Κεφάλαιο Δεύτερο
-Κάνε στην άκρη ονειροπαρμένη.
Η Λίζα παραμέρισε γρήγορα για να περάσουν τα τρία κορίτσια που έρχονταν πίσω της στο σχολικό διάδρόμο. Η μεσαία ήταν που την είχε προσβάλλει και τώρα χαμογελούσε με κάποιο σχόλιο των δυο άλλων. Η Λίζα δεν ήξερε τι σχόλιο είχαν κάνει αλλά είχε τη δυσάρεστη αίσθηση πως ήταν εις βάρος της, όχι ότι θα ήταν η πρώτη φορά. Από τότε που είχε αλλάξει σχολείο ήταν καθημερινό φαινόμενο οι δήθεν καλοσυνάτες παρατηρήσεις, τα σχόλια και οι ειρωνείες. Η Μαριάννα και οι φίλες της είχαν βρει στο πρόσωπό της ένα εύκολο θύμα. Δεν ήταν η μοναδική, η Μαριάννα και οι ακόλουθές της συνήθιζαν να εκμηδενίζουν με αδυσώπητο ψυχολογικό πόλεμο τα άτομα που δεν ανήκαν στην κλίκα τους και τα οποία για κάποιο λόγο αντιπαθούσαν.
Μπήκε στην τάξη της και κάθισε στο θρανίο της αποφεύγοντας να κοιτάξει την Μαριάννα ή την παρέα της. Η Μαρκέλλα, η στενότερη φίλη της Μαριάννας, έκανε ένα σχόλιο “ τέτοια φορέματα δεν φοράνε ούτε οι υπηρέτριες σπίτι μου” που έκανε τις υπόλοιπες να γελάσουν. Η Λίζα έκανε πως δεν άκουσε το μειωτικό σχόλιο. Την πλήγωνε να της φέρονται έτσι αλλά δεν είχε νόημα να αντιδράσει θα κατάφερνε απλά να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Θυμόταν πολύ καλά τι είχε γίνει όταν είχε πρωτοέρθει στο σχολείο και είχε αντιδράσει στην κακεντρέχεια της Μαριάννας.
Έδιωξε βιαστικά τις σκέψεις από το μυαλό της. Δεν υπήρχε λύση σε αυτό το πρόβλημα και το ήξερε. Ας συγκεντωνόταν στο μάθημα που τώρα θα άρχιζε, για αυτόν τον λόγο ήταν εδώ εξ' άλλου.
Η καθηγήτρια που δίδασκε κοινωνιολογία ήταν μια πενηντάρα γυναίκα, ξερακιανή με αυστηρό παρουσιαστικό. Ο τρόπος που δίδασκε ήταν μονότονος και βαρετός, χρειαζόταν κανείς ατσάλινη πειθαρχία για να μπορεί να παρακολουθήσει την παράδοση του μαθήματος από' κεινη. Η Λίζα κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να το κάνει αλλά στάθηκε αδύνατον όπως και άλλες φορές στο παρελθόν.
Οι σκέψεις της απομακρύνθηκαν από το μάθημα, από τις δυσκολίες που η καθημερινή ζωή της όρθωνε μπροστά της, και ταξίδεψαν σε μαγευτικά τοπία και όμορφες πόλεις μιας άλλης εποχής που είχε δει στα όνειρά της. Ανέκαθεν τα είχε αυτά τα όνειρα, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της τα έβλεπε αυτά. Όσο μεγάλωνε γίνονταν και εκείνα εκτενέστερα και πιο λεπτομερή. Είχε δει εφιάλτες αλλά και υπέροχα παραμυθένια όνειρα. Αυτά τα δεύτερα αποτελούσαν το καταφύγιό της πολλές φορές. Δεν ήταν άνθρωπος που αρεσκόταν σε ψεύτικες παρηγοριές και ψευδαισθήσεις αλλά η ζωή μερικές φορές εναπέθετε στους ώμους της βάρη δυσβάστακτα για τα δεκαεπτά της χρόνια. Σ' εκείνες τις δύσκολες ώρες σκεφτόταν τα όνειρα αυτά που είχε δει, τα μαγευτικά τοπία, τις παραμυθένιες πολιτείες και τα επιβλητικά κάστρα.
-Ίσως η δεσποινίς Ιακώβου μπορεί να μας εξηγήσει τις διαφορές, είπε η καθηγήτρια με την στριγγή φωνή της.
Η Λίζα τινάκτηκε, είχε και πάλι παρασυρθεί στις σκέψεις της και είχε ξεχάσει την πεζή πραγματικότητα. Τώρα θα πλήρωνε αυτήν την απόδρασή της μιας και δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσε η καθηγήτρια. Κοιταξε βιαστικά γύρω για μια βοήθεια, μια ένδειξη για το τι περίμενε η Λάμπρου από' κεινη αλλά το μόνο που αντίκρισε ήταν χαιρέκακα χαμόγελα και ειρωνικές ματιές ή αδιάφορα στην καλύτερη περίπτωση πρόσωπα. Τι θα έκανε; Η Λάμπρου ήταν φειδωλή με τους βαθμούς που έβαζε και στην ίδια έδειχνε κάθε αυστηρότητα που μπορούσε, θα άρπαζε την ευκαιρία να της μειώσει το βαθμό στο τετράμηνο. Πανικός άρχισε να την κυριεύει.
“Τι θα κάνω τώρα;” σκέφθηκε ενώ ένα κακό χαμόγελο διαγραφόταν στα χείλη της καθηγήτριας και με την άκρη του ματιού της είδε τη Μαρκέλλα να χαμογελάει και να ψιθυρίζει κάτι στη Μαριάννα.
-Οι διαφορές είναι οι εξής, άρχισε να λέει σε μια προσπάθεια να κερδίσει χρόνο αν και δεν είχε ιδέα τι θα έλεγε μετά.
Δεν είχε την ευκαιρία να συνεχίσει την απέλπιδα προσπάθειά της. Ένα περίεργο τρίξιμο ακούστηκε, τα καρφιά που συγκρατούσαν τον πίνακα στον τοίχο τινάκτηκαν από τις οπές τους σαν βαλβίδες σε καζάνι υπό πίεση. Ο πίνακας έπεσε στο πάτωμα με έναν κρότο ικανό να ξυπνήσει άνθρωπο στο επόμενο τετράγωνο και η καθηγήτρια ούρλιαξε:
-Σεισμός! Όλοι έξω.
Έδωσε η ίδια το παράδειγμα ορμώντας στη πόρτα αντίθετα με οτιδήποτε είχαν διδαχθεί στα μαθήματα προστασίας για τέτοιες περιπτώσεις. Η Λίζα κάθισε στη θέση της έκπληκτη με αυτό που είχε συμβεί, είχε γλιτώσει με μια σύμπτωση που δεν θα μπορούσε να περιμένει ότι θα συμβεί ούτε μια στο εκατομμύριο.
Δεν ήταν όμως σύμπτωση. Και δεν θα αργούσε πολύ να το μάθει.
Ο Ροβέρτος δεν είχε κοιμηθεί, είχε ξαπλώσει λίγο και είχε ξεκουραστεί αλλά είχε περάσει τη νύχτα του σκεπτόμενος κυρίως τις επόμενες κινήσεις του σε αυτήν την αχανή πόλη για να βρει τον φίλο του. Δεν μπορούσε να τον αισθανθεί, κάτι που θα είχε λύσει πολύ εύκολα το πρόβλημα. Δεν είχε ίχνη να ακολουθήσει, θα έπρεπε να συνεχίσει να ψάχνει για κάποιον που είχε δει τον Ραμίρ. Αλλά πόσο χρόνο θα απαιτούσε αυτό; Και αν είχε κάποιος δει τον Ραμίρ πόσο πριν θα είχε γίνει αυτό; Θα ήταν ακόμη δυνατό να ακολουθήσει τη διαδρομή του και να τον βρει; Θα ήταν αργά; Θα είχαν χαθεί τα ίχνη; Ακόμα περισσότερο από που θα έπρεπε να ξεκινήσει την αναζήτηση;
Κατάφερε να απαντήσει το τελευταίο ερώτημα αν και απαίτησε προσπάθεια ο εντοπισμός του σημείου. Ήταν λογικό να ξεκινήσει την αναζήτηση από το σημείο που είχε εισέλθει ο Ραμίρ σ' αυτόν τον κόσμο. Επίσης ήταν λογικό να ψάξει μέρα αλλά και νύχτα μιας και οι άνθρωποι που βρίσκονταν στο δρόμο τη μια ίσως να μην ήταν την άλλη. Θα ήταν και πάλι δύσκολο αλλά ήξερε από να αρχίσει. Το σημείο που ο Ραμίρ πρωτοπάτησε στον κόσμο αυτό ήταν σημείο όπου είχε ασκηθεί ισχυρή μαγεία και μια τέτοια άφηνε πάντα ίχνη που μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά από κάποιον προικισμένο ακόμα και αν δεν ήταν μάγος. Θα μπορούσε να το βρει. Αυτό που δεν υπολόγισε ήταν το μέγεθος της αχανούς πόλης αλλά τελικά το κατάφερε, προσδιόρισε το μέρος που είχε πρωτοβρεθεί ο Ραμίρ.
Ήταν έτοιμος να αφήσει το δωμάτιο όταν το ένιωσε, μια αίσθηση σαν κάτι στην αίσθηση του σύμπαντος να είχα αλλάξει, σαν μια σταθερή συνιστώσα να είχε μεταβληθεί. Η αίσθηση τον γέμισε ολόκληρο για μια στιγμή και ο Ροβέρτος ευχήθηκε να είχε μαζί του τον Μάικ ή τον Γκίντεον. Θα ήξεραν να του πουν τι συμβαίνει.
Τις σκέψεις του διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα.
-Ναι, είπε ο Ροβέρτος ενώ φρόντιζε να κρύβει ο μανδύας τα σπαθιά του αλλά να μην τον εμποδίζει να τα τραβήξει αν χρειαζόταν.
Άνοιξε την πόρτα και βρέθηκε να αντικρίζει την κάνη ενός πιστολιού.
Αντίθετα με τα όσα είχαν προηγηθεί την πρώτη του νύχτα σε αυτόν τον νέο κόσμο που είχε βρεθεί, το ξύπνημα του ήταν από τα πιο όμορφα που είχε ποτέ. Ξύπνησε ακούγοντας την Γιαρμίλα να τραγουδάει, είχε μια πολύ απαλή φωνή και το τραγούδι της ήταν τρυφερό και γεμάτο συναίσθημα αν και ο Ραμίρ δεν καταλάβαινε τη γλώσσα. Άνοιξε τα μάτια του για να αντικρίσει την Γιαρμίλα να τραγουδάει στην Κάτκα που την κοίταζε από την κούνια της ενώ κουνιόταν στο ρυθμό της μελωδίας. Ανακάθισε και η κοπέλα στράφηκε προς αυτόν.
- Σε ξύπνησα, με συγχωρείς.
-Δεν πειράζει, είπε ο Ιππότης. Πρέπει να έχει ξημερώσει.
-Από αρκετή ώρα. Ήσουν κουρασμένος ε;
-Υποθέτω. Τραγουδάς όμορφα.
-Ευχαριστώ, είπε η Γιαρμίλα και χαμογέλασε, ήταν ένα τραγούδι που μου έλεγε η μητέρα μου όταν ήμουν μικρή. Τώρα εγώ το λέω στην Κάτκα και ίσως μια μέρα εκέινη να το πει στα δικά της παιδιά. Εγώ δεν θα αποκτήσω δικά μου, πρόσθεσε και το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της.
-Γιατί όχι; απάντησε ο Ραμίρ, ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το μέλλον.
-Πολύ ευγενικό κ μέρους σου, αλλά πως θα μπορούσα να φέρω παιδιά στον κόσμο; Για να ζήσουν αυτήν την ζωή; Δεν κατάλαβες με ποιο τρόπο επιβιώνω;
Ο Ραμίρ δεν πρόλαβε να απαντήσει τίποτα. Στη σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο ακούστηκαν ποδοβολητά. Και υπήρχε μόνο ένα μέρος που αυτοί οι άνδρες μπορεί να κατευθύνονταν.
Ο Μάικ τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του κάνοντάς το να σταματήσει. Έκλεισε τα μάτια του και ψέλλισε κάτι που ο Ροδόλφος δεν κατάλαβε αλλά φάνηκε οικείο στον Γκίντεον Νεμίνιον. Ο Τελευταίος Άρχοντας της Χαμένης Πόλης στράφηκε προς εκείνον ακριβώς και είπε:
-Το ένιωσες και' συ, έτσι;
-Ναι.
-Είναι δυνατόν; Η πρώτη φορά μετά από τρεις αιώνες.
-Μάλλον έπρεπε να πεις καιρός ήταν, είπε ο Γκίντεον.
-Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βιαστούμε, είπε ο Μάικ, πριν ο Μπαγκράς ή κάποιος άλλος απ' αυτούς την αντιληφθεί.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου