Τα Μονοπάτια Του Έρωτα - 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η Άντζι ξύπνησε και τεντώθηκε, μια κίνηση που τέντωσε τη φανέλα της και διέγραψε ξεκάθαρα τις θηλές του στήθους της. Οποιοσδήποτε άλλος θα το είχε προσέξει αμέσως, ο Μιχάλης την κατάλαβε όταν ανακάθισε και του μίλησε.

-Καλημέρα, ακόμα γράφεις; Τι ώρα είναι; ρώτησε με τη φωνή βραχνή ακόμα από τον ύπνο.

-Είναι πολύ πρωί ακόμα, είπε ο Μιχάλης ενώ έγραφε. Μπορείς να ξανακοιμηθείς.

-Είδες τον Σταύρο;

-Θα σε γελάσω, δεν πρόσεχα.

Η Άντζι έριξε μια ματιά γύρω. Δεν έβλεπε τον Σταύρο. Να είχε έρθει και να μην την είχε δει; Να μην είχε έρθει ακόμα; Κακή συνεννόηση είχαν κάνει, η κοπέλα αποφάσισε να πάει στην καμπίνα της. Το βλέμμα της σταμάτησε στον Μιχάλη. Ακόμα έγραφε όπως και την ώρα που εκείνη είχε πέσει για ύπνο. Το μόνο που είχε αλλάξει ήταν ότι πάνω στο τραπέζι βρισκόταν και ένα πακέτο με μπισκότα γεμιστά με σοκολάτα. Ένιωσε την κοιλιά της να γουργουρίζει.

-Μπορώ; είπε δείχνοντας τα μπισκότα.

-Ελεύθερα, είπε ο Μιχάλης συνεχίζοντας να γράφει.

Η Άντζι πήρε ένα μπισκότο και άρχισε να το τρώει παρακολουθώντας τον να γράφει με έναν στρωτό ευανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα.

-Τι γράφεις;

-Διάφορα.

-Να δω;

Ο Μιχάλης ανασήκωσε τους ώμους. Η Άντζι πήρε το χαρτί.

-Δεν είναι ακόμα τελειωμένο, είπε ο Μιχάλης αλλά η Άντζι δεν έδωσε σημασία. Διάβαζε.

Χλωμή σελήνη,

φύλακα της νύχτας,

πρόσεχε εκείνη

που την ευτυχία μου δίνει.

 

Η παρουσία της φωτίζει

τη ζωή μου,

το χαμόγελό της

ζεσταίνει την ψυχή μου.

 

Το πρόσωπό της

τόσο γλυκό

ω, δεν χορταίνω

με τις ώρες να το κοιτώ.

 

Στο ζεστό της βλέμμα

θέλω να χάνομαι…

 

-Πολύ ωραίο, είπε η Άντζι, ποια είναι η τυχερή; Κάποια από εμάς εδώ;

-Δεν υπάρχει τυχερή, δεν είναι για κάποια.

-Έλα τώρα, δεν μπορεί.

-Στο ίδιο σχολείο πάμε, με ξέρεις για δημοφιλή με τα κορίτσια;

-Όχι, αναγκάστηκε να παραδεχθεί η Άντζι, αλλά θα μπορούσε να είναι για κάποια που σου αρέσει άσχετα αν δεν είναι αμοιβαίο το συναίσθημα.

-Δεν είναι για κάποια, μπορώ να συνεχίσω;

-Ναι, βέβαια, είπε η Άντζι και του έδωσε το χαρτί πίσω.

Σηκώθηκε και πέρασε δίπλα του. Εκείνος είχε επιστρέψει στο γράψιμο και συμπλήρωνε το τετράστιχο που ήταν μισό. Εκείνη άφησε το σαλόνι και πήρε τη σκάλα για το επόμενο κατάστρωμα. Άκουσε κάποιο θόρυβο και μια φωνή που της φάνηκε οικεία και έριξε μια ματιά μέσα στο χώρο με τις ντουζιέρες, αυτό που είδε θα προτιμούσε να μην το είχε δει και θα το θυμόταν πολλές φορές τις επόμενες μέρες.

Ο Σταύρος στεκόταν μπροστά στα κουβούκλια στις ντουζιέρες, ήταν ολόγυμνος και έσταζε νερό, πρέπει να είχε κάνει μπάνιο. Αλλά δεν ήταν αυτό που την είχε αφήσει έτσι άναυδη. Την είχε αφήσει η παρουσία της Μαρίνας. Η συμμαθήτριά της ήταν ολόγυμνη και γονατισμένη μπροστά στον Σταύρο. Ακόμα χειρότερα τα χέρια της βρίσκονταν στους γοφούς του και ο ανδρισμός του στο στόμα της!

Καταραμένη τσούλα! Σκέφθηκε η Άντζι με τον θυμό της να φουντώνει.

 Από τον τρόπο που το χειριζόταν δεν ήταν η πρώτη φορά, ήξερε τι έκανε και ο Σταύρος βόγκηξε με ευχαρίστηση. Τραβήχτηκε και τη σήκωσε όρθια, εκείνη χαμογέλασε και του γύρισε την πλάτη;

-Βλέπεις κάτι που να σου αρέσει;

Ο Σταύρος έβαλε το χέρι του στην πλάτη της και την έσπρωξε να λυγίσει στα δύο, στάθηκε πίσω της και πέρασε το χέρι του μπροστά, η Μαρίνα γουργούρισε με ευχαρίστηση και η Άντζι μάντεψε τι έκανε ο Σταύρος. Ύστερα εκείνος έφερε τον ανδρισμό του στο άνοιγμα των γλουτών της και η Μαρίνα έσκυψε ακόμα περισσότερο.

-Καλό τσουλάκι είσαι, είπε ο Σταύρος και έσπρωξε απότομα τον ανδρισμό του μέσα της.

Την έπιασε από τη μέση και τραβήχτηκε για να βυθιστεί μέσα της με ακόμα περισσότερη φόρα. Η Μαρίνα έβγαλε μια κραυγή και τότε η Άντζι συνειδητοποίησε ότι ο Σταύρος δεν την έπαιρνε απλά από πίσω αλλά είχε προτιμήσει το πρωκτικό σεξ. Ο Σταύρος έριξε μια με την παλάμη του στο γυμνό γλουτό της και η Μαρίνα έβγαλε ένα βογκητό ευχαρίστησης.

-Ναι… έτσι μου αρέσει… ξέσκισέ με.

Η Άντζι ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται και χολή να ανεβαίνει στο στόμα της.

-Μ’ αρέσει που είσαι έτσι σφιχτή, είπε ο Σταύρος, μάλλον δεν σε έχει πάρει άλλος έτσι. Θα περάσουμε καλά στην Ιταλία.

-Ναι, είπε η Μαρίνα, μ’ αρέσει… Μη σταματάς.

Για κάποιο λόγο ήρθαν στο μυαλό της οι στίχοι που μόλις λίγα λεπτά πριν είχε διαβάσει. Έφερε το χέρι της στο στόμα και έτρεξε έξω στο κατάστρωμα. Έφτασε στο παραπέτο και έκανε εμετό στη θάλασσα. Ο αέρας ανέμιζε τα ρούχα της και έφερνε τα μαλλιά της στο πρόσωπό της. Ένιωσε ένα χέρι στα μαλλιά της να τα παραμερίζει.

-Τι έπαθες; Σε έπιασε ναυτία μόλις κατέβηκες κάτω;

Δεν απάντησε και όποιος ήταν που την είχε βοηθήσει δεν περίμενε απάντηση, της έβαλε στο χέρι ένα μπουκάλι με νερό.

-Ξέπλυνε το στόμα σου… Έλα πιες και λίγο.

 Τη βοήθησε να πάνε να καθίσουν σε έναν πάγκο κοντά στην πόρτα για το εσωτερικό του πλοίου. Της έβαλε μπισκότα στο χέρι.

-Φάε, ακόμα και αν είναι να ξανακάνεις εμετό καλύτερα να έχεις κάτι να βγάλεις.

Συνειδητοποίησε ότι την είχε βοηθήσει ο Μιχάλης. Ένα ρίγος την διαπέρασε. Ο Μιχάλης άφησε το σακίδιό του στον πάγκο και έβγαλε το μπουφάν που φορούσε. Τη σκέπασε με αυτό και αμέσως ένιωσε καλύτερα καθώς ήταν ζεστό από το σώμα του. Έφαγε τα μπισκότα σκεφτική.

Ήταν απογοητευμένη από τον Σταύρο, αναρωτιόταν αν είχε πέσει τόσο έξω γι’ αυτόν, αν είχε ενθουσιαστεί μαζί του και είχε παραβλέψει κάποια σημάδια ότι ήταν τέτοιος. Αναρωτήθηκε τι θα είχε γίνει αν τον είχε συναντήσει όπως λέγανε. Περίμενε να κάνουν έρωτα. Δεν περίμενε όμως αυτό που είχε δει, θα της το είχε ζητήσει άραγε ή ήταν ιδέα της Μαρίνας; Όσο και αν θα ήθελε να κατηγορήσει το τσουλί, με το οποίο ήταν πυρ και μανία, αναγνώριζε ότι ο Σταύρος δεν έδειχνε καθόλου άμαθος, τα είχε ξανακάνει όλα αυτά και προφανώς θα είχε δοκιμάσει να της τα επιβάλλει.

Έριξε μια πλάγια ματιά στον Μιχάλη.

Και η άκρα αντίθεση, σκέφθηκε, ο άνθρωπος που έγραφε ποιήματα για το πόσο γλυκό είναι το συναίσθημα χωρίς να έχει κάποια να το απευθύνει. Κάποιος που δεν ενδιαφερόταν για το πώς ήταν τα πράγματα αλλά ακολουθούσε τον δικό του δρόμο. Δεν τον ήξερε σχεδόν καθόλου, πριν από απόψε δεν είχε μιλήσει ποτέ μαζί του και τώρα είχε σπεύσει να τη βοηθήσει. Και το είχε κάνει με κινήσεις που ήταν προσεκτικές και όμως απαλές.

Ο Μιχάλης κοιτούσε την ακτή, είχε αρχίσει να φαίνεται λίγο γκρι στον ουρανό.

-Πού είμαστε, ξέρεις; τον ρώτησε.

-Ναι, αυτά τα βουνά που βλέπεις, εκεί που χαράζει, είναι η οροσειρά της Πίνδου, τα φώτα εκεί χαμηλά πρέπει να είναι τα Σύβοτα ή η Πάργα.

-Σου αρέσει η γεωγραφία;

-Όχι ιδιαίτερα, αλλά κοίταξα το χάρτη για την πορεία του ταξιδιού μας πριν ξεκινήσω.

Η Άντζι έγνευσε. Άρχιζε να νιώθει την έλλειψη ύπνου και μετά τα όσα είχαν γίνει ένιωθε εξαντλημένη. Αλλά πού να πήγαινε; Πίσω στην καμπίνα της; Αν συναντούσε την Μαρίνα θα γινόταν της κακομοίρας. Και δεν ήθελε να εξηγεί.

-Μπορώ να κοιμηθώ στην καμπίνα σου; ρώτησε τον Μιχάλη. Δεν θα κοιμηθείς όπως το βλέπω.

Ο Μιχάλης την κοίταξε για μια στιγμή. Μετά σηκώθηκε.

 

Η Δανάη ξύπνησε και τεντώθηκε. Είχε κοιμηθεί καλά και είχε ξεκουραστεί. Ανακάθισε στην κουκέτα της και άκουσε την Αγγελέτου που κοιμόταν. Η ίδια δεν είχε ανάγκη από άλλο ύπνο και σηκώθηκε. Ντύθηκε και βγήκε.

Οι συνάδελφοί της κοιμούνταν και το ίδιο έκαναν και οι πιο πολλοί μαθητές αν και κάμποσοι βρίσκονταν ακόμα και τώρα στο σαλόνι και διασκέδαζαν με πειράγματα, και συζήτηση ενώ κάποιοι έπαιζαν χαρτιά.

Βγήκε στο κατάστρωμα, της άρεσε πάντα η αυγή και ο πρωινός αέρας που τη φυσούσε στο πρόσωπο της ήταν αναζωογονητικός. Κοίταξε την θάλασσα, γκρίζα στο φως της αυγής, και την ξηρά πέρα από αυτή. Πήρε μια βαθιά ανάσα θαλασσινού αέρα και μια νέα ευχάριστη οσμή της ήρθε, φρέσκος καφές. Μια καλή ιδέα για τόσο πρωί.

Ακολούθησε την οσμή και την έφερε στο πίσω μέρος του καταστρώματος. Εκεί βρισκόταν ένα μπαρ και μια πισίνα που ήταν άδεια. Το καλοκαίρι θα ήταν το πιο δημοφιλές μέρος του πλοίου αλλά τώρα ήταν τελείως έρημο. Όχι τελείως έρημο, διαπίστωσε η Δανάη, βρίσκονταν εδώ δύο άτομα και μάλιστα ο καφές μύριζε από’ δω. Πλησίασε το μπαρ όπου ήταν καθισμένοι ο Ερνέστος και ο Μιχάλης.

-Εσείς φτιάξατε καφέ; ρώτησε.

-Ναι, είπε ο Ερνέστος, πείσαμε έναν καμαρότο να μας δώσει το κλειδί και φτιάξαμε καφέ. Απλά είπε να το κρατήσουμε μυστικό. Θέλετε λίγο καφέ;

-Ε να μη σας τον στερήσω, είπε η Δανάη.

-Εμείς είμαστε εντάξει, είπε ο Μιχάλης που κοιτούσε την στεριά.

-Τι είναι εκεί πέρα;

-Η πατρίδα μου, είπε ο Ερνέστος, η Κέρκυρα. Κάποτε μέρος των εδαφών της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, εξ’ ου και το επώνυμό μου.

-Από την Κέρκυρα είναι η καταγωγή σου;

-Εκεί γεννήθηκα. Ήρθα στην Αθήνα…

Η Δανάη ένευσε νιώθοντας κάπως αμήχανα. Ήξερε τι ήθελε να πει ο Ερνέστος, ο λόγος που είχε έρθει στην Αθήνα ήταν ο ίδιος για τον οποίον ήταν και δύο έτη μεγαλύτερος από τους συμμαθητές του.

-Πηγαίνεις;

-Κάθε καλοκαίρι, και ενδιάμεσα μερικές φορές.

-Είναι ωραίο νησί, από τα πιο όμορφα νησιά μας.

-Πράγματι.

Ο Ερνέστος έβαλε καφέ σε μια κούπα και της τον πρόσφερε. Η Δανάη τον πήρε και τον ευχαρίστησε. Δοκίμασε, ήταν γλυκός και δυνατός.

-Ωραίος καφές, είπε.

-Ο κύριος από’ δω τον έφτιαξε, είπε ο Μιχάλης και σηκώθηκε από τη θέση του. Λοιπόν, να πηγαίνω.

-Θα γράψεις πάλι; είπε ο Ερνέστος.

-Όχι, τώρα πρέπει να κοιμηθώ λίγο, κοντεύω τις 24 ώρες ξύπνιος, θα έχω προβλήματα να δω σε λίγο αν δεν κοιμηθώ. Μόνο πού δεν ξέρω που θα κοιμηθώ ακριβώς. Τέλος πάντων, ξύπνα με για το φαγητό.

Ο Μιχάλης έφυγε και η Δανάη στράφηκε στον Ερνέστο.

-Αλήθεια δεν κοιμήθηκε όλη τη νύχτα;

-Ούτε εγώ, είπε ο Ερνέστος με ένα χαμόγελο. Δεν βολευτήκαμε στην καμπίνα μας στις κουκέτες.

-Και τι κάνατε όλη νύχτα;

-Βλέπαμε τη θέα, εκείνος έγραψε, εγώ διάβασα λίγο, μιλούσαμε κιόλας κάμποση ώρα.

-Στο σαλόνι όλα αυτά;

-Μόνο το γράψιμο και το διάβασμα που είπα, αλλιώς καθόμασταν έξω, είχε πιο καλή θέα και δεν είχε τόση φασαρία.

Ο Ερνέστος ήπιε λίγο καφέ και η Δανάη τον μιμήθηκε. Ντυμένη πιο άνετα και ανεπίσημα από ό,τι στο σχολείο θα μπορούσε να περάσει για συνομήλική του και όχι για λίγα χρόνια πιο μεγάλη.

-Το ξενύχτισαν πολλοί στο σαλόνι; ρώτησε η Δανάη.

-Σχεδόν όλοι όσοι δεν κοιμήθηκαν και δεν είχαν ξελογιάσματα κατά νου.

Ξελογιάσματα, σκέφθηκε η Δανάη και χαμογέλασε. Όσο και αν το ξεχνούσαν μερικές φορές, οι μαθητές που συνόδευαν δεν ήταν πια παιδιά. Ήταν ολόκληροι άνδρες και γυναίκες με τις ανάλογες ορμές και ανάγκες. Κοίταξε τον Ερνέστο, εκείνος είχε βγει ήδη από την εφηβεία, ήταν ένας νέος άνδρας. Και μάλιστα όμορφος άνδρας.

-Εσείς να φανταστώ δεν είχατε, είπε.

-Ο Μιχάλης δεν θα το σκεφτόταν αυτό ακόμα και αν το πλοίο ναυαγούσε και έμενε σε ένα νησί μόνος του με μια κοπέλα. Εγώ δεν μπορώ να πω ότι συγκινούμαι από τις νεαρές κυρίες που μας συνοδεύουν.

-Πολύ ανώριμες να υποθέσω;

-Πολύ ανέμελες, είπε ο Ερνέστος. Εντάξει δεν λέω, καλό και το χιούμορ και το γέλιο αλλά δεν μπορούν να παίρνουν τα πάντα με την ίδια ελαφρότητα.

-Δεν είναι όλες έτσι.

-Ίσως όχι όλες αλλά οι περισσότερες το μόνο που αυτή τη στιγμή παίρνουν στα σοβαρά είναι οι πανελλήνιες.

-Οπότε εσείς οι δύο δεν είχατε κατά νου τα ξελογιάσματα, είπε η Δανάη, κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.

-Ταιριάζουμε πολύ είναι η αλήθεια. Επίσης παρότι έχουμε και κοινά ενδιαφέροντα έχουμε και διαφορετικά πεδία γνώσεων. Με μορφώνει στην ιστορία και σε γενικές γνώσεις, τον κατατοπίζω στις θετικές επιστήμες και σε μερικά πρακτικά θέματα… Ενίοτε τα χρειάζεται για τις ιστορίες του.

-Στο γραφείο των καθηγητών εκτιμούν το ότι δεν το κάνετε εν ώρα μαθήματος, είπε η Δανάη με ένα χαμόγελο.

-Στο μάθημα είμαστε τύποι και υπογραμμοί!

-Πράγματι, αν και θυμάμαι κάποια φορά που έγραφα στον πίνακα και σας βρήκα να χτυπιέστε με τους μπροστινούς σας.

Ο Ερνέστος συνοφρυώθηκε και μετά χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε το συμβάν.

-Θέμα τιμής, είπε. Μας θίξανε και επακολούθησε σύγκρουση.

-Σαν τζέντλεμεν του παλιού καιρού; Μονομαχία;

-Κάπως έτσι.

-Καλά τι σας είπανε;

Ο Ερνέστος δεν απάντησε αμέσως, και αυτό γιατί το θέμα αφορούσε την ίδια αν και εκείνη δεν το ήξερε.

 

Ο Βαγγέλης σηκώθηκε από την κουκέτα του και διαπίστωσε ότι ήταν μόνο στην καμπίνα, ο Μιχάλης και ο Ερνέστος δεν είχαν κοιμηθεί, το ήξερε αλλά τώρα είχε σηκωθεί και ο Δημήτρης. Αποφάσισε να βγει, άνοιξε την πόρτα και στο φως που μπήκε διαπίστωσε ότι είχε κάνει λάθος, δεν ήταν μόνος του στην καμπίνα. Η κουκέτα του Μιχάλη ήταν κατειλημμένη και το θέαμα ήταν το πιο αναπάντεχο, στην κουκέτα κοιμόταν η Άντζι. Έμεινε να την κοιτάει, τα σκεπάσματα είχαν κατέβει ως την καμπύλη του στήθους της, λίγο και θα τα έβλεπε πλήρως. Αναρωτήθηκε αν θα ξυπνούσε έτσι και την ξεσκέπαζε λίγο.

Την κοίταξε, κοιμόταν βαθιά, η ανάσα της έβγαινε απαλά, τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα και ο Βαγγέλης σκέφθηκε ότι θα ήταν απολαυστική στο στοματικό σεξ, με τη σκέψη ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει και τον έτριψε αφηρημένος. Την επόμενη στιγμή ένιωσε έναν πόνο στο πίσω μέρος του λαιμού του καθώς ένα χέρι προσγειώθηκε εκεί με δύναμη και τον τράβηξε έξω από την καμπίνα. Γύρισε και αντίκρισε έναν Μιχάλη που τον κοιτούσε με μάτια που έβγαζαν φωτιά.

-Τι κάνεις εκεί;

-Είσαι κρυφή πληγή, είπε ο Βαγγέλης. Καλά λένε τα σιγανά ποταμάκια… Πότε την έριξες; Το κάνατε στην κουκέτα και δεν πήραμε χαμπάρι; Δεν είναι από αυτές που ουρλιάζουν, ε;

-Δεν είναι τίποτα, απλά κοιμάται. Σκάσε και δίνε του γιατί θέλω να κοιμηθώ και’ γω.

-Αγκαλίτσα μαζί της;

-Να μη σε νοιάζει!

Ο Βαγγέλης έφυγε και ο Μιχάλης έκλεισε την πόρτα, του ξέφυγε και έκλεισε με θόρυβο καθώς το πλοίο είχε αρχίσει να κουνάει.

-Όλο το βράδυ πήγαινε σαν Αρσακειάδα, είπε ο Μιχάλης, τώρα βρήκε να κουνήσει.

-Τι ώρα είναι; ρώτησε η Άντζι που την είχε ξυπνήσει η πόρτα.

-Επτά.

-Να ξανακοιμηθώ;

-Ναι, είπε με ένα χαμόγελο ο Μιχάλης αλλά η Άντζι δεν ήταν τόσο νυσταγμένη ώστε να μη σκέφτεται.

-Πού θα κοιμηθείς εσύ;

-Κάπου θα βολευθώ.

Η Άντζι τραβήχτηκε στη μέσα άκρη της κουκέτας.

-Έλα, ξάπλωσε εδώ, δεν με πειράζει.

Ο Μιχάλης ένευσε.

-Εντάξει, δεν θα γδυθώ οπότε δεν χρειάζομαι σκεπάσματα, κράτησέ τα εσύ.

Ξάπλωσε και την κοίταξε, είχε κλείσει τα μάτια της και παραδινόταν ήδη στην αγκαλιά του Μορφέα. Πρόσεξε και εκείνος τα χείλη της. Αλλά η δική του σκέψη ήταν ότι ήταν ακόμα κάτι που γλύκαινε το πρόσωπό της.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου