισθησιακό, υποσχόμενο ηδονές. Η Ναβίρα έλυσε το παντελόνι του και ένιωσε το χέρι της να χαϊδεύει τη στύση του. Παραδόθηκε στο χάδι της, είχε ονειρευτεί αλλιώς την πρώτη φορά που θα τελείωνε μαζί της αλλά ήταν τόσο απολαυστικό το χάδι της που δεν τον πείραζε και έτσι. Τελείωσε με έναν σπασμό. Δεν ντράπηκε που τελείωνε στο χέρι της και αυτή δε φάνηκε να την ενοχλεί.
Ξαφνικά ένιωσε ότι και κάτι άλλο έφευγε από μέσα του, δεν ήταν μόνο το αποτέλεσμα της ερωτικής του διέγερσης, εξάλλου δεν μπορούσε να διαρκεί τόσο η εκσπερμάτωση. Κάτι άλλο συνέβαινε που τον άφηνε αδύναμο, εξασθενημένο. Με ένα βογγητό πόνου έπεσε στα γόνατα, για μια τρομερή στιγμή κατάλαβε την αλήθεια, πόσο λάθος είχε κάνει. Ύστερα διαλύθηκε σε στάχτες.
Η Ναβίρα στράφηκε στους πολεμιστές. Τώρα δεν ήταν δύο αλλά τρεις και της έφραζαν την έξοδο. Μπορούσε με ένα ξόρκι να τους εξοντώσει και να περάσει, τώρα τίποτα δεν την εμπόδιζε να φύγει, το μαγικό πεδίο είχε εξαφανιστεί για πάντα. Σήκωσε το χέρι της να εξαπολύσει μια κατάρα αλλά πρόσεξε τον άνδρα στη μέση.
-Βίλνους Ντρομέθια, είπε. Χαίρομαι που σε συναντώ από κοντά. Έλα σε’ μένα. Έλα και παραδώσου στην ηδονή μου, στάσου στο πλευρό μου και θα κυβερνήσουμε τον κόσμο με τη μαγεία μου και το σπαθί σου.
Ο Βίλνους την κοίταξε. Τον έλκυε το γυμνό χυμώδες σώμα της. Θα μπορούσε να σταθεί δίπλα της σαν βασιλιάς, οι μέρες τους γεμάτες δύναμη και οι νύχτες γεμάτες πάθος.
Την πλησίασε με το σπαθί χαμηλωμένο.
-Έλα, είπε η Ναβίρα. Έλα και λάτρεψέ με.
Ο Βίλνους έφτασε κοντά της. Έσκυψε προς το μέρος της.
-Σε βλέπω όπως είσαι, είπε ήσυχα, ένα σκεβρωμένο πλάσμα που η ζωή του παρατάθηκε αφύσικα για αιώνες αλλά όχι πια.
Την διαπέρασε με τη σπάθα. Δεν έτρεξε αίμα. Το σώμα της άρχισε να ρυτιδιάζει και να ζαρώνει και ύστερα διαλύθηκε, έγινε σκόνη και μαζεύτηκε σε ένα σωρό στα πόδια του πολεμιστή. Το Ακροπύργιο τραντάχτηκε συθέμελα. Ο Βίλνους ένευσε στους άνδρες, του που έμοιαζαν να ξυπνούν από όνειρο, να φύγουν.
Στην αυλή βρήκαν τον Ράουμας και τη Σελμιόρ μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες να περιμένουν, τη στιγμή που η μάγισσα πέθανε οι φρουροί της χάθηκαν, δεν είχαν πια λόγο ύπαρξης. Ο Ράουμας είχε ρίξει μια ματιά στα δωμάτια γύρω από την αυλή και είχε επιστρέψει με έναν βαρύ δερματόδετο και εμφανώς αρχαίο τόμο ξορκιών που ανυπομονούσε να μελετήσει. Άφησαν αμέσως πίσω τους το Ακροπύργιο.
-Αρχηγέ, είπε ο Ντρέηκ, όταν πήγες κοντά της εκεί μέσα είπα τώρα είμαστε χαμένοι.
-Δεν μπήκα στον πειρασμό παρά για δευτερόλεπτα, μετά μια ανάμνηση από τη νύχτα τα έκανε όλα πολύ ξεκάθαρα.
Η απάντηση ήταν αινιγματική για όλους εκτός από την Σέλμιορ που χαμογέλασε και ένιωσε μια ζεστασιά να την πλημμυρίζει. Ο Βίλνους συνέχισε:
- Όσο για το ότι την έβλεπα, ήταν αλήθεια, το μενταγιόν έκανε τη δουλειά του.
-Κάναμε ένα καλό σήμερα, είπε ο Ράουμας, δεν χωράει αμφιβολία, κρίμα που είναι χωρίς αμοιβή. Πέρα από ένα σημαντικό εύρημα για εμένα δηλαδή.
-Δεν θα το έλεγα, είπε ο Βίλνους, το συμβόλαιο του Καλ προέβλεπε αμοιβή αν δεν βρίσκαμε τίποτα εδώ. Και τώρα που είναι νεκρός μένουμε εμείς κύριοι και νομείς της περιουσίας του.
Οι υπόλοιποι τον κοίταξαν έκπληκτοι και ο μάγος είπε:
-Ο Μαλγκοράν ήταν ζάμπλουτος, μήπως θα έπρεπε να σκεφθείς να αφήσεις τις περιπλανήσεις πλέον και να εγκατασταθείς στην πόλη; Θα γίνεις μεγάλος άρχοντας εδώ, θα αρχίσεις το δικό σου οίκο αν κάνεις οικογένεια.
-Οίκος της Ντρομέθια, είπε ο Ντρέηκ, μου αρέσει όπως ακούγεται. Ίσως βγουν και βασιλείς μια μέρα από αυτόν.
-Θα πιώ σ’ αυτό, είπε ο Βίλνους, και στους γενναίους άνδρες που έπεσαν για να τα καταφέρουμε.
Κοίταξε μπροστά προς τον καταυλισμό που είχαν ταφεί οι πεσόντες πολεμιστές του και… το μέλλον.



Τέλος

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου