Αποφάσεις Ζωής 4

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο Μιχάλης άφησε την εκτύπωση που κοιτούσε και έβγαλε τα γυαλιά του. Έτριψε τα μάτια του και έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του. Η ώρα ήταν πολύ περασμένη από τα μεσάνυχτα και είχε αρχίσει να νιώθει την κούραση. Είχε περάσει τις τελευταίες ώρες μελετώντας τα δεδομένα του προηγουμένου Ιουλίου. Για να μπορεί να κάνει πάνω σημειώσεις και υπολογισμούς δεν είχε πάρει τα επίσημα λογιστικά βιβλία αλλά είχε κάνει πρόχειρες εκτυπώσεις με τις οποίες δούλευε.
Ο Ιούλιος ήταν ένας μήνας στον οποίο είχαν πραγματοποιηθεί τα αναμενομενα κέρδη λίγο πολύ. Δεν είχε βρει κάτι παράξενο. Τα κέρδη είχαν πέσει από τον προηγούμενο μήνα αλλά αυτό δεν ήταν στοιχείο, μπορούσε κάλλιστα να συμβεί. Οι καλοκαιρινοί μήνες σε ένα νοσοκομείο είναι μικρότερης κίνησης ούτως ή άλλως οι περισσότεροι πάνε διακοπες και μόνο επείγοντα θέματα αντιμετωπίζονται.
Ο Μιχάλης σηκώθηκε από την πολυθρόνα και πήγε ως το σκοεινό χώρο του λογιστηρίου που τον φώτιζε μόνο η ανταύγεια από τον screen saver της οθόνης του υπολογιστή της Τζάνις που χρησιμοποιούσε εκείνος. Πήγε και τον έκλεισε και στάθηκε σκεφτικός στο σκοτάδι. Κάτι πήγαινε στραβά αλλά τι;
Πήρε μια βαθιά ανάσα και μετά κοίταξε το ρολόι του. Ήταν πλέον καλή ώρα για να ξυπνήσει τον Αλέξανδρο. Δεν ήταν νωρίς το πρωί πια στην Ευρώπη.
-Ναι; μια οικεία γυναικεία φωνή απάντησε στην κλήση.
-Νιόβη;
-Ναι εγώ είμαι, εσύ ποιος είσαι;
-Ένας παλιός φίλος.
-Μιχάλη! Πως είσαι;
-Μια χαρά. Εσύ;
-Καλά είμαι μόλις τελείωσα τα γυρίσματα μιας νέας ταινίας. Θες τον αδερφό μου ε;
-Ναι, κοιμάται ακόμα;
-Μπα όχι, κάνει μπάνιο. Πριν καμιά ώρα γύρισε..... Α, να τος.
Ο Μιχάλης άκουσε μια μικρή συζήτηση μακριά από το τηλέφωνο και μετά την ανήσυχη φωνή του Αλέξανδρου.
-Γιατί δεν κοιμάσαι τέτοια ώρα; Έγινε κάτι;
Ο Μιχάλης διηγήθηκε τα καθέκαστα της ημέρας στον Αλέξανδρο που τον άκουσε με προσοχή.
-Κάτι ετοιμάζει αυτή, δεν έχεις άδικο. Να προσέχεις.
-Φυσικά.
-Με το άλλο θέμα;
-Ακόμα δεν βρήκα κάτι περίεργο. Αλλά σίγουρα υπάρχει. Θα το βρω.
-Περιμένω πως και πως, είπε ο Αλέξανδρος.
-Εσύ γιατί δεν κοιμήθηκες τη νύχτα; Που γύρναγες;
-Α ξέρεις, τα συνηθισμένα, συνάντησα μια παλιά φίλη και είπαμε να το γιορτάσουμε.
-Είσαι αδιόρθωτος, είπε ο Μιχάλης. Θα τα ξαναπούμε.
Έκλεισε το τηλέφωνο και το έβαλε στην τσέπη του. Χαμογέλασε, ο φίλος του δεν θα άλλαζε ποτέ.
Χρειαζόταν έναν καφέ αλλά αποφάσισε να μην τον παραγγείλει, καλύτερα να πήγαινε εκεί. Του χρειαζόταν να περπατάει, η ακινησία ήταν το ίδιο επικίνδυνη όσο και η κίνηση για την κατάσταση που αντιμετώπιζε. Μιας και δεν πονούσε δεν πήρε αυτή τη φορά το μπαστούνι του καθώς άφηνε το λογιστήριο και έβγαινε στο μεγάλο φουαγιέ.
Μια σχεδόν απόλυτη ησυχία βασίλευε τέτοια ώρα οπώς πήγαινε στον ανελκυστήρα. Ανέβηκε στον πρώτο όπου υπήρχε μια μικρή καφετέρια, κυρίως για τους συνοδούς ασθενών που έμεναν και νύχτα στο νοσοκομείο. Μπήκε στην καφετέρια και παρήγγειλε έναν καφέ φίλτρου, τα υπόλοιπα τα είχε μάθει ήδη η νεαρή μιγάδα πίσω από τον πάγκο, γάλα και πολλή ζάχαρη. Μόλις ο καφές ήταν έτοιμος τον πήρε και προχώρησε σε ένα μικρό σαλονάκι πιο πέρα στην άκρη του ορόφου χωρίς να κάνει τον κόπο να ανάψει τα φώτα. Κοίταξε έξω τον έναστρο ουρανό.
Ήταν ένα θέαμα που του άρεσε, πάντα του έφερνε γαλήνη. Χάθηκε στις σκέψεις του ως τη στιγμή που βήματα λίγο πιο πίσω τον έκαναν να στραφεί. Παρά το σκοτάδι, που διαλυόταν μόνο από όσο φως έφτανε ως εδώ από την καφετέρια, αναγνώρισε την Κριστίν. Η κοπέλα δεν τον είχε δει ως που κινήθηκε και σταμάτησε ξαφνιασμένη.
-Συγνώμη, είπε, δεν ήθελα να ενοχλήσω.
-Παρακαλώ, απάντησε ο Μιχάλης, κάθισε.
Η κοπέλα το έκανε και ακούμπησε σε ένα τραπεζάκι δίπλα της το ποτήρι που κρατούσε, ήταν ένα ψηλό ποτήρι άρα γρανίτα ή σοκολάτα.
-Κρύα σοκολάτα, είπε η κοπέλα μαντεύοντας τις σκέψεις του.
-Συγνώμη για την αδιακρισία, είπε ο Μιχάλης νιώθοντας αμήχανα που η κοπέλα είχε καταλάβει τι κοιτούσε και τι σκεφτόταν.
-Σιγά την αδιακρισία, είπε η κοπέλα γελώντας.
Είχε ένα πολύ όμορφο γέλιο, δροσερό σαν βουνίσια πηγή και το ίδιο καθαρό και κρυστάλλινο. Του άρεσε.
-Δεν περίμενα να βρω κάποιον άλλο εδώ, είπε στην κοπέλα.
-Έρχομαι πολλές φορές εδώ.
-Είναι ωραία.
-Πολλές φορές κάθομαι εδώ σε μια πολυθρόνα και διαβάζω, είπε η κοπέλα. Αλλά σήμερα δεν έχω βιβλία μαζί μου, έγινε απροσδόκητα η εισαγωγή μου στο νοσοκομείο. Θα μου φέρει αύριο η μητέρα μου.
-Τι βιβλία διαβάζεις;
-Διαβάζω τα πάντα αλλά η μεγάλη μου αγάπη είναι τα αστυνομικά.
-Αστυνομικά, είπε ο Μιχάλης, σου αρέσει η Ρουθ Ρέντελ;
-Πολύ! από τις πιο αγαπημένες μου συγγραφείς.
-Τότε μπορώ να σε βοηθήσω και' γω, είπε ο Μιχάλης, μόλις τελειώσα τον Άρχοντα του Βάλτου. Το έχεις διαβάσει;
-Όχι.
-Να στο δανείσω τότε.
-Ευχαριστώ, πολύ ευγενικό εκ μέρους σου. Σου αρέσει η Ρέντελ;
-Ναι, αρκετά, παρότι είνα κυρίως ψυχολογικά τα κίνητρα των εγκλημάτων που περιγράφει.
-Εμένα μου αρέσει όπως ψυχογραφεί τους χαρακτήρες.....
Είχανε μιλήσει για αρκετή ώρα, κυρίως για βιβλία και συγγραφείς, όταν η κοπέλα είπε:
-Είναι πια ώρα να πάω να κοιμηθώ. Ευχαριστώ πολύ για την παρέα, καληνύχτα.
-Καληνύχτα, απάντησε ο Μιχάλης, καλή ξεκούραση.
Η κοπέλα έφυγε και έμεινε και πάλι μόνος. Όχι τελείως μόνος, τον συντρόφευε το άρωμά της από άνθη λεμονιού.

Ήταν σχεδόν μεσημέρι όταν συνειδητοποίησε ότι παρότι ήταν πάνω από ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο ξύπνιος δεν ένιωθε ιδιαίτερα κουρασμένος. Τις ώρες που κανονικά θα κοιμόταν τις είχε περάσει κυρίως με τη συντροφιά μιας άγνωστης κοπέλας. Σχεδόν άγνωστης, παρατήρησε στον εαυτό του. Αλλά ήταν σαν να τον είχε βοηθήσει αυτό το ευχάριστο διάλειμμα να ξεχάσει την κούραση.
Καθώς θυμήθηκε την Κριστίν και τη συζήτησή τους θυμήθηκε και αυτό που της είχε υποσχεθεί. Σηκώθηκε και πέρασε στο δωμάτιο που κοιμόταν. Πήρε το βιβλίο που είχε υποσχεθεί πάνω από μια στοίβα με άλλα βιβλία και προχώρησε πάλι στο λογιστήριο.
-Πάω λίγο να ξεμουδιάσω, είπε.
Αυτή τη φορά ήταν σίγουρος η Φαίη άκουσε με μεγάλη προσοχή τα λόγια του. Δεν το έδειξε, συνέχισε να κοιτάζει την οθόνη του υπολογιστή μπροστά της αλλά δεν ακουμπούσε καν το πληκτρολόγιο, άρα δεν δούλευε. Όχι ότι ήταν κρυφό πως θα έβγαινε έξω, το είχε πει εις επήκοων όλων αλλά γιατί εκείνη ενδιαφερόταν τόσο για τις κινήσεις του; Τις μετέδιδε; Και αν ναι σε ποιον; Στην Καρς; Ή υπήρχαν και άλλοι παίχτες στο παιχνίδι που ο ίδιος δεν γνώριζε ακόμη;
Πολλά αναπάντητα ερωτήματα και αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Προχώρησε στον ανελκυστήρα. Πίεσε το κουμπί για τον τέταρτο και κοίταξε το βιβλίο στα χέρια του. Δεν είχε πει και ψέμματα, όντως πήγαινε να δώσει το βιβλίο στην Κριστίν και θα επέστρεφε στη δουλειά του. Το κουδούνισμα του ανελκυστήρα καθώς σταματούσε στον τέταρτο τον απέσπασε από τις σκέψεις του. Βγήκε από το θαλαμίσκο και σταμάτησε για μια στιγμή να προσανατολιστεί, ύστερα κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο 407.
Ήταν ένα μονόκλινο δωμάτιο όπως διαπίστωσε όταν έφτασε σε αυτό. Όπως όλα τα μονόκλινα διέθετε πέρα από το κρεβάτι μια ντουλάπα, μια μικρή πολυθρόνα και μια ακόμα καρέκλα. Η Κριστίν ήταν στο κρεβάτι αλλά σε καθιστή θέση, σκεπασμένη με το σεντόνι ως τη μέση. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο αλλά ακούγοντας τα βήματά του στράφηκε.
-Καλημέρα, είπε ο Μιχάλης.
-Καλημέρα, είπε η κοπέλα.
-Έφερα το βιβλίο που λέγαμε, τον Άρχοντα του Βάλτου.
-Ευχαριστώ, είπε η Κριστίν με ένα χαμόγελο. Η μητέρα μου καθυστέρησε, πέσανε σε κυκλοφοριακό χάος εξαιτίας ενός τροχαίου.
-Ελπίζω να ξεμπερδεύσουν γρήγορα, είπε ο Μιχάλης. Ορίστε κάτι να σου κρατήσει παρέα ως που να έρθουν.
-Ευχαριστώ και πάλι. Κάθισε.
-Δυστυχώς πρέπει να επιστρέψω στη δουλειά μου. Κάποια άλλη φορά, καλή ανάγνωση.
Ο Μιχάλης επέστρεψε στον ανελκυστήρα. Η πόρτα μπροστά του άνοιξε και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την Καρς. Μπήκε στο θαλαμίσκο ενώ εκείνη γύριζε να του μιλήσει.
-Έκανες βόλτα;
-Ήθελα λίγο τον Άλφρεντ.
-Γιατί;
-Α αυτό είναι απόρρητο.
-Απόρρητο; έφτυσε την λέξη η Μάρθα Καρς κοιτώντας τον με μισόκλειστα μάτια.
-Ναι, απόρρητο, είπε με άνεση ο Μιχάλης, όπως το απόρρητο γιατρού με ασθενή.
Καθώς ο θαλαμίσκος έφτανε στο ισόγειο ο Μιχάλης προχώρησε να βγει. Η Καρς έκανε το ίδιο επίτηδες φέρνοντας το σώμα της σε επαφή με το δικό του. Το υπονοούμενο ήταν ξεκάθαρο αλλά εκείνος το αγνόησε όπως είχε ήδη αγνοήσει το αβυσσαλέο της ντεκολτέ.
Προχώρησε στο λογιστήριο όπου βρήκε εκτός από τις τρεις υπαλλήλους και μια ακόμα κοπέλα. Εκείνη τον κοίταξε και του χάρισε ένα ντροπαλό χαμόγελο. Της το ανταπέδωσε και πέρασε στο γραφείο του όπου τον ακολούθησε η Τζάνις.
-Η κοπέλα που είναι έξω περιμένει εσένα, είπε ότι της είπαν να απευθυνθεί σε εσένα για το πρόγραμμα εθελοντών.
-Ναι, ξέρω την περίπτωση. Τα χαρτιά της είναι έτοιμα;
-Ναι.
-Ωραία στείλε τη μέσα. Αλλά πριν από αυτό... Τζάνις όσο έλειπα η Φαίη ήταν στο γραφείο της;
-Ναι.
-Μίλησε καθόλου στο τηλέφωνο; Σταθερό ή κινητό;      
-Όχι, δεν μίλησε στο τηλέφωνο, ούτε καν σε' μας.
Αλλά είχε ωστόσο ειδοποιήσει την Καρς. Δεν μπορεί να είχε απλά βγει βόλτα εκείνη την κατάλληλη στιγμή για να πέσει πάνω του. Και κάποιος άλλος την είχε πληροφορήσει για τον όροφο στον οποίο βρισκόταν. Χαμογέλασε, τώρα η Καρς θα αναρωτιόταν σίγουρα για το ποιος ήταν ο λόγος της επίσκεψής του στον τέταρτο όροφο. Ας αναρωτιόταν.
Η κοπέλα που είχε δει στο λογιστήριο μπήκε στο γραφείο. Ήταν μια όμορφη έφηβη με καστανά μαλλιά που έφταναν ως την πλάτη της και καστανά μάτια. Πλησίασε δειλά το γραφείο.
-Είσαι η Μάριαν σωστά;
-Ναι, είπε η κοπέλα.
-Μου μίλησε η μητέρα σου. Καλώς ήρθες.
-Ευχαριστώ.
-Τι σπουδάζεις;
-Βρεφονηπιοκόμος. Αγαπώ πολύ τα παιδιά. Είναι τόσο αθώα και τόσο αυθόρμητα, αγαπάνε χωρίς όρους και αληθινά.
Το πρόσωπό της είχε φωτιστεί καθώς μιλούσε για τα παιδιά, ήταν φανερό πόσο αγαπούσε αυτό που σπούδαζε και με το οποίο ήθελε να ασχοληθεί. Ο Μιχάλης υπέγραψε τα χαρτιά και μετά είπε:
-Έχουμε αρκετά παιδιά εδώ, άρρωστα που παραμένουν αρκετά στο νοσοκομείο. Σίγουρα θα μπορείς να βοηθήσεις. Θα απευθυνθείς στη μητέρα σου και θα σου πει τι να κάνεις.
-Ευχαριστώ.
Η κοπέλα βγήκε από το γραφείο και ο Μιχάλης επέστρεψε στη δουλειά του.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου