Η Κρύπτη Της Ναβίρα 1

Author: Νυχτερινή Πένα /

Ι

Περίμενε να δει κιούπια με φλουριά και πολύτιμα σκεύη, αλλά όχι. Είχε μπει σε φυλακή. Υγρό σκοτάδι, από κάπου αριστερά του ακούγονταν σταγόνες να πέφτουν κι ένα βαρύ αγκομαχητό. Οι μπότες του κολλούσαν στο κρύο πάτωμα. Είπε: «Ποιος είναι εδώ;» και ένας βασανισμένος στεναγμός ήρθε από τη μαυρίλα αντί για απάντηση. Δεν υπήρχαν θησαυροί, πουθενά. Η Συντεχνία τον είχε ξεγελάσει. Σήκωσε το μικρό του φανάρι: γκρεμισμένες πέτρες στη μία γωνία μαζί με ένα δοχείο, και στην άλλη ένας σωρός από άχυρα, όπου ξάπλωνε μία γριά γυναίκα σε άθλια χάλια. Ο πολεμιστής πλησίασε και άλλο: η γυναίκα είχε ένα εντελώς σκεβρωμένο κορμί, το στόμα της έχασκε φαφούτικο και βρωμερό και στο κρανίο της δεν φύτρωνε σχεδόν τρίχα μαλλιών. Τα μάτια της, θαμπά από τα χρόνια, είχαν μια γαλακτώδη όψη. Δεν ήταν δεμένη, αλλά φαινόταν ανίκανη να κινηθεί. Αγκομαχούσε με αγωνία, έλεγες πως η κάθε της αναπνοή θα μπορούσε να είναι η τελευταία. Είχε στραφεί προς το μέρος του πολεμιστή σαν να τον έβλεπε.
-Ήρθες... είπε η γυναίκα. Η φωνή της ερχόταν σαν από βάθη σπηλαίου. Να περίμενε άραγε το φαγητό της;
Γονάτισε στο πλάι της, αν και ήταν προφανές πως κάθε βοήθεια θα ήταν άκαρπη σε εκείνο το ρημαγμένο κορμί. Ώσπου η γριά άπλωσε και τον έπιασε από το μπράτσο, βυθίζοντας στη σάρκα του νύχια αρπαχτικού. Τον τράβηξε με αναπάντεχη δύναμη προς το μέρος της κι ανάσανε στο πρόσωπό του:
-Διψάω... Ο άντρας ζαλίστηκε, του φάνηκε πως το κελί αντιλάλησε από τον ψίθυρό της και τον πολλαπλασίασε. Διψάω – διψάω- διψάω... «Ποιος μου μιλάει; Τι…» Γιατί η γυναίκα μιλούσε με πολλές φωνές και είχε δύναμη πολλών ανθρώπων. Το φανάρι του κύλησε πέρα με μεταλλική κλαγγή. Η γριά τον ρούφηξε και άλλο, ώσπου το στόμα της έγινε ένα πηγάδι, ώσπου μια δίνη τον κατάπιε ολότελα, χωρίς να προφτάσει καν να σκεφτεί τίποτα. Τον κατάπιε το απύθμενο σκοτάδι του θανάτου και δευτερόλεπτα αργότερα το σώμα του είχε γίνει σκόνη.
Η γριά ανασηκώθηκε από το αχυρένιο της στρώμα. Στάθηκε παραπαίοντας σαν να ήταν έτοιμη να σωριαστεί και πάλι κάτω αν και με κάθε βήμα φαινόταν να σταθεροποιείται. Τα κουρέλια κύλισαν από πάνω της αποκαλύπτοντας το σκελετωμένο σώμα της, σκεβρωμένο από τους αιώνες, ισχνό και στεγνό σαν να ήταν κάτω από τον καυτό ήλιο της ερήμου για καιρό. Στάθηκε.
Κάτω από το δέρμα της φαινόταν κίνηση, σαν να την διέτρεχαν σκουλήκια ή φίδια και την άλλαζαν. Η διαδικασία όμως δεν έδειχνε να της προκαλεί πόνο, κάθε άλλο. Μαλλιά εμφανίστηκαν στο σχεδόν γυμνό κρανίο και μάκρυναν, πυρόξανθα με απαλούς βοστρύχους. Τα μάτια της έπαψαν να είναι γαλακτώδη, τυφλά, έγιναν πράσινα με ένα σπινθηροβόλο σκληρό βλέμμα. Χαμογέλασε και το στόμα της ήταν γεμάτο τέλεια λευκά δόντια. Χάιδεψε ικανοποιημένη τα λεία και αψεγάδιαστα μάγουλά της. Αυτό που ήταν πρώτα ένα σκέλεθρο τώρα γινόταν δεμένο, χυμώδες κορμί με δέρμα στο χρώμα του μελιού. Το δέρμα γινόταν τέλειο και αρυτίδιαστο, τα μέχρι πριν λίγο κρεμασμένα, μαραζωμένα στήθη είχαν γίνει στητά και προκλητικά.
Πλησίασε την έξοδο της σπηλιάς και αμέσως ένα ισχυρό μαγικό πεδίο έλαμψε κλείνοντάς της το δρόμο. Σήκωσε το χέρι της και πρόφερε ένα ξόρκι. Το πεδίο έλαμψε πάλι αλλάζοντας χρώμα. Έγινε πορφυρό, το χρώμα του αίματος, το χρώμα της αποπλάνησης.


  

ΙΙ

Η ταβέρνα ήταν πολύβουη, οι θαμώνες μιλούσαν μεταξύ τους δυνατά και φώναζαν τις παραγγελίες τους στην ταβερνιάρισσα και τις σερβιτόρες ακόμα πιο δυνατά. Οι μυρωδιές από τα ψητά κρέατα και τις πικάντικες σάλτσες συναγωνίζονταν την οσμή των ξύλων στη φωτιά από τα δύο τζάκια στους αντικρινούς τοίχους και τον καπνό που παρήγαγαν αυτές οι φωτιές.
Αντίθετα με τους περισσότερους από τους πελάτες της ταβέρνας ο Καλ Μαλγκοράν καθόταν μόνος του σε ένα γωνιακό τραπέζι σχεδόν δίπλα στο τζάκι με αποτέλεσμα να είναι κρυμμένος στη σκιά. Δεν τον πείραζε είχε επιδιώξει να κάτσει σε αυτό το τραπέζι, ήθελε να κάνει συναλλαγές που δεν ήταν συνετό να τις δουν πολλοί. Κοίταξε γύρω του για τον άνθρωπο που είχε έρθει να συναντήσει. Δεν ήταν εδώ. Θα είχε καθυστερήσει, αναρωτήθηκε που. Από όσο ήξερε ο Βίλνους Ντρομέθια δεν είχε κανέναν στην πόλη, δεν ήταν από αυτά τα μέρη και δεν ήξερε ψυχή εδώ.
Βέβαια υπήρχαν μέρη όπου ένας άνδρας μπορούσε να βρει όση οικειότητα θα ήθελε αλλά είχε μάθει ότι ο Βίλνους είχε άλλη άποψη για την επαφή με τις γυναίκες και δεν ήθελε την πληρωμένη ηδονή των πορνείων. Δεν τον ενδιέφερε, αρκεί που θα έκανε την δουλειά που τον ήθελε.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο πολεμιστής πέρασε την πόρτα της ταβέρνας. Ήταν ψηλός, πιο ψηλός από τους δύο μπράβους που η ταβερνιάρισσα είχε για να βοηθάνε στην τήρηση της τάξης και να αποφεύγονται επιζήμιοι για την ταβέρνα καυγάδες, και γεροδεμένος κάτι που δεν έκρυβε το παντελόνι και το χιτώνιο που φορούσε κάτω από το μανδύα που έβγαλε μπαίνοντας. Είχε ξανθά μαλλιά κομμένα κοντά και ένα σοβαρό πρόσωπο στο οποίο δέσποζαν δύο γαλανά μάτια με διαπεραστικό βλέμμα, τυπικό παρουσιαστικό βόρειου. Δεν φορούσε θώρακα αλλά στο πλευρό του ήταν θηκαρωμένη μια βαριά σπάθα. Τον εντόπισε και πλησίασε προς το μέρος του. Το παρουσιαστικό και το μέγεθός του βοηθούσε να ανοίγει εύκολα δρόμο και δεν άργησε να φτάσει στον Καλ.
Κάθισε βαριά απέναντι στον Καλ και έριξε το μανδύα του στην άδεια καρέκλα από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. Ο Καλ έριξε μια ματιά στον πολεμιστή. Διέκρινε το κορδόνι ενός φυλακτού να κατεβαίνει από τον λαιμό του και να χάνεται μέσα στο χιτώνιό του και το πουγκί που ήταν δεμένο στη ζώνη του. Δεν κουβαλούσε τίποτα άλλο. Ικανοποιημένος από την πρώτη εντύπωση ύφανε ένα ξόρκι που θα κρατούσε τη συνομιλία τους μυστική.
-Φοβάσαι μήπως μας ακούσει κάποιος μέσα σε αυτήν την φασαρία; σάρκασε ο Βίλνους.
Ο Καλ δεν απάντησε αμέσως. Αναρωτήθηκε αν ο άνδρας απέναντί του συμπέρανε με τη λογική τι είχε κάνει ή αναγνώριζε το ξόρκι. Αν ναι, ήταν χρήστης της τέχνης ή απλά ήξερε να αναγνωρίζει κάποια πράγματα για αυτό που ήταν; Αποφάσισε πως δεν ήταν του παρόντος και απάντησε:
-Δεν είναι να εμπιστεύεσαι εδώ μέσα, και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Ένας που καμώνεται τον μεθυσμένο δεν είναι απαραίτητα και οι σερβιτόρες έχουνε σίγουρα καλή ακοή και ξεχωρίζουν τις φωνές.
-Μπορεί, πες μου λοιπόν γιατί με ζήτησες και θέλεις να μην μπορεί να μας ακούσει κανείς;
-Είσαι πολεμιστής με αξιόλογη φήμη Βίλνους, θέλω να κάνεις κάτι για εμένα.
-Σαν τι; είπε κοφτά ο πολεμιστής.
-Έχεις ακουστά το κάστρο του Χάλθαρκ;
-Το Ακροπύργιο Βάνγκαρντ, είπε ο πολεμιστής βλοσυρά, ακόμα και εγώ που δεν είμαι από εδώ το έχω ακουστά. Είναι το απώτατο προς βορράν σημείο του βασιλείου και λέγεται ότι μέσα του ζουν ανήκουστοι τρόμοι.
-Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα εκεί. Μια κρύπτη, η κρύπτη της Ναβίρα. Μέσα σε αυτή μια υπέροχη γυναίκα, μια πραγματική καλλονή, μια παρθένα που περιμένει εμένα, μαζί με ένα θάλαμο θησαυρούς. Είναι και αυτή ένας θησαυρός, ο πιο πολύτιμος. Φέρε τη σε’ μένα, σώα και αβλαβή και ανέγγιχτη! Κράτα όλα τα υπόλοιπα για εσένα. Και δεν θα χάσεις, είναι πολλά.
Ο πολεμιστής το σκέφθηκε. Είχε μόλις γυρίσει από μια νικηφόρα εκστρατεία με τον αφέντη του τόπου και ήθελε να επιστρέψει στη δική του πατρίδα αλλά μερικά λάφυρα ακόμη δεν θα ήταν άσχημη ιδέα. Ωστόσο είχε πληρώσει τους άνδρες και τους είχε αφήσει να φύγουν εκτός από κάποιους που ταξίδευαν μαζί του και η εποχή ήταν προχωρημένη για να πάνε βόρεια.
-Θα γυρίσω την άνοιξη, είπε.
-Πρέπει να γίνει τώρα! είπε ο μάγος. Δεν μπορώ να περιμένω.
-Γιατί δεν πας τότε εσύ; Δεν είσαι μάγος;
-Γιατί κανείς δεν γύρισε από εκεί και εγώ είμαι μάγος αλλά δεν είμαι πολεμιστής και η μαγεία μου δεν είναι πολεμική.
-Ζήτα βοήθεια από τη Συντεχνία των Μάγων.
-Δεν γίνεται, απαγορεύεται και η αναφορά στο κάστρο.
Ο πολεμιστής συνοφρυώθηκε. Έριξε μια ματιά γύρω στους θαμώνες που έρχονταν και έφευγαν απορροφημένοι από τις συζητήσεις τους, το καλό φαγητό και την πλούσια, αφρώδη μπίρα. Όλα όπως έπρεπε. Εκτός από την πρόταση του Καλ, δεν του άρεσε αυτή. Ήταν ωστόσο και μια καλή ευκαιρία.
-Πέρα από το Φιν δεν πάνε τα άλογα, είπε, θα έχει πέσει χιόνι πλέον και θα έχει παγώσει, θα χρειαστούν έλκηθρα.
-Θα το φροντίσω εγώ αυτό, είπε ο μάγος, είσαι μέσα;
-Τι θα κερδίσω εγώ;
-Τους θησαυρούς, είμαι ήδη πάμπλουτος δεν τους χρειάζομαι, είπε ο μάγος και πρόσθεσε με εμφανή ένταση, εγώ θέλω μόνο εκείνη.
Η φράση αυτή έκανε τον Βίλνους να αναρωτηθεί ξανά σε τι θα έμπλεκε. Αλλά πάλι χωρίς κίνδυνο κανείς δεν κέρδισε ποτέ τίποτα αξιόλογο.
-Και αν αυτοί καταστραφούν ή χαθούν;
-Θα σε αποζημιώσω εγώ, είπε ο μάγος, είσαι μέσα;
-Ναι, είπε ο Βίλνους. Θα ξεκινήσουμε με το πρώτο φως της αυγής.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου