Οι Ιππότες Του Θεού Ι - 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

Η Κάθρην έμεινε μόνη με την Φελίσιτυ. Η ακόλουθός της την αγκάλιασε και της ευχήθηκε. Μετά άρχισε να τη βοηθάει να ξεντυθεί, έβγαλαν το βαρύ φόρεμα και μετά το μεσοφόρι, η Κάθρην ανατρίχιασε καθώς ήταν τώρα με το εσώρουχό της. Η Φελίσιτυ την κοίταξε.

-Άντε, βγάλε το και αυτό.

-Να μη βάλω το νυχτικό μου;

-Απόψε το μόνο που δε θα σου χρειαστεί είναι το νυχτικό, γέλασε η Φελίσιτυ.

Η Κάθρην άρχισε να απαλλάσσεται και από το τελευταίο της ρούχο.

-Έχεις κάνει έρωτα; ρώτησε τη φίλη και ακόλουθό της. Πως είναι;

-Είναι μαγευτικό… Δεν μπορώ να στο περιγράψω αν δεν το ζήσεις, είπε η Φελίσιτυ και σταμάτησε. Φάνηκε να θέλει να πει κάτι μα να διστάζει και μετά είπε:

-Μπες κάτω από τα σκεπάσματα, κάνει κρύο.

Η Κάθρην το έκανε και η Φελίσιτυ της ευχήθηκε και πάλι, μετά βγήκε από το δωμάτιο.

-Μακάρι να είναι γλυκός και τρυφερός μαζί σου και να μην είναι βιασμός, ευχήθηκε.

Η Κάθρην δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ το σύζυγό της που κατέφτασε με ένα μεγάλο κύπελλο κρασιού, πλησίασε το μεγάλο κρεβάτι και την ξεσκέπασε. Την κοίταξε πίνοντας. Κάθε άλλος άνδρας θα ήταν ήδη έτοιμος να πέσει στο κρεβάτι μαζί της, βλέποντάς την ολόγυμνη με όλη την φρεσκάδα και την ομορφιά της νιότης.

Αλλά ο Κλώντ Κίρμπυ δεν είχε τέτοια ενδιαφέροντα, η γυμνή κοπέλα δεν ήταν για αυτόν θελκτικότερη από τη φοράδα που ίππευε. Θα προτιμούσε το νεαρό ακόλουθο που μέχρι λίγο απολάμβανε. Στη σκέψη του γυμνού νεαρού ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει. Αλλά ήταν μόνο προσωρινό.

-Ούγο! φώναξε.

Ένας νέος άνδρας μπήκε αμέσως. Φαινόταν να έχει πιει και τα πλούσια ρούχα του ήταν ανακατεμένα και τσαλακωμένα.

-Άρχοντά μου;

-Βοήθησέ με να κάνω το καθήκον στη νύφη μου.

Ο Κλωντ ύψωσε το κύπελλο στην Κάθρην.

-Στην υγεία σου, αγάπη μου, είπε ενώ ο Ούγος έβαζε το χέρι του και χάιδευε τον ανδρισμό του. Ο Κίρμπυ έκλεισε τα μάτια του με απόλαυση. Ο Ούγος την κοίταζε καμιά φορά αλλά φαινόταν το ίδιο αδιάφορος όσο ο αφέντης του. Η Κάθρην όμως δεν μπορούσε να το χωνέψει αυτό, ένιωθε τα μάτια της να τσούζουν με δάκρυα που έρχονταν και τα μάγουλά της να φλογίζονται. Ο Κλώντ είπε:

-Εντάξει, άσε με.

Ο Ούγος τον άφησε και ο Κλώντ έσκυψε πάνω από το σώμα της. Ένιωσε τον ανδρισμό του να ακουμπάει στην ήβη της και την επόμενη στιγμή ο σύζυγός της βόγκηξε με ευχαρίστηση και εκείνη ένιωσε το σπέρμα του να εκτοξεύεται στην κοιλιά της.

-Ωραία, είπε ο Κλώντ, αφού έκανα το καθήκον μου ας συνεχίσουμε το γλέντι μας.

Την άφησαν μόνη. Τότε ξέσπασε σε δάκρυα. Αυτό ήταν; Αυτή θα ήταν η ζωή της; Είχε παντρευτεί έναν άνδρα που δεν ήθελε και οποίος δεν ήθελε ούτε καν να την αγγίξει γιατί προτιμούσε τους βαλέδες του; Θα ζούσε στερημένη όχι μόνο την αγάπη αλλά ακόμα και την συζυγική ζωή και τη μητρότητα;

Δεν ήξερε πόση ώρα έμεινε έτσι, βυθισμένη σε τέτοιες μαύρες σκέψεις. Ύστερα σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στο παράθυρο. Κοίταξε έξω. Μέσα στο βαθύ σκοτάδι δεν μπορούσε να δει τίποτα σχεδόν. Ίσα που διέκρινε τους σκοπούς στα τείχη.

Η σκέψη των σκοπών της έφερε στο μυαλό τα γεγονότα νωρίτερα και θυμήθηκε τον Γουίλλιαμ Κάλεντον. Τι της είχε πει; Δεν θα ήταν στο γάμο γιατί ήταν αξιωματικός της φρουράς απόψε. Πήρε την απόφασή της. Πήγε στο μικρό κομό κοντά στο κρεβάτι της και με μια πετσέτα και νερό από την κανάτα που βρισκόταν εκεί καθαρίστηκε από το μίασμα του Κλωντ Κίρμπυ. Ύστερα άφησε το δωμάτιο τυλιγμένη σε έναν μανδύα.

Περιπλανήθηκε λίγο στους διαδρόμους πριν βρει έναν στρατιώτη και τον ρωτήσει:

-Που βρίσκεται ο σερ Γουίλλιαμ Κάλεντον;

-Ο αξιωματικός φρουράς;

-Ναι.

-Δεν είναι Ιππότης, είπε ο στρατιώτης.

-Συγχωρήστε το λάθος μου, είπε η Κάθρην, που μπορώ να τον βρω.

Ο στρατιώτης της είπε και εκείνη έφυγε αμέσως αν και δεν φαινόταν να την έχει αναγνωρίσει. Στάθηκε όταν έφτασε στο μικρό δωμάτιο στο τείχος. Χτύπησε την πόρτα και περίμενε. Της άνοιξε ο Γουίλλιαμ. Την κοίταξε ξαφνιασμένος.

-Αρχόντισσά μου; Γιατί είσαι εδώ; Συνέβη κάτι;

-Μπορώ να μπω; είπε η Κάθρην.

-Ναι, βέβαια.

Ο Γουίλλιαμ παραμέρισε για να περάσει. Το δωμάτιο ήταν επιπλωμένο με τα απαραίτητα, μια θήκη για τα όπλα, ένα κρεβάτι και ένα μικρό τραπέζι πάνω στο οποίο βρισκόταν το φανάρι που φώτιζε το χώρο. Στη θήκη για τα όπλα βρισκόταν η σπάθα του ενώ σε ένα καρφί στον τοίχο κρεμόταν ο μανδύας και το πουκάμισό του. Πρέπει να ετοιμαζόταν για ύπνο. Στράφηκε και τον αντίκρισε ενώ εκείνος έκλεινε την πόρτα.

-Τι συνέβη; ρώτησε ο Γουίλλιαμ και πήγε κοντά της.

-Θυμάσαι τι σου είπα για τον Κλώντ Κίρμπυ; ρώτησε με τη σειρά της η κοπέλα.

-Ναι, σου φέρθηκε άσχημα;

-Ακόμα χειρότερα… είναι…

Με νέα δάκρυα να απειλούν να κυλίσουν η Κάθρην του είπε τι είχε συμβεί. Την άκουσε χωρίς να τη διακόπτει κοιτώντας τη στα μάτια.

-Ντρέπομαι τόσο πολύ, κατέληξε η κοπέλα.

-Δεν θα έπρεπε να ντρέπεσαι εσύ, είπε ο Γουίλλιαμ. Εκείνος θα έπρεπε. Δεν έπρεπε να σε παντρευτεί αφού είναι τέτοιος. Αλλά θέλει να το κρύβει βέβαια.

-Και θα με αφήσει μόνη και δυστυχισμένη, είπε η Κάθρην και σταμάτησε.

Είδε ότι την περίμενε να συνεχίσει και το έκανε.

-Θέλω μια μεγάλη χάρη… Ο σύζυγός μου - έβαλε όση χλεύη μπορούσε στη λέξη – νομίζει ότι με έκανε δική του. Δεν θα εκπλαγεί λοιπόν αν μείνω έγκυος.

-Αφού δεν…

-Αυτό είναι που θέλω από εσένα. Χάρισέ μου ένα παιδί… Δεν μπορώ να το ζητήσω από άλλον. Εσένα… Σε εμπιστεύομαι παρά το ότι δεν σε ξέρω τόσο πολύ καιρό. Κάνε μου έρωτα.

Έλυσε τη ρόμπα της και την άφησε να γλιστρήσει από πάνω της. Το θέαμα είχε πάνω στον Γουίλλιαμ την επίδραση που θα έπρεπε να έχει στον Κλώντ Κίρμπυ. Ένιωσε αμέσως ερεθισμένος και έμεινε να κοιτάει το γυμνό της σώμα. Το βλέμμα του κατηφόρισε στα στήθη της και μετά στην κοιλιά της και την ήβη της, στα απόκρυφά της, στα πόδια της.

-Αρχόντισσά μου…

-Δεν σου αρέσω;

-Είσαι πολύ όμορφη, είπε ο Γουίλλιαμ και την κοίταξε στα μάτια.

Εκείνη πλησίασε και τον αγκάλιασε. Τα στήθη της πίεσαν το γυμνό στέρνο του και τα χείλη της άγγιξαν απαλά το λαιμό του. Ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει και τον ένιωσε και η Κάθρην.

-Είμαι δική σου. Αν δεν με θες… Πάρε το σπαθί σου και σκότωσέ με. Πες ότι παραφρόνησα και σου επιτέθηκα. Θα το πιστέψουν, γιατί μια νεόνυμφη να αφήσει την κλίνη της; Ο άνδρας μου δε θα λυπηθεί πάντως.

-Γιατί να πετάξεις τη ζωή σου; Για έναν…

Η Κάθρην τον σταμάτησε.

-Σε παρακαλώ. Άσε τον μακριά μου για τώρα. Χάρισέ μου σε παρακαλώ μια ελπίδα. Κάνε μου ότι θα μου έκανες αν ήμουν η δική σου σύζυγος την πρώτη μας νύχτα.

Ο Γουίλλιαμ την κοίταξε και χάθηκε στην απαλότητα των καστανών της ματιών, στο τρικύμισμα των δακρύων που με δυσκολία συγκρατούσε. Την ερωτεύθηκε μια και για πάντα.

Τη φίλησε απαλά στα χείλη και χάιδεψε τη γυμνή πλάτη της. Την οδήγησε στο κρεβάτι και την ξάπλωσε και ακολούθησε και εκείνος αφού απαλλάχτηκε από τα τελευταία ρούχα του. Φίλησε πάλι τα χείλη της και μετά το λαιμό της και χάιδεψε την κοιλιά της. Ύστερά, με δισταγμό μιας και δεν είχε ξανά ποτέ διαβεί αυτό το μονοπάτι, έφερε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της και την χάιδεψε. Η Κάθρην βόγκηξε ελαφρά και ένα ρίγος τη διέτρεξε, ο Γουίλλιαμ τράβηξε το χέρι του αλλά τον σταμάτησε.

-Μου αρέσει, μην σταματάς.

Ο Γουίλλιαμ επανέλαβε το χάδι του. Ένιωθε όμορφα βλέποντας την Κάθρην έτσι. Τα μάγουλά της είχα πάρει ένα απαλό ροζ χρώμα και έσφιγγε τα χείλη της. Έγειρε και την φίλησε ξανά, τα χείλη της άνοιξαν και η γλώσσα του άγγιξε τη δική της. Η αίσθηση έστειλε ένα ρίγος να τον διατρέξει. Μετακινήθηκε φέρνοντας το σώμα του πάνω από της Κάθρην. Συνέχισε να την φιλάει, ένιωθε τον ανδρισμό του σκληρό και βαρύ, μια αίσθηση που δεν είχε νιώσει ξανά, μια αίσθηση υπέροχη αλλά και βασανιστική, είχε ξαφνικά συναίσθηση των θηλών της Κάθρην, στο στέρνο του, των χεριών της στην πλάτη του, της σφριγηλής κοιλιάς της πάνω στην οποία ακουμπούσε ο ερεθισμένος ανδρισμός του, της ανάσας της που χάιδευε το λαιμό του καθώς τη φιλούσε στο λαιμό. Ήταν υπέροχο όλο αυτό και ήθελε κι άλλο.

Χαμήλωσε και πήρε στο στόμα του τη θηλή της, ήταν απαλή και ροδαλή, σκλήρυνε στα χείλη του και η Κάθρην άφησε μια απαλή τρεμάμενη κραυγή. Πήρε θάρρος και την άγγιξε με τη γλώσσα του.

Η Κάθρην ένιωσε τη διέγερση να την κυριεύει με το χάδι αυτό, το ένστικτο πήρε το πάνω χέρι. Μετακίνησε το σώμα της, άνοιξε τα πόδια της για να κάνει χώρο στο σώμα του, για να δοθεί στον ανδρισμό που την πίεζε, και που το σώμα της ζητούσε. Έσφιξε τους μηρούς της στα πλευρά του Γουίλλιαμ και λίκνισε τη λεκάνη της.

Την επόμενη στιγμή τον δέχτηκε μέσα της, για μια στιγμή ένιωσε άβολα, και ένας μικρός πόνος τη διαπέρασε αλλά ήταν μόνο μια φευγαλέα αίσθηση. Μετά ένιωσε τους χυμούς της να αναβλύζουν και να καλωσορίσουν την ένωση αυτή που έφερνε ζωή. Ο Γουίλλιαμ τη φίλησε καθώς παραδινόταν και εκείνος στο ένστικτο που τον οδηγούσε στο απαλό, κέντρο της γυναικείας φύσης της, που παλλόμενο τον καλούσε να ενωθεί μαζί της για να σβήσουν την φωτιά που έκαιγε τώρα τα σώματά τους. Τη φίλησε και πάλι στα χείλη και μετά στο λαιμό ενώ η κίνησή τους γινόταν όλο και πιο γρήγορη, σχεδόν βίαιη.

Ύστερα όλα χάθηκαν σε μια έκρηξη ηδονής και συναισθημάτων, σε κάτι που δεν είχαν ξανανιώσει και ταυτόχρονα ήταν τόσο οικείο σαν να το περίμεναν από την πρώτη μέρα της ζωής τους.

Έμειναν ακίνητοι αφήνοντας την ηρεμία να ξαναγυρίσει και τις καρδιές τους να βρουν το ρυθμό τους. Ύστερα ο Γουίλλιαμ ξάπλωσε και την πήρε στην αγκαλιά του. Η Κάθρην έμεινε εκεί, ήσυχη τώρα, γαληνεμένη. Το πρωί και ο κρύος γάμος της με τον Κλώντ Κίρμπυ έμοιαζαν πολύ μακριά. Για λίγο μπορούσε να είναι ευτυχισμένη.

Αποκοιμήθηκαν έτσι.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου