Μυστικά Του Παρελθόντος (συνέχεια)

Author: Νυχτερινή Πένα /

   Πλησίασε ακολουθούμενος από τον Μιχάλη.

   -Καλησπέρα, δεν είναι αργά να είσαι εδώ έξω μόνη; Είναι ερημιά και νομίζω ότι κάτι συμβαίνει και κάποιον καταδιώκει η αστυνομία.

   -Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου στρατιώτη, απάντησε η κοπέλα, αλλά δεν κινδυνεύω. Εδώ γεννήθηκα, είναι ο τόπος μου, κανένας δεν θα με βλάψει.

   -Ίσως υπάρχει κίνδυνος.

   -Ευγενικό εκ μέρους σου στρατιώτη αλλά εγώ δεν κινδυνεύω πια, κανείς δεν μπορεί να με βλάψει. Άλλοι κινδυνεύουν απόψε.

   -Με λένε Ρωμανό, της είπε ο νεραός άνδρας ενοχλημένος από το στρατιώτης που είχε χρησιμοποιήσει εκείνη δυο φορές, και αυτός είναι ο Μιχάλης. Ποιος κινδυνεύει απόψε;

   -Έχεις διαβάσει το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα;

   -Ναι, απάντησε σαστισμένος ο Ρωμανός από την αλλαγή θέματος.

   -Τι σκέφθηκες όταν είδες το πόσο άδικα πεθάνανε για μια αγάπη που άξιζε τα πάντα και άλλοι δεν επέτρεπαν εξ' αιτίας της μισαλλοδοξίας τους;

   -Ότι ήταν κρίμα, μια τόσο δυνατή αγάπη να έχει τέτοια κατάληξη.

   -Τότε θα έπρεπε να βοηθήσεις μια άλλη αγάπη που κινδυνεύει να έχει τραγική κατάληξη.

   -Τι εννοείς; Πως θα το κάνω;

   -Ρωμανέ, είπε ο Μιχάλης.

   -Τι; έκανε ο Ρωμανός γυρίζοντας προς το μέρος του.

   -Κοίτα.

   Ο Μιχάλης του έδειχνε ένα φως που αχνόφεγγε πιο κάτω ανάμεσα σε δυο γκρεμισμένα σπίτια. Καποιος βρισκόταν εκεί. Αναρωτήθηκε αν η κοπέλα ήξερε ποιος ήταν και γύρισε να τη ρωτήσει αλλά δεν ήταν εκεί πια. Είχε χαθεί όπως και την προηγούμενη φορά που την είδε.

   -Μα πως το έκανε πάλι; είπε.

   -Περίεργο, και που πήγε; ρώτησε ο Μιχάλης.

   -Δεν ξέρω. Έτσι εξαφανίστηκε και πριν.

   Ο Μιχάλης κοίταξε γύρω.

   -Και που μένει; Δεν είναι πάνω από είκοσι με είκοσι δύο, αλλά το χωριό έχει εγκαταλειφθεί από το 1974, δεν μπορεί να γεννήθηκε και πολύ περισσότερο να μεγάλωσε εδώ. Κάτι δεν είναι όπως δείχνει.

   Ο Ρωμανός κούνησε το κεφάλι του και προχώρησε προς το φως αλλά ο Μιχάλης τον συγκράτησε.

   -Όχι από εκεί, έχει χαλάσματα αν περάσεις ανάμεσα στα σπίτια, θα κάνουμε το γύρο.

   Ο Μιχάλης που είχε έρθει περισσότερες φορές στο ερημωμένο χωριό και ήξερε καλύτερα την περιοχή προχώρησε μπροστά και ο Ρωμανός ακολούθησε. Τώρα που είχαν πλησιάσει μπορούσαν να δουν πιο καθαρά από που ερχόταν το φως που είχε νωρίτερα εντοπίσει ο Μιχάλης. Έβγαινε από τη χαραμάδα που είχε δημιουργηθεί στον τοίχο ενός σπιτιού από δυο πέτρες που κάποιος σεισμός είχε προ πολλού διαχωρίσει. Πλησίασαν το μικρό ισόγειο χωριατόσπιτο και έστριψαν με προσοχή τη γωνιά για να φτάσουν στην πόρτα. Έριξαν μια κλεφτή ματιά στο εσωτερικό πριν σπρώξουν την παλιά ξύλινη πόρτα. Δεν αντιμετώπιζαν κίνδυνο και έτσι μπήκαν χωρίς να προτάσσουν τα όπλα τους.

   Στο δωμάτιο πίσω από την πόρτα δεν είχαν απομείνει παρά ελάχιστα έπιπλα, ένα τραπέζι και δυο ξεχαρβαλωμένες καρέκλες. Το φως που είχαν δει το δημιουργούσε η φωτιά στην εστία που προοριζόταν για μαγείρεμα αλλά και θέρμανση. Μπροστά στην φωτιά καθισμένοι ήταν δυο άνθρωποι και οι δυο νεοφερμένοι δεν δυσκολεύτηκαν να αναγνωρίσουν το νεαρό με την κοπέλα που είχαν περάσει από το φυλάκιο. Τους κοιτούσαν τρομαγμένοι. Ύστερα η κοπέλα τιχάχτηκε όρθια.

   -Ήρθα με τη θέλησή μου, είπε, δεν με απήγαγε. Ορίστε πηγαίνετέ με πίσω αλλά μην τον συλλάβετε σας παρακαλώ.

   -Αυτούς ψάχνανε, είπε ο Ρωμανός, αλλά γιατί δεν μας το είπαν;

   -Γιατί κατά το παλιό ρητό, το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι. Κάτι συμβαίνει εδώ, είπε ο Μιχάλης και κοίταξε την κοπέλα και το νεαρό που είχε σταθεί στο πλάι της. Σου φαίνεται να την έχει απαγάγει Ρωμανέ; Κάθονταν αγκαλιασμένοι. Όχι, κάτι άλλο είναι,

   Κοίταξε και τους δυο και είπε:

   -Πείτε μας τι συμβαίνει. Και μη φοβόσαστε, δεν έχουμε την πρόθεση ή την υποχρέωση να σας παραδώσουμε στην αστυνομία.

   -Θα σας πούμε, είπε η κοπέλα, δεν έχουμε πια καμία ελπίδα για βοήθεια και αυτό είναι το τελευταίο μας καταφύγιο.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου