Όλοι Οι Δρόμοι Οδηγούν Στην Αγάπη - 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

Κεφάλαιο 3


Μαζεύτηκαν όλοι στο μεγάλο κοινό δωμάτιο του ισογείου για να καταστρώσουν τα σχέδιά τους. Κάποια από τα αντικείμενα του μαραθώνιου ήταν ατομικά άλλα ήταν ομαδικά, Έπρεπε να αποφασίσουν ποιοι θα επωμίζονταν το δύσκολο έργο των ατομικών προσπαθειών, ποιοι και με ποιο τρόπο θα συμμετείχαν στις ομαδικές προσπάθειες. Ο μόνος παριστάμενος εκτός των μελών της αδελφότητας ήταν ο Αλέξανδρος.
Η συζήτηση με τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της κάθε επιλογής διανθισμένη με πολλά πειράγματα κράτησε ως το δείπνο που το πήραν εκεί συζητώντας.
-Ποιοι είναι οι κριτές; ρώτησε η Κέητ.
-Μια επιτροπή καθηγητών, απάντησε ο Μαξιμίλιαν, ένας από κάθε σχολή, συνήθως ο αρχαιότερος.
-Έχω κακά νέα πάνω σ’ αυτό, είπε ο Άνταμ. Ο Ράινχαρτ θα πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο και φοβάμαι πως είναι οι γνωριμίες του Πάνκχερστ που του το εξασφάλισαν.
-Δεν μας ενδιαφέρει, είπε η Νιόβη, εμείς θα παίξουμε τίμια και θα δείξουμε τουλάχιστον αυτό στον Πάνκχερστ, ότι είμαστε έντιμοι.
-Εξ’ άλλου θα έχουμε και’ μείς μια βοήθεια, είπε ο Αλέξανδρος. Ο βοηθός του Ράινχαρτ είναι φίλος, με δική μου πρόταση τον δέχθηκε η πρυτανεία και συμφώνησε  και ο Ράινχαρτ, μιας και θα του επιτρέψει να κάνει αυτό που θέλει.
-Και θα μας βοηθήσει;
-Ναι.
Η Νιόβη κοίταξε με αγάπη τον αδερφό της. Παρά τις υποχρεώσεις του είχε αφιερώσει χρόνο για να τη βοηθήσει, πέρα από τα έξοδα. Μέχρι και θέατρο για το έργο τους είχε βρει.
-Νομίζω πως τα καλύψαμε όλα, είπε.
-Δεν βρήκαμε σκηνοθέτη, είπε η Κέητ, για το έργο.
Η Νιόβη συνειδητοποίησε πως το πιο καινούριο μέλος της παρέας είχε δίκιο. Και ξαφνικά ήξερε σε ποιον να προτείνει αυτό το πόστο. Απαγορευόταν να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου από άλλη αδελφότητα ή κάποιου επαγγελματία. Ο Τόμας δεν ήταν τίποτα από αυτά τα δύο. Θα έπρεπε να το φροντίσει αυτό.
-Έχω κάποιον κατά νου, είπε η Νιόβη.

Ο Μαξιμίλιαν πλησίασε τον Άνταμ:
-Λέω να βγω μια βόλτα θα έρθεις;
-Μπα, θα πάω για ύπνο, είπε ο Άνταμ. Ο Λήμαν άρχισε τα καλά τα περσινά από τώρα, εργασία για το προσκύνημα του Τσόζερ.
-Σε συμπονώ, είπε ο Μαξιμίλιαν. Θα τα πούμε το πρωί.

-Θα σε δω αύριο; ρώτησε η Νιόβη τον αδερφό της καθώς τον συνόδευε στην εξώπορτα.
-Ναι, τώρα θα με βλέπεις συχνά με τη δουλειά που ανοίξαμε είπε εκείνος και χαμογέλασε. Α! Παραλίγο να το ξεχάσω! Ποιο είναι το καλύτερο ξενοδοχείο της περιοχής; Πρέπει να φροντίσω για την εγκατάσταση του Μιχάλη.
-Ίσως θα ήθελε να μείνει εδώ μαζί μας, είπε η Κέητ που ήταν μαζί τους.
-Είναι καθηγητής, είπε η Άλεξ που ετοιμαζόταν να βγει, γιατί να θέλει κάτι τέτοιο;
-Είναι βοηθός καθηγητή, απάντησε ο Αλέξανδρος και ταυτόχρονα και μεταπτυχιακός φοιτητής. Θα τον ρωτήσω τι θέλει.

Ο Αλέξανδρος άνοιξε τα μάτια του και έριξε μια νυσταγμένη ματιά γύρω του. Ήταν μόνος του στο κρεβάτι και στο δωμάτιο, γεγονός αξιοπερίεργο μιας και η Ρεμπέκα δεν ήταν του πρωινού ξυπνήματος. Αναρωτώμενος πως είχε γίνει αυτό το θαύμα τεντώθηκε στο κρεβάτι και μετά ανακάθισε πάνω στη ώρα για να δει να πραγματοποιείται ένα δεύτερο. Η Ρεμπέκα έμπαινε στο δωμάτιο τυλιγμένη στη ρόμπα της και φέρνοντάς του ένα δίσκο με πρωινό. Αυτό και αν ήταν πρωτοφανές!
-Πρωινό στο κρεβάτι, είπε, με κακομαθαίνεις.
Η Ρεμπέκα ακούμπησε τον δίσκο στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι και έκατσε κοντά του, τον αγκάλιασε και του ψιθύρισε:
-Είναι ο τρόπος μου για να ζητήσω συγνώμη, δεν έπρεπε να μιλήσω έτσι χθες. Αλλά να... δεν θέλω να σε μοιράζομαι, ζηλεύω.
-Χαζούλα, την πείραξε ενώ τη χάιδευε ο Αλέξανδρος, δεν με μοιράζεσαι. Αυτή είναι η αδερφή μου, εσύ.....
-Ελπίζω το ίδιο πολύτιμη, τον έκοψε η Ρεμπέκα ρίχνοντας από πάνω της τη ρόμπα που φορούσε.
Ο Αλέξανδρος δεν απάντησε μόνο την τράβηξε κοντά του και το πρωινό ξεχάστηκε προς το παρόν.

Η Νιόβη μπήκε βιαστική στη μικρή αίθουσα όπου γινόταν το μάθημα της καθηγήτριας Νοξ, είχε αργήσει και οι περισσότερες θέσεις ήταν πιασμένες. Κατευθύνθηκε προς τα πίσω καθίσματα όπου μπορούσε να δει μερικές άδειες θέσεις. Είχε μόλις καθίσει όταν μπήκε η καθηγήτρια και μ’ ένα κοφτό καλημέρα κατευθύνθηκε προς την έδρα.
Για να παρακολουθήσει κανείς το Τεχνική Προετοιμασία Σκηνής 3 δεν χρειαζόταν μόνο να αγαπάει αυτό που κάνει και ακλόνητη αποφασιστικότητα για να το πετύχει, απαιτείτο και αστείρευτη υπομονή. Η Κλεμεντίνη Νοξ παρέδιδε το αντικείμενό της σαν να ήταν μηχανικά προγραμματισμένη γι’ αυτό. Μιλούσε με έναν μονότονο τρόπο χωρίς να υψώνει ποτέ τη φωνή της ή να αλλάζει στο ελάχιστο η εκφορά των λέξεων ακόμα και όταν μιλούσε για τα πλέον ενδιαφέροντα θέματα. Ευτυχώς που το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά αλλιώς μαζί με τη ζέστη θα’ ταν αδύνατο κανείς να αντισταθεί στον πειρασμό ενός υπνάκου.
Η Νιόβη το’ βρισκε όλο και πιο δύσκολο να παρακολουθήσει παρ’ ότι ήξερε πια εκ πείρας ότι είχε να κάνει με την πλέον στρυφνή καθηγήτρια και ένα από τα πιο δύσκολα μαθήματα της σχολής. Η παράδοση της Νοξ ήταν σχεδόν αυτολεξεί από το βιβλίο του μαθήματος - που το είχε γράψει η ίδια - και δεν επέτρεπε ερωτήσεις παρά μόνο στο τέλος της.
Όσο φιλότιμα και να προσπαθούσε να κρατήσει την προσοχή της εστιασμένη στα λόγια της καθηγήτριας έπιασε τον εαυτό της να συλλογίζεται το μαραθώνιο και ένα από τα αντικείμενα που ήταν δική της δουλειά να οργανώσει, το θεατρικό έργο. Κάποια από τα μέλη της αδελφότητας ήταν στη δραματική σχολή και θα έπαιζαν στο έργο ενώ αρκετοί άλλοι είχαν προσφερθεί να βοηθήσουν με μικρότερους ρόλους ή άλλα καθήκοντα.
Δυο προβλήματα βασάνιζαν την Νιόβη μαζί με τη μονότονη απαγγελία της καθηγήτριας από την έδρα. Το πρώτο ήταν ότι δεν είχε αποφασίσει για το έργο, κάτι που θα έπρεπε να γίνει γρήγορα, και δεύτερον θα’ πρεπε να βρει σκηνοθέτη. Μπορούσε και η ίδια να διευθύνει μια ερασιτεχνική παράσταση αλλά με τις ετοιμασίες που έκανε ο Πάνκχερστ για το δικό του έργο δεν μπορούσε να το πάρει αψήφιστα, Έπρεπε να είναι κάτι το ξεχωριστό το έργο της δικής της αδελφότητας. Γι’ αυτό ήθελε να μιλήσει στον Τόμας αλλά έχοντας αργήσει δεν πρόλαβε να το κάνει πριν αρχίσει το μάθημα.
Ασυναίσθητα κοίταξε προς το μέρος του συμφοιτητή της. Αν εκείνη αγωνιζόταν να κρατήσει την προσοχή της εστιασμένη στην παράδοση του μαθήματος ο Τόμας είχε παραδοθεί αμαχητί. Σχεδίαζε σε ένα μπλοκ με γρήγορες κινήσεις, κάποιος που θα τον έβλεπε από μια απόσταση - όπως η καθηγήτρια Νοξ - θα νόμιζε πως κρατάει σημειώσεις για το μάθημα. Η Νιόβη τεντώθηκε, περίεργη να δει τι ζωγράφιζε ο Τόμας. Διαπίστωσε πως ο συμφοιτητής της δεν σχεδίαζε απλά αφηρημένα σχέδια όπως κάνουμε όταν βαριόμαστε αλλά  έφτιαχνε κάτι με προσοχή στη λεπτομέρεια. Γρήγορα κατάλαβε πως ο Τόμας σχεδίαζε μια σκηνή με όλες τις λεπτομέρειες.
Επιτέλους το μάθημα τελείωσε και η Νιόβη σηκώθηκε γρήγορα από τη θέση της.
-Τόμας μπορώ να σου πω λίγο;
-Ναι, είπε ο Τόμας λίγο ξαφνιασμένος. Γνωρίζονταν με την Νιόβη και την εκτιμούσε σαν μια καλή φοιτήτρια και υποδειγματική ηγέτη, η αδελφότητα των Λευκών ήταν από τις καλύτερες χάρη στην καθοδήγησή της, αλλά δεν είχαν πολλά σχετικά πέρα από τα συνηθισμένα ανάμεσα σε δυο άτομα που έχουν πολλά κοινά μαθήματα. Πλησίασε τη Νιόβη που έβαζε την τσάντα της στον ώμο της.
-Θα έχεις ακούσει για το μαραθώνιο των αδελφοτήτων, ξεκίνησε η κοπέλα.
-Φυσικά, και για την κόντρα σου με τον Πάνκχερστ.
-Που το ξέρεις; Εννοώ για την κόντρα με τον Πάνκχερστ.
-Το διαλαλεί αυτός, πως θα σας κάνει σκόνη.
Η Νιόβη ένιωσε το θυμό της να φουντώνει, ο κρετίνος ο Πάνκχερστ το παρατραβούσε!
-Γι’ αυτό ήθελα να σου μιλήσω. Στο μαραθώνιο περιλαμβάνεται και ένα θεατρικό έργο. Θέλω να σου προτείνω να αναλάβεις τη σκηνοθεσία του δικού μας.
Ήταν μια έκπληξη για τον Τόμας. Όταν του ζήτησε η Νιόβη να μιλήσουν περίμενε κάτι πιο καθημερινό και συνηθισμένο, Ίσως και μια πρόφαση και μόνο για να του μιλήσει όπως έκαναν πολλές. Όμως δεν ήταν κάτι τέτοιο, α αντιθέτως ήταν μια πολύ σοβαρή πρόταση. Επέπληξε τον εαυτό του, έπρεπε να το περιμένει, η Νιόβη ήταν πολύ ανεξάρτητη για κάτι τέτοιο. Φυσικά και θα είχε κάποιο λόγο για να του ζητήσει να μιλήσουν.
Σκέφτηκε την πρότασή της. Ήταν πολύ κολακευτικό που τον είχε σκεφθεί και τον εμπιστευόταν με κάτι τόσο σημαντικό για τον αγώνα που θα είχε με τον Πάνκχερστ. Ήταν επίσης μια δελεαστική πρόταση, να προετοιμάσει σ’ όλες τις μικρές και μεγάλες της λεπτομέρειες μια παράσταση και μετά να τη διευθύνει μπροστά σε κοινό. Να το κάνει μόνος του. Να είναι εκείνος που θα αποφασίζει και να είναι δική του η ευθύνη για την επιτυχία ή την καταστροφή. Τολμούσε να το κάνει;
-Τι έργο θα ανεβάσετε; ρώτησε.
-Δεν έχουμε σκεφθεί ακόμα κάτι, είπε η Νιόβη, είμαστε ανοιχτοί σε προτάσεις.
-Μμ, θα πρέπει να αποφασίσετε γρήγορα.
-Θες να ξέρεις για να μου απαντήσεις, ε;
-Όχι, είπε ο Τόμας παίρνοντας την απόφασή του, αλλά για να ετοιμάσουμε αυτά που χρειάζονται και να κάνουμε πρόβες πρέπει να ξέρουμε το έργο.
-Ναι, σωστά. Θα το κανονίσουμε σύντομα, είπε η κοπέλα. Όταν το έχουμε θα σου πω.
-Δεν με κατάλαβες, χαμογέλασε ο Τόμας, δεν είναι εκεί το θέμα. Πρέπει να ξέρουμε για να ετοιμαστούμε όχι για να αποφασίσω εγώ. Εγώ την πήρα την απόφασή μου. Θα το κάνω όποιο και αν είναι το έργο.
-Αλήθεια;
-Ε ναι, παιδιά είμαστε;
-Ευχαριστώ Τόμας, φώναξε η Νιόβη.
Ήταν τόση η ανακούφισή της που είχε δεχθεί που - πριν συνειδητοποιήσει τι έκανε - τον αγκάλιασε σφικτά. Τον άφησε σχεδόν αμέσως κοκκινίζοντας.
-Ευχαριστώ και πάλι, είπε και βιάστηκε να βγει από την αίθουσα.
Ο Τόμας την ακολούθησε με το βλέμμα.
-Πολύ την πάω αυτήν την κοπέλα, μονολόγησε.


Η Ρεμπέκα έφυγε το μεσημέρι για Νέα Υόρκη και ο Αλέξανδρος είχε το βράδυ δικό του. Αφού πέρασε από την αδελφότητα για να κανονίσει τα της διαμονής του Μιχάλη, ο φίλος του είχε αποφασίσει να μείνει στο σπίτι της αδελφότητας, αποφάσισε να πάει μόνος του για ένα ποτό.
Διάλεξε το Ζινκ, ένα κλαμπ αρκετά μακριά από το πανεπιστήμιο που μάζευε πάντα πολύ κόσμο. Καθώς ήταν Παρασκευή βράδυ, και προχωρημένο βράδυ μάλιστα, το κλαμπ ήταν γεμάτο. Ο Αλέξανδρος πέρασε τους δυο «γορίλες» στην είσοδο και προχώρησε στο εσωτερικό του. Η μουσική τον τύλιξε στη μαγεία του ρυθμού της καθώς πλησίαζε το μπαρ. Ο μπάρμαν τον χαιρέτησε μα οικειότητα, ο αδερφός της Νιόβης ήταν συχνός πελάτης εδώ.
Πήρε το ποτό του και έριξε μια ματιά τριγύρω. Μια γυναίκα τράβηξε την προσοχή του. Ήταν ψηλή, με καλλίγραμμο σώμα - ούτε αδύνατο αλλά ούτε γεμάτο - και  όμορφο πρόσωπο. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα που την κολάκευε και έκανε έντονη αντίθεση με τη λευκή επιδερμίδα της. Είχε μακριά ξανθά μαλλιά και γαλανοπράσινα μάτια. Στράφηκε προς το μέρος του και εκείνος κοίταξε το ρολόι του για να μην καρφωθεί πως την μελετούσε.
Αυτήν την ώρα ο Μιχάλης θα έπαιρνε το αεροπλάνο για εδώ. Λάθος! Δεδομένης της διαφοράς ώρας ο φίλος του ήταν ήδη μερικές ώρες στο αεροπλάνο. Θα ήταν κάπου πάνω από τον Ατλαντικό τώρα.
Όταν σήκωσε το βλέμμα του από το ρολόι του είδε τη γυναίκα με το μαύρο φόρεμα μπροστά του.
-Καλησπέρα, είπε εκείνη. Φαίνεσαι για άνθρωπος που έχει ανάγκη μια παρέα απόψε.
Η φωνή της ήταν μελωδική, πολύ ευχάριστη στο άκουσμα. Πρέπει να ήταν από την Ευρώπη.
-Είμαι άνθρωπος που σιχαίνεται να τα πίνει μόνος, είπε και της έκανε νόημα να καθίσει δίπλα του. Αλέξανδρος Κομνηνός, συστήθηκε.
-Σιμόν Σέρμαν, είπε εκείνη καθώς καθόταν δίπλα του.

Η Νιόβη ετοιμαζόταν για ύπνο. Ήταν η πρώτη στιγμή της ημέρας που είχε μείνει μόνη της και η σκέψη της γύρναγε στον Τόμας. Όταν τον είχε αγκαλιάσει είχε νιώσει κάπως περίεργα, ήταν  κάτι που δεν μπορούσε να το εκφράσει εύκολα με λόγια. Αναστάτωση; Αιφνιδιασμό νιώθοντας αισθήματα που δεν ήξερε ότι είχε;
Δεν ήξερε τι απ’ όλα. Και δεν είχε σημασία, ακόμα ένιωθε την θέρμη του σώματος του, μύριζε το άρωμά του. Από την ονειροπόλησή της την έβγαλε ένα χτύπημα στην πόρτα, Άνοιξε και αντίκρισε την Κέητ που κρατούσε ένα βιβλίο που η ίδια της είχε δανείσει νωρίτερα για μια εργασία.
-Ευχαριστώ Νιόβη.
-Τίποτα, καληνύχτα Κέητ.
-Καληνύχτα Νιόβη, όνειρα γλυκά.
Καθώς η Νιόβη ετοιμαζόταν να ξαπλώσει χαμογέλασε, σίγουρα θα ήταν γλυκά απόψε τα όνειρά της.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου