Ο Ροβέρτος κοίταξε τον άνδρα που τον σημάδευε με το πιστόλι, ήταν ο ίδιος που το προηγούμενο βράδυ ήταν στην υποδοχή. Πισωπάτησε και ο άνδρας μπήκε στο δωμάτιο ακολουθούμενος από άλλους τρεις. Ο Ιππότης δεν έδειξε φόβο ή ταραχή, ούτε καν έκπληξη. Δεν το περίμενε αλλά το να το δείξει θα αποτελούσε θανάσιμο λάθος. Παρατήρησε τους αντιπάλους του, έδειχναν σίγουροι ότι ήταν κύριοι της καταστάσεως και ότι τον είχαν στο χέρι.
-Που είναι το χρυσάφι; είπε ο ένας από τους άνδρες.
Ο Ροβέρτος έβαλε το χέρι μέσα στο μανδύα του και ο άνδρας με το ξυρισμένο κεφάλι ύψωσε το όπλο του.
-Αργά, είπε, αλλιώς μπορεί η επόμενη κίνησή σου να είναι και η τελευταία που θα κάνεις.
Ο Ροβέρτος του έτεινε το πουγκί του αλλά ο κακοποιός έδειξε το πάτωμα με την παλιά φθαρμένη μοκέτα. Ο Ιππότης το έριξε κάτω, παρά την μοκέτα έκανε αρκετό θόρυβο. Οι τέσσερεις άνδρες κοιτάκτηκαν και ο ένας έσπευσε να το μαζέψει και να το ανοίξει ανυπόμονα. Τα χρυσά νομίσματα που κύλισαν στην απλωμένη παλάμη του έκαναν τα μάτια του να λάμψουν από απληστία.
-Πιάσαμε την καλή, είπε. Τι νομίσματα, είναι αυτά;
-Υπάρχουν κι άλλα; Που ήταν κρυμμένα; είπε ο άνδρας με το ξυρισμένο κεφάλι θεωρώντας ότι ήταν παλιά μέρος κάποιου θησαυρού. Τι γράφουν; ρώτησε το συνεργό του.
-Δεν ξέρω, κάτι σε ξενη γλώσσα αφεντικό.
-Δώσε να δω, είπε το “αφεντικό” και στράφηκε προς τα πίσω δίνοντας στο Ροβέρτο την ευκαιρία που ζητούσε.
Με την ταχύτητα που χρόνια εκπαίδευσης και πείρας του είχαν χαρίσει τράβηξε τα όπλα του. Τα δυο σπαθιά διέγραψαν δυο ματωμένες τροχιές σκοτώνοντας τον άνδρα με το ξυρισμένο κεφάλι και εκείνον που είχε στα χέρια του το πουγκί που έπεσε στο πάτωμα σκορπώντας προς κάθε κατεύθυνση χρυσα καλογυαλισμένα νομίσματα. Ο αιφνιδιασμός ήταν τόσο απόλυτος που οι άλλοι δυο κακοποιοί δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν καθόλου. Δυο ακόμη χτυπήματα και ο Ροβέρτος ήταν ο μόνος που στεκόταν στο δωμάτιο. Με γρήγορες κινήσεις μάζεψε τα νομίσματα που είχαν σκορπιστεί στο δάπεδο. Δεν ήταν η αξία τους που τον ένοιαζε, δεν ήθελε να αφήσει ίχνη. Σύντομα ήταν έτοιμος να αφήσει και πάλι το δωμάτιο με το πουγκί πίσω στη ζώνη του και τα όπλα του θηκαρωμένα και κρυμμένα κάτω από τον μανδύα του.
Στο δρόμο διαπστωσε ότι δεν τραβούσε την προσοχή ιδιαίτερα. Δεν έβρεχε αλλά ο αέρας ήταν παγωμένος και οι λιγοστοί άνθρωποι στους δρόμους κυκλοφορούσαν κουκουλωμένοι ώστε ο μανδύας του να μην φαίνεται αταίριαστος ειδικά αφού ο Ροβέρτος δεν φορούσε την κουκούλα του.
Ο Ιππότης κατευθύνθηκε προς το σημείο όπο μπορούσε ακόμα να αισθανθεί τα ίχνη της μαγείας του Μπαγκράς που είχε στείλει τον φίλο του σε αυτόν τον περίεργο κόσμο.
Η νύχτα άρχισε να απλώνει τα πέπλα της στον κόσμο και οι πέντε Ιππότες με τον Ροδόλφο της Ασόν συνέχιζαν να καλπάζουν. Είχαν καλύψει μια αρκετά μεγάλη απόσταση αφού δεν είχαν σταματήσει παρά για να ξεκουράσουν τα άλογά τους. Οι πέντε Ιππότες δεν έδειχναν να κουράζονται, ο Ροδόλφος ήξερε πως η εκπαίδευση και οι δυνάμεις που ανέπτυσσαν τους επέτρεπαν να αντέχουν σε αρκετές κακουχίες. Ο ίδιος είχε εξαντληθεί, δεν ήταν λίγα όσα είχε ζήσει σε αυτήν την ημέρα, αλλά η αγάπη του για τη Φιντέλια και η απόφαση να μην την εγκαταλείψει τον κρατούσε ακόμα όρθιο στη σέλα.
Λίγα λόγια είχαν ανταλλάξει στο ταξίδι τους αυτό, κυρίως για τη διαδρομή που θα ακολουθούσαν και το τι πιθανόν τους περίμενε στο καταραμένο νησί του Αλκιμάρ. Καθώς το σκοτάδι πύκνωνε άρχισαν να ψάχνουν για ένα κατάλληλο σημείο όπου θα μπορούσαν να περάσουν τη νύχτα τους. Ήταν ο Αλεξάντερ του Ζίριον που το εντόπισε. Λίγο έξω από τον δρόμο βρισκόταν ένα σύμπλεγμα βράχων που ήταν ακριβώς ό,τι χρειάζονταν. Προχώρησαν ως εκεί και ανακάλυψαν ότι είχε δίκιο. Τα βράχια θα τους προστάτευαν αρκετά από τα στοιχεία της φύσεως αλλά και θα είχαν την δυνατότητα άμυνας σε περίπτωση επίθεσης.
Ξεπέζεψαν και άφησαν τα άλογά τους να βοσκήσουν στο πλούσιο χορτάρι αφού τα απάλλαξαν από την ιπποσκευή τους. Μιας και δεν βρίσκονταν σε εχθρική περιοχή άναψαν φωτιά. Δείπνησαν με τρόφιμα από τις προμήθειες που είχαν μαζί τους και ετοιμάστηκαν για ύπνο. Οι πέντε Ιππότες μοιράστηκαν μεταξύ τους τις ώρες της νύχτας που θα φυλούσαν σκοπιά αφήνοντας τον Ροδόλφο να ξεκουραστεί.
Ο Μάικ πήρε την πρώτη βάρδια. Στάθηκε σε μια άκρη μακριά από τη φωτιά για να μην είναι αντιληπτή η παρουσία του από οποιονδήποτε θα πλησίαζε κακόβουλα το μικρό καταυλισμό τους. Τυλιγμένος στο μανδύα του κοίταζε τα άστρα και σκεφτόταν αν θα μπορούσε να είχε προβλέψει την αντίδραση του Μπαγκράς κάνοντας κάτι που θα σταματούσε τον μάγο από το να στείλει τον Ραμίρ σε έναν άλλο κόσμο και να απαγάγει τη Φιντέλια για την οποία ανησυχούσε πολύ περισσότερο. Ο Ραμίρ δεν έπαυε να είναι Ιππότης και ο Ροβέρτος θα έκανε τα πάντα για να τον βρει, η κοπέλα ήταν ανυπεράσπιστη.
Τα άλογα χλιμίντρισαν ανήσυχα και ο Μάικ συνοφρυώθηκε. Τι τα είχε τρομάξει; Μια βαριά μυρωδιά έφτασε στα ρουθούνια του. Την ήξερε πολύ καλα, αγριόλυκοι.
-Στα όπλα! φώναξε.
Μια βαρβαρική πολεμική κραυγή ήταν η απάντηση.
Τα βήματα πολλαπλασιάστηκαν και μετά σταμάτησαν έξω από την πόρτα του μικρού διαμερίσματος. Σιωπή, όπως αυτή πριν από την καταιγίδα, επικράτησε. Ο Ραμίρ στράφηκε στην Γιαρμίλα και της είπε γρήγορα αλλά με ήρεμη φωνή:
-Πάρε την Κάτκα και κρατηθήτε μακριά.
Η κοπέλα πήρε τη μικρή αδερφή της και τραβήκτηκαν πίσω πίσω κοντά στην πόρτα του μπάνιου. Ο Ραμίρ ξεθηκάρωσε τη σπάθα του αποφασιστικά και στάθηκε στην εξώπορτα. Η σκέψη του ήτα κρυστάλλινα διαυγής και ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει. Η πόρτα τινάκτηκε στο πλάι με έναν εκκωφαντικό κρότο και μια ομάδα ανδρών όρμησε μέσα. Ο Ραμίρ κινήθηκε να τους αντιμετωπίσει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου