Η Εισβολή 7 - συνέχεια

Author: Νυχτερινή Πένα /


Η Ντέηνα κατέφτασε στο νοσοκομείο και πάρκαρε στην είσοδο του περιβόλου, μπορούσε να δει ότι είχε γίνει μάχη και ακόμα ότι μετά από αυτή είχαν περάσει την έξοδο οχήματα που είχαν αφήσει ίχνη πάνω στις στάχτες που είχαν απλωθεί από την καταστροφή, και την επακολουθήσασα φωτιά, κάποιου ρομπότ. Να ήταν και η Νάταλι με αυτούς που έφυγαν;
Πάντως από εδώ είχε φύγει αφού δεν βρισκόταν εδώ το αυτοκίνητό της. Η Ντέηνα κοίταξε το δρόμο, που είχαν πάει αυτοί που είχαν φύγει, πιο πέρα που δεν υπήρχαν στάχτες χάνονταν τα ίχνη. Στάθηκε αναποφάσιστη.
Σίγουρα δεν είχαν πάει προς τη θάλασσα από όπου είχαν έρθει οι ανηλεείς εισβολείς άρα έπρεπε να πάρει την αντίθετη κατεύθυνση. Προς το παρόν τουλάχιστον. Έβαλε μπρος και προχώρησε. Δεν είχε προχωρήσει ωστόσο παρά μερικά στενά όταν με την άκρη του ματιού της αντελήφθηκε μια κίνηση στον κήπο ενός σπιτιού και σταμάτησε. Αν υπήρχε κάποιος εδώ ίσως ήξερε να της πει και κάτι για την Νάταλι, ίσως είχε δει κάτι. Και θα μπορούσε να τους πει και εκείνη που να αναζητήσουν καταφύγιο.
Άφησε τη μηχανή και πλησίασε την ανοιχτή πόρτα της αυλής. Δεν είχε τραβήξει το όπλο της για να μη δείχνει απειλητική αν και το ένστικτό της έλεγε να είναι έτοιμη τόσο κοντά σε μέρη που ήξερε ότι βρίσκεται ο εχθρός. Πέρασε την πόρτα και άκουσε το κλικ ενός όπλου που οπλίζει.
-Μείνε ακίνητη, τι δουλειά έχεις εδώ;
-Αστυνομία, είπε, με λένε Ντέηνα Κάλβερ.
Ένας άνδρας φάνηκε στην πόρτα του σπιτιού, κρατούσε ένα τυφέκιο ενώ στη μέση του σε μια ζώνη ήταν δυο ακόμα όπλα, δυο περίστροφα. Το όλο ντύσιμο της θύμισε τους δυο Τεξανούς στυνομικούς. Παρόμοι στο ντύσιμο και επίσης πάνοπλοι ήταν άλλοι δυο άνδρες που εμφανίστηκαν.
-Μια αστυνομικός λοιπόν, είπε ο πρώτος, ένας γκριζομάλλης άνδρας με ανεμοδαρμένο πρόσωπο. Μπορείς να μας πεις τι στα κομμάτια γίνεται εδώ πέρα και από που ξεφύτρωσαν αυτοί οι άσπροι κανάγιες;
-Δεν ξέρω, πόσοι είσαστε εδώ;
-Εγώ, οι γιοι μου και οι ανηψιοί μου, δεκατέσσερις με πολλά όπλα και ακόμα οι γυναίκες μας και τα παιδιά τους, τα εγγόνια μου. Κλειστήκαμε στο σπίτι και περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει.
-Δεν ξέρω από που ήρθαν αυτοί οι επιδρομείς, είπε η Ντέηνα. Θα βρείτε πάντως καταφύγιο αν θέλετε στο κολλέγιο εδώ κοντά, είναι κι άλλοι εκεί και θα μπορείτε να βοηθήσετε μιας και είσαστε οπλισμένοι και με την ασφάλειά τους.
Ο άνδρας το σκέφθηκε και μετά κατένευσε.
-Θα το κάνουμε.
-Είδατε καθόλου άλλους φυγάδες; ρώτησε με την ελπίδα ότι κάτι μπορεί να ήξεραν αυτοί οι άνθρωποι. Από το νοσοκομείο ας πούμε;
-Έχει εκκενωθεί από νωρίς, είπε ο άνδρας, μετά δεν είδαμε άλλους.
-Ευχαριστώ, είπε η Ντέηνα προσπαθώντας να μην αφήσει την απογοήτευση να την αποθαρρύνει.
Ανέβηκε στην μηχανή της και ξεκίνησε και πάλι αν και τώρα δεν είχε κάποια ιδέα για το πως θα συνεχίσει. Μάλλον έπρεπε να πιστέψει ότι η Νάταλι είχε φύγει με το υπόλοιπο προσωπικό και ήταν καλά και εκείνη να ασχοληθεί με την βοήθεια των πολιτών, ίσως έπρεπε να επιστρέψει στο κολλέγιο. Υπήρχαν εκεί πολίτες και δεν υπήρχε δύναμη πυρός αν χρειαζόταν για να προστατευθεί αυτή η μικρή κοινότητα.
Σταμάτησε σε ένα σταυροδρόμι για μια στιγμή να το σκεφθεί και πρόσεξε πεσμένον πιο πέρα έναν άνδρα που βογγούσε. Κατέβηκε από τη μηχανή και πλησίασε να δει αν ήταν τραυματισμένος και αν μπορούσε να κάνει κάτι να τον βοηθήσει.
Στο βάθος υπήρχε καπνός, κάτι είχε χτυπηθεί, υπήρχαν συντρίμια στο δρόμο και από το χρώμα ήταν μάλλον κάποιο από αυτά τα καταραμένα τεράστια ρομπότ. «Αντιστεκόμαστε ακόμα, σκέφθηκε η κοπέλα, ίσως και να νικήσουμε τελικά».
Έσκυψε πάνω από τον άνδρα, που ήταν κουλουριασμένος και πεσμένος στο πλάι, και προσπάθησε να δει που ήταν χτυπημένος. Ξαφνικά ο άνδρας έπαψε να βογγάει και στράφηκε στην Ντέηνα, τη χτύπησε με τη γροθιά του στο πλάι του κεφαλιού και εκείνη έπεσε πίσω. Το χτύπημα ήταν απόλυτα αιφνιδιαστικό και ταυτόχρονα δυνατό, έπεσε με την πλάτη στην άσφαλτο και έμεινε εκεί σαστισμένη από το χτύπημα. Ένιωσε δυνατά χέρια να την αρπάζουν και να την καθηλώνουν στο οδόστρωμα.
-Μπράβο Μπεν, ωραίο θήραμα έπιασες, είπε μια βαριά αντρική φωνή.
Καθώς ξεπερνούσε τον αιφνιδιασμό η Ντέηνα συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν ακινητοποιημένη από τέσσερις άνδρες.
-Είμαι αστυνομικός, είπε, τι θέλετε από’ μενα;
-Θα σε βιάσουμε και θα σε σκοτώσουμε, είπε ο άνδρας που την είχε παγιδεύσει, και θα είναι ακόμα πιο διασκεδαστικό που είσαι εκπρόσωπος του νόμου. Είναι μια υπέροχη νέα εποχή ελευθερίας από το πρωί!
Η Ντέηνα κατάφερε να ελευθερώσει το πόδι της, το τράβηξε πίσω και μετά τον κλώτσησε δυνατά στο πρόσωπο. Ανταμοίφθηκε με τον ήχο μιας μύτης που σπάει.
-Θα το πληρώσεις αυτό, είπε μανιασμένα ο άνδρας.
-Εγώ θα έλεγα να την αφήσετε, είπε μια φωνή και οι άνδρες στράφηκαν προς την κατεύθυνση που είχε έρθει.
Ένας άνδρας στεκόταν εκεί, το πρόσωπό του ήταν βλοσυρό και έδειχνε ακόμα πιο επικίνδυνο με το αίμα να έχει ξεραθεί στη μια πλευρά του. Είχε όπλα αλλά δεν τα είχε τραβήξει από τις θήκες τους παρατήρησαν και πήραν θάρρος.
-Εξαφανίσου πριν σκοτώσουμε και’ σενα, είπε ένας.
-Δεν μπορείτε να με σκοτώσετε, είπε ήσυχα. Έχω φύλακες αγγέλους.
Οι τέσσερις άνδρες παράτησαν την Ντέηνα και όρμησαν πάνω στον άνδρα που χαμογέλασε, Είχαν κάνει αυτό ακριβώς που υπολόγιζε ότι θα κάνανε με την εμφάνισή του και δεν θα κινδύνευε το παραλίγο θύμα τους. Χωρίς εκείνος να αντιδράσει οι τέσσερις πέσανε χτυπημένοι.
-Ελεύθεροι σκοπευτές ανόητε, είπε καθώς ο ένας τον κοιτούσε με μια έκφραση απέραντης απορίας στο πρόσωπό του.
Στράφηκε στην Ντέηνα και τη βοήθησε να σηκωθεί από κάτω.
-Ευχαριστώ πολύ, είπε εκείνη. Με σώσατε.
-Καθήκον μας, είδα τι έγινε και σπεύσαμε από πιο πέρα στο δρόμο που είμασταν, υιοθετήσαμε την προσέγγιση αυτή για να μην σας βλάψουν.
-Λέγε με Ντέηνα δεν χρειάζεται πληθυντικός, είπε η Ντέηνα και προσέχοντας την προφορά πρόσθεσε, δεν είσαι από’ δω ε;
-Είμαι Βρετανός, είμαστε μισοί μισοί σ’ αυτήν την αποστολή. Και θα γνωρίσεις και τους υπόλοιπους σε λίγο.

Οι πολίτες έδειχναν πιο ήσυχοι τώρα που η κατάσταση δεν ήταν στα χέρια των εκβιαστών ιδιοκτητών του ελικοπτέρου και βρίσκονταν ανάμεσά τους και στρατιωτικοί. Οι ίδιοι οι στρατιωτικοί ωστόσο δεν ήταν καθόλου ήσυχοι. Γνώριζαν ότι ο εχθρός δεν ήταν μακριά και ότι ήταν εκτεθειμένοι εδώ αν εμφνιζόταν.
Ο Μπρούστερ είχε ανοίξει έναν οδικό χάρτη με τον Σάντερς μελετώντας την γύρω περιοχή ενώ ο Κρις με τον Νας και τους Αμερικανούς είχαν τον νου τους για τυχόν προβλήματα. Ο γιατρός εξέταζε την κατάσταση του τραυματισμένου άνδρα που είχαν σώσει από την καταστροφή της βάσης των SEALS ενώ η Νάταλι και η νοσοκόμα κάθονταν κοντά στα παιδιά που δεν έδειχναν ωστόσο να φοβούνται, ίσως αντιλαμβανόμενα πιο λίγο τον κίνδυνο.
Το ελικόπτερο φάνηκε να επιστρέφει και οι πολίτες άρχισαν να συζητάνε αν θα είχε βρει να τους μεταφέρει κάπου. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν οι πυροβολισμοί και ο Μπρούστερ δεν άργησε να εντοπίσει την προέλευσή τους, ήταν μετά το τελευταίο στενό που είχαν περάσει.
-Κρις, Νας, πάμε να δούμε τι γίνεται. Συνταγματάρχα, ετοιμάστε τους, πρέπει να φεύγουμε απ’ ό,τι φαίνεται.
Οι τρεις Βρετανοί έτρεξαν στο στενό, οι πυροβολισμοί είχαν έρθει από μια οικοδομή στο τέλος του δρόμου. Έτρεξαν προς τα εκεί ελέγχοντας για εχθρούς καθ’ οδόν. Δεν φαινόταν ακόμα κανένας. Μια γυναικεία φωνή ακούστηκε μέσα από την οικοδομή.
-Άμαχοι, είπε ο Μπρούστερ, και μάλλον χρειάζονται βοήθεια.
Πίσω τους μπορούσαν να ακούσουν το ελικόπτερο να προσγειώνεται.

Η Νάντια κοίταξε το ρολόι της, αναρωτήθηκε αν είχε κάνει λάθος να μπει τόσο μέσα στο πεδίο της μάχης. Δεν φαινόταν να συμβαίνει κάτι και σίγουρα όχι κάτι που θα της έδινε την είδηση που ήθελε. Κοίταξε έξω, η πόλη των Αγγέλων θύμιζε τώρα Σεράγεβο ή άλλη πολιορκημένη πόλη. Παντού υπήρχαν ίχνη συγκρούσεων και σε πολλά σημεία νεκροί.
Ο οδηγός φρέναρε απότομα και η Νάντια κοίταξε να δει τι ήταν που τον είχε αναγκάσει να σταματήσει, μπροστά τους πίσω από ένα καμμένο λεωφορείο ήταν παρατεταγμένοι μια σειρά στρατιώτες και τους σημάδευαν. Ένας αξιωματικός πλησίασε.
-Να πάρει, γκρίνιαξε η δημοσιογράφος, δεν αντέχω άλλους στρατοκράτες.

Η Εισβολή 7

Author: Νυχτερινή Πένα /



7.

Ο Τζων κοντοστάθηκε στην κεντρική είσοδο του κολλεγίου. Ήταν κλειστή και κλειδωμένη αλλά ακόμα είχε μια ακαθόριστη ανησυχία για τη φύλαξή της αν και ο δρόμος παρέμενε άδειος ευτυχώς.
Τουλάχιστον δεν είχε να ανησυχεί ότι κάποιος θα μπορούσε να μπει, τώρα πια ήταν τόσο πυκνοκατοικημένο που δεν θα μπορούσε κανείς να το επιχειρήσει χωρίς να γίνει αντιληπτός. Οι πολίτες της μικρής του κοινότητας είχαν κάνει αρκετά στην ώρα που είχε περάσει. Είχαν τραβήξει τις κουρτίνες και είχαν καλύψει τα παράθυρα των εξωτερικών πλευρών του κολλεγίου για να μην κινδυνεύουν από πυρά έξω ή από θραύσματα αν έσπαζαν τα παράθυρα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να είναι πιο σκοτεινό το εσωτερικό των τάξεων αλλά είχε δημιουργηθεί περισσότερος χώρος για να εγκατασταθούν.
Δεν είχαν γεμίσει όλες οι αίθουσες ακόμα, και όσες είχαν γεμίσει δεν ήταν εξ’ ίσου γεμάτες αφού κάποιοι που ήδη γνωρίζονταν ή ήταν γείτονες και φίλοι είχαν προτιμήσει να μείνουν μαζί. Είχαν συγκεντρωθεί ακόμα κάποια τρόφιμα πέρα από εκείνα που είχε ήδη το κολλέγιο και μερικοί γενναίοι πολίτες είχαν προσφερθεί να βγουν να ψάξουν για εφόδια.
Στην κουζίνα του κολλεγίου μερικές γυναίκες μαζί με την κυρία Πέητον επιφορτίστηκαν με την παρασκευή γευμάτων ενώ ο κύριος Πέητον ανέλαβε τον έλεγχο των εφοδίων τους σε τρόφιμα.
Ο διοικητής Μάιλς και οι υπόλοιποι άνδρες του είχαν στήσει ένα μικρό σταθμό αστυνομικής διοίκησης σε ένα από τα γραφεία των καθηγητών προσπαθώντας να πιάσουν και πάλι κάποια επαφή με τα κεντρικά της αστυνομίας ή με την πολιτειακή διοίκηση. Είχαν καταφέρει να χωρέσουν μέσα στο γραφείο και εκεί να αναλάβουν και μερικά καθήκοντα. Ο αρχιφύλακας και η κοπέλα απο το πολιτικό προσωπικό είχαν ξεκινήσει μια καταγραφή των ατόμων που απάρτιζαν την μικρή τους κοινότητα. Θα ήταν χρήσιμο αργότερα για να δώσουν μια λίστα επιζώντων αν είχαν μια επαφή με οποιαδήποτε ανώτερη αρχή. Βοηθούσε και στο τώρα με το να ξέρουν ποιοι είναι.
Οι υπόλοιποι αστυνομικοί είχαν αναλάβει πέρα από τον ασύρματο να κάνουν και μια περιπολία μέσα στο κολλέγιο για να βεβαιώνονται ότι όλα είναι καλά. Οι δυο Τεξανοί είχαν κλειδώσει τον κρατούμενό τους στο κελάρι και τώρα είχαν αναλάβει να προσέχουν την πίσω είσοδο του κολλεγίου που είχε αποδειχθεί πιο δημοφιλής.
Προχώρησε στο χώρο του ισογείου σκεφτικός. Στάθηκε μια στιγμή στην καφετέρια που τώρα είχε μεταβληθεί σε αποθήκη τροφίμων μιας και είχαν ανεβάσει όλα τα σχετικά εφόδια από το υπόγειο αφ’ ενός μεν για να είναι συγκεντρωμένα μαζί με αυτά της καφετέριας πιο κοντά στην κουζίνα και αφ’ ετέρου για να κλειδωθεί ο κρατούμενος και να ελευθερωθούν για άλλο καθήκον οι δυο Τεξανοί.
Είχε κάνει ό,τι ήταν δυνατόν προς το παρόν για όσους είχαν βρει ένα καταφύγιο εδώ. Οι βασικές ανάγκες καλύπτονταν και είχαν ως τώρα διαφύγει την προσοχή του εχθρού.
Στάθηκε έξω από την τάξη του νηπιαγωγείου όπου η Λώρα μιλούσε στους μαθητές της, είδε την Κάτι να την παρακολουθεί με προσοχή. Με τόσους λίγους μαθητές σήμερα η Λώρα είχε καθίσει σε μια καρέκλα και τους είχε μαζέψει γύρω της. Ίσως θα έπρεπε να οργανώσει και καμιά τάξη για πιο μεγάλα παιδιά. Θα έπρεπε να το σκεφθεί αυτό.
Πριν πάει στο γραφείο του στάθηκε σε μια τάξη ακόμα, ήταν μια μικρή βοηθητική και προς το παρόν ήταν εδώ εγκατεστημένα μόνο τέσσερα άτομα, οι μεγαλύτεροι μαθητές του. Καθισμένοι στην μια άκρη της αίθουσας συζητούσαν μεταξύ τους.
Συνέχισε το δρόμο του αναρωτώμενος τι θα έφερνε το μέλλον στη μικρή αυτή κοινότητα που είχε δημιουργηθεί στο κολλέγιό του και που κατά τα φαινόμενα ήταν το τελευταίο ασφαλές και ελεύθερο σημείο στην περιοχή.

Η Χόουπ σταμάτησε και αφουγκράστηκε. Η Τζάνις και η Άλις σταμάτησαν κοντά της. Η κοπέλα έδειξε να αφουγκράζεται. Μετά γονάτισε και ακούμπησε το χέρι της στην άσφαλτο με ανοιχτή την παλάμη.
-Τι έγινε; Τι είναι; ρώτησε η Τζάνις ψιθυριστά σαν να βρισκόταν κοντά κάποιος εχθρός και να υπήρχε κίνδυνος να τις ακούσει.
Η Χόουπ δεν απάντησε αμέσως, συνέχισε να αφουγκράζεται και να παρατηρεί το δρόμο μπροστά τους. Η Άλις στάθηκε δίπλα στην καινούρια της φίλη και την κοίταξε απορημένη που δεν μιλούσε. Πήγε κάτι να πει αλλά η Τζάνις την κράτησε και δεν την άφησε να μιλήσει.
-Οχήματα, είπε η Χόουπ τελικά. Και δεν είναι δικά μας.
-Πρέπει να κρυφτούμε, είπε η Τζάνις.
-Ναι, πρέπει είπε η κοπέλα, και μετά ξαφνικά χλώμιασε, και γρήγορα μάλιστα, πλησιάζουν.
-Που; είπε η Τζάνις και κοίταξε για κάποιο χώρο κατάλληλο για να κρυφθούν.
 Τώρα μπορούσε να ακούσει και εκείνη τα ποδοβολητά μιας αρκετά μεγάλης όπως φαινόταν ομάδας εισβολέων μαζί έναν πολύ πιο βαρύ ήχο πιο αργό και σταθερό αλλά και βαθύ, σαν να ακουμπούσε ένα μεγάλο βάρος στη γη. Δεν ήξερε τι ήταν, ίσως κάποιο μεγάλο ρομπότ όπως εκείνο το οπλισμένο με τα πολυβόλα στους βραχίονές του.
-Εκεί! είπε η Χόουπ και έδειξε μια οικοδομή στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
Πέρασαν γρήγορα το δρόμο και μπήκαν στην οικοδομή. Η Τζάνις ακούμπησε σε έναν τοίχο και έσφιξε τα δόντια για να μην φωνάξει από τον πόνο. Η ώρα του τοκετού πλησίαζε και η όλη κατάσταση δεν βοηθούσε. Έκλεισε τα μάτια και σκούπισε με το μανίκι της τον ιδρώτα που έτρεχε από το μέτωπό της. Η Χόουπ ήρθε κοντά της και πέρασε το ένα χέρι της γύρω από τη μέση της, την βοήθησε να καθίσει στο δάπεδο.
-Ευχαριστώ, είπε η Τζάνις.
Η Χόουπ ακούμπησε το χέρι της στην φουσκωμένη κοιλιά της Τζάνις.
-Πλησιάζει η ώρα να γεννήσεις, το μωρό έχει γυρίσει.
Η Τζάνις την κοίταξε ξαφνιασμένη.
-Έμαθα και γι’ αυτά τα θέματα μερικά πράγματα.
-Πολύπλευρη εκπαίδευση.
-Γι’ αυτό με κλείσανε σε κλινική, και ας μην έκανα ποτέ κακό σε κανέναν ούτε είχα αποκλίνουσα συμπεριφορά. Αλλά αυτό έγραψε η κοινωνική λειτουργός και κανένας δεν το επανεξέτασε.
-Τυπική γραφειοκρατία, είπε η Τζάνις.
Η Άλις ούρλιαξε κάνοντας τις δυο γυναίκες να γυρίσουν, στην είσοδο της οικοδομής είχαν εμφανιστεί δύο εισβολείς. Γρήγορη σαν να ήταν βετεράνος στρατιώτης η Χόουπ έφερε το όπλο της μπροστά και πυροβόλησε. Οι δυο εισβολείς έπεσαν για να μην ξανασηκωθούν και η κοπέλα φώναξε χωρίς να παίρνει το βλέμμα της από την είσοδο:
-Γρήγορα από την πίσω πλευρά.
Η Τζάνις κατάφερε να σηκωθεί και πάλι. Έπιασε από το χέρι την Άλις και προχώρησε στην πίσω πλευρά της οικοδομής ανάμεσα σε σωρούς οικοδομικών υλικών και εργαλεία. Το ισόγειο της οικοδομής ήταν σχεδόν ένας ενιαίος χώρος και δεν δυσκολεύθηκε να βρει το σημείο από όπου θα μπορούσαν να βγουν στο δρόμο από πίσω. Αλλά εκεί την περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη δυο ακόμη εισβολείς έρχονταν μέσα. Αγκάλιασε την Άλις, όλα είχαν τελειώσει.
«Ίσως όχι για όλους», σκέφθηκε και φώναξε:
-Χόουπ, πρόσεχε, έρχονται και από πίσω.

Οι Αμερικανοί αλεξιπτωτιστές και οι Βρετανοί πεζοναύτες ήταν άριστα εκπαιδευμένοι για να μην αιφνιδιάζονται εύκολα στο πεδίο της μάχης. Αμέσως σκόρπισαν δεξιά και αριστερά αναζητώντας κάλυψη πίσω από αυτοκίνητα και φράκτες. Αμέσως μετά ανταπέδωσαν τα πυρά. Οι  πεζοί εισβολείς ήταν εύκολοι στόχοι, τα ρομπότ όμως δεν έδειχαν να παθαίνουν κάτι από τα ατομικά όπλα.
-Βομβίδες! διέταξε ο Άλαν και μερικοι αλεξιπτωτιστές που είχαν προσαρτημένο στο Μ16Α1 και βομβιδοβόλο Μ203 άνοιξαν πυρ. Οι βομβίδες έσκασαν σαν πυροτεχνήματα πάνω στη θωράκιση των ρομπότ αλλά αποδείχθηκαν πολύ πιο επικίνδυνες απ’ αυτά. Διαπέρασαν την προστασία και έπληξαν τα ρομπότ καίρια, πρώτα το ένα και μετά το άλλο σωριάστηκαν καταμεσίς στο δρόμο κάνοντας έναν θόρυβο που θα ήταν εύκολα αντιληπτός σε απόσταση πάνω από δυο χιλιόμετρα.
-Εντάξει, δρόμος καθαρός, φώναξε ένας Βρετανός.
Άφησαν τα σημεία που είχαν καλυφθεί μιας και ο εχθρός είχε εξουδετερωθεί, προς το παρόν τουλάχιστον. Οι άνδρες που καταδιώκονταν από τον εχθρό είχαν φτάσει κοντά τους. Ήταν οκτώ άνδρες με πολιτικά αλλά όλοι καλά οπλισμένοι, δύο μάλιστα με εκτοξευτές ρουκετών.
-Ευχαριστούμε, είπε ένας, πολεμάμε από την αρχή αυτά τα καθάρματα αλλά τώρα νομίσαμε ότι είχε έρθει η ώρα μας.
-Δεν είστε πολίτες φυσικά, είπε ο Άλαν.
-Όχι, ανήκουμε στην εθνοφρουρα, ο λόχος μας σφαγιάστηκε κάτω στην παραλία και από εκείνη την ώρα παίζουμε το κρυφτούλι με τους ασπρουλιάρηδες. Αλλά μας είχαν στρώσει για τα καλά στο κυνήγι αυτή τη φορά. Σας ευχαριστούμε. Εσείς;
-101η αερομεταφερόμενη, είπε ο Άλαν, και τα παληκάρια από’ δω είναι Βρετανοί πεζοναύτες. Είμαστε σε αποστολή αναγνώρισης. Θα έρθετε μαζί μας;
-Ναι, μπορεί να βοηθήσουμε με τις ρουκέτες, τα πιάνουν καλά τα ρομπότ.
-Εντάξει, πάμε, είπε ο Άλαν.
Ξεκίνησαν και πάλι να προχωρούν έτοιμοι για μάχη.

Το Ιστολόγιο του μήνα – Ιανουάριος 2013

Author: Νυχτερινή Πένα /


Το σημερινό ιστολόγιο είναι ένα για το οποίο έχω ξαναμιλήσει. Δεν είναι είναι περίεργο που θα ξαναμιλήσω γι’ αυτό μιας και είναι ένα αξιόλογο ιστολόγιο, ο λόγος για το ιστολόγιο της Ρεγγίνας. Τότε είχα γράψει: της αρέσουν πολλοί οι συμβολισμοί, οι συμβολικές πράξεις και σκέψεις αλλά όχι όλες. Εκείνες που κρύβουν ένα πραγματικό νόημα, βαθύ και αληθινό, που μιλάει στην καρδιά. Δεν έχει αλλάξει, ακόμα έτσι είναι.
Είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει τα βαθύτερα νοήματα και τις αιώνιες αλήθειες, σκέφτεται πολύ, συλλογίζεται και κρίνει, πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις και όλο αυτό τον τρόπο να βλέπει τον κόσμο και τη ζωή τον πέρασε και στο ιστολόγιό της μέσα από τα κείμενα που γράφει.
Έχει ακριβώς τέσσερα χρόνια που ξεκίνησε το ιστολόγιό της με τον νοσταλγικό, ρομαντικό τίτλο Δίκτυα Από Παλιά Δαντέλα. Ο ρομαντισμός και η νοσταλγία είναι ένα ακόμα δυνατό της συναίσθημα ειδικά όταν έχει να κάνει με την ιδιαίτερη πατρίδα της που μας την έχει γνωρίσει μέσα από πλήθος αναρτήσεις με εκδηλώσεις ή με φωτογραφίες από τα ταξίδια που κάνει.
Την Ρεγγίνα και τα απλωμένα στον άνεμο Δίκτυα Από Παλιά Δαντέλα (όπως λέει και εκείνη) θα τα βρείτε εδώ: http://anemondixtia.blogspot.com/