Όλοι Οι Δρόμοι Οδηγούν Στην Αγάπη - 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο 2


Η Νιόβη άφησε την κούπα με τον καφέ της και κοίταξε το ρολόι της. Αυτός που περίμενε είχε αργήσει, κάτι που συνέβαινε αρκετά συχνά μιας και ήταν εξαιρετικά πολυάσχολος. Κοίταξε τα γαλανά νερά του κόλπου του Χάιχαμ, ήταν ένα θέαμα που πάντα την ηρεμούσε. Ήταν η ώρα αμέσως μετά τη δύση του ήλιου όταν στο απαλό φως του δειλινού τα χρώματα είναι λιγότερο έντονα και τα περιγράμματά τους πιο αχνά και αναμιγνύονται φτιάχνοντας μια εικόνα αντάξια της τέχνης του μεγαλύτερου ζωγράφου.
Ένα χέρι έκλεισε τα μάτια της και μια οικεία φωνή ψιθύρισε στο αυτί της:
-Τι σκέφτεται η πιο όμορφη γυναίκα της Μασαχουσέτης;
-Αλέξανδρε! είπε η Νιόβη και σηκώθηκε από την καρέκλα της για να αγκαλιάσει τον άνδρα πίσω της. Ήταν ένας καλοφτιαγμένος και γεροδεμένος νεαρός άνδρας με μαύρα κοντοκομμένα μαλλιά και μαύρα μάτια. Φορούσε ένα σπορ κουστούμι και κρατούσε έναν χαρτοφύλακα. Η Νιόβη τον φίλησε και στα δυο μάγουλα και μετά ξανακάθισε ενώ ο νεαρός άνδρας έπαιρνε θέση δίπλα της.
-Φαινόσουν μελαγχολική, είπε. Τι σε στενοχωρεί;
-Ο Κόλιν Πάνκχερστ από μια πλευρά.
-Αυτός ο ηλίθιος; Τι έκανε;
Η Νιόβη κοίταξε τον Αλέξανδρο, γι’ αυτό τον αγαπούσε τον αδερφό της, πάντα ενδιαφερόταν για το τι συνέβαινε στη ζωή της. Ο Αλέξανδρος Κομνηνός ήταν είκοσι επτά ετών, μια επταετία μεγαλύτερός της δηλαδή, και ετεροθαλής αδερφός της. Ο πατέρας του είχε χηρέψει και είχε πανδρευθεί τη μητέρα της. Εξ’ αιτίας του γεγονότος που έγινε όταν ο Αλέξανδρος ήταν μικρός και δεν είχε γνωρίσει την πραγματική του μητέρα αποκαλούσε τη μητέρα της και’ κείνος μητέρα κάτι που είχε βοηθήσει πολύ στην ζωή τους σαν οικογένεια. Ο πατέρας τους ήταν εφοπλιστής και μετά το θάνατο της πρώτης του γυναίκας άφησε την Ελλάδα - όπου οι αναμνήσεις ήταν πολλές όπως έλεγε - για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Αλέξανδρος μετά τις σπουδές και μια μάλλον ταραχώδη στρατιωτική θητεία είχε επίσης μπει στον κόσμο των επιχειρήσεων όπου διέπρεπε αποδεικνύοντας ότι είχε κληρονομήσει το επιχειρηματικό δαιμόνιο του πατέρα του. Ήταν τόσο καλός που ο πατέρας του έλεγε ότι δυο τρία ακόμα χρόνια και θα τα άφηνε όλα στον Αλέξανδρο.
Του διηγήθηκε όσα είχαν συμβεί το πρωί με τον Πάνκχερστ και το πως είχε γνωρίσει την Κέητ. Σταμάτησε μόνο τη στιγμή που ήρθε ο σερβιτόρος να πάρει την παραγγελία του αδερφού της.
-Νέο μέλος στην αδελφότητα; Πρέπει να τη γνωρίσω, είπε ο Αλέξανδρος μ’ ένα χαμόγελο. Όμορφη;
-Αλέξανδρε!
-Εντάξει, σε πειράζω. Θες να πάω να δείρω τον Πάνκχερστ;
-Τέτοια έκανες και είχες εκείνες τις ιστορίες στο στρατό; γέλασε η Νιόβη με τη διάθεσή της σαφώς βελτιωμένη.
-Όχι, αλλά αυτά δεν είναι για τα αθώα αυτάκια σου. Πες μου τι θα ήθελες να κάνω. Το συζητήσατε με τους υπόλοιπους στην αδελφότητα;
-Ναι. Η καλύτερη απάντηση σ’ αυτόν τον κρετίνο θα ήταν να πάρουμε μέρος στον μαραθώνιο και να νικήσουμε... Αλλά αυτό δεν γίνεται.
Ο Αλέξανδρος την κοίταξε σκεφτικός, Έτριψε το σαγόνι του που είχαν αρχίσει να φαίνονται τα πρώτα σημάδια ότι ήταν αξύριστος από το προηγούμενο βράδυ. Ο σερβιτόρος έφερε στον Αλέξανδρο τον καφέ που είχε παραγγείλει. Εκείνος τον ευχαρίστησε και ήπιε λίγο καφέ περιμένοντας από την αδερφή του να συνεχίσει τη σκέψη της.
-Δεν μπορούμε να κερδίσουμε, είπε η Νιόβη, όχι απέναντι στον Πάνκχερστ.
-Δεν ήσουν ποτέ ηττοπαθής αδερφούλα, είπε ο Αλέξανδρος. Τι άλλαξε τώρα;
-Ξέρεις ότι ο Πάνκχερστ νοίκιασε ένα κανονικό θέατρο για να κάνουν πρόβες και να παρουσιάσουν το έργο τους; Δεν μπορώ να τον συναγωνιστώ σ’ αυτό Αλέξανδρε. Εντάξει αν ζητήσω λεφτά ο μπαμπάς θα μου τα δώσει αλλά και πάλι.... Ο Πάνκχερστ έχει μια περιουσία για να παίζει.
-Δεν είναι τα λεφτά το μόνο που θα κρίνει τον αγώνα, είπε ο Αλέξανδρος, είναι η θέληση και η προσπάθεια. Μπορείτε σίγουρα να κερδίσετε αν πραγματικά το παλέψετε. Θα βρω κάποιον που ξέρω ότι μπορεί να σας βοηθήσει σε πολλά αντικείμενα, τον μόνο άνθρωπο που έχει αποσπάσει δεκάρι από τον Ράινχαρτ.
Ο Αλέξανδρος έβγαλε το κινητό από την τσέπη του σακακιού του και σχημάτισε έναν αριθμό που η Νιόβη κατάλαβε ότι ήταν στην Ελλάδα.
-Ναι;
-Καλησπέρα Μιχάλη, είπε ο Αλέξανδρος. Πως τα πας;
-Μάλλον καλημέρα έπρεπε να πεις Αλέξανδρε Κομνηνέ. Ξέχασες την διαφορά ώρας.
-Ουπς!
-Ναι, κάπως έτσι. Πως αυτή η ξαφνική τιμή;
-Χρειάζομαι τη βοήθειά σου, Μιχάλη. Συγνώμη για την ώρα. Δεν κοιμόσουν έτσι δεν είναι;
- Όχι, έγραφα.
-Βέβαια, τι άλλο.
-Σε τι με χρειάζεσαι; Τι έκανες πάλι; ρώτησε ο συνομιλητής του.
-Θέλω να διδάξεις, είπε ο Αλέξανδρος. Πανεπιστημιακή έδρα και με το αζημίωτο.
-Με δουλεύεις;
-Όχι. Θέλω να έρθεις στη Βοστώνη και να διδάξεις στο πανεπιστήμιο όπως έγινε άλλη μια φορά και ταυτόχρονα να βοηθήσεις σε κάτι άλλο.
Ο Αλέξανδρος εξήγησε στον φίλο του τα σχετικά με το μαραθώνιο μεταξύ των αδελφοτήτων.
-Ξέρω ότι μπορείς να βοηθήσεις, κατέληξε, τι λες; Έλα και όλα σου τα έξοδα δικά μου. Από το ταξίδι πρώτη θέση ως τα έξοδα διαμονής.
-Πρώτη θέση ε;
-Με όποια εταιρία θες.
-Την Quantas.
-Η Quantas είναι Αυστραλιανή εταιρία, τι θα κάνεις θα πας στο Σίδνεϋ και θα πάρεις πτήση για Βοστώνη; εκράγηκε ο Αλέξανδρος.
-Είναι και αυτός ένας τρόπος να διασχίσω το μισό κόσμο για χάρη σου. Εντάξει Αλέξανδρε, το βράδυ της Παρασκευής θα πάρω την πτήση της Ολυμπιακής για Νέα Υόρκη και Βοστώνη. Κάποια στιγμή το πρωί του Σαββάτου θα’ μαι εκεί.
-Θα έρθω να σε πάρω από το Λόγκαν. Καληνύχτα.
Ο Αλέξανδρος έκλεισε το κινητό του και το έριξε στην τσέπη του ενώ χαμογελούσε ικανοποιημένος στην αδερφή του.
-Το πρώτο βήμα έγινε, είπε.
-Ποιος είναι αυτός ο φίλος σου; είπε η Νιόβη. Πως θα μας βοηθήσει;
-Λοιπόν, τον γνώρισα στο στρατό και μετά ξανασυναντηθήκαμε εδώ, ήταν για μεταπτυχιακό και εντυπωσίασε τόσο τον Ράινχαρτ που τον είχε για βοηθό. Περνάει τον ελεύθερο χρόνο του διαβάζοντας βιβλία ή γράφοντας τα δικά του. Ο Ράινχαρτ θα χαρεί να τον έχει και πάλι μαζί του και’ γω δεν θα δυσκολευτώ να τον βάλω στο προσωπικό του πανεπιστημίου. Πέρα από το αντικείμενο των σπουδών του έχει πολλές γνώσεις που θα σας βοηθήσουν.


Η Κέητ γύρισε μπρούμυτα και έχωσε το πρόσωπό της στο μαξιλάρι προσπαθώντας να μην ξυπνήσει και να κρατηθεί στο γλυκό όνειρο που έβλεπε αλλά στο φως της ημέρας τα όνειρα είναι φευγαλέα σαν να προσπαθείς να πιάσεις ατμό με τα χέρια σου. Μ’ έναν αναστεναγμό το πήρε απόφαση και άνοιξε τα μάτια της. Τεντώθηκε και μετά σηκώθηκε από το κρεβάτι της. Τεντώθηκε ξανά κοιτάζοντας ένα γύρω το δωμάτιο.
Πόσο διαφορετικό ήταν το σημερινό της ξύπνημα από το χθεσινό! Μπορεί το δωμάτιο στο ξενοδοχείο να ήταν διπλάσιο από το δωμάτιο που είχε τώρα όμως πόσο διαφορετικό ήταν το κλίμα. Την είχαν καλοδεχθεί στην αδελφότητα και το βράδυ καθισμένη με τους υπόλοιπους στο μεγάλο δωμάτιο στο ισόγειο συζητώντας για διάφορα θέματα είχε νιώσει πραγματικά ευπρόσδεκτη να γίνει μέρος της παρέας.
Από την αναπόληση την έβγαλε ένα χτύπημα στην πόρτα. Η Κέητ άρπαξε βιαστικά ένα μπουρνούζι και το φόρεσε, δεν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα ντυμένη μόνο με το εσώρουχο και το φανελάκι όπως κοιμόταν! Άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε τον Άνταμ.
-Καλημέρα, της είπε με ένα χαμόγελο. Σκέφτηκα ότι μιας και πάμε στην ίδια σχολή ίσως ήθελες να πάμε μαζί.
-Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, απάντησε η Κέητ. Αν θέλεις να με περιμένεις...
-Ε, ναι, είπε ο Άνταμ, είναι νωρίς ακόμα και δεν έχω πιει ούτε καφέ.
-Ωραία, θα τα πούμε κάτω.
Η Κέητ έκλεισε την πόρτα και προχώρησε στο μπάνιο, μπαίνοντας κάτω από το ντουζ έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται τι ρούχα θα φορέσει.


Ο Μαξιμίλιαν είχε μόλις τελειώσει την πρωινή του γυμναστική, κάμψεις, κοιλιακοί και μερικές έλξεις, οι τελευταίες γίνονταν στο κούφωμα της πόρτας του δωματίου του, όταν τον πλησίασε ο Άνταμ.
-Σήμερα πρέπει να πάρεις το αυτοκίνητό σου, είπε εκείνος.
-Γιατί;
-Γιατί καλέ μου φίλε, είπε ο Άνταμ, πρότεινα στην Κέητ να πάμε μαζί στη σχολή και είπε ναι. Τρεις στη μηχανή...
-Και με τη δική μου διάπλαση... Εντάξει Άνταμ, είπε ο Μαξιμίλιαν και καθώς ο φίλος του απομακρυνόταν πρόσθεσε: και που’ σαι; Ήσυχα ε;
Ο  Μαξιμίλιαν  δεν είχε καμία αμφιβολία για το ότι ο Άνταμ θα ήταν κύριος με την Κέητ αλλά δεν άντεξε να μην τον πειράξει.

Η Νιόβη είχε ξυπνήσει από ώρα αλλά αντίθετα από ότι συνήθιζε τις άλλες μέρες ήταν ακόμα στο δωμάτιό της. Καθόταν στο γραφείο της σκεφτική. Αυτό που προβλημάτιζε την νεαρή φοιτήτρια ήταν ο μαραθώνιος των αδελφοτήτων. Το προηγούμενο απόγευμα η αποφασιστικότητα του αδερφού της την είχε παρασύρει κι αυτή, στο γεύμα που ακολούθησε είχε αρχίσει να κάνει σχέδια για το πως και ποιοι θα συμμετείχαν στο κάθε αντικείμενο του μαραθωνίου. Ήταν συνετό να το κάνουν όμως μονιμοποιώντας και επισημοποιώντας την αντιπαλότητα με τους Άριστους του Πάνκχερστ;
Δεν ήταν από τα άτομα που είναι διστακτικά και αργούν να αποφασίσουν αλλά αυτή τη φορά φοβόταν μήπως ετοιμαζόταν για το λάθος βήμα. Αποφάσισε πως το βράδυ θα το συζητούσαν όλοι μαζί και πάλι.
Άφησε το δωμάτιό της και κατέβηκε στο ισόγειο. Βρήκε τα περισσότερα μέλη της αδελφότητας να παίρνουν πρωινό ή καφέ στην κουζίνα, Ίσως ήταν τώρα η ώρα να τους μιλήσει, Έριξε μια ματιά γύρω, δεν έλειπαν πάνω από πέντε ή έξι άτομα.
-Πρέπει να σας πω κάτι, άρχισε.

Το ξύπνημα του Αλέξανδρου ήταν πολύ πιο διαφορετικό από της αδερφής του. Ξύπνησε από ένα χάδι απαλό και φιλικό στην αρχή, όλο και πιο ερωτικό και κτητικό μετά. Άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε το πρόσωπο της κοπέλας του. Η Ρεμπέκα Γουέλι ήταν μια εντυπωσιακή κοκκινομάλλα από αυτές που στο πέρασμα τους κάνουν τους περισσότερους άνδρες να τις κοιτάζουν.
-Καλημέρα Μπέκι, είπε ο Αλέξανδρος.
-Καλημέρα, είπε εκείνη ναζιάρικα και έγειρε προς το μέρος του να τον φιλήσει, Άργησες χθες και μου έλειψες.
-Πήγα να δω την αδερφή μου και είχε κάποιο πρόβλημα που έπρεπε να συζητήσουμε...
-Γιατί ασχολείσαι; Δεν είναι παρά ετεροθαλής αδερφή σου. Σχολίασε η Ρεμπέκα.
Πίεσε το σώμα της στο σώμα του Αλέξανδρου και τον φίλησε. Εκείνος όμως τραβήχτηκε.
-Η Νιόβη είναι αδερφή μου, είπε ψυχρά. Δεν θέλω να σχολιάζεις αυτό το γεγονός, μεγαλώσαμε μαζί σαν κανονικά αδέρφια. Οι γονείς μας δεν μας ξεχώριζαν.
-Καλά συγνώμη, είπε ναζιάρικα η Ρεμπέκα και τον πλησίασε πάλι.
Αγκάλιασε τον Αλέξανδρο και έκανε προφανές τι ήθελε. Εκείνος δεν είχε καμία αντίρρηση. Την τράβηξε κοντά του και πήρε την κατάσταση στα χέρια του.

-Εγώ είμαι μέσα, είπε ο Άνταμ, κάποιος πρέπει να δώσει ένα μάθημα στον Πάνκχερστ και τους Άριστους! Άριστοι! Εμένα μου λες; Ας μην ήταν όλοι ματσωμένοι κα θα τα λέγαμε!
-Ευκαιρία να τους συμμορφώσουμε λίγο, έτσι κολλητέ; είπε ο Μαξιμίλιαν.
Η Νιόβη παρακολουθούσε τις αντιδράσεις των υπολοίπων σκεφτική. Ήταν όλοι αποφασισμένοι να τα βάλουν με τον Πάνκχερστ και την παρέα του. Πρόσεξε πως η Κέητ ήταν σιωπηλή. Άκουγε χωρίς να μιλάει.
-Ε τι έγινε εδώ πέρα; Πως όλοι μαζεμένοι πρωί πρωί;
Ήταν η Άλεξ που μόλις είχε μπει στην κουζίνα.
-Νωρίς δεν ξύπνησες εσύ; ρώτησε πειρακτικά ο Μαξιμίλιαν.
-Εσείς με ξυπνήσατε, τι τρέχει;
Της εξήγησε η Νιόβη.
-Μέσα, είπε η Άλεξ, καιρός είναι να τα βάλει κάποιος μ’ αυτόν τον κρετίνο. Δεν με νοιάζει το τρόπαιο. Να το κάνουμε μόνο και μόνο για να μην νομίζει ότι δεν τολμάμε να του πάμε κόντρα. Αν και θα το χαρώ αν του τρίψουμε τη μούρη στο χώμα.
Η Νιόβη παρατήρησε πως η Κέητ μόνο δεν είχε εκφράσει την γνώμη της.
-Κέητ, δεν μας είπες εσύ τι σκέφτεσαι.
-Ε.. Εγώ είμαι μόλις μια μέρα μαζί σας, είπε η Κέητ κοκκινίζοντας, δεν μπορώ να έχω γνώμη.... Νομίζω δηλαδή...
-Δεν έχει σημασία που είσαι μόλις από χθες μαζί μας, παρενέβη ο Άνταμ προλαβαίνοντας την Νιόβη, αφού είσαι μέλος της αδελφότητας πρέπει να πεις τη γνώμη σου. Ειδικά αφού είχες την ατυχία να γνωρίσεις τον Πάνκχερστ.
-Θα έλεγα να το κάνουμε, να συμμετάσχουμε στο μαραθώνιο... Είπε δειλά η Κέητ.
-Ωραία λοιπόν, ας ξεκινάμε για τα μαθήματά μας, είπε η Νιόβη και το βραδάκι θα τα ξαναπούμε για να οργανωθούμε.

Ο Άνταμ οδηγούσε μια μηχανή μεγάλου κυβισμού, ανέβηκε πρώτος και μετά ανέβηκε η Κέητ που τον έπιασε σφικτά από τη μέση καθώς ξεκινούσε.
-Όχι τόσο σφικτά, γέλασε ο Άνταμ, δεν θα σε ρίξω στο υπόσχομαι!
Η Κέητ κοκκίνισε και χαλάρωσε το κράτημά της. Ευτυχώς που ο Άνταμ δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της!
Η διαδρομή δεν ήταν μεγάλη και δεν άργησαν να φτάσουν στη σχολή. Η Κέητ κατέβηκε από τη μηχανή και μαζί με τον Άνταμ και προχώρησαν προς το αμφιθέατρο όπου θα γινόταν το πρώτο μάθημα της ημέρας.
-Άνταμ! ακούστηκε μια φωνή και ένας νεαρός πλησίασε τρέχοντας.
-Γεια σου Νηλ, να σου συστήσω την Κέητ.
Ο νεαρός την χαιρέτησε γρήγορα και μάλλον αδιάφορα και στράφηκε ξανά στον Άνταμ:
-Έμαθες τα νέα;
-Όχι, ποια νέα;
-Ο Ράινχαρτ θα έχει βοηθό αυτό το εξάμηνο και μπορεί να τον αφήνει στη θέση του για να πάει στο συνέδριο της Βασιλικής Ακαδημίας στο Λονδίνο που τόσο επιθυμεί, Έφυγε άρον άρον σήμερα τα ξημερώματα για να πάει να υποβάλλει τα χαρτιά του.
-Ε καλά, είπε ο Άνταμ, ως τη Δευτέρα που τον έχουμε εμείς θα έχει γυρίσει.
-Μάλλον.
Ο νεαρός έφυγε χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά στην Κέητ κάτι που δεν ήταν και το καλύτερο για την ψυχολογία της. Ο Άνταμ το κατάλαβε και φρόντισε να αποσπάσει τη σκέψη της από το γεγονός.
-Έχεις ακουστά τον Ζαν Φρουασάρ; ρώτησε.
-Όχι, απάντησε η κοπέλα ενώ προχωρούσαν στην είσοδο του αμφιθεάτρου, γιατί;
-Μ’ αυτόν και τον Τσόζερ αρχίζει κάθε εξάμηνο ο καθηγητής Λήμαν τις παραδόσεις του για την ιστορία της λογοτεχνίας.

Η Νιόβη μπήκε στο δροσερό χολ του ισογείου στο κτήριο της σχολής της με τη σκέψη της   στο μαραθώνιο και το ίδιο μηχανικά μπήκε και στην αίθουσα που θα διδασκόταν το πρώτο μάθημα της ημέρας που ήταν Τεχνική Προετοιμασία Σκηνής 3. Αυτό το μάθημα είχε τρία επίπεδα, ένα σε κάθε έτος και το δυσάρεστο ήταν πως θα’ πρεπε να έχει περάσει κανείς το πρώτο για να παρακολουθήσει το δεύτερο και το δεύτερο για να πάει στο τρίτο. Διπλά δυσάρεστο έχοντας καθηγήτρια στο συγκεκριμένο μάθημα μια από τις αυστηρότερες της σχολής.
Παρότι προσανατολιζόταν καθαρά προς την καριέρα της ηθοποιού η Νιόβη ενδιαφερόταν να δει όλες τις πλευρές του αντικειμένου που τη συνάρπαζε και έτσι είχε επιλέξει αυτό το μάθημα που ήταν από τα δυσκολότερα. Εξ’ αιτίας ακριβώς της τακτικής της καθηγήτριας Νοξ, δεν ήταν πολλοί αυτοί που είχαν φτάσει να παρακολουθούν το μάθημα αυτό στο τρίτο έτος και δεν χρειαζόταν παρά μια μικρή τάξη για να τους χωρέσει. Η Νιόβη κάθισε σε ένα από τα ατομικά θρανία της αίθουσας και περίμενε να έρθει η καθηγήτρια.
-Νομίζω ότι άργησε η στρίγγλα, είπε μια κοπέλα πίσω της. Μακάρι να μην έρθει, όρεξη έχω τη μούρη της.
-Θα’ ρθει, είπε μια ήρεμη, βαθιά φωνή από το πίσω μέρος της αίθουσας. Δεν έχει λείψει από μάθημα ποτέ τρία χρόνια τώρα.
Η φωνή αυτή έστειλε ένα ρίγος ευχαρίστησης να διαπεράσει τη Νιόβη. Ανήκε στον Τόμας Μούρ, ένα συμφοιτητή της στο ίδιο έτος με εκείνη αλλά εκκολαπτόμενο σκηνοθέτη και όχι ηθοποιό. Ήταν ένας ψηλός και μάλλον γεροδεμένος νέος άνδρας, αν και όχι τόσο όσο ο Μαξ, με μακριά πυρρόξανθα μαλλιά και τα πιο ελκυστικά σκούρα γαλανά μάτια που είχε δει ποτέ της. Ήταν από τους καλύτερους στο έτος τους και είχε ήδη αρχίσει να πραγματοποιεί το όνειρό του, το καλοκαίρι είχε δουλέψει σαν βοηθός σκηνοθέτη σε επαγγελματική παράσταση.
Όπως πάντα καθόταν στο πίσω μέρος της αίθουσας για να μην εμποδίζει κανέναν να βλέπει στην έδρα. Ήθελε να γυρίσει να τον κοιτάξει μα δεν το έκανε, δεν θα γινόταν σαν εκείνα τα κορίτσια που κατηγορούσε που τον ακολουθούσαν κοπαδιαστά και αναστέναζαν όταν περνούσε!
Η έλευση της καθηγήτριας Νοξ την έβγαλε από τον πειρασμό. Κοίταξε να ανοίξει το βιβλίο της και είδε πως στο θρανίο ήταν γραμμένο «Τόμας λιώνω για’ σένα.» Ωραία! Άλλη μια ηλίθια!
-Η φετινή χρονιά θα είναι δύσκολη και απαιτητική.... Άρχισε η καθηγήτρια.
«Λες και οι προηγούμενες δεν ήταν,» σκέφθηκε η Νιόβη.
Έστρεψε την προσοχή της στο μάθημα.

2 σχόλια:

JK O SΚΡΟΥΤΖΑΚΟS είπε...

Τι ομορφα που γραφεις και χρησιμοποιεις και πολυ ωραια ονοματα!!!Διαβασα και το Νο 1 και ειναι καταπληκτικο το κειμενο οπως και ο γενικος τιτλος που εχεις βαλει!!!Πολυ παραστατικες εικονες και διαλογοι!!!!Να εχεις μια ομορφη εβδομαδα φιλη μου 🌸🌸

Νυχτερινή Πένα είπε...

Φίλος, φίλε μου! Ευχαριστώ για τα καλά λόγια σου!

Δημοσίευση σχολίου