Η Κρύπτη Της Ναβίρα 3

Author: Νυχτερινή Πένα /

V

Ο Βίλνους στάθηκε μπροστά στην πόρτα του μεγάλο αρχοντικού του Καλ Μαλγκοράν και χτύπησε το σε σχήμα γύπα ρόπτρο. Αμέσως μια νεαρή υπηρέτρια άνοιξε και τον οδήγησε σε ένα κυκλικό χωλ και του είπε να περιμένει. Το χωλ ήταν γυμνό από έπιπλα και διακοσμήσεις, ένας απλός ενδιάμεσος χώρος όπου κατέληγαν δυο σκάλες από τον επάνω όροφο και ανοίγονταν πόρτες για το εσωτερικό του σπιτιού.
Ο Καλ εμφανίστηκε στην κορυφή της μίας σκάλας και άρχισε να την κατεβαίνει, φορούσε ρούχα κατάλληλα για ταξίδι και στη ζώνη του κρεμόταν ένα πουγκί με συστατικά των ξορκιών του.
-Βλέπω μάζεψες ένα μικρό στρατό. Δεν είναι και άσχημη σκέψη. Εγώ θα έχω μαζί μου μόνο τρεις υπηρέτες.
-Ωραία, είπε ο Βίλνους. Είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Εσείς;
-Ναι, βέβαια.
-Μου κάνει εντύπωση πως δεν ζήτησες βοήθεια από τη Συντεχνία, είπε ο Βίλνους. Δεν έχετε αλληλεγγύη μάγου προς μάγο;
-Το σκέφθηκα όταν πρωτοείδα το όραμα αλλά εκείνοι δεν μιλάνε καθόλου για την κρύπτη και το ακροπύργιο. Μετά δεν είμαι μέλος της Συντεχνίας για να μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο.
-Γιατί δεν είσαι;
-Θέμα αρχής και προτεραιοτήτων, είπε απότομα ο Καλ, είμαι πρώτα έμπορος και μετά μάγος. Η τέχνη είναι για εμένα ακόμα ένα εμπορεύσιμο αντικείμενο. Οπότε δεν περιμένω τίποτα από εκεί αλλά από σας.
-Θα το επιτύχουμε, είπε με βεβαιότητα ο Βίλνους. Το συμβόλαιο;
Ο μάγος έβαλε το χέρι του μέσα στο μανίκι του μανδύα του και έβγαλε ένα τυλιγμένο ρολό περγαμηνής. Τον έτεινε στον πολεμιστή που τον άνοιξε και τον διάβασε γρήγορα. Μετά τον τύλιξε και βγήκε έξω. Τον τακτοποίησε στο σακίδιό του και μετά ανέβηκε στη σέλα. Προχώρησε στην κορυφή της φάλαγγας και μόλις ο Καλ και οι υπηρέτες του ήρθαν με τα άλογά τους, έδωσε το πρόσταγμα να ξεκινήσουν.
-Ελπίζω εκεί πέρα που θα πάμε να μην κάνει πιο πολύ κρύο από’ δω. Θα γίνω παγοκολόνα, είπε ο Σοκάρ.
Ο Σοκάρ ήταν γεννημένος στο μακρινό νότο, όπως μαρτυρούσε και το χρώμα του δέρματός του, και μαθημένος στα ζεστά κλίματα αν και δεν είχε διστάσει να ακολουθήσει τον Βίλνους οπουδήποτε στον κόσμο. Τώρα το κρύο το ένιωθε πιο έντονο από κάθε άλλον. Ήταν ντυμένος με την ραφινάτη, φαρδιά ενδυμασία των κατοίκων της πατρίδας του σε μαύρο με μόνο το κάλυμμα της κεφαλής να είναι λευκό, στο πλευρό του κρεμόταν το γιαταγάνι με την φαρδιά λεπίδα που ήταν επίσης παραδοσιακό του λαού του.
-Φοβάμαι ότι θα κάνει τόσο που μόνο η Αδάρα θα νιώθει άνετα, απάντησε ο Βίλνους.
Έριξε ένα βλέμμα στην νομάδα πολεμίστρια που προχωρούσε καβάλα στο μεγαλόσωμο άλογό της. Με τα μαλλιά της πιασμένα σε μια κοτσίδα που έπεφτε βαριά στην πλάτη της και με τα σχέδια που είχε ζωγραφισμένα στο πρόσωπο, τα διακριτικά της φυλής και της θέσης της έδειχνε έτοιμη για μάχη, το βλέμμα της, σκληρό και ακλόνητο έπειθε ότι δεν θα έδειχνε έλεος σε αυτήν. Καταγόταν από την τελείως αντίθετη πλευρά του κόσμου από το Σοκάρ αλλά είχαν μάθει να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο.
-Και τα μαγικά παιδιά, είπε ο Σοκάρ, όλο και κάποιο ξόρκι θα μπορούν να κάνουν για να ζεσταθούν.
Ο Βίλνους χαμογέλασε, ο Σοκάρ είχε σκαρφιστεί την ονομασία για να αναφέρεται στους δύο μάγους όταν είχαν έρθει στην ομάδα τους και είχε παραμείνει, τα μαγικά παιδιά ή τα μαγικά αδέρφια. Τώρα ίππευαν σε δυο άλογα δίπλα δίπλα. Ο Ράουμας φορούσε έναν κόκκινο μανδύα με φαρδιά μανίκια και κουκούλα, η αδερφή του φορούσε έναν λευκό με γούνινο φινίρισμα, προφανώς για το κρύο, οι συνήθεις χιτώνες της ήταν πιο ανοιχτοί. Ο Ράουμας ήταν ψηλός με μακριά μαύρα μαλλιά και ίδιου χρώματος μάτια που κοιτούσαν διαπεραστικά. Η αδερφή του, παρότι δίδυμη, ήταν τελείως διαφορετική, τα μαλλιά της ένα φλογάτο κόκκινο την έκαναν να ξεχωρίζει οπουδήποτε ενώ τα μάτια της είχαν ένα γλυκό μελί χρώμα. Εκείνη τη στιγμή κοίταξε τον Βίλνους και ο πολεμιστής ένιωσε πως το κρύο δεν ήταν παρά μια απλή ενόχληση.

Το ταξίδι για το Φιν δεν παρουσίασε κανένα πρόβλημα και το βράδυ της δεύτερης ημέρας έφτασαν στον μικρό οικισμό. Λίγα σπίτια χτισμένα γύρω από ένα πηγάδι και ένα εμπορικό κατάστημα ήταν όλο και το χωριό.
Στης μάχης τη φωτιά είμαστε ψημένοι
και του πολέμου το αμόνι σφυρηλατημένοι,
εμπρός εν όπλοις αδερφοί μου αγαπημένοι
ας δείξουμε σε όλους από τι είμαστε φτιαγμένοι!
Ο Ντενάουμπις και οι άνδρες της ομάδας του τραγουδούσαν για να ζεσταθούν στο κρύο του βραδινού, ένα παλιό τραγούδι των μισθοφόρων. Ο πολεμιστής είχε ζήσει όλη τη ζωή του σχεδόν σαν μισθοφόρος κάτι που του έδινε κύρος ανάμεσα στους άνδρες και τον αποδέχονταν σαν δικό τους. Ήξερε πώς να διατηρεί το ηθικό τους και να τους κάνει να ξεχνάνε τις μακριές πορείες. Τραγουδούσαν την επωδό όταν πλησίασαν το χωριό και με τη διαταγή του Βίλνους για τέλος και κατασκήνωση για το βράδυ σταμάτησαν.
Ο πολεμιστής με τον Καλ πήγαν στο χωριό για να βρουν μέρος να σταβλίσουν τα άλογα που θα άφηναν εδώ και να νοικιάσουν έλκηθρα με σκυλιά που θα ήταν το μεταφορικό τους μέσο από εδώ και πέρα. Το μέσο για την μεταφορά των εφοδίων τους, οι ίδιοι θα περπατούσαν πλέον.

Η νύχτα έπεσε για τα καλά, οι άνδρες δείπνησαν και έπεσαν για ύπνο στις σκηνές που είχαν στήσει εκτός από τους φρουρούς. Ο Βίλνους και ο Σοκάρ είχαν συνεννοηθεί να αλλάξουν τους φρουρούς σε συντομότερο διάστημα από ότι συνήθως για να ξεκουραστούν όλοι εν όψει της πορείας της αυριανής μέρας αλλά και για να μην τους καταβάλλει το κρύο.
Ο πολεμιστής είχε μόλις ξαπλώσει σε ένα στρώμα από δέρματα στη σκηνή του όταν ακούστηκε ένα ουρλιαχτό στη σιγαλιά της νύχτας. Ο Βίλνους κατάλαβε ότι ήταν γυναικεία κραυγή αλλά δεν ήταν η Σέλμιορ και δεν μπορούσε να φανταστεί την Αδάρα να βγάζει τέτοια φωνή. Ίσως είχε ακουστεί από το χωριό.
Άκουσε τον Σάι να μιλάει με κάποιον και να ρωτάει και μετά μια κραυγή πόνου από τον νεαρό. Αυτό ήταν πλέον θέμα που έπρεπε να το εξετάσει. Σηκώθηκε και βγήκε από τη σκηνή με τη σπάθα του στο χέρι.

Ο Καλ Μαλγκοράν στριφογύριζε στο στρώμα του χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί. Είχε στο μυαλό του συνέχεια την εικόνα της πριγκίπισσας που τον περίμενε να τη σώσει. Αναγνώριζε στον εαυτό του ότι τα κίνητρά του δεν ήταν αγνά, ποτέ δεν θα την ελευθέρωνε για να την σώσει απλά και να την αφήσει να φύγει ελεύθερη, την ήθελε δική του. Μόνο δική του. Παρότι ήταν σεμνή το φόρεμα που οι φύλακές της της είχαν δώσει να φοράει δεν έκρυβε πολλά και έτσι είχε χορτάσει το βλέμμα του στα κάλλη της που τώρα ποθούσε πυρετικά.
Για πολύ καιρό έσβηνε αυτόν τον πόθο όπως πολλοί άνδρες σε ερωμένες και πόρνες αλλά μετά αυτό δεν ήταν πια αρκετό, ο πόθος είχε γίνει άσβεστη φωτιά. Τώρα η συνεύρεση με άλλες γυναίκες δεν ήταν αρκετή έπρεπε να τους προκαλεί πόνο για να νιώσει έστω και για λίγο ικανοποίηση.
Και τώρα που ήταν τόσο κοντά στον στόχο του ένιωθε τη φλόγα του πόθου να τον καίει απτή σαν να ήταν αληθινή φωτιά. Μια ακόμα ημέρα και μετά θα έφταναν εκεί. Οι πολεμιστές θα έκαναν ό,τι έπρεπε και θα έπαιρναν την αμοιβή τους και εκείνος το αντικείμενο του πόθου του.
Αλλά όσο κοντά ήταν τόσο τον έκαιγε ο πόθος, η ανάγκη για ένα γυναικείο κορμί ήταν επιτακτική σαν να είχε ένα μαχαίρι στο λαιμό. Είχε προνοήσει για αυτό. Ανασηκώθηκε και κοίταξε την υπηρέτριά του που κοιμόταν δίπλα του. Ανασήκωσε τα σκεπάσματά της και κοίταξε το γυμνό σώμα της, όπως είχε προστάξει κοιμόταν τελείως γυμνή. Άπλωσε το χέρι του στο χαλαρό από τον ύπνο σώμα της, αυτό ήταν καλό. Θα πονούσε ακόμα περισσότερο.

Ο Βίλνους έφτασε στη σκηνή του Καλ και στάθηκε, μπροστά στο άνοιγμα της σκηνής στέκονταν οι δύο υπηρέτες του μάγου με ρόπαλα στα χέρια και στο έδαφος ήταν πεσμένος ο Σάι.
-Τι έγινε εδώ; απαίτησε βλοσυρά ο πολεμιστής.
-Προσπάθησε να μπει στη σκηνή του εξοχότατου Καλ Μαλγκοράν και τον σταματήσαμε όπως έπρεπε.
-Σάι;
-Το ουρλιαχτό, Βίλνους, ακούστηκε από τη σκηνή.
Ο Βίλνους κοίταξε τον νεαρό τοξότη του. Δεν ήταν πεπειραμένος πολεμιστής, δεν είχε δει τι πάθαιναν οι γυναίκες σε πόλεις που έπεφταν σε εχθρικά χέρια, ακόμα και άτυχες χωριατοπούλες σε χωράφια που απλά περνούσε στρατός. Εκείνος ακόμα πίστευε ότι κάθε κοπέλα που θα ζητούσε βοήθεια έπρεπε να την έχει. Ο ίδιος ήταν πιο ρεαλιστής. Δεν θα προχωρούσε γι’ αυτό σε σύγκρουση με τον Καλ υπό φυσιολογικές συνθήκες. Αλλά τώρα τα πράγματα είχαν αλλάξει. Οι υπηρέτες είχαν χτυπήσει έναν από τους άνδρες του. Αυτό επουδενί  δεν θα έμενε ατιμώρητο.
Ο πολεμιστής κοίταξε τους δύο υπηρέτες.
-Είναι αλήθεια αυτό; ρώτησε.
-Ναι, είπε σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους ο ένας. Πιθανότατα ο κύριός μας πόνεσε την Αλόα.
-Και χτυπήσατε τον Σάι γι’ αυτό;
-Να μην ανακατευόταν.
Ήταν ο αδιάφορος τρόπος των απαντήσεων που εξόργισε τον πολεμιστή και επιτέθηκε. Αντίθετα με τον Σάι που ήταν ακόμα νέος και δεν είχε πείρα και επιπλέον ήταν τοξότης και όχι εκπαιδευμένος στη μάχη σώμα με σώμα, ο Βίλνους πολεμούσε πολλά χρόνια για να μην μπορεί να αντιμετωπίσει τους δύο λακέδες. Με μερικά χτυπήματα ήταν και οι δύο πεσμένοι ανάσκελα ενώ εκείνος περνούσε την είσοδο της σκηνής για να βρει το μάγο να ριγεί από ηδονή. Τον άρπαξε από τους ώμους και τον πέταξε στο πλάι αποκαλύπτοντας το λεπτό σώμα μιας κοπέλας που έτρεμε από πόνο και φόβο.
Ο Βίλνους κοίταξε τον μάγο με αηδία. Εκείνος σηκώθηκε και άρχισε να ντύνεται.
-Δεν σου πέφτει λόγος τι κάνω, είπε απαντώντας στο βουβό κατηγορώ του πολεμιστή. Σε πληρώνω για μια αποστολή και αυτό απαιτώ από εσένα να κάνεις.
-Το ουρλιαχτό αυτό ακούστηκε σε όλη την περιοχή, αν το έκανες αύριο βράδυ θα μας πρόδιδες στο Ακροπύργιο και ποιος ξέρει τι θα ερχόταν πάνω μας. Και δεν είναι και ό,τι καλύτερο για το ηθικό των ανδρών μου, ξέρουν ότι δεν υπηρετούμε τυράννους και βασανιστές.
-Και τι θα κάνεις τώρα; Θα κάνεις πίσω;
-Όχι, είπε ο Βίλνους, αλλά θα σε εμποδίσω να το ξανακάνεις. Σάι!
Ο νεαρός πολεμιστής μπήκε στη σκηνή. Ο Βίλνους του έδειξε την κοπέλα και είπε:
-Πάρε την στην Σέλμιορ να την περιποιηθεί και μετά πάρε τη μαζί σου, θα την προστατεύσεις και δεν θα αφήσεις κανένα να την πειράξει. Κατάλαβες;
-Μάλιστα.
Ο Σάι βοήθησε την κοπέλα να σηκωθεί από τα δέρματα. Τα μάτια της έδειχναν τεράστια από τον τρόμο και τα δάκρυα. Αίμα έτρεχε στους μηρούς της και δεν φαινόταν να μπορεί να περπατήσει γι’ αυτό ο τοξότης την σήκωσε στα χέρια και βγήκε. Ο Βίλνους έριξε μια βλοσυρή ματιά στον Καλ και ακολούθησε.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου