Η Εισβολή 8

Author: Νυχτερινή Πένα /


8.

Η μικρή τους κοινότητα είχε έναν πληθυσμό 338 ανθρώπων κάθε ηλικίας και δύο εθνικοτήτων μιας και είχαν βρεθεί και μερικοί Μεξικανικής προεελεύσεως ανάμεσα στους πολίτες που είχαν καταφύγει στο κολλέγιο. Ο πιο μεγάλος ήταν ενάς παππούς ογδόντα έξι χρονών, ο πιο μικρός ένα αγοράκι μόλις έξι μηνών. Είχαν όλοι μαζευτεί μέσα στο κολλέγιο, είχαν επιστρέψει ακόμα και όσοι είχαν προσφερθεί να πάνε να βρουν τρόφιμα. Είχαν φέρει κάποιες προμήθειες που προστέθηκαν στα αποθέματα στην καφετέρια και ένας από αυτούς, ένας άνδρας που ήταν μόνος χωρίς οικογένεια ή φίλους, είχε γυρίσει με μια συσκευή οξυγονοκόλλησης. Μπορεί να χρειαζόταν και ο ίδιος ήξερε να τη χρησιμοποιήσει.
Ο ένας απο τους Τεξανούς πλησίασε. Με το πλατύγυρο καπέλο και τη θήκη με το πισόλι στη δεξιά πλευρά έτοιμο για τράβηγμα του θύμιζε φιγούρα από το και οι Επτά Ήταν Υπέροχοι, το αγαπημένο του γουέστερν. Περπατούσε γρήγορα στο διάδρομο και προφανώς ήθελε εκείνον.
-Μια ομάδα πολιτών στην πόρτα, είπε ο σερίφης. Ζητούν άσυλο, έχουν μαζί τους εφόδια και προσφέρονται να βοηθήσουν στην άμυνά μας.
-Στην άμυνα;
-Ναι, είπε ο σερίφης, οι άνδρες είναι οπλισμένοι.
-Ενημερώσατε τον διοικητή Μάιλς; ρώτησε ο Τζόναθαν.
-Ναι.
-Ωραία, πάμε.
Βγήκαν στην αυλή και βρήκαν τον Μάιλς με τον άλλο Τεξανό στην συρόμενη πόρτα έξω από την οποία περίμενε μια ομάδα πολιτών. Πλησίασαν γρήγορα και ο Μάιλς γύρισε να τον κοιτάξει. Συνεννοήθηκαν με ένα βλέμμα. Ο αστυνομικός τους θεωρούσε χρήσιμη προσθήκη, ειδικά αφού είχαν όπλα κάτι που έλειπε από την μικρή τους κοινότητα.
-Πως λέγεσαι; ρώτησε τον άνδρα που ήταν επικεφαλής.
-Σάμιουελ Τρακ, αυτή είναι η οικογένειά μου, οι γιοι μου και οι δικοί τους γιοι.
Ο Τζόναθαν τον κοίταξε εξεταστικά και εκείνος αντιγύρισε το βλέμμα. Έδειχνε άνθρωπος τίμιος και ευθύς, το γεγονός ότι ήταν όλοι μια οικογένεια ήταν υπέρ τους.
-Πως μας βρήκατε εδώ;
-Μας έστειλε η αστυνόμος Κάλβερ.
Ο Τζόναθαν ένευσε.
-Καλώς ήρθατε στην κοινότητά μας.
Ο Τρακ ακολουθούμενος από όλη την οικογένειά του πέρασε την πόρτα.
-Μπορούμε να πιάσουμε θέσεις φύλαξης.
-Θα το δούμε αυτό, πάμε να σας εγκαταστήσουμε πρώτα.

Η Τζάνις τράβηξε στην αγκαλιά της την Άλις και την έσφιξε σαν να μπορούσε αυτή η κίνηση να προφυλάξει την κόρη της από τα καυτά βλήματα που σε λίγα δευτερόλεπτα θα της στερούσαν την ζωή. Οι εισβολείς σήκωσαν τα όπλα τους αλλά αυτό ήταν και το τελευταίο πράγμα που έκαναν. Κάτι τους χτύπησε από πίσω κόβοντας το κεφάλι του ενός και στέλνοντάς το να κυλίσει μακριά και πετυχαίνοντας τον άλλο αρκετά δυνατά, αν και όχι καίρια, ώστε να τον βγάλει εκτός ισορροπίας. Δεν έδειξε να έπαθε τίποτα με την πτώση αλλά δεν πρόλαβε και να σηκωθεί. Ένας άνδρας μπήκε μέσα, τον πάτησε στο στήθος και τον πυροβόλησε εξ’ επαφής.
Πυροβολισμοί ακούστηκαν από την μπροστά πλευρά της οικοδομής και ο άνδρας που είχε μόλις μπει πέρασε τρέχοντας δίπλα στην Τζάνις για να πάει προς τα εκεί με ένα άγριο χαμόγελο στα χείλη του. Εκείνη πρόλαβε να δει τα διακριτικά στο μανίκι του, μια υδρόγειο κυκλωμένη από δάφνες και το μότο per mare per terram. Στράφηκε στον άλλον άνδρα που είχε σκοτώσει τον πρώτο από τους εισβολείς και τον εξέταζε τώρα προσεκτικά.
Δίπλα του είχε καταφτάσει ακόμα ένας που σημάδευε προς την μπροστά πλευρά καθώς ακούγονταν βήματα που δεν ανήκαν παρά στον σύντροφό τους και την Χόουπ.
Η Τζάνις αναγνώρισε το έμβλημα τους τώρα, Βρετανοί πεζοναύτες, ήταν το ίδιο σώμα όπως εκείνοι με τους οποίους θα συνεργαζόταν ο σύζυγός της. Στη σκέψη αυτή αναρωτήθηκε τι γινόταν ο Άλαν και αν είχε επιστρέψει στη βάση του, αν είχε επιστρέψει σπίτι και αν την έψαχνε.
-Κρις, είπε ο Τσάρλς Μπρούστερ που εξέταζε τον πεσμένο εχθρό, έλα να δεις.
Ο Κρις πλησίασε, ο Μπρούστερ του έδειξε το λαιμό του εισβολέα όπως τον είχε αποκεφαλίσει με το σπαθί του. Ένας σκελετός από κάποιο μέταλλο και δεκάδες καλώδια οπτικών ινών είχαν κοπεί στο ίδιο ύψος.
-Είναι ρομπότ, είπε ο Κρις, γι’ αυτό δεν υπήρχε αίμα ούτε κραυγές πόνου.
-Ναι, είπε ο Νας, και αυτό κάνει τα πράγματα πιο περίπλοκα γιατί αυτό το επίπεδο τεχνολογίας είναι πολύ προχωρημένο για οποιαδήποτε χώρα στον κόσμο.
-Επικοινωνούν με κάποιο είδος μόντεμ, είπε η Τζάνις ενθυμούμενη μια νωρίτερη εμπειρία της με τους εισβολείς.
Ο Μπρούστερ έγνευσε.
-Αυτά όλα πρέπει να τα μεταφέρουμε στα επιτελεία που δίνουν την μάχη αλλά προς το παρόν πρέπει να φύγουμε από δω.
-Δεν ξέρουμε που να πάμε, είπε η Χόουπ, που θα μπορούσαμε να βρούμε κάποιο καταφύγιο. Απλά αποφεύγουμε τους εισβολείς.
-Ίσως βρήκαν κάτι οι δικοί μας, είπε ο Κρις, και εξήγησε βιαστικά πως είχαν βρεθεί εδώ.
Άφησαν την οικοδομή και επέστρεψαν βιαστικά κοντά στους υπόλοιπους.

Με τους νεοφερμένους η μικρή τους κοινότητα είχε ανέβει στον αριθμό των 374 πολιτών. Είχαν ακόμη εννιά αστυνομικούς, δύο εκ των οποίων σερίφηδες, και έναν κρατούμενο. Μια μικρογραφία πόλης σκέφθηκε ο Τζόναθαν καθώς ήταν καθισμένος στο γραφείο του. Από την ανοιχτή πόρτα άκουγε τις συζητήσεις των αστυνομικών στο πρόχειρο αρχηγείο τους και μερικές φορές συζητήσεις από τάξεις που είχαν μετατραπεί σε κατοικίες.
-Κύριε διευθυντά.
Από τις σκέψεις του τον απέσπασε ο κύριος Πέητον που στεκόταν στην πόρτα.
-Τι συμβαίνει;
-Τίποτα το σοβαρό, είπε ο επιστάτης, απλά ήθελα να σας πω ότι το μεγείρεμα τελείωσε και διανέμουν οι γυναίκες το φαγητό στους ανθρώπους που βρήκαν καταφύγιο εδώ μαζί μας. Θέλετε και εσείς να φέρω να φάτε;
-Οι μαθητές μας φάγανε;
-Θα τους πάει η γυναίκα μου, είπε ο Πέητον,
-Ωραία, είπε ο Τζων και σηκώθηκε από το γραφείο, θα φάω μαζί τους.
Ήταν μια περίεργη σκέψη που του ήρθε ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ότι μετά από τόσα χρόνια που η μόνη του οικογένεια ήταν η Κάρι, τώρα είχε ξανά κατά κάποιο τρόπο μια οικογένεια στο πρόσωπο των παιδιών αυτών που είχαν χωριστεί από τις οικογένειές τους και θα συνέχιζε αυτό ως που να επιστρέψουν στους δικούς τους.

Ο Γουίλλιαμ ακολουθούμενος από την Ντέηνα επέστρεψε στο σημείο που περίμεναν οι συμπατριώτες του και οι Αμερικανοί. Οι πεζοναύτες και οι αλεξιπτωτιστές είχαν καθίσει στο δρόμο με την πλάτη στους τοίχους που τον οριοθετούσαν. Είχαν καθίσει ανακατωμένοι, ενώ ο Άλαν με τον Τζώρτζ συζητούσαν πάνω από το χάρτη που είχε ανοίξει ο Αμερικανός πάνω στο πεζοδρόμιο. Ο Γουίλλιαμ τους πλησίασε μαζί με την Ντέηνα.
Ο Τζώρτζ ανασήκωσε το κεφάλι του και είπε:
-Α, γύρισες, συζητάμε ποια πορεία να πάρουμε. Πρέπει να στείλουμε και μια αναφορά πίσω.
-Με όλα τα καλά νέα, είπε ο πράκτωρας της ΜΙ6 και μόρφασε καθώς θυμήθηκε την συζήτηση που είχαν νωρίτερα. Να σας συστήσω την αστυνόμο Κάλβερ.
-Ντέηνα, είπε εκείνη και έσφιξε δυνατά τα χέρια των δυο διοικητών.
-Τι μπορείς να μας πεις για την κατάσταση Ντέηνα;
-Λίγα πράγματα που να μην ξέρετε ήδη. Η περιοχή έχει εκκενωθεί κατά πολύ μεγάλο μέρος από τους κατοίκους, όσοι δεν πρόλαβαν να ξεφύγουν είναι νεκροί. Οι εισβολείς δεν παίρνουν αιχμαλώτους από όσο έχω δει. Έχουν αναπτύξει τις δυνάμεις τους αλλά με ποιο στόχο δεν μπορώ να πω.
Ο Άλαν και ο Τζώρτζ κοιτάκτηκαν και ο πρώτος ρώτησε ενώ δίπλωνε το χάρτη:
-Δικές μας δυνάμεις έχεις δει καθόλου;
-Όχι. Μόνο μερικούς αστυνομικούς.
-Λογικό, είπε ο Άλαν, είμαστε μέσα στην περιοχή που έχει αναγκαστικά παραχωρηθεί στον εχθρό αλλά το ότι δεν υπάρχει δική μας δραστηριότητα σημαίνει ότι ακόμα οργανώνουμε άμυνα και δεν κάναμε καμία κίνηση έστω να τον παρενοχλήσουμε.
-Σερ, φώναξε ένας από τους άνδρες του Άλαν που κουβαλούσε έναν ασύρματο. Πρέπει να το ακούσετε αυτό.

2 σχόλια:

flash είπε...

πραγματικά μια μικρή πόλη μέσα στο κολλέγιο!
πενούλα μου νομίζω στο έχω ξαναπεί
το έχεις όλα δεξιοτεχνικά ανεπτυγμένα
και συσχετισμένα! η ιστορία σου είναι πάρα πολύ καλή!! και μου αρέσει!!!
μου αρέσει τόσο αλήθεια... :)
χαχαχα ξέρεις τί έπαθα τώρα;;
ήρθα φουριόζα να διαβάσω τη συνέχεια
γιατί θα φύγω ύστερα
οπότε διάβασα πρώτα το δεύτερο κομμάτι του κεφαλαίου (εμ το άφηνα αφού το ξεκίνησα;; :)
και μετά αυτό!!! :P
Περιμένω τις εξελίξεις πώς και πώς!!!
Καλό Σαββατοαπογευματοβραδάκι :Ο)

Νυχτερινή Πένα είπε...

Χαίρομαι που σε συναρπάζει έτσι η ιστορία, δεν θα αργήσει και η συνέχεια τώρα.
Καλό σου βραδάκι επίσης, να είσαι καλά.

Δημοσίευση σχολίου