Μυστικά 11

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο Έκτο

-Άννα!
Η Άννα Γαζή – Διγέρη βγήκε από το δωμάτιο της μικρής Αγγελικής.
-Ναι Ανδρέα μου, είπε ήσυχα φοβούμενη μην επισύρει την οργή του ή μην αποφασίσει πάλι να την κακοποιήσει.
-Πάω κάτω στο χωράφι να δω τι κάνουν τα ζώα και μετά θα πάω στο άλλο το μισιακό. Θα σου τηλεφωνήσω να μου φέρεις τα δεμάτια κάτω.
-Εντάξει, είπε η Άννα.
Ο Ανδρέας βγήκε και εκείνη συνέχισε τις δουλειές. Αυτό που είχε ζητήσει ο άνδρας της δεν ήταν δύσκολο, πάντα τον βοηθούσε και με τις δουλειές των χωραφιών. Αναρωτιόταν πότε είχε αλλάξει και γιατί, είχε γίνει πιο βίαιος, πιο απότομος στα πάντα.
Αναστέναξε και πήγε να ετοιμάσει το πλυντήριο για αργότερα. Θα άφηνε να γυρίσουν από τα χωράφια που θα είχαν σίγουρα λερωμένα ρούχα.

Ο Μιχάλης χτύπησε την πόρτα του αρχοντικού της οικογένειας Σκληρού έτοιμος να αντιμετωπίσει την Αδαμαντία Σκληρού και τα σίγουρα δηκτικά σχόλιά της αλλά του άνοιξε η υπηρέτρια.
-Αναζητώ τον σερ Μαξιμίλιαν, της είπε τυπικά, νομίζω είναι εδώ.
Ήταν σίγουρος ότι εκεί θα ήταν αφού δεν ήταν στο δωμάτιό του και δεν ήταν και στην εκκλησία. Η υπηρέτρια τον κάλεσε να την ακολουθήσει και τον οδήγησε στην τραπεζαρία όπου η Ηρώ και ο Μαξιμίλιαν έπαιρναν πρωινό.
-Μιχάλη, είπε ο Μαξιμίλιαν, πως από δω;
-Έχουμε ένα πρόβλημα, είπε ο Μιχάλης, δεν ξέρω αν κοίταξες έξω από το παράθυρο αλλά ρίχνει χιόνι και σύμφωνα με την πρόβλεψη του καιρού οι επιλογές μας είναι δύο. Ή φεύγουμε τώρα ή ολοκληρώνουμε τις εργασίες μας και διακινδυνεύουμε να αποκλειστούμε εδώ.
Ο Μαξιμίλιαν το σκέφθηκε για μια στιγμή.
-Όχι, θα ολοκληρώσουμε την εργασία μας. Αν μετά δεν μπορέσουμε να φύγουμε θα μείνουμε, έχουμε για να πληρώσουμε τον ξενώνα αν μη τι άλλο.
Ο Μιχάλης χαμογέλασε, χαιρέτησε τον Μαξιμίλιαν και την Ηρώ και έφυγε.
-Περίεργος άνθρωπος, σχολίασε η κοκκινομάλλα κοπέλα.
-Είναι αφοσιωμένος σε αυτό που κάνει, ό,τι και αν είναι αυτό που κάνει κάθε φορά.
-Είναι μόνος ε;
-Ναι, είναι. Σε αυτό το θέμα δεν στάθηκε πολύ τυχερός στη ζωή του. Αντίθετα με τον υποφαινόμενο.
Έγειρε και τη φίλησε στα χείλη ενώ η Ηρώ συνειδητοποιούσε τι της είχε πει και μια θέρμη πήγασε από μέσα της που έβαψε τα μάγουλά της κόκκινα.

Ο Μιχάλης επέστρεψε στον ξενώνα και στο δωμάτιό του. Μπήκε και στάθηκε καθώς αντίκριζε την Μαρία ολόγυμνη να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι. Η κοπέλα έμεινε το ίδιο έκπληκτη και έψαξε να βρει κάτι να σκεπάσει τη γύμνια της αλλά μετά σταμάτησε.
-Δε θυμάμαι να γδύθηκα άρα εσύ με έγδυσες. Οπότε με έχεις δει ήδη γυμνή και είναι μάταιο τώρα να θέλω να κρυφτώ, είπε μελαγχολικά.
-Ναι, έπρεπε να σε ζεστάνω, είπε ο Μιχάλης και μετά χτύπησε το μέτωπο με το χέρι του. Και πήγα σπίτι σου! Έπρεπε να σκεφθώ να σου φέρω ρούχα. Τι βλακεία.
Η Μαρία γέλασε.
-Δεν πειράζει, θα τηλεφωνήσω στην Ηρώ να μου φέρει.
-Ως τότε σκεπάσου να μην κρυώσεις, είπε ο Μιχάλης και πήγε να καθίσει στο γραφείο.
Η Μαρία χώθηκε στο κρεβάτι πάλι.
-Να σε ρωτήσω κάτι; είπε.
-Τι; ρώτησε ο Μιχάλης κοιτώντας την οθόνη του λάπτοπ που είχε ανοιχτό μπροστά του.
-Κάναμε έρωτα;
-Όχι, είπε ξαφνιασμένος ο Μιχάλης, πως το σκέφθηκες αυτό;
-Θυμάμαι αμυδρά να μου τρίβεις τα πόδια και να αναρωτιέμαι αν θα ανέβεις πιο πάνω. Είχα νιώσει πάλι κάτι να… πώς να το πω…
Η κοπέλα σταμάτησε και χαμογέλασε, αλλά ήταν ένα χαμόγελο πικρίας.
-Ακόμα και γυμνή στα χέρια ενός άνδρα…
-Θες να μου πεις τι έγινε και κατέληξες στο γεφύρι αλλόφρων;
Η Μαρία τον κοίταξε. Ντρεπόταν για το πώς είχε βρεθεί σε αυτήν την κατάσταση και το πώς εκείνη τη στιγμή είχε τόσο πολύ χαθεί στην αποδοκιμασία της μάνας της ώστε να μη σκέφτεται καθαρά. Αλλά ο άνδρας αυτός την είχε σώσει και από την αρχή της γνωριμίας τους της είχε φερθεί με εκτίμηση και αξιοπρέπεια.
-Χθες το βράδυ μετά το δείπνο ένιωθα τελείως παράξενα, αλλόκοτα…. δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. Ήμουν σε υπερδιέγερση και κατέληξα να χαϊδεύομαι.
Η Μαρία κοκκίνισε αλλά ο Μιχάλης την άκουγε χωρίς κανένα σχόλιο και πήρε το θάρρος να συνεχίσει.
-Ήταν τόσο ευχάριστη η αίσθηση που δεν μπορούσα να σταματήσω και έφτασα σε οργασμό. Μπορεί τεχνικά να μην είμαι αλλά στην πράξη είμαι παρθένα, ήταν μια αίσθηση που δεν είχα ξανανιώσει και δεν μπόρεσα να κρατηθώ, βόγκηξα. Με άκουσε η μητέρα μου και μπήκε. Με έβρισε και με έδιωξε από το σπίτι.
-Καλά σίγουρα την σόκαρες, είναι παλαιών αρχών και το βρήκε άκρως πρόστυχο αυτό που έκανες. Αλλά όχι να σε διώξει, έπρεπε να μιλήσετε.
-Μου είπε να πάω να χαθώ… Έτσι αποφάσισα να δώσω ένα τέλος. Αν δεν ήσουν εσύ θα ήμουν νεκρή.
-Χαίρομαι που ήμουν εκεί.
Η Μαρία πρόσεξε το χέρι του με τον επίδεσμο και ρώτησε:
-Αυτό πως το έπαθες; Δεν το είχες χθες.
-Αυτή ήταν η δική μου περιπέτεια της νύχτας αλλά σε αυτήν χρωστάς τη ζωή σου, δεν θα ήμουν εκεί για να σε σώσω αν δεν είχε συμβεί πρώτα αυτή.
-Σε ευχαριστώ που δεν με άφησες να πέσω. Και που μου φέρθηκες τόσο καλά.
-Δεν χρειάζεται, είπε ο Μιχάλης, έκανα αυτό που έπρεπε.
-Είσαι καλός άνθρωπος, είπε η Μαρία, μακάρι να είχα κάποιον πιο πριν στη ζωή μου σαν εσένα, θα ήταν διαφορετικά.
-Ποτέ δεν είναι αργά για να φτιάξεις τη ζωή σου, να αλλάξεις ό,τι δεν σου αρέσει. Θέλω να σκεφθείς τι θέλεις να κάνεις και θα σε βοηθήσουμε κ’ εμείς. Αγγλικά ξέρεις;
-Ναι ξέρω.
-Ωραία, χρήσιμο αυτό.
-Μου επιτρέπεις να σε ρωτήσω κάτι;
-Ελεύθερα.
-Χθες είπες ότι είχε αίμα στα χέρια σου και δεν ήθελες άλλο; Ποιου αίμα;
-Πριν από πολλά χρόνια άφησα έναν άνθρωπο ονόματι Μανώλη Στάμο να τον φάνε οι λύκοι.
-Δεν θα μπορούσε να ξεφύγει;
-Όχι, τον είχα πυροβολήσει στα χέρια και στα πόδια. Εξάλλου η μυρωδιά από το αίμα ήταν που τους τράβηξε εκεί.
Η Μαρία ανατρίχιασε σύγκορμη αλλά η φωνή της ήταν σταθερή όταν ρώτησε. Τον κοίταζε στα μάτια.
-Ήταν ένας πρώτης τάξεως παλιάνθρωπος, ανακατεμένος σε πολλά. Σκότωσε στο τέλος την κοπέλα που αγαπούσα.
-Ω λυπάμαι, λυπάμαι πολύ! φώναξε η Μαρία και ξεχνώντας ότι ήταν γυμνή τινάχθηκε όρθια από το κρεβάτι για να πάει κοντά του. Συγνώμη που σου το θύμισα.
Ο Μιχάλης την κοίταξε.
-Έχει περάσει καιρός, είπε απλά και σηκώθηκε. Πρέπει να φροντίσουμε για τα ρούχα σου.
Η Μαρία τον κοίταξε προσεκτικά.
-Θα μπορούσες να είσαι κυνικός, μετά από αυτό που σου έτυχε, μισάνθρωπος. Θα μπορούσες να αδιαφορήσεις και να με αφήσεις να πέσω. Αλλά δεν το έκανες. Σε ευχαριστώ πολύ.
Τον αγκάλιασε. Ήταν ζεστή από τα σκεπάσματα και το δέρμα της απαλό. Ο Μιχάλης έκανε να τραβηχτεί αλλά η Μαρία δεν τον άφησε. Της άρεσε στην αγκαλιά του, ένιωθε ασφαλής, σίγουρη. Πίεσε το σώμα της πάνω του, έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του. Ένιωσε το σώμα του να αντιδρά.
-Συγνώμη, ψέλλισε ο Μιχάλης.
-Γιατί; Επειδή είσαι άνδρας και αντιδράς σαν φυσιολογικός άνδρας.
Ο Μιχάλης της άφησε και έκανε πίσω.
-Είσαι συναισθηματικά φορτισμένη, δεν είναι μια απόφαση που πρέπει να πάρεις τώρα.
-Είσαι αλήθεια πολύ ασυνήθιστος άνθρωπος, είπε η Μαρία.
-Μου το λένε αυτό συχνά αν και για άλλους λόγους, είπε ο Μιχάλης, τηλεφώνησε στην αδερφή σου να σου φέρει ρούχα. Αν δεν θέλεις να αντιμετωπίσεις τη μητέρα σου ακόμη είσαι ελεύθερη να παραμείνεις εδώ όσο θέλεις. Αν δεν σε πειράζει να μείνεις λίγο μόνη, πρέπει να πάω να συνεχίσω τη δουλειά μου.
-Θα είμαι εντάξει, είπε η κοπέλα.
Ο Μιχάλης την άφησε και βγήκε.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου