Οι Ταξιδιώτες Των Κόσμων 5

Author: Νυχτερινή Πένα /

  Ο Ραμίρ ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τους επερχόμενους αστυνομικούς, το χέρι του πήγε στη λαβή της σπάθας του. Δεν ήξερε το πως συνέβαινε αυτό αλλά είχε αποδειχθεί ότι ήξερε να τη χειριστεί πολύ καλά. Δεν πρόλαβε να την ξεθηκαρώσει, ένα χέρι γλίστρισε μέσα στο δικό του και μια φωνή τον παρότρυνε.
   -Τρέξε.
   Η κοπέλα που είχε βοηθήσει τον κοίταζε με αγωνία. Ο Ραμίρ της ανταπέδωσε το βλέμμα και μετά κοίταξε και πάλι τους αστυνομικούς. Το προαίσθημα του κινδύνου που από νωρίτερα ένιωθε παρέμενε. Αλλά που βρισκόταν ο κίνδυνος; Στους επερχόμενους άνδρες ή σε αυτήν την άγνωστη κοπέλα με τα επίσης άγνωστα κίνητρα; Μπορούσε να την εμπιστευτεί;
   “Όταν ο δρόμος σου δεν είναι ξεκάθαρος εμπιστέψου το ένστικτό σου, δεν θα σε γελάσει.”
   Δεν θυμόταν ποιος του το είχε πει αυτό, ούτε σε ποια περίσταση, η φράση είχε  ξεπηδήσει ξαφνικά, από το πουθενά στο μυαλό του. Είχε όμως την οικεία αίσθηση της συμβουλής από κάποιον που εμπιστευόταν και αποφάσισε να την ακολουθήσει.
   -Που μπορούμε να πάμε; ρώτησε την κοπέλα.
   Εκείνη δεν απάντησε αλλά άρχισε να τρέχει και ο Ραμίρ την ακολούθησε. Έτρεχαν σε μικρά δρομάκια ακόμα πιο μικρά και άθλια από αυτά που είχε ήδη διασχίσει εκείνος στην περιπλάνησή του. Οι κραυγές των αστυνομικών και των αστέγων που είχαν αποδράσει από το φορτηγό μαζί με το Ραμίρ χάθηκαν πίσω. Οι δυο τους είχαν καταφέρει να διαφύγουν της προσοχής των αστυνομικών και δεν τους καταδίωκαν πια.
   Η κοπέλα στάθηκε σε ένα μικρό στενό δρόμο γεμάτο σκουπίδια. Ακούμπησε στον τοίχο ενός ψηλού κτιρίου και πήρε βαθιά ανάσα ενώ η βροχή εξακολουθούσε να τη μουσκεύει. Είχε λαχανιάσει και τον κοίταξε με έκπληξη καθώς εκείνος δεν έδειχνε σημάδια κόπωσης.
  -Με λένε Γιαρμίλα, είπε, σ' ευχαριστώ. Αν με συνελάμβαναν θα πήγαινα γραμμή για απέλαση.
   -Δεν θα ήταν καλό αυτό; τη ρώτησε.
   -Μου κάνεις πλάκα έτσι; είπε η κοπέλα.
   Ο Ραμίρ δεν απάντησε. Το συναίσθημα του κινδύνου είχε γίνει τόσο έντονο που ένιωθε να τον πνίγει. Κοίταξε γύρω αλλά δεν είδε κάτι. Τώρα ακούγονταν κάτι αλλόκοτοι ήχοι που εκείνος δεν είχε ξανακούσει αλλά η Γιαρμίλα δεν δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει.
   -Περιπολικά, να πάρει!
   Προχώρησε προς την είσοδο ενός κοντινού κτιρίου που είχε δει και καλύτερες μέρες, η πόρτα είχε ρημαχθεί από χτυπήματα και παρουσίαζε ένα άθλιο θέαμα βαμμένη και ξαναβαμμένη με φτηνό χρώμα. Τα τζάμια γύρω ήταν όλα σπασμένα. Έσπρωξε την πόρτα που άνοιξε αμέσως και μετά στράφηκε στον Ραμίρ.
   -Δεν θες να σε πιάσουν, πίστεψέ με.
  -Θα τα καταφέρω, είπε ο Ραμίρ και προχώρησε προς την άλλη άκρη του δρόμου. Το χέρι του είχε πάει ήδη στη λαβή της σπάθας του.
   Η Γιαρμίλα τον κοίταξε για μια στιγμή.
   -Έλα μαζί μου, είπε μετά.
   -Ίσως είναι επικίνδυνο για' σενα, είπε ο Ιππότης ειλικρινά. Νιώθω ότι κινδυνεύω και αυτό μπορεί να σημαίνει ότι κινδυνεύεις και' συ. Δεν θα ήθελα να συμβεί κάτι τέτοιο.
   Ένα δέσιμο μαγείας διαλύθηκε στο σκοτάδι. Κάπου μακριά ο Μπαγκράς ούρλιαξε με ανήμπορη λύσσα.
   Η Γιαρμίλα άκουσε ένα περιπολικό να σταματάει στην άκρη του δρόμου και ποδοβολητό ανδρικών βημάτων που πλησίαζαν.
   -Έλα γρήγορα, είπε.
   Ο Ραμίρ την ακολούθησε στο κτίριο, το πάτωμα ήταν μάλλον μαρμάρινο, βρωμιά δεκαετιών το είχε καλύψει ολοκληρωτικά και αμετάκλητα. Τον  οδήγησε σε μια σκάλα και κατέβηκαν σε ένα πηχτό σκοτάδι. Η Γιαρμίλα στάθηκε και μετά από μερικές στιγμές ένα ορθογώνιο φωτός εμφανίστηκε, είχε ανοίξει μια πόρτα. Του ένευσε να την ακολουθήσει και βρέθηκε σε ένα μικρό δωμάτιο. Οι τοίχοι είχαν το χρώμα του τσιμέντου μιας και δεν είχαν ποτέ βαφτεί από όσο μπορούσε να δει από τα μέρη που ήταν ακάλυπτοι. Στους τοίχους και στο πάτωμα ήταν απλωμένα φθαρμένα χαλιά και κιλίμια. Τα λίγα έπιπλα ήταν φτιαγμένα από μελαμίνη ή και απλό κόντρα πλακέ. 
   -Καλώς ήρθες στο φτωχικό μου, είπε η κοπέλα.
   -Είθε ο Θεός να δίνει την ευλογία Του στους κατοίκους του, απάντησε ο Ραμίρ χρησιμοποιώντας έναν παραδοσιακό χαιρετισμό των Ιπποτών.  Η Γιαρμίλα τον κοίταξε με περιέργεια μιας και δεν είχε ακούσει κάτι τέτοιο. Τράβηξε από πάνω της το βρεγμένο μπλουζάκι της αποκαλύπτοντας το λεπτό σώμα της και είδε τον Ραμίρ να γυρίζει ευγενικά αλλού το βλέμμα του. Σίγουρα αυτός ο άνδρας δεν ήταν όπως οι άλλοι που είχε συναντήσει.
   Ο ένας τοίχος και η οροφή του μικρού διαμερίσματος ήταν καλυμμένα από τους σωλήνες της κεντρικής θέρμανσης του κτιρίου κάτι που το έκανε να δείχνει ακόμα πιο μικρό αλλά το κρατούσε τουλάχιστον ζεστό. Ο Ραμίρ κάθισε σε μια καρέκλα ενώ η οικοδέσποινά του περνούσε στο μπάνιο που ήταν το μόνο άλλο δωμάτιο για να αλλάξει τα υπόλοιπα ρούχα της. Την προσοχή του τράβηξε μια παλιά παιδική κούνια στερεωμένη σε κασόνια. Πλησίασε και είδε μέσα ένα κοριτσάκι γύρω στα τρία να κοιμάται. Ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι του να χαιδέψει το κεφάλι με τις ξανθιές μπούκλες.
   Ένα δεύτερο μαγικό δέσιμο διαλύθηκε σαν μην είχε υπάρξει ποτέ.   -Η αδερφή μου η Κατερίνα, Κάτκα χαιδευτικά. Δεν θυμάται τη μητέρα μας, με λέει μαμά.
   Ο Ραμίρ γύρισε και κοίταξε την Γιαρμίλα. τυλιγμένη σε μια ρόμπα, με τα καστανά μαλλιά της απλωμένα να στεγνώσουν έδειχνε ακόμα πιο μικρή και ευάλωτη. Το χλωμό πρόσωπό της έκανε τα μάτια της να δείχνουν πιο μεγάλα αλλά και τρομαγμένα, ειδικά τώρα που είχε αφαιρέσει το μακιγιάζ της.
   -Είσαστε μόνες στον κόσμο;
   -Ναι, είπε η κοπέλα.
   Ο Ραμίρ ένευσε και κοίταξε το κοριτσάκι που κοιμόταν. Ύστερα ύψωσε τα μάτια προς την οροφή, στο ισόγειο ακούγονταν βήματα και φωνές. Με το χέρι του στη λαβή της σπάθας προχώρησε προς την πόρτα.
   -Καλύτερα να μην με βρουν εδώ, είπε. Μην βρεθείς και' συ μπλεγμένη.
   Η Γιαρμίλα κούνησε το κεφάλι της.
   -Είμαι μπλεγμένη, δεν έχω χαρτιά. Θα το ρισκάρω. Ίσως να μην κατέβουν εδώ.
   Άκουγαν ωστόσο τους αστυνομικούς να χτυπάνε πόρτες και να ζητάνε τα χαρτιά κάποιων με τη συνηθισμένη τους “λεπτότητα” φασαρία που ήταν αρκετή για να ξυπνήσει τη μικρή Κάτκα. Η Γιαρμίλα έσπευσε να ησυχάσει το κοριτσάκι και να το ξαναβάλει για ύπνο ενώ ο Ραμίρ παρέμεινε κοντά στην πόρτα.

   Δεν ήξερε πόσοι ή ποιοι ήταν αλλά η ενέδρα τους δεν ήταν καλοστημένη και εκείνος δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι θα ήταν σε θέση να την εξουδετερώσει. Προχώρησε σαν να μην είχε αντιληφθεί τίποτα έτοιμος όμως για μια αστραπιαία αντίδραση όταν θα εκδηλωνόταν η επίθεση.
   Ένα χέρι τυλίκτηκε γύρω από το λαιμό του και μια φωνή είπε στο αυτί του:
   -Ρίξε στο χώμα το πορτοφόλι σου, το κινητό και ό,τι χρυσαφικό φοράς.
   Ο Ροβέρτος δεν μπορούσε να τον δει αλλά σίγουρα μπορούσε να τον μυρίσει, μια αποφορά απλυσιάς και ποτού, και μπορούσε να τον αισθανθεί. Δεν χρειαζόταν τίποτα άλλο. Τίναξε το κεφάλι του βίαια πίσω και ανταμείφθηκε με τον υγρό ήχο του τσακίσματος μιας μύτης. Το σφίξιμο στο λαιμό του χαλάρωσε επιτρέποντάς του να γυρίσει και να χτυπήσει τον αντίπαλό του με τον ίδιο τρόπο και το ίδιο αποτέλεσμα που είχε νωρίτερα στον Γολιάθ. Αντιμετώπισε και τους συνεργούς του αντιπάλου του με γυμνά χέρια αλλά θανάσιμα αποτελέσματα.  Οι κινήσεις του γρήγορες σαν την αστραπή και θανάσιμες ήταν πολύ περισσότερο απ' ό,τι οι κακοποιοί ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν.
   Συνέχισε το δρόμο του αφήνοντας πίσω του τέσσερα πτώματα. Ήταν μόνο οι πρώτοι από όσους θα σκότωνε σε αυτόν τον κόσμο.

2 σχόλια:

Marian είπε...

Ωραία συνέχεια.
Περιμένουμε την επόμενη. ; )

Νυχτερινή Πένα είπε...

Η επόμενη συνέχεια σε δυο ωρίτσες περίπου.

Δημοσίευση σχολίου