Ι
Σκοτάδι επικρατούσε στο
μεγάλο θολωτό δωμάτιο, ένα σκοτάδι που ίσα κάπως διαλυόταν από το φως του
δαυλού που κρατούσε. Το πάτωμα έτριζε κάτω από τα πόδια του, είχε σχηματιστεί
πάγος. Αυτό το περίμενε, ήταν ήδη χειμώνας η χειρότερη εποχή σε αυτές τις
περιοχές της Έρεμορ. Αυτό που δεν περίμενε ήταν το δωμάτιο να είναι άδειο. Περίμενε
να δει σωρούς από χρυσάφι, νομίσματα και πολύτιμα σκεύη, λάφυρα των τόσων
πολέμων των Φενρίρ. Άκουσε ένα θόρυβο κάπου στο βάθος. Βήματα και μια απαλή
ανάσα.
-Ποιος είναι εδώ; ρώτησε.
και ένας βασανισμένος στεναγμός ήρθε για απάντηση από το βαθύ σκοτάδι.
Μια μορφή αναδύθηκε από
το σκοτάδι. Ήταν μια γυναίκα αλλά θύμιζε περισσότερο σκελετό, το σώμα της ήταν
αποστεωμένο, τα κόκαλα διαγράφονταν κάτω από το δέρμα που τεντωνόταν πάνω τους.
Φορούσε έναν τελετουργικό μαύρο μανδύα με αποκρυφιστικά σύμβολα κεντημένα με
ασημένια κλωστή. Άκουσε θόρυβο και στράφηκε πίσω του. Δεν είδε τίποτα και
γύρισε στην γριά. Μόνο που τώρα δεν ήταν μια γριά που στεκόταν μπροστά του.
Ήταν μια πανέμορφη γυναίκα με πληθωρικό κορμί που ξεχείλιζε από τον μανδύα.
-Μια προφύλαξη… Για τους
Φενρίρ, του είπε. Έλα κοντά μου.
Δεν μπορούσε να
αντισταθεί στο κάλεσμά της. Δεν ήθελε να αντισταθεί.
Ο δαυλός έπεσε από το
χέρι του ακολούθησε και το σπαθί, δεν άκουσε καν τον κρότο που έκανε στο
πέτρινο δάπεδο.
Στάθηκε μπροστά στη
γυναίκα. Εκείνη του χαμογέλασε μαργιόλικα.
-Έλα, του είπε.
Εκείνος την αγκάλιασε.
-Με το αίμα σου ξανανιώνω,
με την ψυχή σου δυναμώνω, πρόφερε η γυναίκα και τον φίλησε στο στόμα. Εκείνος
παραδόθηκε στο φιλί με ευχαρίστηση.
Κάτι δεν πήγαινε καλά,
ωστόσο. Ένιωθε όλο και περισσότερο να εξασθενεί, τα πόδια του δεν τον κρατούσαν
σαν να ήταν φτιαγμένα από πηλό που έλιωνε. Η γυναίκα ήταν και πάλι γριά, ένα
τρομακτικό σκέλεθρο που απομυζούσε την ζωή από μέσα του. Προσπάθησε να
αποτραβηχτεί μα ήταν αδύνατο. Η γριά ρούφηξε την ζωή από μέσα του. Τον κατάπιε
το απύθμενο σκοτάδι του θανάτου και δευτερόλεπτα αργότερα το σώμα του είχε
γίνει σκόνη.
Η γριά στάθηκε
παραπαίοντας σαν να ήταν έτοιμη να σωριαστεί αν και με κάθε βήμα φαινόταν να
σταθεροποιείται. Ο χιτώνας έπεσε από πάνω της αποκαλύπτοντας το σκελετωμένο
σώμα της, σκεβρωμένο από τους αιώνες, ισχνό και στεγνό σαν να ήταν κάτω από τον
καυτό ήλιο της Αλμυρής Ερήμου για καιρό.
Κάτω από το δέρμα της
φαινόταν κίνηση, σαν να την διέτρεχαν σκουλήκια ή φίδια και την άλλαζαν. Η
διαδικασία όμως δεν έδειχνε να της προκαλεί πόνο, κάθε άλλο. Μαλλιά
εμφανίστηκαν στο σχεδόν γυμνό κρανίο και μάκρυναν, πυρόξανθα με απαλούς
βοστρύχους. Τα μάτια της έπαψαν να είναι γαλακτώδη, τυφλά, έγιναν πράσινα με
ένα σπινθηροβόλο σκληρό βλέμμα. Χαμογέλασε και το στόμα της ήταν γεμάτο τέλεια
λευκά δόντια. Χάιδεψε ικανοποιημένη τα λεία και αψεγάδιαστα μάγουλά της. Αυτό
που ήταν πρώτα ένα σκέλεθρο τώρα γινόταν δεμένο, χυμώδες κορμί με δέρμα στο
χρώμα του μελιού. Το δέρμα γινόταν τέλειο και αρυτίδιαστο, τα μέχρι πριν λίγο
κρεμασμένα, μαραζωμένα στήθη είχαν γίνει στητά και προκλητικά.
Πλησίασε την έξοδο της
σπηλιάς και αμέσως ένα ισχυρό μαγικό πεδίο έλαμψε κλείνοντάς της το δρόμο.
Σήκωσε το χέρι της και πρόφερε ένα ξόρκι. Το πεδίο έλαμψε πάλι αλλάζοντας
χρώμα. Έγινε πορφυρό, το χρώμα του αίματος, το χρώμα της αποπλάνησης.
ΙΙ
Η ταβέρνα ήταν πολύβουη,
οι θαμώνες μιλούσαν μεταξύ τους δυνατά και φώναζαν τις παραγγελίες τους στην
ταβερνιάρισσα και τις σερβιτόρες ακόμα πιο δυνατά. Οι μυρωδιές από τα ψητά
κρέατα και τις πικάντικες σάλτσες συναγωνίζονταν την οσμή των ξύλων στην φωτιά
από τα δύο τζάκια στους αντικρινούς τοίχους και τον καπνό που παρήγαγαν αυτές
οι φωτιές.
Δεν ήταν περίεργο που η
αίθουσα ήταν γεμάτη. Η Χρυσή Κούπα ήταν η καλύτερη ταβέρνα του Βίναλοντ και με
τον χειμώνα να έχει προχωρήσει τόσο πολύ ήταν από τα λίγα μέρη της πόλης που
μπορούσαν να πάνε όσοι ήθελαν να αφήσουν για λίγο το σπίτι.
Αντίθετα με τους
περισσότερους από τους πελάτες της ταβέρνας, ο Καλ Μαλγκοράν καθόταν μόνος του
σε ένα γωνιακό τραπέζι, σχεδόν δίπλα στο τζάκι, με αποτέλεσμα να είναι
κρυμμένος στην σκιά. Δεν τον πείραζε, είχε επιδιώξει να κάτσει σε αυτό το
τραπέζι αφού ήθελε να κάνει συναλλαγές που δεν ήταν συνετό να τις δουν πολλοί.
Κοίταξε γύρω του για τον άνθρωπο που είχε έρθει να συναντήσει. Δεν ήταν εδώ. Θα
είχε καθυστερήσει, αναρωτήθηκε πού. Από όσο ήξερε, ο Βίλνους Ντρομέθια δεν είχε
κανέναν στην πόλη, δεν ήταν από αυτά τα μέρη και δεν ήξερε ψυχή εδώ.
Βέβαια υπήρχαν μέρη όπου
ένας άνδρας μπορούσε να βρει όση οικειότητα θα ήθελε, αλλά είχε μάθει ότι ο
Βίλνους είχε άλλη άποψη για την επαφή με τις γυναίκες και δεν ήθελε την
πληρωμένη ηδονή των πορνείων. Δεν τον ενδιέφερε, αρκεί που θα έκανε την δουλειά
που τον χρειαζόταν.
Εκείνη ακριβώς την στιγμή
ο πολεμιστής πέρασε την πόρτα της ταβέρνας. Ήταν ψηλός, πιο ψηλός από τους δύο
μπράβους που η ταβερνιάρισσα είχε για να βοηθάνε στην τήρηση της τάξης και να
αποφεύγονται επιζήμιοι για την ταβέρνα καυγάδες, και γεροδεμένος, κάτι που δεν
έκρυβε το παντελόνι και το χιτώνιο που φορούσε κάτω από τον μανδύα που έβγαλε
μπαίνοντας. Είχε ξανθά μαλλιά κομμένα κοντά και ένα σοβαρό πρόσωπο στο οποίο
δέσποζαν δύο γαλανά μάτια με διαπεραστικό βλέμμα, τυπικό παρουσιαστικό βόρειου.
Δεν φορούσε θώρακα αλλά στο πλευρό του ήταν θηκαρωμένη μια βαριά σπάθα. Τον
εντόπισε και πλησίασε προς το μέρος του. Το παρουσιαστικό και το μέγεθός του
βοηθούσε να ανοίγει εύκολα δρόμο και δεν άργησε να φτάσει στον Καλ.
Όπως και ο ίδιος ο Καλ,
δεν ήταν ντόπιος. Αλλά αν ο Καλ ήταν από την γειτονική Οπέλια, ο Βίλνους
Ντρομέθια ήταν από την μακρινή Αϊόνα, την πατρίδα των περισσότερων μισθοφόρων
στην Έρεμορ. Προφανώς βρισκόταν εδώ πολεμώντας για τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο
στους συνεχείς πολέμους της με τους Φενρίρ.
Ο μισθοφόρος κάθισε βαριά
απέναντι στον Καλ και έριξε τον μανδύα του στην άδεια καρέκλα από την άλλη
πλευρά του τραπεζιού. Ο Καλ έριξε μια ματιά στον πολεμιστή. Διέκρινε το κορδόνι
ενός φυλακτού να κατεβαίνει από τον λαιμό του και να χάνεται μέσα στο χιτώνιό
του και το πουγκί που ήταν δεμένο στη ζώνη του. Δεν κουβαλούσε τίποτα άλλο.
Ικανοποιημένος από την πρώτη εντύπωση ύφανε ένα ξόρκι που θα κρατούσε την
συνομιλία τους μυστική.
-Φοβάσαι μήπως μας
ακούσει κάποιος μέσα σε αυτήν την φασαρία; σάρκασε ο Βίλνους.
Ο Καλ δεν απάντησε
αμέσως. Αναρωτήθηκε αν ο άνδρας απέναντί του συμπέρανε με την λογική τι είχε
κάνει ή είχε αναγνωρίσει το ξόρκι. Αν ναι, ήταν χρήστης της τέχνης ή απλά ήξερε
να αντιλαμβάνεται κάποια πράγματα και τι ακριβώς ήταν; Αποφάσισε πως δεν ήταν
του παρόντος και απάντησε:
-Δεν είναι να
εμπιστεύεσαι εδώ μέσα, και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Ένας που καμώνεται τον
μεθυσμένο δεν είναι απαραίτητα και οι σερβιτόρες έχουνε σίγουρα καλή ακοή και
ξεχωρίζουν τις φωνές.
-Μπορεί, πες μου λοιπόν
γιατί με ζήτησες και θέλεις να μην μπορεί να μας ακούσει κανείς;
-Είσαι πολεμιστής με
αξιόλογη φήμη, Βίλνους, θέλω να κάνεις κάτι για εμένα.
-Σαν τι; είπε κοφτά ο
πολεμιστής.
-Έχεις ακουστά το κάστρο
του Χάλθαρκ;
-Το Ακροπύργιο Βάνγκαρντ,
είπε ο πολεμιστής βλοσυρά, ακόμα και εγώ που δεν είμαι από εδώ το έχω ακουστά. Ήταν
το απώτατο προς βορρά σημείο του βασιλείου αλλά τώρα είναι στο έδαφος των
Φενριρ και σαν να μην είναι αυτό αρκετό, λέγεται ότι μέσα του ζουν ανήκουστοι
τρόμοι. Γιατί εντάξει οι Φενρίρ είναι επικίνδυνος εχθρός αλλά είναι άνθρωποι
θνητοί, πεθαίνουν όπως ο καθένας μας από ένα σπαθί. Εκεί μέσα, όμως, λένε ότι
υπάρχουν όντα που δεν αρκεί ένα σπαθί για να τα σκοτώσεις.
-Υπάρχει όμως και κάτι
ακόμα εκεί. Μια κρύπτη, μια κρύπτη θαμμένη στα υπόγεια του κάστρου. Μια που
ακόμα και οι Φενρίρ δεν μπόρεσαν να βρουν. Μέσα σε αυτή βρίσκεται μια υπέροχη
γυναίκα, μια πραγματική καλλονή, μια παρθένα που περιμένει εμένα, μαζί με ένα
θάλαμο θησαυρούς. Είναι και αυτή ένας θησαυρός, ο πιο πολύτιμος. Φέρε τη σε’
μένα, σώα και αβλαβή και ανέγγιχτη! Κράτα όλα τα υπόλοιπα για εσένα. Και δεν θα
χάσεις, είναι πολλά!
-Μια γυναίκα; Από πότε;
Οι Φενρίρ κατέχουν την περιοχή πάνω από έναν αιώνα τώρα.
-Είναι μια μαγική φυλακή,
την κρατάει νέα και αγέραστη. Αυτή είναι η κατάρα της, είναι εκεί κλεισμένη με
τους θησαυρούς της, μια πριγκίπισσα από τα παλιά. Δεν θα πεθάνει αλλά είναι
αιώνια φυλακισμένη.
Ο πολεμιστής το σκέφθηκε.
Είχε μόλις γυρίσει από μια νικηφόρα εκστρατεία με τον Αλέξανδρο εναντίον των
Φενρίρ και ήθελε να επιστρέψει στην δική του πατρίδα ως την άνοιξη που θα
συνεχιζόταν η εκστρατεία εναντίον τους, αλλά μερικά λάφυρα ακόμη δεν θα ήταν
άσχημη ιδέα. Ωστόσο είχε πληρώσει τους άνδρες και τους είχε αφήσει να φύγουν
εκτός από κάποιους που ταξίδευαν μαζί του και η εποχή ήταν προχωρημένη για να
πάνε βόρεια.
-Θα γυρίσω την άνοιξη,
είπε.
-Πρέπει να γίνει τώρα!
είπε ο Καλ. Δεν μπορώ να περιμένω.
-Γιατί δεν πας τότε εσύ;
Δεν είσαι μάγος;
-Γιατί κανείς δεν γύρισε
από εκεί και εγώ είμαι μάγος αλλά δεν είμαι πολεμιστής και η μαγεία μου δεν
είναι πολεμική.
-Αν είναι θέμα μαγείας,
γιατί δεν ζητάς την βοήθεια της Αδελφότητας του Κρυστάλλινου Σκήπτρου;
-Δεν θέλω να ανακατευτώ
με τους μάγους της Αδελφότητας. Απαγορεύουν ακόμα και την αναφορά στο κάστρο.
Εσύ έχεις όμως μαζί σου δύο, έτσι δεν είναι; Θα σας πληρώσω καλά, και θα πάρετε
τους θησαυρούς από την κρύπτη, εγώ θέλω μόνο την γυναίκα. Η Αδελφότητα δεν
χρειάζεται να το μάθει και θα βγούμε όλοι κερδισμένοι.
Ο πολεμιστής
συνοφρυώθηκε. Έριξε μια ματιά γύρω στους θαμώνες που έρχονταν και έφευγαν
απορροφημένοι από τις συζητήσεις τους, το καλό φαγητό και την πλούσια, αφρώδη
μπίρα. Όλα όπως έπρεπε. Εκτός από την πρόταση του Καλ, δεν του άρεσε αυτή. Ήταν
ωστόσο και μια καλή ευκαιρία.
-Πέρα από το Υψίκωμο δεν
πάνε τα άλογα, είπε, θα έχει πέσει χιόνι πλέον και θα έχει παγώσει, θα
χρειαστούν έλκηθρα.
-Θα το φροντίσω εγώ αυτό,
είπε ο μάγος, είσαι μέσα;
-Είσαι σίγουρος για την
αμοιβή μου;
-Σου είπα, μπορείς να
πάρεις τους θησαυρούς, είμαι ήδη πάμπλουτος δεν τους χρειάζομαι, είπε ο Καλ και
πρόσθεσε με εμφανή ένταση, εγώ θέλω μόνο εκείνη.
Η φράση αυτή έκανε τον
Βίλνους να αναρωτηθεί ξανά σε τι θα έμπλεκε. Αλλά πάλι χωρίς κίνδυνο κανείς δεν
κέρδισε ποτέ τίποτα αξιόλογο.
-Και αν αυτοί
καταστραφούν ή χαθούν;
-Θα σου δώσω εγώ χρήματα,
όπως είπα. Θα το κάνεις;
-Ναι, είπε ο Βίλνους. Θα ξεκινήσουμε με το πρώτο φως της αυγής.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου