Η Κατάρα Του Μάγου - 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

Στο φίλο Γιάννη που έφυγε,
Μια μέρα θα ξαναβρεθούμε.

Ι.

Έτρεχε με όλη τη δύναμη που μπορούσε να επιστρατεύσει. Οι μαλακές μπότες της έπνιγαν τα βήματά της και δεν ακούγονταν σχεδόν καθώς έτρεχε στο μαρμάρινο δάπεδο, τα μαύρα ρούχα της την έκαναν ένα με τις σκιές. Αυτό είχε φανεί χρήσιμο για να φτάσει ως εδώ, τώρα όλο το παλάτι ήξερε πως βρισκόταν στον υψηλότερο όροφο και δεν είχε νόημα να κρυφτεί, οι διώκτες της συνέκλιναν από κάθε κατεύθυνση. Μπορούσε να ακούσει τις ένρινες κραυγές τους καθώς και τα βροντερά τους βήματα.
Στάθηκε στην άκρη ενός διαδρόμου και πήρε βαθιά ανάσα. Είχε ζήσει όλη τη ζωή της στην ύπαιθρό και είχε δουλέψει πολύ καιρό σε αγροτικές δουλειές, δεν της έλειπε η δύναμη ή η αντοχή αλλά αυτή η καταδίωξη – και αυτό που είχε κάνει πριν – την είχαν φέρει επικίνδυνα κοντά στα όριά της. Σκούπισε το ιδρωμένο της μέτωπο στο μανίκι της και άρχισε πάλι να τρέχει. Τα μαλλιά της ανέμισαν πίσω της καθώς έστριψε με φόρα στο τέλος του διαδρόμου και πήρε έναν καινούριο προς τον εξώστη όπου βρισκόταν το μέσο διαφυγής της. Οι ελπίδες της ότι θα τα κατάφερνε ανανεώθηκαν και με αναπτερωμένο ηθικό επιτάχυνε προς την αψίδα πέρα από την οποία μπορούσε να δει τα αστέρια στον νυχτερινό ουρανό.
Έναν ουρανό που δεν ήταν και πολύ σκοτεινός πια, πλησίαζε η αυγή. Είχε αργήσει, ίσως τραγικά πολύ. Στο φως της ημέρας δεν είχε καμία ελπίδα να διαφύγει. Και αν δεν κατάφερνε να διαφύγει τότε όλα είχαν τελειώσει και όχι μόνο για εκείνη…
Έφτασε στον εξώστη και στάθηκε, εκεί μπροστά της στεκόταν ο γρύπας που την είχε φέρει ως εδώ. Ένα μεγαλόσωμο ζώο σαν λιοντάρι με κεφάλι αετού και δυνατές φτερούγες, το χρώμα του σώματός του ήταν σαν του μελιού ενώ το πτέρωμά του στο λαιμό και τις φτερούγες του στιλπνό και γυαλιστερό, είχε το χρώμα του κατεργασμένου χρυσού. Έκανε μια υπόκλιση και περίμενε. Όσο και αν ο χρόνος έβιαζε δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Χωρίς αυτήν τα περήφανα θηρία δεν δέχονταν αναβάτη. Ο γρύπας της ανταπέδωσε την υπόκλιση με μια κλίση του κεφαλιού και εκείνη έσπευσε να ανέβει στη ράχη του. Με ένα τίναγμα των φτερών του το μεγαλόσωμο ζώο βρέθηκε στον αέρα και κατευθύνθηκε προς την ανατολή.
Κοίταξε τον ουρανό γύρω της. Πραγματικά ξημέρωνε. Τώρα έμενε να ελπίζει ότι δεν είχαν εντοπίσει το ιπτάμενο υποζύγιό της και δεν θα την κατεδίωκαν. Γύρισε και κοίταξε πίσω το μεγάλο παλάτι του Σάγκοραχ της φατρίας Καλ Χόρντρα. Είχε καταφέρει να μπει και να βγει με το αντικείμενο που έπρεπε να πάρει αλλά θα κατάφερνε να ξεφύγει;
Την απάντηση της την έδωσαν μια σειρά ανατριχιαστικά συρίγματα σαν του φιδιού αλλά κατά πολύ πιο δυνατά.
Γουάιβερνς, σκέφθηκε η κοπέλα και ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική της στήλη.
Κοίταξε πίσω και είδε ένα σμήνος από τα ερπετοειδή όντα να ξεχύνονται στο κατόπι της. Τα γουάιβερνς είχαν ένα κεφάλι που έμοιαζε με δράκο αλλά εκεί σταματούσε κάθε ομοιότητα, το σώμα τους ήταν σαν φιδιού, καλυμμένο με φολίδες ενώ τα πόδια τους πολύ πιο χαμηλά από δράκων τα έκαναν ακόμα περισσότερο να θυμίζουν φίδια αφού έδειχναν να σέρνονται και όχι να περπατούν. Οι σαυράνθρωποι τα χρησιμοποιούσαν μιας και ούτε οι αετοί ούτε οι γρύπες τους δέχονταν σαν αναβάτες. Το κάθε ένα από τα γουάιβερνς μετέφερε από δύο σαυρανθρώπους και καταλάβαιναν την κοινή γλώσσα ενώ μοιράζονταν με τους αναβάτες τους τη μοχθηρία και τη δίψα για το αίμα.
Πλησίαζαν όλο και πιο κοντά και εκείνη άρχισε να ψάχνει τον ορίζοντα για κάποιο καταφύγιο, δεν υπήρχε και το ήξερε. Αν ζητούσε καταφύγιο χαμηλά κάτω στην κοιλάδα; Είχαν απομακρυνθεί ήδη αρκετά από τα όρη του Κρίκου, που βρισκόταν το παλάτι του Σάγκοραχ, οι κάτοικοι κάτω ζούσαν στα εδάφη της Αυτοκρατορίας και μόνο φίλοι δεν ήταν με την φατρία των σαυρανθρώπων. Σαν να κατάλαβαν τις σκέψεις της οι διώκτες της απλώθηκαν και πολλά γουάιβερνς κατέβηκαν χαμηλά για να της κόψουν το δρόμο ενώ πετούσαν πάνω από ένα χωριό.
Αν και ήταν ψηλά, είδε τον τρόμο που προκάλεσαν οι σαυράνθρωποι και τα φτερωτά τους υποζύγια, άκουσε τις καμπάνες να χτυπούν, γυναίκες και παιδιά να τρέχουν να κρυφτούν ενώ οι άνδρες έπαιρναν τα όπλα για να αμυνθούν, βέλη και δόρατα τινάχθηκαν προς το μέρος τους πετυχαίνοντας κάποια. Χαμογέλασε βλέποντας τα να πέφτουν και τους κατοίκους του χωριού να επιτίθονται με κάθε μέσο στους σαυρανθρώπους. Δυστυχώς όσον αφορούσε εκείνη είχαν πετύχει το σκοπό του τους. Δεν μπορούσε να κατέβει, κινδύνευε να τη χτυπήσουν κατά λάθος.
Κοίταξε πίσω, οι διώκτες της την έφταναν.
-Έλα λίγο ακόμη, παρότρυνε το γρύπα της, αν φτάσουμε στα σύννεφα εκεί πέρα θα μας χάσουν. Λίγο ακόμη.
Ο γρύπας ενέτεινε την προσπάθειά του, πίσω τους τα απειλητικά συρίγματα των διωκτών τους έρχονταν όλο και πιο κοντά. Τον ενθάρρυνε ξανά, τα σύννεφα ήταν πια κοντά, κάτι μπορούσε να διακρίνει να κινείται εκεί αλλά ακόμα δεν μπορούσε να πει τι ήταν.
Ένα τίναγμα του γρύπα συνοδευόμενο από μια κραυγή αγωνίας την επανάφερε στην πραγματικότητα. Κοίταξε πίσω και είδε με τρόμο ότι ένας σαυράνθρωπος είχε πλησιάσει τόσο ώστε να πηδήξει από τη ράχη του υποζυγίου του στη ράχη του δικού της και τώρα έμπηγε ξανά και ξανά τα νύχια του στη σάρκα του άτυχου γρύπα που ούρλιαζε από τον πόνο.
Γύρισε και χτύπησε τον σαυράνθρωπο με τη γροθιά της στην κεράτινη προεξοχή πάνω από τα μάτια, το χτύπημα δεν ήταν δυνατό αλλά τον αιφνιδίασε και έχασε την ισορροπία του. Με μια κραυγή έπεσε στο χαμό του. Δεν είχε χρόνο να χαρεί τη νίκη της, με ένα τελευταίο βραχνό κράξιμο ο γρύπας ξεψύχησε και αφέθηκε σε ελεύθερη πτώση.
Όλα τελείωσαν, σκέφθηκε απελπισμένη, έσφιξε πάνω της το θησαυρό που είχε κλέψει. Δεν είχε προλάβει να τον χρησιμοποιήσει για να σώσει εκείνον που τόσο αγαπούσε. Ήταν τόσο κρίμα.
-Λυπάμαι αγάπη μου, ψιθύρισε κλείνοντας τα μάτια της.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου