5.
Ο Τζων μπήκε στην αίθουσα του νηπιαγωγείου, τα
παιδιά παρακολουθούσαν ένα επεισόδιο από τα στρουμφάκια όπως είχε πει η Βάλερι
και γελούσαν. Η Λώρα ήταν καθισμένη λίγο πιο πέρα και τα κοίταζε με στοργή που
δεν θα ήταν μεγαλύτερη αν ήταν φυσικά της παιδιά. Μόλις τον είδε να μπαίνει
άφησε τη θέση της και πλησίασε.
-Είχαμε νέα; ρώτησε.
-Όχι κανένα. Δεν υπάρχει πια καμία τηλεφωνική
γραμμή. Δεν μπορέσα να επικοινωνήσω με κανέναν.
-Κατάλαβα, είπε η Λώρα και το βλέμμα της γύρισε
στους μικρούς μαθητές της. Τι σκέφτεστε να κάνουμε;
-Δεν μπορούμε να παρατήσουμε τα παιδιά, ούτε
φαίνεται ασφαλές να δοκιμάσουμε να τα πάμε σπίτι τους. Μάλλον πρέπει να μείνουμε
εδώ. Ίσως όλη μέρα, ίσως και παραπάνω.
-Εμένα δεν με απασχολεί αυτό, είπε η κοπέλα, έχω
τον Άντριου μαζί μου οπότε μπορώ να μείνω. Εσείς;
-Ο μόνος άνθρωπος που έχω είναι εδώ, είπε ο Τζων
και κοίταξε την αγαπημένη του εγγονή που γελούσε με τον μονίμως γκαφατζή
Σκουντούφλη. Θα πω στον κύριο Πέητον να φύγει αν θέλει ή αν το προτιμά να φέρει
εδώ την σύζυγό του. Απ’ όσο ξέρω δεν έχουν κανέναν άλλο στον κόσμο. Από’ κει
και πέρα θα πρέπει να οργανωθούμε για την παραμονή μας.
-Για το φαγητό;
-Και για τον ύπνο, είπε ο Τζων. Πρέπει να δούμε γι’
αυτά τα θέματα.
-Για τον ύπνο εμείς εδώ είμαστε εφοδιασμένοι.
Ο Τζων κατένευσε, το ήξερε αυτό. Επειδή τα
μεσημέρια τα παιδιά στο νηπιαγωγείο κοιμούνταν κάποιες από εκείνες τις ώρες,
υπήρχαν υποστρώμματα και σκεπάσματα για τους εκεί μαθητές. Αν χρειάζονταν και
επιπλέον κάτι θα κάνανε. Κυρίως αυτό που απασχολούσε τον Τζων ήταν το φαγητό.
Καθώς δεν είχε έρθει κανένας δεν ήξερε τι εφόδια υπήρχαν στην κουζίνα ή στην
καφετέρια. Ίσως να μην υπήρχαν ούτε τα απαραίτητα για σήμερα.
Ευτυχώς είχε κλειδιά για όλους τους χώρους σαν
διευθυντής και θα μπορούσε να το ερευνήσει αμέσως αυτό. Είχε πειστεί ότι θα
έμεναν γι πολύ στο σχολείο. Κατέβηκε στο υπόγειο κελάρι, το μόνο σημείο του
κολλεγίου που ήταν υπόγειο μαζί με το δωματιάκι που στέγαζε το λέβητα και τα
μηχανήματα του καλοριφέρ. Άνοιξε και έριξε μια ματιά. Ευτυχώς είχαν κάνει τη
δουλειά τους και από τρόφιμα δεν θα τους έλειπε κάτι.
Κλείνοντας το κελάρι ο Τζων βρέθηκε πρόσωπο με
πρόσωπο με τον κύριο Πέητον. Τρόπος του λέγειν βέβαια μιας και ο γηραιότερος άνδρας
ήταν ψηλότερος κατά ένα κεφάλι. Ο μικρόσωμος επιστάτης είχε κάτι να πει στον
Τζων.
-Μπορώ να φύγω για λίγο;
-Και για περισσότερο, θα μείνουμε εμείς.
-Δεν χρειάζεται για πολύ, ίσα να πάω να φέρω την
κυρά μου, θα φοβάται μόνη στο σπίτι, να μην πω στο κτίριο αφού δεν θα πρέπει να
είναι κανένας από τους υπόλοιπους ενοίκους.
-Εντάξει, πήγαινε να τη φέρεις.
Ο κύριος Πέητον είχε ένα μικρό αυτοκινητάκι παλιό
μοντέλο που το κάνανε χάζι τα παιδιά του δημοτικού. Το πήρε τώρα και έφυγε για το
σπίτι που ήταν μερικά τετράγωνα μακριά ενώ πίσω του ο Άντον και η Βάλερι
ξανάκλεισαν την πόρτα.
Ο Τζων επέστρεψε στο γραφείο του, τώρα που είχαν
μπει σε μια πορεία δράσης ένιωθε πιο ήσυχος.
Η Τζάνις κρατώντας την Άλις από το χέρι ακολούθησε
την Χόουπ μακριά από τον κεντρικό σε μερικά πιο ήσυχα δρομάκια. Η νεαρή πάνοπλη
κοπέλα έδειχνε απόλυτα εξοικειωμένη με το να κινείται στους δρόμους της πόλης
που είχαν ξαφνικά μεταβληθεί σε πεδίο μάχης. Ήταν περίεργο αλλά η Τζάνις ήταν
παραπάνω από ευγνώμων που είχε βρεθεί στο δρόμο τους, χώρια που τους είχε σώσει
τη ζωή.
-Μαμά κουράστηκα, είπε η Άλις. Μπορούμε να
σταματήσουμε;
Η Τζάνις κοίταξε την Χόουπ που προπορευόταν. Εκείνη
δεν έδειξε να έχει ακούσει αλλά σταμάτησε και κοίταξε γύρω προσεκτικά.
-Εκεί, είπε τελικά και έδειξε ένα μικρό μαγαζί με
σάντουιτς.
Προχώρησε πρώτη με το όπλο της πάντα έτοιμο για
χρήση. Η Τζάνις ακολούθησε μαζί με την Άλις. Η Χόουπ έφτασε στο μαγαζί και
άνοιξε την πόρτα. Τις περίμενε και μετά έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Έδειξε τον
τοίχο στην πίσω πλευρά του μικρού μαγαζιού και είπε.
-Θα καθίσουμε εκεί, καλύτερα να μην φαινόμαστε από
έξω.
Η Τζάνις πήγε εκεί και κάθισε με κάποια δυσκολία
στο πάτωμα ενώ η Άλις έκατσε με μια μονοκόμματη κίνηση που είχε μάθει στη
γυμναστική στο σχολείο. Η Χόουπ ήρθε κοντά τους φέρνοντας σάντουιτς και
μπουκαλάκια με νερό. Τους έδωσε και αρχίσανε να τρώνε, η Άλις είχε φάει πρωινό
πριν φύγουν από το σπίτι αλλά αυτό ήταν ώρες πριν και έμοιαζε σε μια άλλη ζωή.
Η Τζάνις ήταν τελείως νηστική, δεν είχε φάει τίποτα έχοντας κατά νου την
νάρκωση που θα χρειαζόταν να λάβει για να γεννήσει αλλά τώρα θα έπρεπε να το
κάνει για να συνεχίσει.
-Ωραίο ήταν, είπε η Άλις, μπορώ να φάω ακόμα ένα;
Η Χόουπ έβγαλε και της έδωσε ένα από την τσάντα που
είχε γεμίσει με τρόφιμα που είχε βρει στο μαγαζί.
-Θα πάρουμε αυτά μαζί μας, είπε κοπέλα, δεν ξέρουμε
πότε θα έχουμε την ευκαιρία να βρούμε πάλι τρόφιμα. Το νερό ακόμα δεν είναι
πρόβλημα φαντάζομαι, δεν πρέπει να είναι σε θέση να παρέμβουν στο δίκτυο
ύδρευσης.
Η Τζάνις παρακολούθησε το συλλογισμό της. Μαθημένη
να εκτιμάει την κατάσταση και να προβλέπει τις δυσκολίες.
-Είσαι στρατιωτικός;
-Μικρή δεν είμαι; έκανε εκείνη και ένα χαμόγελο
γλύκανε το πρόσωπό της ενώ τελείωνε το σάντουιτς.
-Ωστόσο ξέρεις να χρησιμοποιείς όπλα και να
επιβιώνεις.
-Τίποτα παραπάνω από ότι έχεις κάνει εσύ. Και’ σεις
επιβιώσατε.
Η Τζάνις διαισθάνθηκε πως είχε αγγίξει κάποια πτυχή
που η Χόουπ δεν ήθελε να συζητήσει και άλλαξε θέμα.
-Πάντως ξέρεις να βρίσκεις το καλύτερο φαγητό, αυτά
τα σάντουιτς είναι εκπληκτικά.
2 σχόλια:
εκλπηκτικά δεν λες τίποτε!!! ;)
Καληνύχτα πενούλα μου...
θα τα πούμε αύριο βράδυ ξανά! :))
Μέχρι το βράδυ θα σου έχω να διαβάσεις κι άλλα αγαπητή flash, καλημέρα.
Δημοσίευση σχολίου