Μυστικά 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Πρώτο

Το μεγάλο φορτηγάκι βαν ανέβαινε άνετα τον ορεινό δρόμο μέσα στο συννεφιασμένο πρωινό, ο οδηγός σφύριζε στο ρυθμό του Shes got the look των Roxette. Ο άνδρας στη θέση του συνοδηγού έδειχνε να απολαμβάνει τη διαδρομή συνοδεία μουσικής. Κοιτούσε τα ορεινά τοπία που εναλλάσσονταν το ένα το άλλο καθώς σκαρφάλωναν στην βορειοανατολική και πιο αραιοκατοικημένη πλευρά του όρους Μιτσικέλι.
Ο οδηγός έριξε μια λοξή ματιά στον άνδρα δίπλα του και μετά είπε ενώ έστρεφε το βλέμμα του και πάλι στο δρόμο:
-Από όλα τα οχήματα που έχει αυτή η αποστολή διάλεξες το βαν για να ταξιδέψεις.
-Η αρχική μου σκέψη ήταν να πάρω αεροπλάνο για τα Ιωάννινα και από εκεί να έρθω οδικώς αλλά λίγο η απεργία των ταξί, λίγο γενικά ότι ήταν προβληματικό στο ωράριο αυτό το σχέδιο αναγκάστηκα να το αφήσω. Διάλεξα ένα αυτοκίνητο που να μπορώ να απλώσω τα πόδια μου αν μη τι άλλο.
Πράγματι όπως μπορούσε να δει ο οδηγός τα είχε απλωμένα και ανάμεσά τους είχε στερεωμένο ένα μπαστούνι με περίτεχνη λαβή. Πήρε ένα κύπελλο που είχε στερεωμένο στην ειδική υποδοχή ανάμεσα στα καθίσματα και ήπιε.
-Καφές;
-Σοκολάτα, ήταν η απάντηση. Πόσο ψηλά είμαστε; Καταλαβαίνω τα αυτιά μου κάπως.
-Κοντά χίλια μέτρα, τα χίλια μέτρα είναι το υψόμετρο του χωριού.
Ο άνδρας στη θέση του συνοδηγού, ένευσε και ήπιε λίγη από τη σοκολάτα του.
Ήταν μέλη μιας αρχαιολογικής αποστολής, πήγαιναν στο χωριό Αρχάγγελος για να εξετάσουν την βυζαντινή εκκλησία του αγίου Νικολάου και το κοντινό παλαιό γεφύρι. Αποτελούνταν από δύο καθηγητές με τους βοηθούς τους και μερικούς προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές καθώς και κάποιους τεχνικούς.
Ένα χωριό φάνηκε μπροστά τους μέσα στην πρωινή καταχνιά.
-Ο Αρχάγγελος, είπε ο οδηγός, εκεί πάμε.

-Έλα αγόρι μου, είναι ώρα να σηκωθείς.
Η Φωτεινή Φούμη, ξεκίνησε να ξυπνάει τον γιο της προσπαθώντας να αγνοήσει την αφίσα στον τοίχο που έδειχνε μια ημίγυμνη νεαρή να πλένει το καπό μιας αστραφτερής κατακόκκινης πόρσε. Της δημιουργούσε πάντα μια αίσθηση αποστροφής ενώ εκείνη πάνω από το μαξιλάρι του δεν της έφερνε το ίδιο αίσθημα και ας ήταν η ίδια κοπέλα με ένα αγόρι κάτω από ένα τεράστιο ολόγιομο φεγγάρι που ασήμωνε τα νερά της λίμνης μέσα στην οποία στεκόταν το ζευγαράκι.
Ο Φίλιππος, αναδεύτηκε μέσα στα σκεπάσματα, αλλά δεν ξύπνησε. Η μητέρα του δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια. Άνοιξε το παράθυρο φωτίζοντας το δωμάτιο, αυτό είχε πάντα αποτέλεσμα. Ο Φίλιππος άνοιξε τα μάτια του και ανακάθισε.
Ήταν ένας μεγαλόσωμος έφηβος με πλατύ στέρνο και φαρδιά πλάτη. Ο αθλητισμός στο σχολείο και οι αγροτικές δουλειές το καλοκαίρι, είχαν σαν αποτέλεσμα ένα σώμα γεροδεμένο και μυώδες. Σύντομα θα το πρόσεχαν και οι κοπέλες αν δεν το πρόσεχαν ήδη. Αναρωτήθηκε, και όχι για πρώτη φορά, τι συμβουλές θα έπρεπε εκείνη να του δώσει. Αν θα έπρεπε καν να το κάνει.
Τον άφησε να ετοιμαστεί και βγήκε από το δωμάτιο. Έπρεπε να ξυπνήσει την Αγγελική, την μοναχοκόρη της, το δεύτερο παιδί της και μικρότερο. Εκείνη ξυπνούσε πολύ πιο εύκολα και μόλις είπε το όνομά της άνοιξε τα μάτια της. Αντίθετα με τον αδερφό της εκείνη ήταν πιο λεπτοκαμωμένη, σχεδόν αιθέρια. Είχαν τα ίδια χρώματα ωστόσο, μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια σε ένα σταρένιο δέρμα.
Η Αγγελική ανακάθισε και τεντώθηκε.
-Καλημέρα μαμά, είπε, τι καιρό κάνει έξω;
Η Φωτεινή κοίταξε έξω το συννεφιασμένο χωριό.
-Θα κάνει λίγο κρύο όπως είναι αναμενόμενο τέτοια εποχή αλλά δε θα βρέξει.
Η Αγγελική σηκώθηκε από το κρεβάτι της και πήγε στη ντουλάπα, την άνοιξε και άρχισε να βγάζει τα ρούχα που θα φορούσε.
-Ο Φίλιππος σηκώθηκε; ρώτησε.
-Ξύπνησε αλλά δε σηκώθηκε, πάω να δω κιόλας.
Η Φωτεινή άφησε την Αγγελική και πήγε να δει το γιο της, τον βρήκε ντυμένο και έτοιμο.
-Έτοιμος;
-Ναι, η μικρή;
Ο Φίλιππος έλεγε την αδερφή του μικρή από τότε που ήταν παιδιά παρά το ότι δεν είχαν ούτε δύο χρόνια διαφορά.

-Να σας σερβίρω το πρωινό κυρία;
Η Αδαμαντία Σκληρού ένευσε κοφτά καταφατικά. Καθισμένη στην κορυφή του τραπεζιού στην τραπεζαρία του αρχοντικού της παρακολούθησε την υπηρέτριά της, το δουλικό όπως λέγανε παλιότερα, να βάζει μπροστά της ένα πιάτο με αυγά μάτια και μπέικον, ένα ποτήρι χυμό και νερό. Ύστερα σέρβιρε και στις δύο κόρες της, καθισμένες δεξιά και αριστερά. Περίμεναν από εκείνη να αρχίσει να τρώει για να φάνε και αυτές.
Το πλούσιο πρωινό ήταν κάτι που είχε μάθει από τον μακαρίτη τον άνδρα της που με τη σειρά του το είχε μάθει από παραμονή στην Αγγλία. Το είχε διατηρήσει παρότι εκείνος είχε πάνω από δέκα χρόνια πια πεθαμένος. Όπως είχε πεθάνει και ο γιός τους, το καμάρι της. Και είχε μείνει με εκείνες. Κοίταξε τις κόρες της.
Η μικρότερη, η Μαρία, χαμήλωσε το βλέμμα καθώς συναντήθηκε με το δικό της. Αυτή ήταν εκείνη που της έμοιαζε εξωτερικά μα καθόλου σαν χαρακτήρας, ήταν δειλή και συνεσταλμένη, άχρωμη για να τραβήξει την προσοχή ενός άνδρα. Θα μαράζωνε μέσα στους τοίχους αυτού του σπιτιού. Όχι ότι είχε σημασία, ήταν στέρφα, δεν θα έκανε ποτέ παιδιά. Άχρηστη.
Το καμάρι της, ο Αλέξανδρος της, είχε πεθάνει αιφνίδια από μια μορφή επιθετικού καρκίνου που τον είχε σκοτώσει, νέο και πριν προλάβει να παντρευτεί. Έτσι τώρα η τεράστια περιουσία των Σκληρών θα κατέληγε ποιος ξέρει που αν δεν ερχόταν γρήγορα ένας διάδοχος, ένας που δεν θα ήταν κατ’ αίμα Σκληρός αλλά εκείνη θα τον έκανε έναν αληθινό διάδοχό της.
Αλλά πως θα τον αποκτούσε; Από ποια; Από τη στείρα που δεν μπορούσε να κάνει παιδιά ή την ατίθαση που δεν έλεγε να μείνει σταθερή σε μια σχέση; Το βλέμμα της πήγε στην άλλη κόρη της, την κοκκινομάλλα Ηρώ. Αυτή έμοιαζε στον μακαρίτη τον άνδρα της, μέσα και έξω, δυναμική και ανεξάρτητη, γλεντούσε τη ζωή της σαν άνδρας.
Η Ηρώ δεν χαμήλωσε το βλέμμα της όταν συνάντησε αυτό της μητέρας της. Δεν την φοβόταν και δε τη σεβόταν. Λυπούταν την αδερφή της που δεν θα μπορούσε ποτέ να εναντιωθεί στην τυραννική μητέρα της. Η ίδια δεν θα έμενε καν εδώ αν δεν ήταν το οικονομικό θέμα.
Η Αδαμαντία κοίταξε το ρολόι της.
-Έχεις να πας κάπου; είπε η Ηρώ.
-Όχι, έχω να ασχοληθώ όμως με την ιστορία αυτή με τους αρχαιολόγους.
-Δεν θα περίμενες να αγνοήσουν την ανακάλυψη για χάρη σου ε; ρώτησε η κόρη της σαρκαστικά.
-Γέλα εσύ, άμα πάρουν το οικόπεδο για αρχαιολογικό χώρο θα σου πω, ξέρεις τι αξία έχει;
-Καλά δε θα πέσουμε έξω, είπε η Ηρώ και έσκυψε να πιάσει την κανάτα με τον καφέ. Η ρόμπα της άνοιξε αποκαλύπτοντας γυμνό το πλούσιο στήθος της.
-Γιατί κυκλοφορείς σαν πουτανάκι; είπε αυστηρά.
-Δεν ήξερα να φοράω ταγιέρ για να φάω πρωινό, ήρθε η κοφτή απάντηση.
Τουλάχιστον αν κοιμόταν με κάποιον αξιόλογο και έπιανε παιδί, σκέφθηκε η Αδαμαντία, θα μπορούσε να είναι χρήσιμη. Ίσως θα έπρεπε να το σκεφθεί πιο επιστάμενα το θέμα τώρα που θα είχαν και τόσους ξένους μέσα στα πόδια τους.
-Ντυθείτε καλά, είπε, θα έρθετε μαζί μου.
-Μάλιστα μητέρα, είπε η Μαρία αν και η έκφρασή της πρόδιδε ότι άλλο πράγμα θα ήθελε να κάνει.
-Γιατί; είπε η Ηρώ επιθετικά.
-Έχω πολλές δουλειές, είπε η Αδαμαντία, καλό θα είναι να σας ξέρουν και εσάς. Βιαστείτε λοιπόν.

Η Άννα Διγέρη άνοιξε τα μάτια της με μια αίσθηση αποπροσανατολισμού. Δεν είχε κοιμηθεί στο κρεβάτι της. Έτριψε τα μάτια της και ανακάθισε. Καθώς ξυπνούσε για τα καλά θυμόταν τι είχε γίνει. Η μικρή της Αγγελική είχε κάνει πυρετό και εκείνη είχε περάσει τη νύχτα δίπλα στο κρεβάτι της και τελικά είχε αποκοιμηθεί ακουμπώντας στο κρεβάτι της κόρης της.
Η Αγγελική κοιμόταν, έβαλε το χέρι της στο μέτωπό της. Ήταν δροσερό, δεν είχε πυρετό λογικά. Ας μην πήγαινε ωστόσο σχολείο σήμερα. Και αύριο μέρα ήταν. Την σκέπασε καλά και βγήκε από το δωμάτιο. Στάθηκε για μια στιγμή στο διάδρομο να συνηθίσουν τα μάτια της στο φως. Ένα χέρι τυλίχθηκε στη μέση της και ένιωσε μια ανάσα στο λαιμό της.
-Ξέρεις τι θα ήθελα τώρα ε;
-Τι Ανδρέα μου; ρώτησε ήσυχα τον άνδρα της.
-Να σε πάρω εδώ χάμω, τώρα.
-Το παιδί…
-Κοιμάται το παιδί.
Βρέθηκε κολλημένη στον τοίχο με το μάγουλο να ακουμπάει την κρύα επιφάνειά του και με τον άνδρα της πίσω της να σηκώνει τη φούστα της βιαστικά. Το χέρι του τη χούφτωσε ανάμεσα στους μηρούς και μετά παραμέρισε το εσώρουχο. Βρέθηκε μέσα της τόσο απότομα που της έκοψε την ανάσα. Αυτό ήταν σύνηθες μαζί του, δεν υπήρχαν χάδια ή προπαρασκευή, μόνο ό,τι θα απολάμβανε αυτός. Έκλεισε τα μάτια της και περίμενε να περάσει. Ξαφνικά ο Ανδρέας τραβήχτηκε από μέσα της, αυτό ήταν παράξενο, δεν είχε ολοκληρώσει. Τα χέρια του μετατοπίστηκαν στη μέση της καλώντας τη να τη λυγίσει και μετά στην έπιασαν γερά πάνω από τους γοφούς. Την επόμενη στιγμή βυθίστηκε με βία ανάμεσα στους γλουτούς της, ο πόνος ήταν ένα καυτό κύμα που την κατάπιε και ούρλιαξε ενώ ο Ανδρέας τραβιόταν και βυθιζόταν ξανά μέσα της ορμητικά. Αν δεν την κρατούσε θα έπεφτε αλλά και πάλι το κεφάλι και το σώμα της βρήκαν στον τοίχο. Το βίαιο σπρώξιμο του άντρα της και μια κραυγή ευχαρίστησης σήμαναν το τέλος του μαρτυρίου μιας και τραβήχτηκε από τα σωθικά της. Δεν το είχε κάνει ξανά αυτό και ο αιφνιδιασμός είχε μεγαλώσει τον πόνο και το σοκ. Γλίστρησε στο πάτωμα και έμεινε εκεί ενώ λυγμοί την έπνιγαν αλλά δεν ήθελε να τους ελευθερώσει και να κλάψει, θα τον θύμωνε.
-Έλα, σήκω, έχουμε και δουλειές που είπες να ξεκουραστείς!
-Ναι Ανδρέα μου, είπε χαμηλόφωνα και σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

2 σχόλια:

Giannis Pit. είπε...

Α νάτο και το 1ο μέρος.....! τώρα το βρίσκω.
Σοκαριστικό....!!!! και ανάγλυφο μιας νοοτροπίας "άντρα" εποχής. Δοσμένο ωμά και όπως πρέπει για να έχει τον ρεαλισμό του.

Νυχτερινή Πένα είπε...

Ακόμα και στον εικοστό πρώτο αιώνα σε πολλά μέρη της επαρχίας ο άντρας είναι "άντρας" και έχει όλα τα δικαιώματα και τα πλεονεκτήματα.

Δημοσίευση σχολίου