Το Ακροπύργιο Του Θανάτου 2

Author: Νυχτερινή Πένα /

ΙΙΙ

 

Καθισμένη στον πέτρινο θρόνο στο μέσο του δωματίου η μάγισσα γέλασε με ικανοποίηση. Το σχέδιό της είχε δώσει τους καρπούς που έπρεπε. Σε λίγο θα ήταν ελεύθερη και τότε… Τότε όλοι θα ένιωθαν την οργή της και όσοι ζούσαν θα την λάτρευαν σαν θεά, όχι σαν μια θεότητα καλοσυνάτη και ελεήμονα αλλά σαν μια μοχθηρή και πανίσχυρη θεά που ένα καπρίτσιο της μπορούσε να βάλει φωτιά σε χωριά και να ξεκληρίσει οικογένειες. Θα τη λάτρευαν από φόβο για να συνεχίσουν να ζουν, ακριβώς όπως και οι πρόγονοί τους αιώνες πριν.

Αιώνες είχε βασιλέψει σαν απόλυτη κυρίαρχος και μετά είχαν έλθει η Αυτοκρατορία και ο Αγκερόν. Οι Απολινάρι, οι μάγοι που μέχρι τότε της ήταν πιστοί, είχαν αλλάξει στρατόπεδο. Είχε ηττηθεί, είχαν διαλύσει τις στρατιές των πλασμάτων της και την είχαν φυλακίσει. Αδυνατώντας να την καταστρέψουν την είχαν κλείσει σε αυτό το κελί που θα την κρατούσε δέσμια για πάντα. Είχε γελάσει πιστεύοντας ότι μόλις ανέκαμπτε θα ήταν εύκολο να αποδράσει αλλά είχε διαπιστώσει ότι ήταν αδύνατο, το μαγικό πεδίο που είχαν δημιουργήσει οι μάγοι ήταν πανίσχυρο. Καταραμένοι προδότες!

Της πήρε αιώνες να βρει πως θα το κατέστρεφε. Το πεδίο την κρατούσε μέσα και δεν επέτρεπε σε κανένα ον με μαγική αύρα να περάσει προς εκείνη αλλά μπορούσε να περάσει οποιοσδήποτε άλλος που δεν είχε μαγικές δυνατότητες, κάθε φορά που αυτό συνέβαινε εξασθενούσε το πεδίο και κατά λίγο. Ο χρόνος όμως που περνούσε την είχε εξασθενήσει και οι προσπάθειες να βρει τη λύση είχαν καταναλώσει τις δυνάμεις της. Θα έμενε εκεί μέσα για πάντα, σαν ένα αξιοθρήνητο απομεινάρι της παλιάς της δόξας.

Σε αυτούς τους αιώνες τα πράγματα γύρω από τη φυλακή της είχαν αλλάξει. Οι Φενρίρ είχαν κυριεύσει τη χώρα δημιουργώντας το βασίλειό τους. Σαν σύμμαχοι της Αυτοκρατορίας και των Απολινάρι ήξεραν πολύ καλά τι βρισκόταν στο Ακροπύργιο Βάνγκαρντ και δεν είχαν πλησιάσει ποτέ. Μόνο είχαν τοποθετήσει μια φρουρά σε μια απόσταση κοντά στους μάγους που ήταν επιφορτισμένος να επιβλέπει τη φυλακή της.

Δεν αποδέχτηκε αυτή τη μοίρα που ήθελαν να της επιβάλουν. Αφουγκραζόταν τους αιώνες να περνούν και περίμενε για την ευκαιρία της. Η Αυτοκρατορία ηττήθηκε, οι Φενρίρ συνέχιζαν να πολεμούν τον Αλέξανδρο αλλά οι Απολινάρι είχαν άλλα προβλήματα να ασχοληθούν. Μόνο ένας μάγος επέβλεπε το Ακροπύργιο τώρα πια.

Με τις δυνάμεις που της είχαν απομείνει ύφανε δύο ξόρκια. Το πρώτο ξόρκι ήταν μια πανίσχυρη γητεία. Άρχισε να επισκέπτεται τα όνειρα ενός μάγου και εμπόρου, του παρουσιάστηκε σαν μια ατυχής πριγκίπισσα που είχε φυλακισθεί και θα γινόταν δική του, αν την ελευθέρωνε, μαζί με τα πλούτη της. Στην αρχή το είχε περάσει για όνειρο αλλά τον είχε πείσει ότι ήταν αλήθεια. Οι εκκλήσεις της αθώας κοπέλας ενέπνευσαν στον μάγο μια αγάπη που γρήγορα έγινε ανεξέλεγκτος πόθος. Και έκανε το παν για να τη σώσει.

Είχε στείλει πολλούς πολεμιστές να τη σώσουν και εκείνη τους βοηθούσε να διαφύγουν της προσοχής του Απολινάρι. Κάποιοι δεν είχαν καταφέρει να περάσουν τους τρόμους του κάστρου, μερικά ήταν δικά της πλάσματα αποτρελαμένα από αιώνες που είχαν μείνει ακυβέρνητα, άλλα τα είχαν βάλει οι Απολινάρι για να απαγορεύουν την πρόσβαση στη φυλακή της. Οι περισσότεροι είχαν φτάσει ως εκείνη και είχαν περάσει χωρίς να το καταλάβουν το μαγικό πεδίο κάνοντας αυτό που έπρεπε.

Η γητεία όμως είχε στραγγίσει την δύναμή της και δεν θα επιζούσε από τη διαδικασία αν δεν ήταν το δεύτερο ξόρκι της. Αυτό της επέτρεπε να απορροφά από τα θύματά της την ζωτική τους ενέργεια. Έτσι διατηρούσε τη ζωή της και ανανέωνε τη νεότητά της απορροφώντας τη ζωή όσων έφταναν ως εκείνη. Όσο για τη δύναμή της… Είχε και για αυτή τη λύση από το ξόρκι που αφαιρούσε τα πάντα από τα θύματά της.

Σηκώθηκε από το θρόνο που αμέσως εξαφανίσθηκε σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Έπρεπε να ξεκουραστεί και να περιμένει την άφιξη των θυμάτων που θα τα άλλαζαν όλα.


IV

 

Ο Σάι Λάινγουολ ήταν ο πιο νεαρός πολεμιστής που είχε υπηρετήσει στις διαταγές του Βίλνους Ντρομέθια. Το έλεγε με καμάρι στα καπηλειά και τα κακόφημα σπίτια για να εντυπωσιάσει τις γυναίκες. Η καλή του εμφάνιση και τα μυώδη χέρια τοξότη που διέθετε βοηθούσαν επίσης. Ήταν ακριβώς η ικανότητά του με το τόξο που έκανε τον Βίλνους να τον πάρει στην ομάδα του παρά την ηλικία του. Και τώρα χρησιμοποιούσε τα χέρια του ιδανικά αν έκρινε από τα επιφωνήματα της μελαχρινής καλλονής που τον είχε πάρει στο δωμάτιό της.

Ποτέ πριν δεν είχε πάει με γυναίκα αλλά ήθελε να δείξει έμπειρος. Ήθελε να δείξει άνδρας και όχι παιδαρέλι. Χάιδευε την κοπέλα με τα χέρια του στις πλούσιες καμπύλες της ενώ φιλούσε την κοιλιά της κατεβαίνοντας χαμηλά προς τη γυναικεία φύση της, είχε ακούσει από τους πολεμιστές στην εκστρατεία όταν μιλούσαν τα βράδια γύρω από τη φωτιά ότι άρεσε πολύ στις γυναίκες αυτό.

-Όταν πας με μια γυναίκα να βεβαιώνεσαι πρώτα ότι δε σκοπεύει να σε μαχαιρώσει μόλις χαλαρώσεις.

Ο Σάι τινάχθηκε. Δίπλα στο κρεβάτι στεκόταν ο Βίλνους με τη σπάθα στο χέρι να σημαδεύει το λαιμό της γυναίκας. Ο Σάι σηκώθηκε από το κρεβάτι κοιτώντας τη γυναίκα σαν να μην ήταν πια μια ποθητή ερωμένη αλλά κάποιο τρομερό ον. Ο Βίλνους τράβηξε το σεντόνι από την άκρη του κρεβατιού όπου είχε χωμένο το ένα της χέρι και αποκαλύπτοντας ένα κοφτερό μαχαίρι.

-Γιατί να με σκοτώσεις; είπε ο Σάι.

-Για το γεμάτο πουγκί, είπε εκείνη.

Ο Βίλνους κούνησε το κεφάλι του. Ύστερα με μια απότομη κίνηση βύθισε την αιχμή της λάμας στο λαιμό της. Η γυναίκα σπαρτάρισε μια στιγμή και έμεινε ακίνητη.

-Άλλη φορά να προσέχεις περισσότερο, είπε ο πολεμιστής στον νεαρό άνδρα.

-Ευχαριστώ Βίλνους, πως το έμαθες;

-Σε αναζήτησα γιατί βρέθηκε μια δουλειά για εμάς και μαθαίνοντας με ποια είχες φύγει από το καπηλειό βιάστηκα γιατί ήξερα ότι κινδυνεύεις. Είχε μια φήμη η συγκεκριμένη γυναίκα.

-Τι δουλειά; Που πάμε;

-Βόρεια, στο Ακροπύργιο Βάνγκαρντ. Προς το παρόν πάμε στο πανδοχείο της Βέρθρα, έχω μαζέψει και τους υπόλοιπους. Αφού κάνουμε μια στάση στο Καπηλειό του Ταξιδευτή εδώ πιο κάτω.

-Γιατί;

-Πιστεύω ότι έχει πάει εκεί η Αδάρα για διασκέδαση.

-Δηλαδή για να παλέψει.

-Αυτό ακριβώς, είπε ο Βίλνους με ένα χαμόγελο.

Το καπηλειό ήταν ένα μικρό πέτρινο οικοδόμημα με καρέκλες και τραπέζια γύρω γύρω με τους συνδαιτημόνες να τρώνε και να πίνουν ενώ παρακολουθούσαν αγώνες αντιπάλων που γίνονταν σε μια εξέδρα στο κέντρο του χώρου.

Αυτή τη στιγμή στο κέντρο βρίσκονταν ένας σωματώδης άνδρας και μια γυναίκα που δεν ήταν το ίδιο ογκώδης αλλά ήταν ψηλή και γεροδεμένη. Ο Βίλνους σταμάτησε και την κοίταξε. Αυτή ήταν η Αδάρα, μια πολεμίστρια από τους νομάδες της Κεμί είχε αφήσει την πατρίδα της χρόνια πριν και είχε ακολουθήσει τον Βίλνους στα μήκη και τα πλάτη της Έρεμορ. Ο Σάι κοίταξε την Αδάρα με ένα βλέμμα έκπληξης αλλά και σαγήνης. Ο Βίλνους χαμογέλασε, η Αδάρα ήταν ντυμένη πάντα με τα ρούχα της από δέρμα που δεν επέτρεπαν ιδιαίτερη θηλυκότητα αλλά τώρα ήταν σχεδόν ολόγυμνη. Φορούσε μόνο ένα εσώρουχο γύρω από τα λαγόνια της και ένα πανί που συγκρατούσε τα σφιχτά, γεμάτα στήθη της. Για τον νεαρό πολεμιστή ήταν ένα ελκυστικό θέαμα και ο Βίλνους ήταν σίγουρος ότι πολλοί θεατές αντί να παρακολουθούν την μονομαχία θα κοιτούσαν το γεροδεμένο σώμα της νομάδα.

Εκείνη τη στιγμή με μια δυνατή γροθιά, η οποία έσπασε τη μύτη του αντιπάλου της με ένα ηχηρό κρακ, η Αδάρα ξάπλωσε κάτω τον αντίπαλό της κερδίζοντας τον αγώνα. Η νομάδας πήγε σε ένα κοντινό τραπέζι και πήρε μια κούπα μπύρα που την άδειασε μονορούφι. Στην πατρίδα της δεν υπήρχαν καλλιέργειες και δεν υπήρχαν και ποτά ως εκ τούτου αλλά στα χρόνια που πολεμούσε με τον Βίλνους είχε μάθει να πίνει μπύρα και της άρεσε.

Ο Βίλνους την πλησίασε ενώ άφηνε την κούπα πίσω στο τραπέζι.

-Βίλνους, είπε εκείνη με έκπληξη. Δεν περίμενα να σε ξαναδώ τόσο σύντομα.

-Βρέθηκε μια δουλειά.

-Πολύ ωραία, να πάω λίγο στα λουτρά και να ντυθώ και θα μου πεις.

 

Το πανδοχείο της Βέρθας ήταν ένα μεγάλο κτίσμα με ισόγειο και πρώτο όροφο, ένα από τα πιο καλοφτιαγμένα και διατηρημένα κτήρια της πόλης. Ο Βίλνους παραμέρισε την μεγάλη δίφυλλη πόρτα και μπήκε ακολουθούμενος από τον Σάι. Βρέθηκαν στην μεγάλη σάλα του πανδοχείου όπου βρίσκονταν μαζεμένοι πάνω από πενήντα άνδρες. Καθισμένοι στα τραπέζια περίμεναν την άφιξή του.

Μπροστά μπροστά, κοντά στον πάγκο του πανδοχέα ήταν μαζεμένοι οι συνήθεις σύντροφοί του στις εκστρατείες. Ο Σοκάρ Σαλάγια, που υπηρετούσε ως υπαρχηγός του, η μάγισσα Σέλμιορ και ο δίδυμος αδερφός της και επίσης μάγος Ράουμας, ο πολεμιστής Ντενάουμπις και ο πρώην κλέφτης, πειρατής και πολεμιστής Ντρέηκ. Μιλούσαν με τους υπόλοιπους και τους προέτρεπαν να περιμένουν την επιστροφή του Βίλνους για να μάθουν γιατί τους είχε μαζέψει.

-Θα έρθει και θα μας εξηγήσει! έλεγε με τη βαθιά του φωνή ο Ντενάουμπις.

Ο Βίλνους προχώρησε και τον ακολούθησε η Αδάρα και ο Σάι. Πολλοί τον αντελήφθησαν και άρχισαν να απευθύνουν σε αυτόν τις ερωτήσεις. Εκείνος σήκωσε τα χέρια ψηλά ζητώντας ησυχία ως που έφτασε μπροστά και είπε:

-Λοιπόν, μαζευτήκατε εδώ όλοι όσοι δεν προλάβατε να φύγετε από την πόλη.

Αυτό ήταν αλήθεια. Είχε μαζέψει τους μισούς από τις ταβέρνες και τα κακόφημα σπίτια της πόλης και τους υπόλοιπους από την τοπική φυλακή όπου είχαν καταλήξει μετά από καυγάδες. Συνέχισε:

-Υπάρχει μια δουλειά για’ μας στο Ακροπύργιο Βάνγκαρντ με καλή αμοιβή. Πόσοι είστε μαζί μου;

Μια ομαδική ιαχή ακούστηκε και ο Βίλνους χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. Η φήμη του σαν πολεμιστή και ηγέτη είχε κάνει τους άνδρες να τον εμπιστεύονται πάντα.

Καταγράφηκαν όλοι στο έγγραφο στρατολόγησης, ήταν 58 άνδρες και ο Βίλνους τους χώρισε σε τρεις ομάδες, δυο από δεκαεννιά πολεμιστών και μια με είκοσι. Στην πρώτη με τους δεκαεννιά είχε μαζέψει και όσους είχαν τόξα ή άλλο τηλέμαχο όπλο όπως η βαλλίστρα. Σε αυτήν θα ανήκε και ο Σάι.

-Ντενάουμπις θα είσαι επικεφαλής της τρίτης ομάδας, Αδάρα της δεύτερης, Ντρέηκ της πρώτης, Σοκάρ έλεγξε εξοπλισμό και προμήθειες. Θα ξεκινήσουμε με το πρώτο φως της αυγής.


Το Ακροπύργιο Του Θανάτου 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ι

 

Σκοτάδι επικρατούσε στο μεγάλο θολωτό δωμάτιο, ένα σκοτάδι που ίσα κάπως διαλυόταν από το φως του δαυλού που κρατούσε. Το πάτωμα έτριζε κάτω από τα πόδια του, είχε σχηματιστεί πάγος. Αυτό το περίμενε, ήταν ήδη χειμώνας η χειρότερη εποχή σε αυτές τις περιοχές της Έρεμορ. Αυτό που δεν περίμενε ήταν το δωμάτιο να είναι άδειο. Περίμενε να δει σωρούς από χρυσάφι, νομίσματα και πολύτιμα σκεύη, λάφυρα των τόσων πολέμων των Φενρίρ. Άκουσε ένα θόρυβο κάπου στο βάθος. Βήματα και μια απαλή ανάσα.

-Ποιος είναι εδώ; ρώτησε. και ένας βασανισμένος στεναγμός ήρθε για απάντηση από το βαθύ σκοτάδι.

Μια μορφή αναδύθηκε από το σκοτάδι. Ήταν μια γυναίκα αλλά θύμιζε περισσότερο σκελετό, το σώμα της ήταν αποστεωμένο, τα κόκαλα διαγράφονταν κάτω από το δέρμα που τεντωνόταν πάνω τους. Φορούσε έναν τελετουργικό μαύρο μανδύα με αποκρυφιστικά σύμβολα κεντημένα με ασημένια κλωστή. Άκουσε θόρυβο και στράφηκε πίσω του. Δεν είδε τίποτα και γύρισε στην γριά. Μόνο που τώρα δεν ήταν μια γριά που στεκόταν μπροστά του. Ήταν μια πανέμορφη γυναίκα με πληθωρικό κορμί που ξεχείλιζε από τον μανδύα.

-Μια προφύλαξη… Για τους Φενρίρ, του είπε. Έλα κοντά μου.

Δεν μπορούσε να αντισταθεί στο κάλεσμά της. Δεν ήθελε να αντισταθεί.

Ο δαυλός έπεσε από το χέρι του ακολούθησε και το σπαθί, δεν άκουσε καν τον κρότο που έκανε στο πέτρινο δάπεδο.

Στάθηκε μπροστά στη γυναίκα. Εκείνη του χαμογέλασε μαργιόλικα.

-Έλα, του είπε.

Εκείνος την αγκάλιασε.

-Με το αίμα σου ξανανιώνω, με την ψυχή σου δυναμώνω, πρόφερε η γυναίκα και τον φίλησε στο στόμα. Εκείνος παραδόθηκε στο φιλί με ευχαρίστηση.

Κάτι δεν πήγαινε καλά, ωστόσο. Ένιωθε όλο και περισσότερο να εξασθενεί, τα πόδια του δεν τον κρατούσαν σαν να ήταν φτιαγμένα από πηλό που έλιωνε. Η γυναίκα ήταν και πάλι γριά, ένα τρομακτικό σκέλεθρο που απομυζούσε την ζωή από μέσα του. Προσπάθησε να αποτραβηχτεί μα ήταν αδύνατο. Η γριά ρούφηξε την ζωή από μέσα του. Τον κατάπιε το απύθμενο σκοτάδι του θανάτου και δευτερόλεπτα αργότερα το σώμα του είχε γίνει σκόνη.

Η γριά στάθηκε παραπαίοντας σαν να ήταν έτοιμη να σωριαστεί αν και με κάθε βήμα φαινόταν να σταθεροποιείται. Ο χιτώνας έπεσε από πάνω της αποκαλύπτοντας το σκελετωμένο σώμα της, σκεβρωμένο από τους αιώνες, ισχνό και στεγνό σαν να ήταν κάτω από τον καυτό ήλιο της Αλμυρής Ερήμου για καιρό.

Κάτω από το δέρμα της φαινόταν κίνηση, σαν να την διέτρεχαν σκουλήκια ή φίδια και την άλλαζαν. Η διαδικασία όμως δεν έδειχνε να της προκαλεί πόνο, κάθε άλλο. Μαλλιά εμφανίστηκαν στο σχεδόν γυμνό κρανίο και μάκρυναν, πυρόξανθα με απαλούς βοστρύχους. Τα μάτια της έπαψαν να είναι γαλακτώδη, τυφλά, έγιναν πράσινα με ένα σπινθηροβόλο σκληρό βλέμμα. Χαμογέλασε και το στόμα της ήταν γεμάτο τέλεια λευκά δόντια. Χάιδεψε ικανοποιημένη τα λεία και αψεγάδιαστα μάγουλά της. Αυτό που ήταν πρώτα ένα σκέλεθρο τώρα γινόταν δεμένο, χυμώδες κορμί με δέρμα στο χρώμα του μελιού. Το δέρμα γινόταν τέλειο και αρυτίδιαστο, τα μέχρι πριν λίγο κρεμασμένα, μαραζωμένα στήθη είχαν γίνει στητά και προκλητικά.

Πλησίασε την έξοδο της σπηλιάς και αμέσως ένα ισχυρό μαγικό πεδίο έλαμψε κλείνοντάς της το δρόμο. Σήκωσε το χέρι της και πρόφερε ένα ξόρκι. Το πεδίο έλαμψε πάλι αλλάζοντας χρώμα. Έγινε πορφυρό, το χρώμα του αίματος, το χρώμα της αποπλάνησης.


 

ΙΙ

 

Η ταβέρνα ήταν πολύβουη, οι θαμώνες μιλούσαν μεταξύ τους δυνατά και φώναζαν τις παραγγελίες τους στην ταβερνιάρισσα και τις σερβιτόρες ακόμα πιο δυνατά. Οι μυρωδιές από τα ψητά κρέατα και τις πικάντικες σάλτσες συναγωνίζονταν την οσμή των ξύλων στην φωτιά από τα δύο τζάκια στους αντικρινούς τοίχους και τον καπνό που παρήγαγαν αυτές οι φωτιές.

Δεν ήταν περίεργο που η αίθουσα ήταν γεμάτη. Η Χρυσή Κούπα ήταν η καλύτερη ταβέρνα του Βίναλοντ και με τον χειμώνα να έχει προχωρήσει τόσο πολύ ήταν από τα λίγα μέρη της πόλης που μπορούσαν να πάνε όσοι ήθελαν να αφήσουν για λίγο το σπίτι.

Αντίθετα με τους περισσότερους από τους πελάτες της ταβέρνας, ο Καλ Μαλγκοράν καθόταν μόνος του σε ένα γωνιακό τραπέζι, σχεδόν δίπλα στο τζάκι, με αποτέλεσμα να είναι κρυμμένος στην σκιά. Δεν τον πείραζε, είχε επιδιώξει να κάτσει σε αυτό το τραπέζι αφού ήθελε να κάνει συναλλαγές που δεν ήταν συνετό να τις δουν πολλοί. Κοίταξε γύρω του για τον άνθρωπο που είχε έρθει να συναντήσει. Δεν ήταν εδώ. Θα είχε καθυστερήσει, αναρωτήθηκε πού. Από όσο ήξερε, ο Βίλνους Ντρομέθια δεν είχε κανέναν στην πόλη, δεν ήταν από αυτά τα μέρη και δεν ήξερε ψυχή εδώ.

Βέβαια υπήρχαν μέρη όπου ένας άνδρας μπορούσε να βρει όση οικειότητα θα ήθελε, αλλά είχε μάθει ότι ο Βίλνους είχε άλλη άποψη για την επαφή με τις γυναίκες και δεν ήθελε την πληρωμένη ηδονή των πορνείων. Δεν τον ενδιέφερε, αρκεί που θα έκανε την δουλειά που τον χρειαζόταν.

Εκείνη ακριβώς την στιγμή ο πολεμιστής πέρασε την πόρτα της ταβέρνας. Ήταν ψηλός, πιο ψηλός από τους δύο μπράβους που η ταβερνιάρισσα είχε για να βοηθάνε στην τήρηση της τάξης και να αποφεύγονται επιζήμιοι για την ταβέρνα καυγάδες, και γεροδεμένος, κάτι που δεν έκρυβε το παντελόνι και το χιτώνιο που φορούσε κάτω από τον μανδύα που έβγαλε μπαίνοντας. Είχε ξανθά μαλλιά κομμένα κοντά και ένα σοβαρό πρόσωπο στο οποίο δέσποζαν δύο γαλανά μάτια με διαπεραστικό βλέμμα, τυπικό παρουσιαστικό βόρειου. Δεν φορούσε θώρακα αλλά στο πλευρό του ήταν θηκαρωμένη μια βαριά σπάθα. Τον εντόπισε και πλησίασε προς το μέρος του. Το παρουσιαστικό και το μέγεθός του βοηθούσε να ανοίγει εύκολα δρόμο και δεν άργησε να φτάσει στον Καλ.

Όπως και ο ίδιος ο Καλ, δεν ήταν ντόπιος. Αλλά αν ο Καλ ήταν από την γειτονική Οπέλια, ο Βίλνους Ντρομέθια ήταν από την μακρινή Αϊόνα, την πατρίδα των περισσότερων μισθοφόρων στην Έρεμορ. Προφανώς βρισκόταν εδώ πολεμώντας για τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο στους συνεχείς πολέμους της με τους Φενρίρ.

Ο μισθοφόρος κάθισε βαριά απέναντι στον Καλ και έριξε τον μανδύα του στην άδεια καρέκλα από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. Ο Καλ έριξε μια ματιά στον πολεμιστή. Διέκρινε το κορδόνι ενός φυλακτού να κατεβαίνει από τον λαιμό του και να χάνεται μέσα στο χιτώνιό του και το πουγκί που ήταν δεμένο στη ζώνη του. Δεν κουβαλούσε τίποτα άλλο. Ικανοποιημένος από την πρώτη εντύπωση ύφανε ένα ξόρκι που θα κρατούσε την συνομιλία τους μυστική.

-Φοβάσαι μήπως μας ακούσει κάποιος μέσα σε αυτήν την φασαρία; σάρκασε ο Βίλνους.

Ο Καλ δεν απάντησε αμέσως. Αναρωτήθηκε αν ο άνδρας απέναντί του συμπέρανε με την λογική τι είχε κάνει ή είχε αναγνωρίσει το ξόρκι. Αν ναι, ήταν χρήστης της τέχνης ή απλά ήξερε να αντιλαμβάνεται κάποια πράγματα και τι ακριβώς ήταν; Αποφάσισε πως δεν ήταν του παρόντος και απάντησε:

-Δεν είναι να εμπιστεύεσαι εδώ μέσα, και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Ένας που καμώνεται τον μεθυσμένο δεν είναι απαραίτητα και οι σερβιτόρες έχουνε σίγουρα καλή ακοή και ξεχωρίζουν τις φωνές.

-Μπορεί, πες μου λοιπόν γιατί με ζήτησες και θέλεις να μην μπορεί να μας ακούσει κανείς;

-Είσαι πολεμιστής με αξιόλογη φήμη, Βίλνους, θέλω να κάνεις κάτι για εμένα.

-Σαν τι; είπε κοφτά ο πολεμιστής.

-Έχεις ακουστά το κάστρο του Χάλθαρκ;

-Το Ακροπύργιο Βάνγκαρντ, είπε ο πολεμιστής βλοσυρά, ακόμα και εγώ που δεν είμαι από εδώ το έχω ακουστά. Ήταν το απώτατο προς βορρά σημείο του βασιλείου αλλά τώρα είναι στο έδαφος των Φενριρ και σαν να μην είναι αυτό αρκετό, λέγεται ότι μέσα του ζουν ανήκουστοι τρόμοι. Γιατί εντάξει οι Φενρίρ είναι επικίνδυνος εχθρός αλλά είναι άνθρωποι θνητοί, πεθαίνουν όπως ο καθένας μας από ένα σπαθί. Εκεί μέσα, όμως, λένε ότι υπάρχουν όντα που δεν αρκεί ένα σπαθί για να τα σκοτώσεις.

-Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα εκεί. Μια κρύπτη, μια κρύπτη θαμμένη στα υπόγεια του κάστρου. Μια που ακόμα και οι Φενρίρ δεν μπόρεσαν να βρουν. Μέσα σε αυτή βρίσκεται μια υπέροχη γυναίκα, μια πραγματική καλλονή, μια παρθένα που περιμένει εμένα, μαζί με ένα θάλαμο θησαυρούς. Είναι και αυτή ένας θησαυρός, ο πιο πολύτιμος. Φέρε τη σε’ μένα, σώα και αβλαβή και ανέγγιχτη! Κράτα όλα τα υπόλοιπα για εσένα. Και δεν θα χάσεις, είναι πολλά!

-Μια γυναίκα; Από πότε; Οι Φενρίρ κατέχουν την περιοχή πάνω από έναν αιώνα τώρα.

-Είναι μια μαγική φυλακή, την κρατάει νέα και αγέραστη. Αυτή είναι η κατάρα της, είναι εκεί κλεισμένη με τους θησαυρούς της, μια πριγκίπισσα από τα παλιά. Δεν θα πεθάνει αλλά είναι αιώνια φυλακισμένη.

Ο πολεμιστής το σκέφθηκε. Είχε μόλις γυρίσει από μια νικηφόρα εκστρατεία με τον Αλέξανδρο εναντίον των Φενρίρ και ήθελε να επιστρέψει στην δική του πατρίδα ως την άνοιξη που θα συνεχιζόταν η εκστρατεία εναντίον τους, αλλά μερικά λάφυρα ακόμη δεν θα ήταν άσχημη ιδέα. Ωστόσο είχε πληρώσει τους άνδρες και τους είχε αφήσει να φύγουν εκτός από κάποιους που ταξίδευαν μαζί του και η εποχή ήταν προχωρημένη για να πάνε βόρεια.

-Θα γυρίσω την άνοιξη, είπε.

-Πρέπει να γίνει τώρα! είπε ο Καλ. Δεν μπορώ να περιμένω.

-Γιατί δεν πας τότε εσύ; Δεν είσαι μάγος;

-Γιατί κανείς δεν γύρισε από εκεί και εγώ είμαι μάγος αλλά δεν είμαι πολεμιστής και η μαγεία μου δεν είναι πολεμική.

-Αν είναι θέμα μαγείας, γιατί δεν ζητάς την βοήθεια της Αδελφότητας του Κρυστάλλινου Σκήπτρου;

-Δεν θέλω να ανακατευτώ με τους μάγους της Αδελφότητας. Απαγορεύουν ακόμα και την αναφορά στο κάστρο. Εσύ έχεις όμως μαζί σου δύο, έτσι δεν είναι; Θα σας πληρώσω καλά, και θα πάρετε τους θησαυρούς από την κρύπτη, εγώ θέλω μόνο την γυναίκα. Η Αδελφότητα δεν χρειάζεται να το μάθει και θα βγούμε όλοι κερδισμένοι.

Ο πολεμιστής συνοφρυώθηκε. Έριξε μια ματιά γύρω στους θαμώνες που έρχονταν και έφευγαν απορροφημένοι από τις συζητήσεις τους, το καλό φαγητό και την πλούσια, αφρώδη μπίρα. Όλα όπως έπρεπε. Εκτός από την πρόταση του Καλ, δεν του άρεσε αυτή. Ήταν ωστόσο και μια καλή ευκαιρία.

-Πέρα από το Υψίκωμο δεν πάνε τα άλογα, είπε, θα έχει πέσει χιόνι πλέον και θα έχει παγώσει, θα χρειαστούν έλκηθρα.

-Θα το φροντίσω εγώ αυτό, είπε ο μάγος, είσαι μέσα;

-Είσαι σίγουρος για την αμοιβή μου;

-Σου είπα, μπορείς να πάρεις τους θησαυρούς, είμαι ήδη πάμπλουτος δεν τους χρειάζομαι, είπε ο Καλ και πρόσθεσε με εμφανή ένταση, εγώ θέλω μόνο εκείνη.

Η φράση αυτή έκανε τον Βίλνους να αναρωτηθεί ξανά σε τι θα έμπλεκε. Αλλά πάλι χωρίς κίνδυνο κανείς δεν κέρδισε ποτέ τίποτα αξιόλογο.

-Και αν αυτοί καταστραφούν ή χαθούν;

-Θα σου δώσω εγώ χρήματα, όπως είπα. Θα το κάνεις;

-Ναι, είπε ο Βίλνους. Θα ξεκινήσουμε με το πρώτο φως της αυγής.

The Dusk of Eternal Night

Author: Νυχτερινή Πένα /

In the penultimate book of the series, things become increasingly complex. Naar, the lord of all evil, resurrects Vashna, the most powerful of the Darklords, whose spirit had been imprisoned in the Maakengorge. And as if that weren’t enough, southern Magnamund faces a deadly threat. Naar also resurrects Agarash the Damned. Can the forces of good repel this double tide of darkness, or will a new Age of Eternal Night begin?

A powerful adventure that pushes our hero’s strength and endurance to their absolute limits. If it has one drawback, it’s that now we must wait for the series finale in the 32nd book, Light of Kai.

Το Σούρουπο Της Αιώνιας Νύχτας

Author: Νυχτερινή Πένα /

Στο προτελευταίο βιβλίο της σειράς τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα. Ο άρχων κάθε κακού Ναάρ επαναφέρει από τους νεκρούς τον Βάσνα, τον πιο ισχυρό από τους Άρχοντες του Σκότους, που το πνεύμα του ήταν φυλακισμένο στο χάσμα του Μάακεν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η νότια Μάγκναμουντ αντιμετωπίζει έναν ολέθριο κίνδυνο. Ο Ναάρ επαναφέρει τον Άγκαρας τον Καταραμένο. Μπορούν οι δυνάμεις του καλού να απωθήσουν την διπλή αυτή πλημμυρίδα του σκότους ή θα αρχίσει ένας νέος Αιώνας της Αιώνιας Νύχτας;

Μια δυνατή περιπέτεια που δοκιμάζει στα άκρα τις δυνάμεις και τις αντοχές του ήρωά μας. Αν έχει ένα μειονέκτημα είναι ότι τώρα πρέπει να περιμένουμε το φινάλε της σειράς με το 32ο βιβλίο, φως του Κάι.

Μαριονέτες

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ο αρχιφύλακας Ουάσιγκτον Πόου είναι ένας ικανότατος αστυνομικός που δεν εγκαταλείπει ποτέ μια έρευνα αν δεν την φέρει σε πέρας. Αυτό τον βάζει σε μπελάδες αλλά και τον κάνει ικανότατο στην διαλεύκανση εγκλημάτων. Τώρα καλείται να λύσει το μυστήριο του Πυρπολητή, ενός δολοφόνου που καίει τα θύματά του μέσα στους προϊστορικού λίθινους κύκλους της Κάμπρια. Μαζί με την Τίλι Μπράντσο, την ευφυή αλλά κοινωνικά αδέξια αναλύτρια, πρέπει να λύσει το μυστήριο πριν αυξηθούν τα θύματα.

Ένα εξαιρετικό αστυνομικό από τον Μάικ Κρέηβεν, με πολλές ανατροπές και καλό ρυθμό. Τόσο ο Πόου όσο και η Τίλι είναι συμπαθείς χαρακτήρες που μπορεί ο αναγνώστης να ταυτιστεί μαζί τους και η ιστορία κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον. Συστήνεται ανεπιφύλακτα.

Ο Βιβλιοθηκάριος

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ενώ πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ ένας γηραιός εκατομμυριούχος προσλαμβάνει έναν βιβλιοθηκάριο να τακτοποιήσει τα βιβλία και τα έγγραφά του με σκοπό να αφήσει μια παρακαταθήκη στις επόμενες γενεές. Ο βιβλιοθηκάριος δέχεται γιατί έχει ανάγκη το εισόδημα. Μόνο που ξαφνικά βρίσκεται στο στόχο σκοτεινών ανθρώπων χωρίς να ξέρει το γιατί. Τι υπάρχει στα έγγραφα του γέρου που απειλεί την επανεκλογή του προέδρου, πρέπει να το βρει πριν να είναι αργά.

Μια ιστορία που θα μπορούσε να γίνει ένα καλό πολιτικό θρίλερ αλλά αποτυγχάνει καθώς ο συγγραφέας κρατάει έναν πολύ αργό ρυθμό ενώ αναλίσκεται σε λεπτομέρειες που πολλές φορές δεν βοηθούν την ιστορία.

Ιστολόγιο του μήνα – Ιούλιος 2025

Author: Νυχτερινή Πένα /

Αν θα έπρεπε να ονομάσω ένα φιλικό πρόσωπο στον κόσμο των ιστολογίων, αυτό δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο. Ο ένας αυτός θα ήταν ο φίλος (και όχι μόνο δικός μου) Ο SΚΡΟΥΤΖΑΚΟS Ο JKOK. Ξεχωρίζει για τη θετική του σκέψη και την αισιοδοξία του όπως και για την ευγένεια του. Παρότι πλέον δεν είναι τόσο ενεργός όσο παλιά, δεν παραλείπει να περνάει από τα ιστολόγια και να μας αφήνει ευχές για καλό μήνα ή καλή βδομάδα ή στις γιορτές και πάντα έχει έναν καλό λόγο να πει για όλους και για όσα γράφουμε.

Ξεκίνησε το ιστολόγιό του στις 26 Δεκεμβρίου του 2008, είναι από τους πιο παλιούς πια μπλόγκερς που συνεχίζουν, και πολύ χαρακτηριστικά ξεκίνησε με ευχές για το νέο έτος, ακριβώς αυτό που θα περίμενε κάποιος από έναν τόσο αισιόδοξο και χαρούμενο άνθρωπο. Έμβλημά του όχι μόνο στον τίτλο μα και σε άλλα σημεία, είναι ένας από τους γνωστότερους χαρακτήρες του Disney, ο Σκρουτζ, το πάμπλουτο αλλά και τσιγκούνικο παπί.

Σίγουρα του ταιριάζει το παπί αυτό, προσφέρει και εκείνος με το ιστολόγιό του άφθονο γέλιο (χμ του ταιριάζει και ένα βραβείο χιουμορίστα και χαρούμενου μπλόγκερ, τώρα που το σκέφτομαι) αφού στα χρόνια που περάσανε έχει αναρτήσει πάμπολλα ανέκδοτα και σκίτσα ή αστείες φωτογραφίες. Ανάμεσά τους και κάποια άλλα κείμενα πάντα ενδιαφέροντα και πάντα με κατάθεση ψυχής.

Για μια επίσκεψη που θα σας φτιάξει τη διάθεση και σίγουρα θα σας κάνει να γελάσετε επισκεφθείτε τον JK στο http://scroodgejkok.blogspot.com/