Στις Θάλασσες Του Κόσμου 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

-Που είναι η Μέγκαν; Αμάν αυτό το κορίτσι! Που χάθηκε;
Η Μάργκαρετ Άσκουιθ χαμογέλασε με την έκρηξη της μεγαλύτερης κόρης της προς τη μικρότερη. Αλλά εκείνη δεν αναρωτιόταν, φανταζόταν που θα ήταν η μικρή της κόρη, όπως ήξερε και το ποιος θα την έβρισκε. Μπορούσε λοιπόν να μη διακόψει τις ετοιμασίες.
Κοίταξε γύρω της. Αυτό το σπίτι το αγαπούσε, ήταν αυτό στο οποίο είχε έρθει σαν νεόνυμφη, σχεδόν τριάντα χρόνια πριν και εδώ είχε ζήσει όλα της τα χρόνια σαν σύζυγος, εδώ είχαν γεννηθεί οι κόρες της. Αλλά θα έπρεπε να φύγουν, το επίδομα που είχε εγκριθεί για εκείνη μετά το θάνατο του συζύγου της δεν αρκούσε για να ζήσουν, γι' αυτό θα πήγαιναν στην Νέα Ζηλανδία όπου ένας θείος της που είχε φύγει με τον Κουκ, τριάντα χρόνια νωρίτερα, είχε μια αγροικία μαζί με ένα αγρόκτημα που μαζί με το επίδομα θα κατάφερνε να τους συντηρήσει.
Κοίταξε το μεγάλο χωλ, δίπλα στην πόρτα βρίσκονταν τέσσερα μπαούλα, ένα της κάθε μιας τους. Είχαν πάρει μαζί τους ρούχα και ό,τι άλλο η κάθε μια είχε κρίνει πως δεν μπορούσε να αποχωριστεί με τον περιορισμό να μην έχουν περισσότερες από μια αποσκευές. Καμία δεν θα άφηνε πίσω κάτι αγαπημένο μιας και δεν ήξεραν αν ή πότε θα επέστρεφαν στο σπίτι.
Μια άμαξα ακούστηκε να σταματάει απέξω. Έπρεπε να φύγουν. Πλησίασε στην πόρτα και την άνοιξε. Ο αμαξάς, ένας ψηλός και γεροδεμένος άνδρας είχε ήδη κατέβει από τη θέση του. Η Μάργκαρετ του έδειξε τα μπαούλα και τον παρακάλεσε να τα φορτώσει στην άμαξα. Εκείνη πήγε να ειδοποιήσει τις κόρες της.
Όπως το είχε φανταστεί η Ελεωνόρ βρισκόταν στο δωμάτιό της. Ήταν καθισμένη στο κρεβάτι της πάνω από το άσπρο σεντόνι που το σκέπαζε και κοίταζε χωρίς πραγματικά να βλέπει τον απέναντι τοίχο.
Για εκείνη ήταν πιο δύσκολο να αφήσει το σπίτι τους, δεν ήταν ότι άφηνε πίσω φίλους ή κάποιο πρόσωπο που να σήμαινε πολλά για εκείνη. Απλά είχε ζήσει όλη την ως τώρα ζωή της μέσα στους χώρους του. Μετά την στοιχειώδη εκπαίδευση δεν είχε επιζητήσει να προχωρήσει και είχε επιστρέψει στο σπίτι για να τακτοποιηθεί σε μια ήσυχη μετρημένη ζωή. Δεν είχε ποτέ επιζητήσει τίποτα άλλο και δεν είχε κάνει οικογένεια αντίθετα με την αδερφή της, την Κάθρην, που έδειχνε από μικρή ότι θα αγαπούσε κάποιον και θα δημιουργούσε οικογένεια στην οποία θα αφοσιωνόταν ολόψυχα.
-Ελεωνόρ....
Η κοπέλα την κοίταξε. Στα μάτια της φαινόταν η θλίψη της για την αναχώρησή της από το σπίτι.
-Είμαστε έτοιμες να φύγουμε.
-Η Μέγκαν;
-Θα την βρει η Κέητ.
Η Ελεωνόρ ένευσε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Καθώς το έκανε χάιδεψε με το χέρι της την επιφάνειά του. Κάπως σαν να αποχαιρετύσε το σπίτι τους. Ακολούθησε τη μητέρα της στο χωλ. Ο αμαξάς που είχε μπει για να πάρει ένα από τα μπαούλα στάθηκε να τις κοιτάξει. Δεν ήταν περίεργο αυτό, η Ελεωνόρ ήταν μια όμορφη κοπέλα με λεπτό αέρινο σώμα, πλούσια μακριά μαλλιά και δέρμα στο χρώμα της ζάχαρης.

Η Κάθρην Άσκουιθ έμοιαζε αρκετά με την μεγαλύτερη αδερφή της. Είχε και εκείνη μακριά μαλλιά αλλά τα δικά της ήταν ξανθά και όχι καστανά και το σώμα της ήταν λίγο πιο γεμάτο από της Ελεωνόρ. Δεν έμοιαζαν ωστόσο καθόλου στο χαρακτήρα. Η Κάθρην ήταν πιο εξωστρεφής και έδειχνε πολύ περισσότερο μια διάθεση να γνωρίσει τον κόσμο όσο η αδερφή της έδειχνε να τον αποστρέφεται. Χάρη σε αυτήν την επιθυμία της καταλάβαινε καλύτερα τους άλλους. Και η Μέγκαν δεν αποτελούσε εξαίρεση. Την καταλάβαινε πολύ καλά και ήξερε που να ψάξει για να τη βρει.
Μπήκε στη βιβλιοθήκη και κοντοστάθηκε. Η μεγάλη υδρόγειος σφαίρα στη γωνιά του δωματίου κοντά στο παράθυρο ήταν ξεσκέπαστη και κάποιος είχε γύρίσει την πλευρά που εικόνιζε την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Παρατήρησε την μεγάλη ήπειρο χαρτογραφημένη στα παράλια και μόνο ασαφώς περιγεγραμμένη στην ενδοχώρα. Θα ζούσαν σε έναν πρωτόγνωρο νέο κόσμο και αυτό της κέντριζε το ενδιαφέρον. Όχι βέβαια όσο στη Μέγκαν. Εκείνη είχε αποδεκτεί αμέσως και χωρίς καμία λύπη την ιδέα της μετακόμισης στην άλλη άκρη του κόσμου και είχε πιάσει να διαβάζει βιβλία και να μελετάει χάρτες για το μέρος που θα πήγαιναν,  κάτι που έκανε ακόμα και τώρα.
-Έλα Μέγκ, ήρθε η ώρα, είπε στο κορίτσι που καθισμένο στο χαλί διάβαζε από ένα μεγάλο βιβλίο που είχε ανοιγμένο μπροστά του.
-Ήρθε η άμαξα;
-Ναι, ήρθε.
-Πολύ ωραία!
Η Μέγκαν Άσκουιθ σηκώθηκε από το χαλί, πήρε το βιβλίο και το μετέφερε σε μια βιβλιοθήκη, παραμέρισε το σεντόνι που την κάλυπτε και το έβαλε στη θέση του. Ύστερα έτρεξε στην υδρόγειο σφαίρα. Τη γύρισε για να βρει την Αγγλία και μετά την ξαναγύρισε δείχνοντας στην αδερφή της το ταξίδι που θα έκαναν.
-Μας περιμένουν, είπε η Κάθρην απαλά.
-Ω ναι!
Η Μέγκαν πήρε από το πάτωμα ένα σεντόνι και σκέπασε την υδρόγειο, μετά ακολούθησε την αδερφή της έξω στο διάδρομο. Η μικρότερη κόρη της οικογένειας είχε μακριά καστανά μαλλιά πιασμένα σε μια κοτσίδα και ένα πολύ γλυκό πρόσωπο.
Στο χωλ ο αμαξάς είχε τελειώσει με την μεταφορά των αποσκευών και η Ελεωνόρ είχε ήδη επιβιβαστεί στην άμαξα. Οι δυο αδερφές της την ακολούθησαν και τελευταία βγήκε η Μάργκαρετ που έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε.
Η άμαξα ξεκίνησε. Η Μάργκαρετ με την Κάθρην κάθονταν κοιτώντας προς την φορά που κινείτο η άμαξα, η Ελεωόρ με την Μέγκαν αντίθετα. Ήταν προφανές γιατί είχε διαλέξει αυτή τη θέση η Ελεωνόρ. Ήθελε να βλέπει το σπίτι που άφηναν πίσω για όσο περισσότερο αυτό θα ήταν δυνατό. Όταν το έχασε πια από τα μάτια της τα έκλεισε και έγειρε πίσω.
Ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό της.

-Οκτώ χιλιάδες τερακόσια κιλά γαλέτα, τέσσερις χιλιάδες οκτακόσια παστού βοδινού και άλλα τόσα χοιρινού, δυο χιλιάδες τετρακόσια κιλά μπιζέλια, δυο χιλιάδες τετρακόσια κιλά κουάκερ, τετρακόσια κιλά βούτυρο, τετρακόσια κιλά ζάχαρη, αλάτι, εξακόσια κιλά αλεύρι.
Ο Μάικ Γκόρντον άκουσε τον αποθηκάριο του πλοίου να απαριθμεί τα εφόδια που είχαν φορτώσει επαληθεύοντάς τα από έναν κατάλογο που είχε στα χέρια του. Αν και κανονικά ήταν πλοηγός εκτελούσε πολλές φορές χρέη υπάρχου στο πλοίο αν ο πλωτάρχης Γιάροου απουσίαζε.
-Φαρμακευτικές προμήθειες;
-Φάρμακα, επίδεσμοί και όλα τα άλλα υλικά είναι εντάξει, είπε ο γιατρός.
-Πυρομαχικά;
-Ο αρχιπυροβολητής ανέφερε πλήρη εφοδιασμό για τα πυροβόλα και ο λοχαγός Κάμπελ ανέφερε ότι εφοδιαστήκαμε επαρκώς σε ατομικό οπλισμό και πυρομαχικά.
-Είμαστε έτοιμοι λοιπόν. Ο πλοίαρχος που είναι;
-Στο ναυαρχείο, ο ναύαρχος θα τον κάλεσε να του ενεχειρίσει διαταγές για μια περιπολία στη Βόρεια Θάλασσα και στο Σκαγεράκη.
-Πονηρή αλεπού, είπε ο Μάικ με ένα χαμόγελο, παραπλανητικές κινήσεις λοιπόν. Φοβάται ότι έχουμε κατασκόπους του Βοναπάρτη. Να είμαστε έτοιμοι για απόπλου.
-Περιμένουμε και επιβάτες, δεν είναι έτσι;
-Έτσι είναι Νικ, και σας θέλω ιπποτικούς με τις κυρίες.
-Μάλιστα σερ!
-Κόφτο Νικ! Έχουμε τίποτα άλλο;
-Ο Πητ είπε ότι του έταξες βοηθό.
Πριν προλάβει να απαντήσει ο Μάικ είδε την Αντέλα να πλησιάζει τρέχοντας στην προβλήτα που ήταν αγκυροβολημένο το Ανίκητος. Κατέβηκε την ξύλινη ράμπα ως την προβλήτα και στάθηκε καθώς το κορίτσι έφτανε ξέπνοο.
-Η Σάρα, είπε ασθμαίνοντας, την πήγαν στο δικαστήριο.
-Ηρέμησε, είπε ο Μάικ, και πες μου τι έγινε.
Η Αντέλα πήρε μερικές λαχανιασμένες ανάσες πριν ξαναμιλήσει. Η Σάρα δικαζόταν σαν κλέφτρα, μπορεί το θέμα με τη γκινέα να είχε λήξει αλλά η Μαίρη την είχε παγιδεύσει. Της είχε χαρίσει ένα σάλι σαν δείγμα συγνώμης που την είχε αδικήσει και μετά την είχε κατηγορήσει ότι το είχε κλέψει.
Ο Μάικ στάθηκε για μια στιγμή ακίνητος, βυθισμένος σε σκέψη. Μετά στράφηκε στον συνομιλητή του που τον είχα ακολουθήσει από το κατάστρωμα στην προκυμαία.
-Νίκ, θα πάρεις την Αντέλα από' δω υπό την προστασία σου και δεν θα αφήσεις κανέναν να την βλάψει. Είναι δική μου διαταγή αν ρωτήσει κανείς.
-Μάλιστα, είπε εκείνος με ένα κατεργάρικο χαμόγελο και στράφηκε στην κοπέλα. Ακολουθείστε με δεσποινίς.
-Ρόμπερτ! φώναξε ο Μάικ.
-Πες το! απάντησε ένας ψηλός ξανθός άνδρας από τη γέφυρα του πλοίου.
-Θα πάω μια βόλτα, ενδιαφέρεσαι; Προβλέπονται φασαρίες.
-Που πας;
-Στο Old Bailey, πάω να σταματήσω μια δίκη.
-Ενδιαφέρον, είπε ο άνδρας και κατέβηκε από τη γέφυρα στο κατάστρωμα με ένα σάλτο.
Ο Μάικ στράφηκε στον Αζίζ που είχε ακούσει και κατέβαινε από το πλοίο με το γιαταγάνι περασμένο στην φαρδιά ζώνη του.
-Θα έρθεις μαζί; ρώτησε.
-Φυσικά, είπε ο Άραβας, και στο δικαστήριο και στο ταξίδι, ούτως ή άλλως ο λόρδος Κίνκαιηντ μου διευκρίνισε ότι οι διαπραγματεύσεις θα αργήσουν να ξεκινήσουν, δεν έχει νόημα λοιπόν να παραμένω εδώ.
-Ωραία, θα διδάξεις στους δοκίμους αστρονομία αν θες.
-Θα ήταν ενδιαφέρον. Εσύ θα τους αναλάβεις;
-Ναι, απάντησε ο Μάικ, καθώς έπαιρναν το δρόμο για τα δικαστήρια. Ο Τζέημς με ενημέρωσε το πρωί και ήδη μεταφέρθηκα στο θάλαμο των δοκίμων οι οποίοι θα είναι δώδεκα σε αυτό το ταξίδι.
Ο Αζίζ ένευσε και καθώς ακολουθούσε τον Μάικ έφερε τη συζήτηση στο θέμα που πήγαιναν να διευθετήσουν.
-Πως σκοπεύεις να αποδείξεις την παγίδα; Μια μάρτυς ίσον καμία μάρτυς και εσύ δεν την πήρες καν μαζί σου. Τι θα κάνεις;
-Αν δεν μπορέσω να αποδέιξω την αθωότητά της θα επικαλεστώ το νόμο περί ναυτολόγησης. Είμαστε σε πόλεμο και θα πιάσει.

Φτάσανε στα δικαστήρια συνοδευόμενοι από τον Ρόμπερτ Μπόουεν, τον πηδαλιούχο του Ανίκητος και μερικούς ακόμα άνδρες οπλισμένους. Στην μεγαλοπρεπή είσοδο του δικαστικού μεγάρου ο Μάικ χαιρέτησε τους δυο αστυνομικούς φύλακες και τους έδειξε τα διαπιστευτήριά του. Εκείνοι χαιρέτησαν με σεβασμό και ο ένας φώναξε έναν κλητήρα για να τον οδηγήσει στην αίθουσα που ήθελε.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου